Top menu

Άντα ή Πάθος, του Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού

Έναν αιμομικτικό έρωτα σε ένα ημι-φανταστικό περιβάλλον μας παρουσιάζει ο μεγάλος Ρώσος λογοτέχνης Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ στο εκτενέστερό του μυθιστόρημα "Άντα ή Πάθος" (μεταφρ. Μ. Αναγνωστοπούλου, εκδ. Πατάκη). Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα το οποίο βρίσκεται σε έναν συνεχή διάλογο μεταξύ του φανταστικού και του πραγματικού στοιχείου.

Η Άντα είναι πρώτη ξαδέλφη του Βαν και συνώνυμη για εκείνον με το Πάθος. Οι δυο τους θα ξεκινήσουν μία ιδιότυπη ερωτική σχέση όντας δωδεκάχρονα παιδιά που βρίσκονται στο κατώφλι της εφηβείας. Αυτή η σχέση θα συνεχιστεί ως την ωριμότητά τους με πολλές διακυμάνσεις.

Οι δύο εραστές  κάνουν βόλτες στην εξοχή, ποδηλατούν, κολυμπούν, συζητούν ατελείωτα, ερωτεύονται και γεύονται ο ένας τους χυμούς του άλλου. Ύστερα απιστούν, χωρίζουν, ξαναβρίσκονται και πάλι από την αρχή.

Ο συγγραφέας δεν στέκεται τόσο στο παράνομο γεγονός του έρωτά τους, όσο στον τρόπο με τον οποίο η σχέση αυτή καθόρισε τις ζωές, όχι μόνο τις δικές τους, αλλά όλης της οικογένειας, στο πέρασμα του χρόνου. Παρακάτω παραδίδεται η άποψη της ίδιας της Άντα για το θέμα, διά στόματος Ναμπόκοφ:

"... τα πρώτα ξαδέλφια έχουν κάθε δικαίωμα να κάνουν μαζί ιππασία. Ακόμα να χορεύουν και να κάνουν πατινάζ, αν θέλουν. Εξάλλου τα πρώτα ξαδέλφια είναι σχεδόν αδέρφια".

Θεωρητικά, ο τόπος στον οποίο εκτυλίσσεται το ειδύλλιο είναι οι ρωσόφωνες επαρχίες της Αμερικής στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, στην πραγματικότητα, όμως, η αφήγηση περιλαμβάνει σκηνές από την Αμερική και τη Ρωσία εκείνης της εποχής. Για τον αναγνώστη, πάντως, ούτε ο χώρος, αλλά ούτε και ο χρόνος έχει ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που πρωταγωνιστεί πάνω απ' όλα στην αφήγηση είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, οι πράξεις τους και η ζωή. Κυρίως η ζωή.  Ο Βαν, η Άντα και οι υπόλοιποι χαρακτήρες εντός και εκτός της οικογένειάς τους είναι εκείνοι που γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου και σε αυτούς επικεντρώνεται ο συγγραφέας.

Στο τέλος του βιβλίου του ο συγγραφέας παρουσιάζει στον αναγνώστη, ενσωματωμένη στο κυρίως σώμα της αφήγησής του, τις ιδιόρρυθμες απόψεις του για τον Χώρο και τον Χρόνο.

"Ο Χώρος σχετίζεται με την όραση, την αφή και τη μυϊκή προσπάθεια. Ο Χρόνος συνδέεται αμυδρά με την ακοή... Ο Χώρος είναι ένα ζουζούνισμα στο μάτι κι ο Χρόνος ένα τραγούδι στο αυτί... Ο Χώρος βάζει τα αυγά του στις φωλιές του Χρόνου... Δεν μπορώ να φανταστώ τον Χώρο χωρίς τον Χρόνο, μπορώ, όμως, πολύ άνετα να φανταστώ τον Χρόνο χωρίς τον Χώρο. "Χωροχρόνος"- αυτό το φρικτό υβρίδιο που ακόμα και το σημείο ενώσεώς του μοιάζει φτιαχτό. Μπορεί κανείς να μισεί τον Χώρο και ν' αγαπάει τον Χρόνο".

Η αφήγηση παίρνει χαρακτήρα απομνημονευμάτων, με τον συγγραφέα πότε να αποστασιοποιείται περισσότερο από τους ήρωές του και πότε να γίνεται ένα με αυτούς.

Οι ερωτικές σκηνές της Άντα και του Βαν έχουν πάντα κάτι από το πάθος δύο ώριμων εραστών και από την αθωότητα των πρωτομυημενών νέων στην τέχνη του έρωτα. Και πάντοτε η ερωτική πανδαισία τους είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με τους ήχους και τις εικόνες της Φύσης, την οποία τόσο πολύ αρέσκεται να περιγράφει συχνά ο συγγραφέας. Την αγάπη του τελευταίου για τη φύση μαρτυρά το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε μανιώδης συλλέκτης πεταλούδων.

"Έκαναν έρωτα-κυρίως σε λαγκαδιές και ρεματιές. Σε έναν απλό φυσιολόγο, η ενεργητικότητα αυτών των δύο νεαρών θα μπορούσε να φανεί αφύσικη. Η λαχτάρα που ένιωθε ο ένας για τον άλλον γινόταν αφόρητη αν δεν ικανοποιούνταν μέσα σε λίγες ώρες και μάλιστα αρκετές φορές, στον ήλιο ή στον ίσκιο, στη στέγη ή στο κελάρι, οπουδήποτε. Παρά τα ασυνήθιστα αποθέματα του πάθους του, ο νεαρός Βαν μόλις και μετά βίας μπορούσε ν' ακολουθήσει τον ρυθμό της μικρής χλωμής του amorette (σε τοπική γαλλική διάλεκτο). Η υπέρμετρη εκμετάλλευση της σωματικής απόλαυσης πλησίαζε στην τρέλα και θα μπορούσε να είχε ρουφήξει τα χυμώδη νιάτα τους αν το καλοκαίρι, το οποίο είχε εμφανιστεί υποσχόμενο μια αχαλίνωτη έκρηξη χλοερής λαμπρότητας και ελευθερίας, δεν είχε αρχίσει κάποια νωθρά υπονοούμενα για πιθανή εξασθένιση κι εξανέμιση και εξαΰλωση τέλος της φούγκας του- το έσχατο κρησφύγετο της φύσης, εύστοχες παρηχήσεις (τότε που λουλούδια και μύγες μιμούνται τα μεν τις δε), τον ερχομό μιας πρώτης ανάπαυλας στα τέλη του Αυγούστου, μιας πρώτης σιωπής στις αρχές του Σεπτέμβρη".

Αυτή η γλαφυρή διάθεση περιγραφής -σχεδόν για τα πάντα - διάθεση πρόθυμη να χρησιμοποιήσει σε όλη της την έκταση κάθε λογής πληροφορία για κάθε χώρο, πολιτισμικό στοιχείο ή χαρακτήρα, δεσπόζει σε όλη την έκταση του βιβλίου.

Η γραφή είναι πυκνή, με μεγάλες περιόδους και συχνή χρήση κομμάτων, επιθέτων, καθώς και συχνές αναφορές στην Παγκόσμια Λογοτεχνία, το Θέατρο, την Ποίηση, την Τέχνη, ακόμη και τη Βοτανολογία. Είναι κάτι παραπάνω από ολοφάνερο ότι ο Β.Ν. υπήρξε, εκτός από πολύ επιτυχημένος συγγραφέας και ποιητής, και εξαιρετικός κριτικός της Λογοτεχνίας και φυσιοδίφης. Εν ολίγοις, δεν υπάρχει καμία ιδιότητα του Β.Ν. που να μην προδίδεται στις σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου.

Με ελαφρά χιουμοριστική και δηκτική ενίοτε διάθεση, γλώσσα πότε μεταφορική και πότε ρεαλιστική και την παράθεση αναλυτικών  πληροφοριών για τις κινήσεις, τις επιλογές και τη ζωή κάθε χαρακτήρα του έργου του, ο Ναμπόκοφ διανθίζει επίσης την πλοκή του πολλές φορές με ρωσικές, γαλλικές και λατινικές λέξεις και φράσεις. Δεν βιάζεται να προχωρήσει την πλοκή, αν δεν παραδώσει πρώτα στον αναγνώστη μία πλήρη τοιχογραφία της όλης κατάστασης, δημιουργώντας ένα βιβλίο στο οποίο ο πλούτος και η ωραιότητα της γραφής δεν θυσιάζονται πουθενά, αντιθέτως υπερτερούν σε κάθε του σελίδα.