Top menu

Η ανάδυση της γλώσσας της σάρκας: Χρήστος Μπήτσικας

photo © Στράτος Προύσαλης

Γράφει η Άννα Λάζου

 

Η γενιά του ’80, η γενιά που ανήκει ο γιαννιώτης λογοτέχνης Χρήστος Μπήτσικας, είναι η πιο αντιπροσωπευτικά, κι εκπληκτικά βαθυστόχαστα, ώριμη γενιά αυτών που εμείς, οι μεγαλύτεροι, με μια απλή ταξινομητική λογική αποκαλούμε “νέους”. Νέος μεν - ωριμασμένος δε από την αναμέτρηση με μια κοινωνία σε παρακμή, αυτήν που έχει «ετοιμάσει» η ιστορία για τη γενιά του. Η ποίηση, το αγώνισμα με τη γλώσσα, η σκέψη σαν - όλο αγκάθια - τριαντάφυλλο, είναι για το Χρήστο διέξοδος των αλλεπάλληλων ωδινών, το ευσύντακτο τέκος της εμπειρίας του χάους, της μη λογικής, του ακατάσχετου συναισθήματος, απέναντι σε μια παντοδύναμη υπερ-λογική α-τοπική τεχνοκρατία …

Ο Χρήστος Μπήτσικας, από τις πρώτες σελίδες του ποιητικού του μυθιστορήματος Ο Ίδιος (στην εγκολπώδη έκδοση του Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη, 2016), μεταδίδει την αποφασιστικότητα του δημιουργού να προβεί σε μία εκ βάθρων αναζήτηση της ψυχικής του ταυτότητας μέσω του λόγου και της τέχνης του. Χρειάζεται τόλμη να επιδοθεί κανείς στον επισφαλή τούτον αγώνα, να ξεκινήσει την περιπέτεια της αυτογνωσίας που ο αγώνας αυτός επιτάσσει και του αξίζουν τα εύσημα του φιλοσοφούντος ποιητή. Στη συνέχεια, οι δυνατότητες της γραφής του θεωρώ ότι είναι τόσο πολλές, όπως και τόσο έντονη η αυθεντικότητά του, που επιβάλλουν σχεδόν την προσοχή κατευθύνοντας δίκαια κάθε απόπειρα κατανόησης και ανάλυσης του κειμένου του, με κύρια αναφορά στις διαδρομές της λακανικής και ντελεζιανής ψυχαναλυτικής θεωρίας, που θα επιχειρήσω στο δεύτερο μέρος της παρουσίασής μου.

Πυκνότητα νοημάτων, συνεχές αντικατόπτρισμα της πιο επίκαιρης φιλοσοφικής αναζητητικής σκέψης στις καθημερινές εικόνες της τρέχουσας ζωής, μια ποιητική οικοδόμηση του καθημερινού και αναγνωρίσιμου - του σκιερού και μελαγχολικού της ζήσης - στο παιχνίδισμά της με το φως της απελπισίας και της αγάπης, το «φωσάκι» κάποιας ελπίδας. Όλο μαζί το ποιητικό μυθιστόρημα, αποτελούμενο από σύντομες σχετικά ενότητες που μεταφέρουν χωρίς σκηνοθεσία έντονες στιγμές του βίου, γίνεται ένα μωσαϊκό όψεων του εαυτού. Συγκροτητικό τους νήμα οι διαφορετικές ηλικίες, η μνήμη τους, οι σάρκινες διαδρομές του έρωτα σαν φυλακή των ευγενών αναλαμπών της ψυχής. Άρης και Άδωνις, παιδί, έφηβος, νέος και γέρος, κτήνος και καλλιτέχνης, όψεις του ίδιου εαυτού σε ένα χορό έλξης και άπωσης γύρω από την «Αφροδίτη» τους, το απόμακρο θεϊκό άλλο που κατοικεί στη μάνα – ερωμένη - πόρνη.

Η θεματολογία του Ίδιου αποτελεί μία από τις κύριες αρετές του: κάθε ενότητά του ένα αυτοτελές δοκίμιο πάνω στο ζήτημα της ταυτότητας, θίγοντας τόσο εύστοχα πλευρές του, που συζητήθηκαν μετά τον John Locke1, από σημαντικούς στοχαστές. Ποιος είναι τελικά αυτός ο εαυτός μου, πότε ξέρω ποιος είμαι, όταν κανείς διάλογος δεν είναι ουσιαστικός διάλογος, όταν μέσα μου δρουν τόσο αλλεπάλληλες συγκρουσιακές δυνάμεις, που καμιά επιδιωκόμενη λύτρωση δεν είναι η αναμενόμενη, δεν είναι παρά πηγή θλίψης και πόνου σε συνεχή διαδοχή; Έτσι, ψάχνοντας να βρώ ποιος είμαι, επιδίδομαι σε μια γλωσσική ανακατασκευή του κόσμου αυτού που ματώνει την ψυχή μου, σαν να ψάχνω ένα παυσίπονο, οριστικό, εκεί όμως που υπάρχει μόνο ένα πέπλο ιδεών και λέξεων, προσχηματικό της πραγματικότητας της ζωής, της μόνης πραγματικής πραγματικότητας. Έτσι προσπαθώ να φθάσω - όπως ένας άλλος Οιδίποδας, ένας Nietzsche, Wittgenstein, Beckett, Lacan – στον πυρήνα του εαυτού…

Ας μη θεωρήσουμε εύκολο και ανώδυνο αυτό το στόχευμα του κειμένου του Ίδιου, δεν πρέπει να το δούμε ως εξομολόγηση που αναλώνεται μόνο στην αυτοθεραπεία της. Είναι, όπως το προανέφερα, ένα αγώνισμα που απαιτεί πολλές ικανότητες, τόλμη, ανάλυση, εμβάθυνση, σύνθεση και – ως αγώνισμα – φωτίζει, μεταφέροντας το πάθος της αβύσσου στην επιφάνεια της συνείδησης και της ευαγούς εικόνας της ποιητικής γλώσσας. Προϋποθέτει τη μορφή: την ανάδυση της γλωσσικής μορφής για ένα τόσο ανομολόγητο, άρρητο και παράλογο – όπως σχολιάζει ο Χρήστος – υλικό, υπηρετεί το κείμενο του Ίδιου.

Η γλώσσα - το όπλο του ποιητή - η φύση της, τα όριά της, η αναφορά και πάλη της, στο σώμα και με το σώμα - είναι το κύριο θέμα, το μυστικό, στην προσέγγιση και κατανόηση του Ίδιου. Η γλώσσα δεν καθορίζεται από το εγώ του ανθρώπου, από τον ποιητή ως υποκείμενο, αλλά θέτει η ίδια ως λειτουργία πολυεπίπεδη, τα όρια της δυναμικής της. Έχει λοιπόν τη δική της εξουσία απέναντι στον ποιητή – υποκείμενο, επιτελώντας ένα έργο απλούστευσης και διαμελισμού, καταστρέφοντας – ακρωτηριάζοντας την ενότητά του και παρουσιάζοντας περιστασιακά τα μέρη και τις ιδιότητές του ως αυτόνομα. Ο τίτλος αυτού του κειμένου, Ο ίδιος, παραπέμποντας στο ακέραιο και αδιαίρετο, ισοδυναμεί με μία αντίσταση στο διαλυτικό αναγκαστικά τεμαχισμό που επιβάλλει η γλώσσα. Φανερώνει μια τάση για παραμονή στην αδιάβλητη ενότητα του εαυτού, ως αντίσταση στην άκρατη ροπή της γλώσσας να εκφυλίσει τη βιωματική εμπειρία παγιδεύοντάς την σε ένα λεκτικό πλέγμα και να εμβολίσει την πρωτογενή ύπαρξη στο πεδίο του συμβολικού λόγου.

Στο κείμενο του Ίδιου του Χρήστου Μπήτσικα, ερχόμαστε ακόμη αντιμέτωποι με μια εκ νέου αμφισβήτηση της εκφραστικής θεωρίας για τη γλώσσα και της συναφούς ταύτισης της γλώσσας με τη συνείδηση του εαυτού. Μέσα στην στροβιλίζουσα περιπλοκότητα της χωρίς κανονικότητα, υπερβατικότητα, θρησκεία και ενότητα, διαρκούς αναζήτησης μιας γονιμοποιού λέξης, αγωνιώδους ανάδυσης του πρώτου πλήγματος και της αρχικής οδύνης του, έχει χαθεί συμβολικά το πρόσωπο που πρωτοστατεί στις συμφυρμένες ιστορίες του Ίδιου. Παρουσιάζεται να έχουν χαθεί τα όρια μεταξύ του εγώ και του άλλου, της ηλικίας, του παρελθόντος και του μέλλοντος, του λογικού και του παράλογου, του νοητού και του α-νόητου, του έρωτα και του βιασμού, της αγάπης και της κοροϊδίας. Δεν ξέρουμε αν αυτό το ον επιθυμεί το ευχάριστο, όπως κάθε λογικός άνθρωπος ή επιδιώκει να λυπάται διαρκώς, να λυπάται για όλα, ακόμη και για τα ωραία πράγματα του κόσμου. Μια νομοτέλεια αναγνωρίζει μόνο, τον πόνο, την διαρκή επιστροφή του σε αυτόν, χωρίς κανένα σωσμό, ενώ η λατρεία για την πρωτότυπη σημασία κάποιων σπάνιων λέξεων, είναι τόσο μα τόσο τεχνική, που δεν αγκιστρώνεται σχεδόν ποτέ σε κάποιο συναίσθημα. Σαν άλλος Antonin Artaud, ο Ίδιος, αυτό το παράξενο ανθρωποειδές, αναγνωρίζει μόνο τον άγνωστο εαυτό του σαν πρώτη και τελική ουσία και πραγματική αξία. Κι επιδίδεται στη σκληρή αυτολύπηση… σαν απέλπιδα ελευθερία…από…μια «αυτιστική» και ταυτόχρονα παντοδύναμη κουλτούρα. Έτσι, το κείμενο είναι αντί μιας κραυγής οδύνης από την απελευθέρωση του σκεπτόμενου από τη γλώσσα ή από την παλιά ενιαία εικόνα που εγκλωβίζει τον εαυτό του.

Στον προβληματισμό του συγγραφέα του Ίδιου, υπεισέρχεται η λακανική ψυχαναλυτική αντίληψη της γλώσσας, η οποία προτείνει ότι αυτό που πραγματικά μιλάει δεν είναι η γλώσσα, αλλά το ασυνείδητο. Είναι η στιγμή του ψελλίσματος, η στιγμή κατά την οποία ο ομιλών διστάζει και η ομιλία τον εγκαταλείπει. Στη θεωρία του Lacan δεν έχει ενδιαφέρον τόσο η γλώσσα καθεαυτή, αλλά το όριο που πάνω του «σκοντάφτει», το όριο που σχετίζεται με την μεταφορική υφή της γλώσσας. Μέσω των μετωνυμικών και μεταφορικών διεργασιών που θεμελίωσε στον 20ό αιώνα η λακανική θεωρία για τη γλώσσα, κατά ένα μέρος απότοκος της δομικής γλωσσολογίας και της θεωρίας του F. De Saussure, και σε αντιστοιχία με τη παράδοση φροϋδικών εννοιών - όπως η συμπύκνωση και η μετάθεση – άνοιξε ο δρόμος για την αυτονομία του σημαίνοντος και την πρωτοκαθεδρία του έναντι του σημαινόμενου. Το σημαίνον ορίζεται από τον Lacan ως το σύνολο των υλικών στοιχείων της γλώσσας που συνδέονται μέσω της δομής τους, το υλικό δηλαδή υπόβαθρο του λόγου, οι ήχοι. Μελετώντας μάλιστα την συμπεριφορά ψυχωσικών ο Lacan, αποκάλυψε τη σημασία των διαταραχών της γλώσσας και φαινομένων ιδιάζουσας χρήσης ή αποκλεισμού ορισμένων γλωσσικών φράσεων, για την διάγνωση της ψυχοπαθολογίας τους, όπως είναι το Όνομα-του-Πατέρα (Nom-du-Père), το οποίο αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο taboo της αιμομιξίας, στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα (δηλαδή, κατά τον Lacan, στον συμβολικό πατέρα).2

Ο Lacan υιοθετεί την ιδέα ότι η γλώσσα ως συμβολικό σύστημα μαζί με τα άλλα κοινωνικο-πολιτιστικά συστήματα και τις δομές τους προϋπάρχουν της γέννησης ενός ανθρώπου και τον υπερβαίνουν, δέχεται ότι η γλώσσα αποτελεί μια συμβολική τάξη, η οποία «πλάθει» το υποκείμενο ανάλογα με τις δομές της και θεωρώντας ότι «το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα», δηλαδή ότι ως δομή αποτελείται από στοιχεία που βρίσκονται σε σχέση μεταξύ τους, εξομοιώνει τους μηχανισμούς του ασυνειδήτου με γλωσσικούς μηχανισμούς, όπως αυτούς της μεταφοράς και της μετωνυμίας.

Η λακανική ψυχαναλυτική προσέγγιση των ψυχώσεων – στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, διαφοροποιημένη από τη φροϋδική που θεωρήθηκε προσκολημμένη στο ιδεαλιστικό εκφραστικό πρότυπο της γλώσσας – παρέχει τη βάση για την κριτική που άσκησε τη δεκαετία του ’60 ο Gilles Deleuze προς τη γλώσσα και την ψυχανάλυση, επειδή προχωρεί σε μια δυναμική διάσταση της ψύχωσης τοποθετώντας την εγγύτερα στο πραγματικό, παρά στο φαντασιακό ή το συμβολικό (τους τρεις βασικούς όρους του λακανικού ψυχαναλυτικού σχήματος): Αναζητώντας τους μηχανισμούς της ψύχωσης πέρα από το φαντασιακό πεδίο αναφοράς, επειδή σε αυτό δεν βρίσκουμε την δυναμική της ψυχωτικής αλλοτρίωσης, αλλά μόνο τη μορφή της, ο Lacan στο τέλος μας οδηγεί να στραφούμε στο σώμα ως την πραγματική διάσταση της libido.3 Αυτή είναι μια μετατόπιση της προσοχής προς το πεδίο του πραγματικού χάρη στον Lacan και μάλιστα στο επίπεδο της γλώσσας, ως της συμβολικής τάξης των σημαινόντων.4 Και αυτή η μετατόπιση είναι που δίνει το έναυσμα στην ανάπτυξη της θεωρίας του Gilles Deleuze για το ασυνείδητο, η οποία εισάγει μια πολιτική αντίληψη που αποσπά τη μελέτη των φαινομένων του ανθρώπινου ψυχισμού από το οικογενειοκρατικό ιδεαλιστικό ψυχαναλυτικό πρότυπο και αναζητάει τους μηχανισμούς εξήγησης και θεραπείας στην επιθυμία ως την πραγματική βάση του ασυνείδητου.5

Σύμφωνα με την κριτική του Deleuze – προς την ψυχαναλυτική οπτική συνολικά – στον Lacan οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μια ανακάλυψη που σχετίζεται τόσο με την επιθυμία ως παραγωγικό μηχανισμό όσο και με την μετάθεση του φροϋδικού οιδιποδιακού ερμηνευτικού σχήματος της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας στο συμβολικό πεδίο των γλωσσικών εκφράσεων, μια ανακάλυψη που ανατρέπει την βασική υπόθεση της κλασικής ψυχανάλυσης περί ευνουχισμού του υποκειμένου ως ψυχικής πραγματικότητας. Το πραγματικό είναι η γλώσσα και το ασυνείδητο παράγει διαρκώς μηχανισμούς επιθυμίας και δημιουργίας του κόσμου και του εαυτού, εκεί οδηγούν οι λακανικές ανακαλύψεις κατά τους Deleuze και Guattari στο κοινό τους έργο.6 Με τη μέθοδο ανάλυσης που προτείνουν για τα φαινόμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς που σχετίζονται με το ασυνείδητο και την αποκαλούν σχιζοανάλυση, βασισμένη στην δομιστική αντίληψη,7 υποκαθίσταται το εκφραστικό μοντέλο του ασυνειδήτου, που υπήρξε σε γενικές γραμμές η βάση της παραδοσιακής ψυχανάλυσης από την έννοια των «επιθυμητικών μηχανών» και με την περαιτέρω επεξεργασία των μηχανισμών του σώματος. Με την έννοια του δίχως-όργανα-σώματος8 ο Deleuze επιχειρεί μια με θετικούς ερμηνευτικούς όρους θεώρηση της σχιζοφρένειας, ως λογικής του νοήματος της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολό της και όχι μονάχα ως αρνητικής στιγμής, ως «έλλειψης» ή «κενού» που διαγιγνώσκεται κατά την ανάλυση ατομικών περιπτώσεων.9

Τέλος, ο προβληματισμός γύρω από τη σχέση γλώσσας, σώματος και νοήματος απασχολεί τον Χρήστο Μπήτσικα και διατρέχει τα επόμενα κείμενα που κοινοποίησε μετά τον Ίδιο: το ανέκδοτο Ε κ ε ί … (ή η οδύνη-ηδονή του σημαίνοντος)[ποίηση - στοχασμός], αποτελεί μια ποιητικά στοχαστική ταυτοποίηση της σχέσης γλώσσας και επιθυμίας, διατηρώντας έτσι την ερμηνευτική αμφισβήτηση της ορθόλογης μονοσήμαντης αντίληψης για το νόημα, που βρίσκουμε και στον Ίδιο, και οριοθετείται χρονο τοπικά από τον Lacan ως κατάσταση - και όχι ως εκφορά/σημαίνον κι εκφερόμενο/σημαινόμενο (σημείο) - κατάσταση διαποτισμένη από ισχυρότατο συναίσθημα – την οδύνη και την ηδονή.

Στο δοκίμιο Οιδίπους τύραννος… και αυτισμός10 ο Χρήστος Μπήτσικας επιχειρεί μια τομή με την εισαγωγή της παθολογίας του αυτισμού στο χειρισμό του μύθου του Οιδίποδα από το Σοφοκλή και με την ανάδειξη της ανημπόριας του χορού να θίξει τη βάση του κακού που βρίσκεται στην «αυτιστική» νοοτροπία των ηρώων, καθώς ο χορός παραμένει λογικός κι εξουσιαστικός, χωρίς να αντιμετωπίζει με ευθύτητα την οδυνηρή πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Τη μόνη πραγματικότητα, που απέναντί της η φιλοσοφία και η επιστήμη στέκονται μουδιασμένες, μέχρι σήμερα.

Ο Χρήστος Μπήτσικας, δεν αρκείται να αναγνωρίσει απαθής την αποτυχία των παραδεδομένων συστημάτων της σύγχρονης επιστήμης να αρρωγήσουν τον άνθρωπο, προσπαθεί μέσω των κειμένων να αρθρώσει μια λύση, να επιφέρει κάποια κάθαρση, να προτείνει εν τέλει μία διέξοδο στη γνώση ή στην αυτογνωσία καλύτερα, μια λύση που δικαιώνει το άτομο – το ένα – μέσα στο αχανές όλο – τον κόσμο. Ευελπιστεί στην ισχύ μιας λογικής πολυτιμικής που υπόσχεται το λογικά ‘μη ορθό’ χωρίς να αντιστρατεύεται τη λογική…. δίνοντας έτσι χώρο στο επικοινωνούν κάτι, στο σχεσιακό όν. Και, όπως είπε, η ποίησή του εμπνέεται από την νιτσεϊκή Γέννηση της Τραγωδίας, όπου «η διαλεκτική άγνοια του Σωκράτη κατακρήμνισε το μυθικό οικοδόμημα της αισχύλειας και σοφόκλειας τραγωδίας θέτοντας το προοίμιο για μια επιστήμη ‘αχόρταγη’ που νομίζει οτι μπορεί να τα ξέρει όλα». Όμοια στα έργα του ο Χρ. Μπήτσικας προτάσσει την άγνοια σ’ αυτήν την επιστήμη του 21ου αιώνα - που ακούραστα προελαύνει - και αντιστεκόμενος δημιουργεί παρόλ’ αυτά με λέξεις το δικό του μύθο. Κοιτάζοντάς την ευθύβολα στα μάτια επιμένει να μονολογεί και να μας πλουτίζει με νοήματα που, στο σταυροδρόμι των ανθρωπολογικών με τις ψυχαναλυτικές ανακαλύψεις για τον άνθρωπο και τη γλώσσα,11 καλούμαστε να ανιχνεύσουμε και να υπερασπιστούμε.

 

Σημειώσεις
1. Στο Essay on Human Understanding (Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση), 1690. Ά. Λάζου, Ο John Locke και το Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, εκδ. Αρναούτης, Αθήνα, 2015:
https://www.academia.edu/21619442/ANNA_LAZOU_JO_H_N_L_O_C_K_E_and_THE_ESSAY_CONCERNING_HUMAN_UNDERSTANDING_vol._I
2. J. Lacan, Ecrits: the first complete edition in English, μετάφρ. B. Fink, H. Fink & R. Grigg, Norton & Company, Inc., New York - London, 2006, σελ. 230 κ.ε., σελ. 278 κ.ε. της γαλλικής έκδ. (Editions du Seuil, Paris, 1966) και J. Lacan, Σεμινάριο Τρίτο, Οι ψυχώσεις, εκδόσεις Ψυχογιός, 2013 (Le Séminaire. Livre III. Les psychoses, 1955–56, επιμ. J-A. Miller, Seuil, Paris, 1981, The Seminar. Book III. The Psychoses, 1955–56, μετάφρ. – σημ. R. Grigg, Routledge, London, 1993). Πρβλε. D. Evans, Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης, μτφ. Γ. Σταυρακάκης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, σελ. 146 κ.ε.
3. J. Lacan, Σεμινάριο Τρίτο, Οι ψυχώσεις, ό.π., σελ. 169 – 170. Για την κριτική του Deleuze προς την ψυχανάλυση γενικότερα και τις εικόνες νοήματος που προκύπτουν από την λακανική ψυχαναλυτική θεώρηση της σχέσης γλώσσας και ψυχοπαθολογίας ειδικότερα, βλ. το δίτομο έργο του με τον Félix Guattari, L'anti-Œdipe: Capitalisme et Schizophrénie, Les éditions de Minuit, Paris, 1972 και Mille Plateaux, Les Editions de Minuit, Paris, 1980, (Anti-Œdipus: Capitalism and Schizophrenia, τ. 1 & A Thousand Plateaus, τ. 2, σε μετάφρ. R. Hurley, M. Seem, H. R. Lane & Br. Massumi αντίστοιχα, Continuum, London & New York, 2004, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους, μετάφρ. Κ. Χατζηδήμου-Ι. Ράλλη, εκδ. Ράππα, 1977).
4. Το ασυνείδητο στην φροϋδική ψυχανάλυση εγκλωβίζεται στο θέατρο των οικογενειακών σχέσεων, ορίζεται με όρους έλλειψης κι εκφράζεται μέσα από τις μορφές του μύθου, της τραγωδίας και του ονείρου. Στη λακανική ψυχαναλυτική σχολή η έλλειψη του αντικείμενου της επιθυμίας λαμβάνει μια συμβολική μορφή στο πεδίο της γλώσσας και ανιχνεύεται μέσω συγκεκριμένων δομών, όπως είναι το όνομα του πατέρα, τα γλωσσικά μεταφορικά σχήματα και οι γνωστοί λοιποί γλωσσικοί μηχανισμοί.
5. Στην παραδοσιακή αντίληψη της επιθυμίας που κυριαρχεί στη δυτική σκέψη ιστορικά – από τον Πλάτωνα, έως τον Freud και τον Lacan – οι Deleuze και Guattari αναγνωρίζουν μια μορφή φιλοσοφικού ιδεαλισμού, ο οποίος εκφράζεται με την αντίληψη της επιθυμίας ως προσπάθειας απόκτησης ενός ελλείποντος πράγματος (J. Lacan & F. Guattari, L'anti-Œdipe: Capitalisme et Schizophrénie, ό.π., σελ. 26). Οι ίδιοι ωστόσο επιλέγουν να δώσουν προσοχή στις πολύ λιγότερες στην ιστορία της φιλοσοφίας θετικές εκδοχές της επιθυμίας, ως μιας θετικής παραγωγικής δύναμης και αποδίδονται στους Nietzsche (βούληση για δύναμη) και Spinoza (conatus), ενώ αντλούν εννοιολογικά εργαλεία από τις καντιανές αναλύσεις των πίστεων και της συνθετικής ικανότητας της γνώσης στις δύο κριτικές του – Κριτική της κριτικής δύναμης και Kριτική του καθαρού λόγου – για να καθιερώσουν την δική τους θετική θεωρία της επιθυμίας ως ενός αυτόματου μηχανισμού, μέσω του οποίου το ασυνείδητο αναπαράγεται (αυτοποίησις) (ό.π., σελ. 28 κ.ε. και F. Guattari, Chaosmose, éditions Galilée, Paris, 1992 [Chaosmosis: An Ethico-Aesthetic Paradigm, μετάφρ. P. Bains & J. Pefanis Indiana UP, Bloomington and Indianapolis, 1995], σελ. 15, Eu. Holland, ό.π., σελ. 25).
6. Πρβλε. Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους, ό.π., σελ. 35 – 99 και F. Guattari, “Machine and Structure”, εις Psychoanalysis and Tranversality, MIT Press, 2015, σελ. 318-319.
7. Η δομιστική βάση της αναλυτικής εργασίας των Deleuze – Guattari, επιβεβαιώνεται και από την αναφορά τους στην καντιανή αναλυτική της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, που εφαρμόζεται στο ασυνείδητο: όπου αναγνωρίζουν την εμμενή παραγωγική λογική που το προσδιορίζει, όπως ακριβώς ο Kant απέδειξε την ύπαρξη εγγενών κριτηρίων στην ανθρώπινη γνώση που καθορίζουν τη συνθετική λειτουργία της συνείδησης, έτσι και οι Deleuze – Guattari εμπνέονται τη δομική προΰπαρξη των λειτουργιών του ασυνείδητου με τη μορφή των επιθυμητικών μηχανισμών (Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους, ό.π., σελ. 88 κ.ε.).
8. Την ιδιαίτερη και δυσκολονόητη έννοια του δίχως-όργανα-σώματος ως βάση για να αντιληφθούμε τη σχιζοφρένεια με θετικό τρόπο, ο Deleuze εμπνέεται από τον Antonin Artaud, τον ταλαντούχο για πολλά χρόνια θεραπευόμενο του Lacan, ενώ εμφανίζεται για πρώτη φορά στο έργο του Deleuze, Η Λογική του Νοήματος (The Logic of Sense), Continuum, 2004, σελ. 223 κ.ε., στα πλαίσια της ανάλυσης της σχιζοφρένειας.
9. G. Deleuze, The Logic of Sense, ό.π. και Ζ Ντελέζ-Φ. Γκουατταρί, Για τον καπιταλισμό και την επιθυμία, μετάφρ. Ά. Τσουλούφη & Π. Καλαμάρας, εκδόσεις ελευθεριακή κουλτούρα, 2015, σελ. 12.
10. Χρ. Μπήτσικα, Σοφοκλής και αυτισμός, εκδ. Εκάτη, Αθήνα, 2018.
11. Με συνέπεια οι σύγχρονες θεραπευτικές πρακτικές να εντάξουν σαμανιστικά και μυθικά δεδομένα, καθώς η συμβολική ερμηνεία της γλώσσας αξιοποιεί τις λακανικές έννοιες και αξιοποιείται στη βίωση και αναβίωση του μυθικού αφηγήματος κατ’ αναλογία με το προσωπικό αφήγημα της ψυχανάλυσης και το σωματικό δρώμενο της τέχνης. «Με τη σαμανιστική ή ψυχαναλυτική θεραπεία το ζήτημα είναι να προκληθεί μια οργανική αλλαγή που συνίσταται ουσιαστικά σε μια δομική αναδιοργάνωση, οδηγώντας τον ασθενή να βιώσει έντονα ένα μύθο- είτε δεδομένο είτε δημιουργημένο από τον ίδιο, του οποίου η δομή θα μπορούσε να θεωρηθεί, στο επίπεδο του ασυνειδήτου, ανάλογη με τη δομή που θα επιθυμούσαμε να δημιουργήσουμε στο οργανικό, σωματικό επίπεδο. Η συμβολική δραστηριότητα συνίσταται ακριβώς σε αυτήν την επαγωγική ιδιότητα με την οποία συνδέονται μεταξύ τους δομές τυπικά ομόλογες, οικοδομημένες με διαφορετικά υλικά και σε διαφορετικά επίπεδα της ζωικής οργάνωσης: οργανικές διεργασίες, ασυνείδητος ψυχισμός, έλλογη σκέψη.», Μ. Ζαφειρόπουλος, Λακάν και Λεβι-στρώς ή Η επιστροφή στον Φρόυντ (1951-1957), Πλέθρον, Αθήνα, 2007.