Top menu

6 προτάσεις για αναγνώσεις τον Νοέμβριο

H συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον Νοέμβριο:

 

Μιλούκα, μυθιστόρημα, Ντίνος Πετράκης, εκδόσεις Βακχικόν 2018

 

Ο Μιλούκα σχεδιάζει ν΄ανατρέψει για πάντα τη μεγάλη πολιτεία. Κυκλοφορεί εντός μας κάθε νύχτα. Ακριβώς την δωδεκάτη ώρα γίνεται βορά του κόσμου. Ο Μιλούκα βαδίζει ελεύθερος, ένας Αλέξης που δεν πεθαίνει τυχαία μες στα τραγούδια της μεταπολίτευσης. Απ΄την πιο σκοτεινή εποχή φθάνει ο άγγελος. Παράξενος τρομοκράτης μες στη νύχτα του καινούριου αιώνα, σ΄αυτή την επίμονη προσπάθεια της ανατροπής, εγκαταλείπει τον κλειστό του κόσμο. Η κοσμόπολη διαθέτει χιλιάδες μυστικούς δρόμους, οι φίλοι του Μιλούκα είναι αναρίθμητοι. Κάθε σπίτι, κάθε κλεισμένη θέα κρύβει μέσα της τον επικίνδυνο νέο. Κάθε γραφείο, κάθε μαγαζί, χθες και τώρα και πάντα περιέχει χιλιάδες πιθανότητες. Λίγο ακόμη και ο Μιλούκα θα εισβάλλει στη ζωή μας με πάταγο. Τέρμα πια οι λυγμικές φωνές, είναι καθήκον μας, όσο ριψοκίνδυνο και αν είναι να δοκιμάσουμε ένα δυο συμπεράσματα για αυτήν την ιστορία.

Η ελληνική, οικονομική κρίση θα ξεκινήσει το 2009. Συνέπεια ενός πρωτοφανούς, οικονομικού εκτροχιασμού θα αφοπλίσει όλες μας τις άμυνες, όλα μας τα οράματα.Κάπως έτσι, στα κουλουάρ των καιρών θα κλείσει την καριέρα της για πάντα η νεοελληνική, μεταπολιτευτική εποποιία. Με σκηνές βγαλμένες απ΄του Παβέζε τις τόσες σημασίες, η Αθήνα καθελκύει έναν ολοκαίνουριο, τρομερό αιώνα.

Ο Μιλούκα των εκδόσεων Βακχικόν, λίγα φαντάζεται απ΄την αληθινή του ζωή. Για τον Ντίνο Πετράκη που υπογράφει τις ποκίλες επιλογές του ήρωά του, η κρίση συνιστά το καινούριο πεδίο βολής. Εδώ ασκείται τώρα πια ο ελληνισμός, ζητώντας κάτι να υπάρξει μετά από όλον αυτόν τον ουρμαγδό.Ο Βασίλης του βιβλίου που έτσι εύκολα εννοεί τη ζωή του σαν την πιο παράξενη πραγματικότητα, καθόλου ευτυχισμένος, μπλεγμένος στα κανάλια των παράξενων θεάτρων που κατακλύζουν την εποχή μας, φορά τα δικά του ρούχα και ανατρέπει μια σειρά από κανονικές, άχρωμες μέρες.

Η ελληνική, αστυνομική λογοτεχνία που με τόση φόρα κατέκλυσε το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον, σε συνδυασμό με την ανάγκη να ερμηνευτεί αυτή η παράξενη επταετία συνθέτουν τις μόνες από τις σκοπιμότητες που ασυνείδητα εικονογραφεί ο Ν. Πετράκης. Ψυχωτικός, όπως επιβάλλουν οι καιροί , με γλώσσα και συνείδηση άγρια, ο Μιλούκα γεννιέται μες στους κόλπους της εθνικής μας κατάπτωσης. Η πόλη του μοιάζει με εκείνη του Μεζελέερ, φτιαγμένη από λεπτό μολύβι, δίχως τις παρηχήσεις των χρωμάτων. Πόλη σκληρή, κάπως αμερικάνικη, παραλλαγή της αμαρτίας κάθε μυθιστορηματικής εποχής. Η μορφή του κάτι προσθέτει στα τοπία των ημερών, έτσι που η όψη του να έρχεται σε αντίθεση με ό,τι συνηθίσαμε. Πίσω του πέφτουν με θόρυβο τα σκηνικά των πόλεων που γερνούν χρόνια μετά την ώρα τους. Ό,τι απομένει είναι το λίγο της ελευθερίας μας.

Ο Μιλούκα μοιάζει με το κατάμαυρο άγαλμα του αυλητή, του κάπως ασυνήθιστου και άγνωστου, με τ΄αερόφωνο στα χείλη του, που δίχως περίσκεψη μεγάλη ανταγωνίζεται το ολόλευκό μάρμαρο. Βασίλης, Μιλούκα, Νίκος, με κάθε όνομα, σε κάθε κλίμακα όλα τα πρόσωπα του Πετράκη αντλούν από τη ζωή όπως τη διδαχτήκαμε στο πρώτο κλάμα αυτού του αιώνα. Ετούτος ο κόσμος θέλει τις ταυτότητες χαμένες, γράμματα κενά στα δόντια των ταξιδιωτών που περνούν τις Μόριες αυτού του κόσμου, του μεγάλου εκείνου πλήθους που υπόκειται στα ρεύματα. Ολόκληρη η εποχή μας θα σωθεί σαν τέλεια πρόζα, σαράντα και πλέον χρόνων. Τα άνθη καινούρια, σώμα πεποιημένο το παρελθόν μας. Πάνω από σωρούς ερειπίων, με βάση χρώματα μυστικά και τις λεπτές αποχρώσεις του εφικτού ο Μιλούκα ανατρέπει μια σειρά από θεωρήματα. Είναι άλλωστε παιδί της κρίσης, τον διατρέχουν οι εικόνες της εποχής, το χρώμα του είναι ο ίδιος εκείνος εφιάλτης που κυριεύει απόψε την Αθήνα. Τον αποθανατίζουν γεμάτο απελπισία στους δρόμους της Κατερίνης, του Άργους να ανατινάζει τις αδειανές ζωές μας με οχήματα παγιδευμένα και καταδρομικές. Και αν ο Μιλούκα τώρα δαγκώνει με πίκρα ότι απέμεινε απ΄τις αναμνήσεις μας είναι γιατί άλλος τρόπος δεν έμεινε από εκείνον των πράξεων. Στην πόλη του πρωταγωνιστή που είναι από παντού, που ζει δίχως ρίζες επιτίθενται με συνθήματα και φαντασία στους δρόμους.

Το βλέμμα του Ντίνου Πετράκη θυμίζει τις Ιουλιέτες των θεάτρων που πασχίζουν απόψε να ανατρέψουν από την αρχή όλες τις μυθολογίες. Μέσα στις ηλεκτρισμένες ατμόσφαιρες αφήνουν μια ιδέα απ΄το φορτίο τους.

Δεν απαλλάσσεται η εποχή και θα ΄ρθει καιρός που θα αποδώσει τους καλλιτεχνικούς της καρπούς. Τότε θα είμαστε σε θέση να περιγράψουμε με ακρίβεια όσα παρασύρθηκαν απ΄την τελευταία παλίρροια. Ως εκείνη τη στιγμή, και αν θέλουμε να νιώσουμε κάτι απ΄την σκοτεινή μας πολιτεία, τους μοναχικούς μας εξώστες το βιβλίο του Ντίνου Πετράκη, παρέχει σπουδαία συμπεράσματα. Οι καλαίσθητες εκδόσεις Βακχικόν φιλοξενούν τον Μιλούκα. Εντός του κόσμου του, μες στους κώδικες του σεμνού εγχειριδίου, αναπλάθονται τα λαϊκά ερείσματα που θα στηρίξουν τη σκοτεινιά της κοινής μας θέας. Το θεατρικό μυθιστόρημα του Ντίνου Πετράκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν προελαύνει στα ράφια των βιβλιοπωλείων, μεταφέροντας ολοζώντανη την οργουελική αισθητική του καινούριου, ελληνικού αιώνα. Με την έννοια της ταυτότητας ολότελα απούσας από τη διαδικασία, δεν μένει τίποτε άλλο στον συγγραφέα από την τελική ανατροπή μιας σειράς από καλά εμπεδωμένους κανόνες. Ο Μιλούκα δεν παύει ούτε στιγμή να διαμορφώνει με όρους κοινά αποδεκτούς την αδρή τοιχοποιία του σύγχρονου, παγκοσμιοποιημένου χώρου.

Ο Μπόρχες σε μία από τις παράξενες ιστορίες του χαρακτηρίζει την Αργεντινή χώρα του ποδοσφαίρου, των εφημερίδων, του παρασκηνίου. Στην ελληνική πραγματικότητα που υφαίνεται με τα ειδικά της χαρακτηριστικά μες στο βιβλίο του Ν. Πετράκη, ερμηνεύεται μια κρίση βαθύτερη από τους οικονομικούς δείκτες. Ένα ιδιόμορφο αυτοάνοσο που δοκιμάζει με πείσμα τις αντοχές μας, τέμνοντας με τρόπο απρόσμενο όλες τις ζωές.

 

Απόστολος Θηβαίος

**

 

Λειτουργική Τέχνη και Ηθική στον Ελληνικό Πολιτισμό, μελέτη, Παναγιώτης Βασάλος, εκδόσεις Ήτορ 2017

 

Η διεθνής δοκιμιογραφία έχει σε βάθος μελετήσει την εξέλιξη του ανθρώπινου μύθου, τους υπερεθνικούς δεσμούς του, τις πολλαπλές μεταμορφώσεις του ακολουθώντας τις κοινωνικές εξελίξεις, την προσαρμοστικότητά του στις ειδικές συνθήκες κάθε εθνικής ιστορίας. Ο Bernadette Bricout, στο Βλέμμα του Ορφέα, παρατηρεί και αναδεικνύει τη φυσική μέθοδο με την οποία οι λογοτεχνικοί μύθοι εξελίσσονται μες στην πορεία της λαϊκής, παγκόσμιας ιστορίας. Η ανθρώπινη μοίρα, το αίσθημα και το ένστικτό της που ταξιδεύει αντάμα με το παραμύθι, φορώντας στολές Τατάρων και Αλεξανδρινών και χωρών απρόσιτων. Η δικαιοσύνη, η ανέλπιδη τραγωδία που διατρέχει σαν φλέβα την ανθρώπινη ψυχή και ο έρωτας ως ύψιστο μέγεθος της παρουσίας μας εμποτίζονται στους μύθους που φθάνουν ως τις μέρες μας αναλλοίωτοι και δυναμικοί, κουβαλώντας την αμετάφραστη, κοινή μας αλήθεια.

Με γνώμονα αυτήν ακριβώς την παραδοχή, ο Παναγιώτης Βασάλος φέρνει στο φως την ιδιότυπη μελέτη του, βασισμένη στον έρωτα ως συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον ελληνισμό και τη χριστιανική παράδοση της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας. “Λειτουργική Τέχνη και Ηθική στον Ελληνικό Πολιτισμό” τιτλοφορείται η μελέτη του κ. Βασάλου, με την ειδική αναφορά στους αναβαθμούς του έρωτα και τη διαλλεκτική του στην τέχνη που αναπτύσσεται στον ύστατο, ανατολικό θύλακα της γηραιάς ηπείρου.Οι εκδόσεις Ήτορ πιστές στις σοβαρές, εκδοτικές απόπειρες προσφέρουν, όχι μόνο στο εξειδικευμένο κοινό αλλά και σε όλους εμάς, μια μελέτη που ενώ παραμένει προσηλωμένη στους όρους της επιστήμης, διατηρεί ακέραια τη φρεσκάδα του λόγου που τόσο απαραίτητη φαντάζει για την ευρεία πρόσληψη παρόμοιων έργων.

Ο έρωτας, αυτός ο τρομερός θεός, που σημαδεύει την ανθρώπινη ψυχή, τότε και τώρα και πάντα μονοπωλεί το ενδιαφέρον του συγγραφέα, καθώς περιδιαβαίνει όλες τις φάσεις του ελληνικού πολιτισμού. Ιστορία και βιωμένη εμπειρία αιώνων φέρνουν στο φως τους μύθους της αγάπης, μιας δύναμης γονιμοποιού που διατρέχει σαν στέρεα φλέβα τον ελληνισμό και τους διαρκείς μετασχηματισμούς του. Το τελετουργικό του έρωτα, οι μεταφράσεις των μύθων τότε και τώρα συνιστούν το πεδίο στο οποίο ασκείται ο φιλοσοφικός, τολμηρός λόγος του Π. Βασάλου. Το γράμμα και ο νόμος της αγάπης, ως εγκάρσια στοιχεία του οικουμενικού, ελληνικού πολιτισμού αναζητούν τις ρίζες τους στον Άδωνι, στην κορύφωση της δραματικής, βυζαντινής εποποιίας για να διαμορφώσουν τελικά ως τις μέρες μας την ιδιότυπη σύνθεσή του. Μύθος, συνείδηση, γλώσσα, υπόγεια, έμφυτη γνώση, ή αλλιώς συνείδηση. Αυτοί οι κεραυνοί κρατούν διαρκώς ακμαίο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακμαίο και αμετάφραστο, σαν τάχα ανάμεσα στις δυο δυνάμεις του κόσμου που επισήμανε έναν αιώνα περίπου πριν ο Αραγκόν, πάντα μοιραία να επικρατεί ο έρωτας και με την έντασή του να προσαυξάνει το συνδετικό αίσθημα όχι μόνο μιας φυλής, αλλά ενός ολόκληρου κόσμου. Αυτό είναι το δομικό στοιχείο του ελληνισμού, πάντα παρόν στη διάρκεια του αέναου μετασχηματισμού του. Το ανθρώπινο φορτίο γεννά μέσα από τις τέχνες τον περίκλειστο λόγο του, μεταθέτοντας στο νατουραλισμό της ανθρώπινης δημιουργίας τα ψήγματα του μεταφυσικού που στηρίζει σήμερα σαν γεφύρι παλιό τους δεσμούς του πολιτισμού.

Η μελέτη του Π. Βασάλου εντοπίζει στον έρωτα την τελειοτέρα εκδοχή της ανθρώπινης, εσωτερικής επιθυμίας. Αυτή η λατρεία, διακριτή σε όλες τις περιόδους του ελληνικού πολιτισμού συνθέτει τα μέρη της μελέτης των εκδόσεων Ήτορ. Το ευρυπίδειο δράμα, η δίχως ελπίδα τραγωδία, η αιδώς και η δίκη, ως δομικές δυνάμεις του κόσμου μας, η άκτιστη δύναμη του έρωτα και η δόξα του καθώς ο ελληνισμός περνά από την κλασσική εποχή στην βυζαντινή, θέτοντας με την ιδεολογική του βάση τους όρους για τη σύσταση του θεσμού της ανατολικής ορθοδοξίας. Στις απεχθείς πράξεις της εφιαλτικής Μήδειας, στις μηχανορραφίες της Φαίδρας, αντιφέγγει η σκοτεινή εκδοχή του έρωτα. Καθώς ο θεός καταρρέει απ΄το βάρος των ανθρώπινων πράξεων και έκπτωτος παραδίδεται στην ιστορία, αφήνει τα χνάρια του στην ηθική του πολιτισμού μας καθώς αυτός περνά από τον βυζαντινό πολιτισμό στην ανάδειξη μιας νέας εκκλησίας.Το αμιγές, το άκτιστο εκείνο θαύμα, το αρχαϊκό, το ερμητικό και αδιαπραγμάτευτο, κινητήριο και παναθρώπινο στέκει ως βασικό σημείο του ιστορικού και κοινωνικού διαλόγου που καταστρώνει ο Π. Βασάλος στην μελέτη του. Η διαλλεκτική του αντλεί από την τέχνη και την ιστορία, συνοψίζοντας σε μια θαυμαστή ισορροπία τη σημειολογία του έρωτα και τη μεταφυσική του, ενταγμένων πλήρως σε αυτό το συλλογικό δρώμενο, κατά βάση θρησκευτικό ή κοινωνικό, διαχρονικά όμως ελληνικό, καλύτερα ελληνιστικό.

Η εκπαιδευτική σημασία ενός τέτοιου εγχειριδίου κρίνεται αδιαμφισβήτητη, ακόμη και για τους αμύητους, αφού στις σελίδες της Ηθικής του κ. Βασάλου παρέχονται όλοι οι προβληματισμοί που επεξηγούν τις μεταβάσεις του πολιτισμού μας, την πτώση και την ακμή του, την παρατεταμένη σιωπή του. Οι αναβαθμοί του έρωτα, μιας δόξας έξω και πέρα απ΄την σαρκική επιθυμία, που αναπτύσσεται πλάι σ΄έναν θεό που διαφαιντεύει τον δικό μας ανατολικό και αρχέγονο κόσμο, μοιάζουν με τις βαθμίδες του χρόνου. Τ΄αποτυπώματά του φωτίζουν σήμερα την πορεία του ελληνισμού, από τις αρχέγονες πηγές του ως τη χριστιανική, επίκαιρη περιβολή του, ως περίγραμμα των μύθων και των αναλογιών τους. Μελέτες όπως αυτή του κ. Βασάλου εξασφαλίζουν για όλους μας μια άλλη, ολοζώντανη ανάγνωση των όρων της συλλογικότητάς μας, πάντα με τη χρήση του επιστημονικού λόγου, που παραμένει ζωντανός, προσιτός και ισορροπημένος, ικανός και επαρκής να παραχωρήσει τις ερμηνείες της φιλοσοφίας σ΄εκείνους που επιθυμούν να μυηθούν στην αλήθεια του ελληνικού πολιτισμού ιχνηλατώντας στον αδιάρρηκτο μίτο του.

Είναι αναγκαίο οι εξειδικευμένοι κριτικοί να φέρουν στο φως τα πλεονεκτήματα της διαλλεκτικής του Π. Βασάλου. Να σταθμίσουν τα επιχειρήματα, να συγκρίνουν και να αναδείξουν τη βάση επί της οποίας μεθοδεύεται η τοποθέτησή του. Ετούτο το σημείωμα που θέλησε να παραμείνει διακριτικά επαινετικό δεν μπορεί να συμπεριλάβει το σύνολο των προβληματισμών και των προεκτάσεων που θέτει στο προσκήνιο η έρευνα του συγγραφέα. Η πίστη, ο έρωτας, η αγάπη ως διαδοχικές φάσεις του ανθρώπινου ενστίκτου δεν αποτελούν παρά τα ευλογημένα προσωπεία του ελληνισμού. Ο έρωτας ως αφορμή και πηγή της πίστης υψώνει με αποφασιστικότητα θεσμούς, διατρέχει τις σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Σιωπή και παράσταση, ψυχική συμμετοχή, τ΄ανείπωτο, αέναο δράμα του Χριστού, ολοζώντανο παράδειγμα στην τέχνη των ανθρώπων. Μια απόπειρα ετούτη η ανθρώπινη τραγωδία της ζωής να ειπωθεί ως το θαύμα και τη συντριβή της.

Το εξαιρετικό βιβλίο που φέρνουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων οι εκδόσεις Ήτορ, η συνομιλία του Π. Βασάλου με τους όρους της συλλογικής μας ταυτότητας, της βαθιάς μας ουσίας, μας επιτρέπει να ισχυριζόμαστε πως μελέτες σαν αυτή επιβάλλουν στο κοινό την τόλμη να έρθει σε επαφή με απαιτητικότερα κείμενα και διατυπώσεις. Το υψηλό επίπεδο του αναγνωστικού κοινού μα και η φρεσκάδα με την οποία η μελέτη του Βασάλου διατυπώνεται μες στο λαμπρό αυτό εγχειρίδιο διαμορφώνουν το περιβάλλον μες στο οποίο σταδιακά οι προτιμήσεις του κοινού θα διαμορφωθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.

 

Απόστολος Θηβαίος

**

 

Το πιο διάσημο πρόσωπο που κανένας δεν ήξερε, μελέτη, Γεώργιος Ν. Σχορετσανίτης, εκδόσεις Οδός Πανός 2018

 

Δεν πρόκειται για μια απλή βιογραφία. Είναι ένα βιβλίο γύρω από τη ζωή και την τέχνη της Μάργκαρετ Γουώκερ (1915-1998). Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης προσεγγίζει σφαιρικά το πρόσωπο αυτό, αναφέρεται στις απόψεις του για την τέχνη και τη ζωή, ανατρέχει στα χρόνια της ζωής του που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του.

Πρόκειται για μια φλογερή λογοτέχνιδα με φεμινιστική συνείδηση που επηρεάστηκε από τον Μαρξισμό, το Κίνημα για τα πολιτικά Δικαιώματα και το Κίνημα των γυναικών και του μαύρου φεμινισμού. Η ίδια επιθυμώντας κάθε είδους ελευθερία αλλά και την ισότητα έγραψε ποιήματα με κοινωνικό και ανθρωπιστικό περιεχόμενο. Πάντα στο προσκήνιο της δουλειάς της η αφροαμερικανική εμπειρία. Έγραψε σε ελεύθερο στίχο, μπαλάντες, σονέτα, λιτανείες, ελεγείες και ποιήματα μπλουζ. Ο συγγραφέας του βιβλίου την τοποθετεί στον αιώνα της, ερευνά τις ποικίλες επιδράσεις της, αναφέρεται σε ανθρώπους που γνώρισε, καλλιτέχνες που συναναστράφηκε, στην οικογένειά της, τους «λευκούς δασκάλους» της, την επιρροή της από τον Ουίτμαν και τον Λάγκνστον Χιουζ και την ποιητική τους παραγωγή. Επίσης, μεταφράζει ο ίδιος επιλεγμένα κάποια ποιήματά της φέρνοντας τον αναγνώστη απευθείας σε επαφή με το ποιητικό της σύμπαν. Σχολιάζει ποιήματα, τα συγκρίνει με άλλα, δικά της ή άλλων, ψαχουλεύει τους στίχους της, καταγράφει εικόνες, ιδέες, κατευθύνσεις.

«Το πιο διάσημο πρόσωπο που κανένας δεν ξέρει» λοιπόν, η Γουώκερ έχει ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, είναι παρεμβατική, «ανοιχτή», επαναστατική, ταλαντούχα, σκεπτόμενη, ανατρεπτική. Ο συγγραφέας του βιβλίου συνθέτει το ενδιαφέρον πορτρέτο της με τρόπο που έλκει τον αναγνώστη. Η Γουώκερ μιλώντας η ίδια για τον εαυτό της χρησιμοποιεί δυνατές λέξεις: «Κανείς δεν μπορεί να μου πει τι να γράψω, γιατί σε κανέναν δεν ανήκω κι ούτε μου τραβά κάποιος τα λουριά. Δεν γράφω για να κερδίσω χρήματα, ή το ψωμί μου. Η διδασκαλία είναι η αποστολή μου. Το γράψιμο είναι η ζωή μου, αλλά είναι μια ενασχόληση που κανένας δεν μπορεί να αγοράσει. Από αυτή την άποψη πιστεύω ότι είμαι ελεύθερος άνθρωπος, ηλίθια ίσως, αλλά είμαι ο εαυτός μου». Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, η Γουώκερ «ανήκε στη μορφωμένη μεσαία κατηγορία, στην ελίτ των μαύρων ανθρώπων που μπορούσαν θεωρητικά να γίνουν ηγέτες».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο με τίτλο «η αριστερή πολιτική ενηλικίωση της Μάργκαρετ Γουώκερ». Σε μια εποχή προβληματική και αμφιλεγόμενη η Μάργκαρετ Γουώκερ αναδείχτηκε ως η βασική ποιητική φωνή της δεκαετίας 1930-1940. Όταν το 1929 έγινε το μεγάλο κραχ στη Νέα Υόρκη ήταν μόλις 14 ετών, ενώ στα 16 της γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Northwestern στο Σικάγο. Μέσα στα εκφραστικά της ποιήματα γράφεται ιστορία, καθρεφτίζεται μια ολόκληρη εποχή. Πρόκειται για μια γραφή με παλμό, με ένταση, με εικόνες έντονες, με έννοιες – κλειδιά και στίχους που στοχεύουν σε προβληματισμό. Ποιήματα ηρωικά, ποιήματα -ιστορίες, που έχουν ισχυρή διασύνδεση με την ιστορία μιας φυλής. Οι ανάμεικτες επιρροές της (λευκές και μαύρες), η ισχυρή της προσωπικότητα, η προσπάθειά της για κοινωνική αλλαγή, η σοφή πραγμάτωση ευαίσθητων θεμάτων, όλα αυτά πρέπει να συνεξεταστούν για την κατανόηση της υφής του σημαντικού της έργου.

Μέσα σε αυτό περιλαμβάνεται και το μοναδικό μυθιστόρημά της που βασίζεται σε μια ιστορία της προγιαγιάς της, αλλά κάνει την υπέρβαση και θίγει σύγχρονα ζητήματα και αναφέρεται σε σύγχρονους προβληματισμούς.

Πλούσιο βιβλίο, με δύο δυνατές φωτογραφίες της Γουώκερ στο εξώφυλλο. Μια ωραία πραγματικά έρευνα, ποιήματα που φωτίζουν την προσέγγιση και την ιδεολογία της -σε μετάφραση του Σχορετσανίτη. Χαρακτηριστικές και οι φωτογραφίες στο σώμα του βιβλίου, εκφραστικότατες και αποκαλυπτικές. Το βιβλίο κλείνει με την αποτίμηση του έργου της, ένα μεστό κείμενο που συνοψίζει όσα ειπώθηκαν. Στο τέλος συνοπτική, αλλά ουσιαστική βιβλιογραφία. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην ελληνική βιβλιογραφία, σχετικά με την συγκεκριμένη ποιήτρια, και αυτό το κάνει ακόμα πιο δελεαστικό.

 

Ασημίνα Ξηρογιάννη

**

 

Για την Ποίηση -Συνομιλίες με τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Γιώργο Χρονά, μαρτυρίες, Σωτήρης Κακισης, εκδόσεις Ερατώ 2018

 

Ο Σωτήρης Κακίσης είναι από τους πλέον έμπειρους των συνεντεύξεων. Για πάνω από 30 χρόνια συνομιλούσε με σημαντικούς Έλληνες αλλά και ξένους δημιουργούς, υπέγραφε συνεντεύξεις στα μεγαλύτερα ελληνικά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά. Πολλά τα θέματα των συνεντεύξεων και εύστοχος πάντοτε ο τρόπος με τον οποίο η συνομιλία οδηγούσε στην αποκάλυψη των σκέψεων του προσώπου με το οποίο ο (ποιητής κυρίως) Κακίσης συνομιλούσε. Ας τονιστεί η ιδιότητα του ποιητή για τον πολυπράγμονα δημιουργό, διότι εδώ έχουμε ένα βιβλίο στο οποίο το θέμα είναι η ποίηση. Ένα βιβλίο δύο όψεων, κατά την προσφιλή ενίοτε επιλογή του, στο οποίο σταχυολογούνται από το πλούσιο αρχείο του συνομιλίες με τους ποιητές Γιάννη Βαρβέρη, Γιώργο Μαρκόπουλο και Γιώργο Χρονά με θέμα την Ποίηση (η μία όψη) καθώς και μια επιπλέον συνομιλία με τον Γιάννη Βαρβέρη με τον τίτλο «Δεν συμφωνώ!» (η άλλη όψη). Μοναδικός ο τρόπος του Σωτήρη Κακίση. Γνωρίζει πώς να θέτει ερωτήσεις αλλά και πώς να προωθεί τη συζήτηση σε ολοένα και πιο προσωπικές καταθέσεις. Όταν μάλιστα, όπως εδώ, η συνομιλία αφορά την ποίηση -κοινός τόπος και για τους τέσσερις εκλεκτούς ποιητές- το όλον γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον. Έτσι δεν πρόκειται απλώς για συνεντεύξεις αλλά και για μια σύντομη θεώρηση της Ποιητικής του καθενός – όσο φυσικά μπορεί αυτή να γίνει αντιληπτή στα πλαίσια μιας συζήτησης. Ας δούμε κάποια δείγματα:

Μέσα σε δυο μόλις απαντήσεις ο Γιάννης Βαρβέρης δίνει το στίγμα της ποίησης (αν θέλετε της Ποίησης) όπως την εννοεί ο ίδιος – ακόμη κι αν θεωρηθεί πως είναι λύτρωση, αφορά τον δημιουργό της που ακουμπά σ’ αυτήν την ελπίδα της ελάχιστης και σύντομης ίασης. Όσο για τους άλλους (τους αποδέκτες της), αυτοί ας νιώσουν πως η πορεία εν μέσω ξηρασίας είναι απολύτως ατομική, χωρίς καθοδηγητές και κυρίως χωρίς μεσσίες:

Σ.Κ.: Τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος πια, για να μπορέσει να λυτρωθεί, έστω και λίγο, γράφει — δεν γράφει ποιήματα;
Γ.Β.: Πραγματικά δεν το περίμενα αυτό το ερώτημα. Δεν είμαι έτοιμος να προτείνω λύσεις στους άλλους ανθρώπους. Φαντάζομαι πάλι, εκείνο που έλεγε από παλιά ο Μιχάλης ο Κατσαρός: «Αντισταθείτε, αντισταθείτε, σ’ εμένα ακόμα που σας ιστορώ, αντισταθείτε» ή και το άλλο πάλι, το δικό του: «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία», είναι ιδιαίτερα επίκαιροι στίχοι σήμερα.
Σ.Κ.: Μια και το μέλλον είναι πια εδώ.
Γ.Β.: Τώρα, ο καθένας τι νερό θα βάλει μέσα στο παγούρι του, εκείνος το ξέρει. Το σίγουρο είναι όμως πως όλοι πρέπει να προετοιμαστούμε για μια έντονη και εντατική, και πείσμονα ξηρασία. Εκτός κι αν αυτή την ξηρασία που τώρα λέμε, υπάρχουν άνθρωποι που τη βιώνουν ως φυσική, ως φυσιολογικότατη κατάσταση.
(απόσπασμα από τη συνομιλία με τον Γιάννη Βαρβέρη)

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος μιλά (με όση σαφήνεια αντέχει μια τέτοια δήλωση) για τον ιδιωτικό δρόμο του ποιητή, την προσωπική του (μακάρι) λύτρωση, συνώνυμη με την απομόνωση από τον συρφετό των ανόητων και αδιέξοδων σχέσεων:

Σ.Κ.: […] Πώς αντέχει κανείς;
Γ.Μ.: Όπως σας είπα ακριβώς: αποσυρόμενος. Εγώ, κάθε μέρα αποσύρομαι όλο και περισσότερο. Με πολλή μεγάλη πίκρα, βέβαια, το κάνω αυτό, πλην όμως, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αποσύρομαι, λοιπόν, κι εγώ, χτίζω κι εγώ τον δικό μου κόσμο, με τους δικούς μου ανθρώπους, με τη δική του φαντασμαγορία, με τις δικές του προοπτικές λύτρωσης ψυχής.
(απόσπασμα από τη συνομιλία με τον Γιώργο Μαρκόπουλο)

Όσο για τον Γιώργο Χρονά, δεν ξέρω πόσο καλύτερα θα μπορούσε να συνοψισθεί το έργο του, έτσι όπως αναπηδά μέσα από τα λόγια του ως θέση και στάση ζωής η απόσταση που κρατά ο αληθινός ποιητής από τα λογής λογής «παραμύθια» του εφησυχασμού:
Σ.Κ.: […] το «εργοτάξιο» των «εξαιρετικών» σας «αισθημάτων» έχει πολλή δουλειά ακόμα.
Γ.Χ.: Εγώ μαζεύω τα κομμάτια του κόσμου, τα βάζω μαζί με το δικό μου σκόρπισμα, και προσπαθώ να ανασυνθέσω αυτό που έχει σπάσει μέσα μας κι έξω. Δεν ξέρω αν αυτά τα κομμάτια ανήκουν σε κάποιο άγαλμα που έπεσε ή σε κανένα ναό που γκρεμίστηκε, σε ανθρώπους που διαμελίστηκαν από τις ανάγκες και τις αντιξοότητες της ζωής τους. Το μόνο που ξέρω είναι αυτό που είχε πει παλιά ο Χριστιανόπουλος: «Ο κόσμος υποφέρει και πονά, κι εσείς τα ίδια παραμύθια».
(απόσπασμα από τη συνομιλία με τον Γιώργο Χρονά - ο λόγος εδώ για το περιοδικό και τις εκδόσεις «Οδός Πανός»)

Ξεχωριστή ανάμεσα στις Συνομιλίες, αυτή που μαζί ο Βαρβέρης και ο Μαρκόπουλος συζητούν με τον Κακίση (δημοσιευμένη στην εφημερίδα Τα Νέα στις 14 Ιουλίου 2001) σε έναν ενδιαφέροντα διάλογο που αποκαλύπτει σημεία ταύτισης αλλά και διαφορές μεταξύ τους. Από αυτό το κομμάτι του βιβλίου κρατώ την εύστοχη ρήση του Βαρβέρη:

«Η Ποίηση δεν είναι φιλέορτη. Αυτό-εορτάζει, αλλά φιλέορτη δεν είναι. Η Ποίηση είναι συνωμοτική και εχέμυθη»
άποψη με την οποία και ο Μαρκόπουλος συμφωνεί· αναμενόμενη στάση για όποιον ποιητή γνωρίζει τη σημασία της στροφής προς εαυτόν προκειμένου να καταστεί δυνατή κατόπιν η κοινοποίηση στους άλλους. Αλλά και σαφής η επιλογή της απόστασης από τις στημένες εορταστικές εκδηλώσεις στο όνομα της Ποίησης. Ο Γιώργος Χρονάς, από τη δική του συνομιλία με τον Κακίση, μοιάζει να συμπληρώνει λέγοντας:

–Εγώ πάντα ήμουνα από τους τελευταίους. Όχι ότι ήθελα ποτέ να τερματίσω τελευταίος, αλλά από κάποια σοβαρότητα, από παντελή αδιαφορία για πρωτεία και διακρίσεις.
Όλα αυτά στη μία όψη του βιβλίου. Στην άλλη όψη θα δούμε τη συνομιλία με τον Βαρβέρη με τον τίτλο «Δεν συμφωνώ!», που και μόνο για το υπέροχο αυτό ρήμα μέσα στην άρνησή του άξιζε να δοθεί αυτή η διπλή όψη στο βιβλίο. Εν συνόψει όλη η ποίηση εδώ:
Σωτήρης Κακίσης: Δεν συμφωνώ! Έτσι ν’ αρχίσουμε, λέω εγώ, αυτή τη συζήτηση, Γιάννη.
Γιάννης Βαρβέρης: Συμφωνώ. Γιατί το «Δεν συμφωνώ!» είναι μια φράση κλειδί για όλη την Τέχνη βέβαια, αλλά στην Ποίηση, που είναι ένα από τα πιο υποκειμενικά πράγματα, ταιριάζει απόλυτα.

Αυτή ακριβώς η υποκειμενικότητα της Ποίησης (ακολουθώ κι εγώ τη γραφή με κεφαλαίο που επιλέγει και ο Κακίσης), με την αναμφισβήτητη αλήθεια που εμπεριέχει ως έννοια, είναι διάχυτη σε όλες τις Συνομιλίες του βιβλίου. Ο κάθε ένας ποιητής από τους τέσσερις προσεγγίζει το θέμα από τη δική του οπτική και κυρίως από τον δικό του τρόπο βίωσης της πραγματικότητας –στους αληθινούς ποιητές είναι αυτονόητη η βιωματική εμπειρία ως προϋπόθεση της γραφής.

Το βιβλίο διαβάζεται και ως μία ευρεία συζήτηση με συμμετέχοντες και τους τέσσερις μαζί, χωρίς να έχει μεγάλη σημασία η χρονική διαφορά των συνεντεύξεων (χρονολογούνται στο ευρύ χρονικό διάστημα από το 1993 ως το 2009), με κοινό θέμα την Ποίηση. Και με αφιέρωση/μνεία στις δύο όψεις του βιβλίου σε δύο άλλους ποιητές, απόντες πλέον, που νοερά συνομιλούν μαζί τους:

«στον ποιητή Νίκο Χουλιαρά»
διαβάζουμε στο κομμάτι του βιβλίου με τις πέντε συνεντεύξεις/συνομιλίες,
«στον ποιητή Τζίμη Πανούση»
διαβάζουμε στο κομμάτι της συνέντευξης/συνομιλίας με τον Γιάννη Βαρβέρη.

Υ.Γ. Και μια εξωκειμενική κατάθεση για τα βιβλία δύο όψεων. Ήταν το 1984, όταν πήρα με ευχάριστη έκπληξη στα χέρια μου βιβλίο δύο όψεων. Ήταν από τις εκδόσεις Καστανιώτη ένα βιβλίο μισό-μισό, με μοιρασμένες τις σελίδες του ανάμεσα σε δύο αγαπημένους γραφιάδες, τον Χρήστο Βακαλόπουλο (Υπόθεση Μπεστ-σέλλερ) και τον Σωτήρη Κακίση (Παραμύθια σαν αστεία άστρα). Μετά από χρόνια, το 2003, πάλι ο Κακίσης με δύο μεταφράσεις του στον Τζέημς Θέρμπερ, από τις εκδόσεις Ερατώ, και τώρα ακόμη μια φορά στις καλές εκδόσεις (που επιμένουν στα όμορφα σκληρά εξώφυλλα) με τις Συνομιλίες. Μια αίσθηση συνέχειας, σιγουριάς, βεβαιότητας πως όλα έρχονται ξανά και ξανά. Τίποτα δεν χάνεται. Ούτε οι αγαπημένες συνήθειες ούτε οι καλές γραφές.

 

Διώνη Δημητριάδου

**

 

Ώρες ανησυχίας, ποίηση, Ερμοφίλη Τσότσου, εκδόσεις Σμίλη 2018

 

Πριν από λίγο καιρό, διαβάσαμε την ποιητική συλλογή της Ερμοφίλης Τσότσου: «Ώρες ανησυχίας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σμίλη». Ποιες είναι, όμως, οι ώρες ανησυχίας; Οι ώρες ανησυχίας για έναν ποιητή είναι οι ώρες, που η έμπνευση τον κάνει να ανησυχεί και άρα να γράφει.

Η Ερμοφίλη Τσότσου γράφει σε ελεύθερο στίχο. Από τις σελίδες της ποιητικής της συλλογής παρελαύνουν τα τοπία της Τήνου και της Άνδρου με έντονα συμβολικό χαρακτήρα. Αν και διαβάζουμε αναφορές σε εκκλησίες και υπάρχουν κάποιες έντονες εικόνες θρησκευτικής πίστης η ποιήτρια δεν διστάζει να επικαλεστεί την Πολύμνια, δείχνοντας μια πολυθεϊστική αντίληψη, ενώ ταυτόχρονα μας θυμίζει τον Όμηρο με την επίκληση στη Μούσα.

Στις μέρες μας η εμπορευματοποίηση της τέχνης έχει κάνει και τις ποιητικές συλλογές να θεωρούνται εμπορεύματα. Η Ερμοφίλη Τσότσου αναφέρεται σκωπτικά στους εκδοτικούς οίκους, που εκδίδουν βιβλία ανάλογα με το τι πουλάει περισσότερο: «Πόσα κιλά χνούδι και πως θέλετε / να το υφαίνουμε;»

Η σύγχρονη εποχή είναι εποχή ταχύτητας. Οι μέρες περνούν πριν καλά-καλά το καταλάβουμε. Η Ερμοφίλη Τσότσου διαπιστώνει τραγικά: «Οι μήνες συρρίκνωσαν τις μέρες / και δεν χωράνε στο έτος το σημερινό.»

Χαρακτηριστικά είναι και τα ποιήματα της συλλογής: «Λαβύρινθος» και ένα άτιτλο ποίημα στη σελίδα 56. Στο πρώτο η ποιήτρια διαχωρίζει τη μοναξιά από τη μοναχικότητα, ενώ στο δεύτερο αναρωτιέται πως είναι ο θάνατος.

Στο ξεκίνημα της ποιητικής συλλογής υπάρχει ένα μότο του Μάριου Μαρκίδη: «Λυπάμαι που δεν έγραψα ποτέ τα ωραία ποιήματα που είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσα να γράψω.» Μπορούμε, λοιπόν, να βεβαιώσουμε ότι η Ερμοφίλη Τσότσου με τις «Ώρες ανησυχίας» μας έχει ήδη προσφέρει τα ωραία ποιήματα, που θα μπορούσε να γράψει. Περιμένουμε ακόμα περισσότερα.

 

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

**

 

Αιρετικό γεράκι & Ηλεκτρικό βυσσινί, ποίηση, Καρίνα Βέρδη, εκδόσεις Όστρια 2018

Δεν συνηθίζουμε να γράφουμε σε ένα σημείωμα για δυο διαφορετικές ποιητικές συλλογές ενός ποιητή, όμως, αυτή τη φορά το αποφασίσαμε γιατί τα δύο βιβλία κυκλοφόρησαν μαζί, όχι απλά τον ίδιο χρόνο, αλλά τον ίδιο μήνα, άσχετα αν στο ένα ο χρόνος δεν αναφέρεται από αβλεψία της έκδοσης.

Πρόκειται για τις δυο ποιητικές συλλογές της Καρίνας Βέρδη: «Αιρετικό γεράκι» και «Ηλεκτρικό βυσσινί», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Όστρια».

Θα ξεκινήσουμε από την ποιητική συλλογή «Αιρετικό Γεράκι». Πρόκειται για ένα βιβλίο, που αποτελείται εξ’ ολοκλήρου από χαϊκού. Η έκπληξη, που μας επιφυλάσσει είναι ότι στην αρχή της συλλογής υπάρχει ένα προλογικό μεγάλο ποίημα με τον τίτλο «Πλάσμα», όπου εμπεριέχονται σπερματικά κάποια από τα πρώτα χαϊκού της συλλογής και μαζί με άλλους στίχους μας προϊδεάζει για τη συνέχεια. Τα περισσότερα χαϊκού είναι σωστά μετρημένα σε πέντε-εφτά-πέντε και αρκετά από αυτά έχουν κάτι να πουν. Υπάρχουν και ορισμένα, που είναι απλές περιγραφές και δεν τα προτιμάμε ιδιαίτερα, σε σχέση με τα κοινωνικά της και θα λέγαμε ότι προσιδιάζουν περισσότερο στο κλασσικό γιαπωνέζικο χαϊκού, που περισσότερο περιγράφει και παρατηρεί παρά σχολιάζει. Παραθέτουμε δύο χαϊκού, από εκείνα, που μας άρεσαν: «Μονάχο παιδί / ερείπια κοιτάζει / φωνές το ζητούν» και «Το νανούρισμα / αντηχεί στο διάδρομο / του ιδρύματος». Στο τέλος της συλλογής υπάρχουν χρήσιμες ιστορικές και όχι μόνο πληροφορίες για τα χαϊκού από τον ποιητή και εκδότη του περιοδικού «Εμβόλιμον» Γιώργο Χ. Θεοχάρη.

Η ποιητική συλλογή, «Ηλεκτρικό βυσσινί» αποτελείται από ποιήματα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, λιτά και μουσικά. Σε όλα τα ποιήματα υπάρχει ένας εσωτερικός ρυθμός, που τα κάνει να διαβάζονται ευχάριστα. Ορισμένα ξεφεύγουν λίγο σε υπερρεαλιστική διάθεση και ίσως κάπου να χάνεται το νόημα, αλλά τα περισσότερα είναι κατανοητά. Το ποίημα, που μας άρεσε καλύτερα είναι το τελευταίο της συλλογής με τον τίτλο «Ενοχή», που αναφέρεται σε έναν οδηγό, που έχει σκοτώσει με το αυτοκίνητό του μια γάτα. Η τύψη σαν Ερινύα τον καταδιώκει και γίνεται μια μαύρη τρύπα, του στο τέλος τον καταπίνει. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί μεταφορές με μια τολμηρή, θα λέγαμε, περιγραφική δεινότητα: «Βάλτωσε η νύχτα στις παρυφές της αγωνίας». Εξαιρετικά βρήκαμε τα κοινωνικά ποιήματα «Μογκαντίσου» και «Φαβέλα», ενώ στη συλλογή υπάρχουν και αρκετά ενδιαφέροντα ερωτικά ποιήματα, όπως και αναφορές στους ποιητές και στην ποίηση.

Συμπερασματικά και οι δύο ποιητικές συλλογές της Καρίνας Βέρδη είναι αξιόλογες σαν πρώτες τις απόπειρες, αλλά ίσως να έπρεπε να έχουν κυκλοφορήσει χωριστά με ένα εύλογο χρονικό διάστημα απόστασης η μία από την άλλη.

 

Θεοχάρης Παπαδόπουλος