Top menu

"Αλιρρόη", του Γιώργου Δελιόπουλου

 

 

Γράφει η Μερόπη Βλάχου, συγγραφέας - φιλόλογος

 

Αρχικά, θα ήθελα να εξομολογηθώ την αμηχανία και την επιφυλακτικότητα που νιώθω συχνά απέναντι σ’ αυτό που λέμε ερμηνεία, ανάλυση ενός ποιητικού έργου. Είναι κάτι που το νιώθω σαν παραβίαση μιας ιδιωτικότητας που δεν είναι η ιδιωτικότητα του δημιουργού, αλλά το δικαίωμα της ποίησης –και κάθε έργου τέχνης–  να μιλήσει με τους δικούς της όρους, να τα πει όπως ακριβώς τα λέει και όχι αλλιώς. Κάθε ερμηνευτική απόπειρα είναι ένα «αλλιώς»∙ φοβάμαι πως δημιουργεί ένα άλλο έργο.

Το ποίημα περνάει, συνειδητά και ασυνείδητα, από φίλτρα κατά την ανάγνωσή του και φυσικό είναι ο καθένας να λαμβάνει διαφορετικά μηνύματα, να συνθέτει άλλες εικόνες, να νιώθει άλλα συναισθήματα. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος σ’ αυτή τη διαδικασία. Καμιά ερμηνεία δεν  εξυψώνει ή ακυρώνει ένα ποίημα, ούτε το διευρύνει ή το στενεύει. Επιμένω πως το ποίημα είναι αυτό που είναι. Με αυτές τις επιφυλάξεις θα εκθέσω την προσωπική μου ματιά στην Αλιρρόη του Γιώργου Δελιόπουλου.

Η Αλιρρόη είναι μια θηλυκή μορφή ποιητική, που το όνομά της δεν υπάρχει στα λεξικά – είναι κι αυτό μια επινόηση του ποιητή. Αλιρρόη – της αλός ροή, της θάλασσας αέναη ροή. Είναι, λοιπόν, μια θηλυκή οντότητα που έχει κάτι από θάλασσα. Την αέναη ροή, που συνδέεται με τον ψυχισμό της, και τη ζωοποιό δύναμη. Η θάλασσα, η αλς, θηλυκού γένους κι αυτή, είναι πηγή ζωής –στο νερό αναζήτησαν οι πρώτοι σοφοί την αρχική ουσία του κόσμου–  και βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Στην ποίηση συνδέεται συχνά με τον ψυχικό βίο και τις διακυμάνσεις του. Αρκεί να θυμηθούμε τους στίχους του Σολωμού: «τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν».

Γιατί ο ποιητής επιλέγει μια γυναίκα; Θα μπορούσα να δώσω δυο ερμηνείες ψυχαναλυτικού χαρακτήρα. Ο Καρλ Γιουνγκ υποστηρίζει ότι κάθε οργανισμός είναι σεξουαλικά διφυής. Σε κάθε φύλο υπάρχει η ψυχική διάσταση και του αντίθετου φύλου, η οποία είναι ασυνείδητη. Η εικόνα της γυναίκας ως ασυνείδητου μέρους του άντρα αποτελεί για την ψυχανάλυση μια από τις μεγάλες αλήθειες της ανθρώπινης ψυχής.  Η Αλιρρόη, λοιπόν, μπορεί να είναι μια έκφανση της θηλυκής ψυχικής διάστασης του ποιητή.

Ο Άλντο Καροτενούτο, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές της σκέψης του Γιουνγκ, λέει ότι «στη μυθολογία το θηλυκό απεικονίζεται πάντοτε ως δυνατότητα επίλυσης του προβλήματος» (ένα παράδειγμα θα βρούμε στον πασίγνωστο μύθο με την Αριάδνη και τον μίτο της). Η επιλογή, λοιπόν, μιας θηλυκής παρουσίας-ηρωίδας εμπεριέχει και ελπίζει σ’ αυτή τη δυνατότητα. Η Αλιρρόη, ως γυναίκα, μπορεί να βρει τη λύση.

Η Αλιρρόη βρίσκεται έγκλειστη σε μια φυλακή απροσδιόριστη, που της επιφυλάσσει απόλυτη μοναξιά. Κάθε φυλακισμένος περνάει δύσκολα. Σε κάθε φυλακισμένο φωλιάζει η λαχτάρα της ελευθερίας. Οι δυσκολίες του εγκλεισμού αποτυπώνονται στις ψυχικές διακυμάνσεις της. Η φυλακή της μπορεί να έχει κοινωνικές ή υπαρξιακές συνιστώσες. Κλίνω στη δεύτερη εκδοχή. Μπορεί φυλακή να είναι η ίδια η ύπαρξη. Το όνομά της, όμως, ίσως προοιωνίζεται και την έκβαση. Μπορούμε να φανταστούμε ένα πλάσμα σε διαρκή ροή, φυλακισμένο για πάντα;

Πότε, ποιος, γιατί τη φυλάκισε; Δεν ξέρουμε. Η φυλακή της Αλιρρόης είναι μυστηριώδης και ο δρόμος προς την απελευθέρωση κι αυτός ένα μυστήριο. Τα μυστήρια προσεγγίζονται μέσα από διαδικασίες μύησης. Έτσι, οι ψυχικές δοκιμασίες της Αλιρρόης είναι μυητικά στάδια στο μυστήριο της απελευθέρωσης. Πρόκειται, ασφαλώς, για εσωτερική διαδρομή. Ακόμη κι αν θεωρούμε –πράγμα πολύ σύνηθες– ότι οι άλλοι είναι η κόλασή μας, οι άλλοι φταίνε για τα δεινά μας, οι άλλοι υψώνουν τείχη γύρω μας, στην πραγματικότητα είμαστε εμείς που κρατάμε το κλειδί της φυλακής μας, εμείς κτίζουμε επιμελώς τα τείχη μας. Θα επικαλεστώ δυο εικόνες που μας δίνει ο  Βιτγκενστάιν και σχετίζονται με τον εγκλεισμό και την απόπειρα απελευθέρωσης:

  1. Μπορεί κανείς να φυλακιστεί σ’ ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτη πόρτα. Πώς; Αν τυχόν η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα και δεν του περνάει απ’ τον νου να τραβήξει αντί να σπρώχνει. Για να βγει έξω πρέπει ν’ ανοίξει την πόρτα προς τα μέσα. Μια κίνηση με διττή νοηματοδότηση: Αφ’ ενός να σκεφτεί «έξω απ’ το κουτί», αφ’ ετέρου να συναντηθεί πρώτα με τον εαυτό του.
  2. Ένας άνθρωπος στέκεται μέσα σ’ ένα δωμάτιο, στραμμένος σ’ έναν τοίχο γεμάτο με ζωγραφιστές πόρτες. Θέλει να βγει έξω και ψαχουλεύοντας προσπαθεί να τις ανοίξει δοκιμάζοντάς τες όλες, τη μία μετά την άλλη, επανειλημμένα. Ματαιοπονεί! Στο μεταξύ, όλη αυτή την ώρα υπάρχει μια πραγματική πόρτα πίσω απ’ την πλάτη του και το μόνο που έχει να κάνει είναι να γυρίσει και να την ανοίξει. Δηλαδή… να κοιτάξει προς μια διαφορετική κατεύθυνση.

Η Αλιρρόη έχει βρεθεί στη θέση του ανθρώπου που σπρώχνει αντί να τραβήξει την πόρτα ή προσπαθεί ν’ ανοίξει ψεύτικες πόρτες.

Η δομή του έργου έχει στοιχεία θεατρικότητας που παραπέμπουν στο αρχαίο δράμα. Αρχίζει με την «Είσοδο» και τελειώνει με την «Έξοδο». Ανάμεσά τους ξεδιπλώνονται πέντε (5) επεισόδια του ψυχικού βίου, πέντε εποχές: «Η εποχή της  άρνησης», «Η εποχή της οργής», «Η εποχή του μηδενός», «Η εποχή της θλίψης», «Η εποχή στον καθρέφτη».

Η δράση που εκτυλίσσεται στη σκηνή δεν είναι άλλη από τα δρώμενα μιας ψυχής. Στην ουσία σκηνή είναι η ψυχή της Αλιρρόης, όπου ξεδιπλώνονται οι πέντε εποχές της δοκιμασίας της, πέντε μυητικά στάδια στην απελευθέρωση. Άρνηση-οργή-μηδέν-θλίψη-καθρέφτης.

Η άρνηση και η οργή εκφράζουν την αναζήτηση ενός εξωτερικού υπαίτιου, τη ματαιοπονία του σπρωξίματος της πόρτας προς τα έξω. Ή την προσπάθεια να ανοίξει τις ψεύτικες ζωγραφιστές πόρτες. Αν μείνει σ’ αυτά τα συναισθήματα, δε θ’ ανοίξει ποτέ η πόρτα της φυλακής. Το μηδέν είναι το απαραίτητο στάδιο όπου μηδενίζεται κάθε νόημα, για να επαναδιατυπωθεί με άλλους όρους, που άπτονται της ουσίας των πραγμάτων. Η θλίψη είναι η αναγκαία πένθιμη στροφή προς τα μέσα. Κάπου στο βάθος βρίσκεται και ο καθρέφτης.  

Ιχνηλατώντας τη διαδικασία μύησης, ανακαλύπτουμε σημάδια - στίχους  στην «Είσοδο»: «Πριν φύγεις / άσε μου για φυλαχτό / χρυσά όσα κοσμήματα / των ημερών που πέρασαν…». Η Αλιρρόη έχει μαζί της φυλαχτά χρυσά των ημερών που πέρασαν’. Αυτά τα φυλαχτά είναι, ίσως, τα ψίχουλα που θα τη βοηθήσουν να βρει τον δρόμο μέσα της.

«Η εποχή της άρνησης» εκφράζεται κάπως οξύμωρα με την κλιμακωτή διατύπωση των στίχων που ακολουθούν:

 

Δεν είμαι Εγώ φυλακισμένη

         είμαι Εγώ φυλακισμένη;

                  Εγώ φυλακισμένη!

                         Φυλακισμένη.

 

Στην προσπάθεια να φωνάξει την άρνησή της, η ηχώ της άρνησης («δεν είμαι Εγώ φυλακισμένη») φτάνει σαν τριπλή κατάφαση. Η άρνηση σκοντάφτει στην πραγματικότητα. Κάθε άρνηση της πραγματικότητας σκοντάφτει στην πραγματικότητα.

 

Ήμουν πάντα στην πρώτη γραμμή
πριν βρεθώ ηττημένη στη λήγουσα
κλειδωμένη αναπάντητα σίδερα
θύμα είτε θύτης μαζί

 

Η Αλιρρόη αναγνωρίζει ένα μέρος της προσωπικής ευθύνης («θύμα είτε θύτης μαζί»). Εξάλλου η έννοια της ελευθερίας και ο δρόμος προς αυτήν συνάπτεται με την ευθύνη. Ελεύθερος άνθρωπος είναι ο υπεύθυνος άνθρωπος. Ο άνθρωπος που έχει συνείδηση.

 

Πάτερ ημών, πώς με γκρέμισες κάτω […]
μα προσεύχομαι τώρα, ἐλθέτω ἡ ἔξοδος
κι ένα μόνο ζητώ, γενηθήτω τὸ νῦν θέλημά

Μου.

 

Εν είδει προσευχής, η Αλιρρόη διαμορφώνει και διατυπώνει ένα  νυν θέλημα – μια επιθυμία με όρους του παρόντος, απαραίτητο στάδιο προς μια έξοδο από τον απεχθή εγκλεισμό.

«Η εποχή της οργής» διατυπώνεται ρητά:

 

Με την οργή στα δόντια μου αμάσητη […]
και την κραυγή μου σύνθημα στον τοίχο […]
μα εγώ μια σφαίρα σφίγγω στη γροθιά

 

Η οργή είναι μια ανεπεξέργαστη συναισθηματική έκρηξη. Συνήθως, μεταθέτει το πρόβλημα καθησυχάζοντας το ναρκισσικό εγώ και μοιράζοντας ευθύνες στους άλλους.

 

Κι αν έχουν σβήσει τα μικρόφωνα
κι έληξε πρόωρα η ποίηση
δεν τη γλιτώνετε, ξέρω τα ονόματά σας

(μα στο δικό μου πάντα δυσκολεύομαι)

 

Η Αλιρρόη αποφεύγει τον πρώτο σκόπελο, αφού παραδέχεται: «στο δικό μου πάντα δυσκολεύομαι». Δεν βολεύεται στο όνομά της.  Στίχος-κλειδί, που εισάγει την ανεπαρκή γνώση του εαυτού της. Πρέπει να μάθει ποια είναι, να ανοίξει την πόρτα προς τα μέσα. Η αυτογνωσία θα είναι το τελικό στάδιο της διαδρομής της. 

«Διώξου!», όχι «φύγε». Ένας στίχος που εμπεριέχει βιαιότητα, προσωπική ευθύνη και αποκλεισμό του ενδεχόμενου επιστροφής. Μια ενδιαφέρουσα ασυνήθιστη χρήση του ρήματος «διώκω», το οποίο ως ενεργητικό παίρνει αντικείμενο (διώκω κάποιον άλλον) και ως παθητικό, (διώκομαι), έχει ποιητικό αίτιο (διώκομαι από κάποιον άλλον). Το ενδιαφέρον εδώ είναι η προστακτική «διώξου»: Διώξε εσύ τον εαυτό σου – είσαι υπεύθυνη, Αλιρρόη, η πράξη είναι όλη δική σου, ακόμη και το διώξιμό σου. Ακόμη μια φορά η άρρηκτη σύνδεση της ελευθερίας με την ευθύνη, οδηγεί την ηρωίδα.  

«Η εποχή του μηδενός» αισθητοποιείται με εικόνες που ακυρώνουν ή διαστρέφουν τη λειτουργία των υποκειμένων: ο γεμάτος αγκάθια ήλιος, η άγκυρα στα ρηχά της άμμου, τα όπισθεν βήματα, το μηδενικό άθροισμα των άστρων.

 

Έμεινα τρόφιμος στην ίδια φάρσα

Ο ήλιος γέμισε αγκάθια   

Έκτοτε θ’ αποσύρομαι στεγνή
στα βήματά μου όπισθεν
κατάδική σου άγκυρα
ώς τα ρηχά της άμμου

τις πολλές ζωές που είχα στην εκκίνηση
–δεν έφθασε καμιά τους–
όπως και να μετρήσω τ’ άστρα
η κάθε πράξη έχει το μηδέν.

Τώρα πρέπει να γυμνάσω της ζωής μου το μηδέν.  

 

Η παραμονή στο μηδέν μοιάζει με φάρσα. Οποιαδήποτε πράξη με το μηδέν επιστρέφει στο μηδέν. Όσα γυμνάσματα κι αν επιχειρήσει το αποτέλεσμα θα είναι μηδενικό.

 

Με φλογισμένα ποιήματα ξεκίνησα […]
κι έφθασα να θρηνώ την ηλικία μου […]
Γιατί χρειάζομαι αλήθεια ποιητές; […]
όταν κανείς δεν επισκέπτεται τον στίχο

 

Την εποχή του μηδενός μηδενίζεται και ο ρόλος της ποίησης. Ένα δίστιχο που συνομιλεί με τον Χαίλντερλιν: «Και οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;».

 

Ένιωθα αόριστη –κάποια, κάτι, τίποτα–
σαν αντωνυμία στους αιώνες.

 

Η Αλιρρόη έχει χάσει το υπαρξιακό της κέντρο. Διαχέεται στην αοριστία μιας ύπαρξης χωρίς ταυτότητα. Πρέπει να βρει το όνομά της.

 

Οι ορίζοντές μου γέρασαν σε τείχη […]
όταν βγήκα στις πεπατημένες μνήμες
βρήκα κι άλλα τείχη πιο μεγάλα
όση ώρα με σημάδευαν οι πέτρες τους 
απ’ τις τέσσερις γωνίες του μυαλού.

 

Οι ορίζοντες της μνήμης και της σκέψης της κλειστοί από τείχη που η ίδια ύψωσε. Επομένως, μόνο αυτή μπορεί να καταλύσει.

Την «εποχή της θλίψης» η θλίψη είναι αιωνία. «Αιωνία η θλίψη μου», λέει η Αλιρρόη. Ένας στίχος που παραπέμπει στην «αιωνία η μνήμη» και δηλώνει το πένθος και την ακατάλυτη παρουσία της θλίψης. Όμως υπάρχει και μια άλλη διάσταση εδώ: «Αιωνία η μνήμη του», λέμε για κάποιον που έχει πεθάνει. Μήπως… η θλίψη πρόκειται να νεκρωθεί και να διατηρηθεί η  ανάμνησή της μόνο ως «φυλαχτό των ημερών που πέρασε» φυλακισμένη; Προανάκρουσμα μιας αλλαγής, κατά την οποία η θλίψη δε θα ορίζει τη ζωή της;

 

όσο ακόμη υψώνει σφιχτά τη γροθιά
η μνήμη με σώας τας φρένας

 

Η μνήμη που έχτιζε τείχη, υψώνει γροθιά. Συνειδητά, με σώας τας φρένας. Η μνήμη μπορεί να θρυμματίσει τα τείχη, να ανοίξει ορίζοντα, να περάσει στην άλλη μεριά.  

 

Ξημερώνει καινούρια σελίδα
Η γιορτή της μεγάλης συγγνώμης […]
κατεβαίνω ευθεία την έξοδο
απ’ το ίδιο σκαλί που ανέβηκα
όλα πια κατακόρυφα έτοιμα

 

Πράγματι, κάτι αλλάζει. Η Αλιρρόη είναι κατακόρυφα έτοιμη να κοιτάξει στον καθρέφτη. Ο δρόμος είναι ένας, το ίδιο σκαλί θα διαβεί προς άλλη κατεύθυνση. «Η εποχή στον καθρέφτη» είναι η εποχή της αυτογνωσίας. Επώδυνη, αλλά λυτρωτική.  

 

Με ξυράφι ανοξείδωτο
οι χορδές κομμένες
κι όμως τραγουδώ

Πώς γίνεται να τραγουδώ βαριά […]
για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι
και αντίθετα στο ρεύμα ανεβαίνει […]
η φωνή μου με τακούνια γιορτινά.

 

Κάτι μυστηριακό συμβαίνει τώρα. Τραγουδάει με κομμένες χορδές, βαριά για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι, αντίθετα στο ρεύμα ανεβαίνει. Ελευθερώνεται από τις κατασκευές του νου που ορίζουν τα πράγματα να συμβαίνουν με έναν τρόπο και φυλακίζουν την ύπαρξη σε αλλότρια σχήματα.

 

Γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα; […]
Κι αν δε μου κάνουν τα παπούτσια
δραπετεύω ξυπόλυτη.

 

Η Αλιρρόη βρίσκει τα δικά της όνειρά της, το δικό της όνομά της, τον δικό της δρόμο. Σ’ αυτόν θα περπατήσει, έστω και ξυπόλητη.

 

να μην ξεχάσω μόνο τα φτερά
τσαλακωμένα και κρατούν
το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα

όπως αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα
εφημερεύουν ποιήματα.

 

Η εποχή της αυτογνωσίας είναι εδώ. Υπάρχουν φτερά, αλώβητα στη βαλίτσα και ποιήματα, πάντα εφημερεύοντα για κάθε πόνο. Αόρατα παυσίπονα χωρίς παρενέργειες. Η Αλιρρόη βρήκε το υπαρξιακό της κέντρο, την ποίηση που ελευθερώνει.

Στην «Έξοδο», η Αλιρρόη ανακαλύπτει «μια φωτιά στα σωθικά» της «σε κάθε λίθινη του τέλους  εποχή». Είναι φωτιά, λοιπόν, και αέναη ροή. Δεν αποφεύγω τον πειρασμό να τη φανταστώ συνομιλήτρια του Ηράκλειτου.

 

ανεβάζω τις στροφές, καταργώ τα φρένα
στύβω το γκάζι τέρμα […]
ώσπου τρέχουν κουρασμένοι
κάτω από τις ρόδες
θάλασσες οι δρόμοι

και μακραίνουν μέσα.

 

Η Αλιρρόη κάνει μια θεαματική και ριψοκίνδυνη –φαινομενικά– έξοδο. Φαινομενικά, γιατί οι ρόδες έχουν υποτάξει τους δρόμους, αυτοί είναι που τρέχουν κουρασμένοι. Και μακραίνουν μέσα – μια εσωτερική διαδρομή με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Ως κατακλείδα, θα ήθελα να επισημάνω πως η συναισθηματική διαδρομή της Αλιρρόης δεν ταυτίζεται με τα στάδια του πένθους, αφού δεν ακολουθείται η τυπική σειρά των συναισθημάτων – μετά τη θλίψη θα είχαμε την αποδοχή. Μα η Αλιρρόη μας εκπλήσσει. Αυτό που πενθεί είναι μέσα της, είναι η ζωή της. Η αποδοχή θα σήμαινε το τέλος. Η ίδια, όμως, θέλει να ζήσει, θέλει να ελευθερωθεί. Δεν είναι μοίρα της η φυλακή.

Η Αλιρρόη μπορεί να είναι ο καθένας από μας.