Top menu

Αλήθεια ή ψέμα; Τα όρια της γλώσσας και το θαύμα της αφήγησης

 

 

 

 

Γράφει η Σοφία Αυγερινού, συγγραφέας, μεταφράστρια

Λίγες φορές ένα αλληγορικό παραμύθι αποδεικνύεται τόσο πολύπλοκο και αμφίσημο, ώστε να σε αναγκάζει να το ξαναδιαβάσεις. Ακόμη λιγότερες φορές η δεύτερη αυτή ανάγνωση αποκαλύπτει περαιτέρω επίπεδα αμφισβήτησης ακόμη και της αρχικής ανατροπής, στην οποία βασίζεται η αναγνωστική έκπληξη στο τέλος της νουβέλας του Κώστα Αρκουδέα «Συλλέκτης μανιταριών» (εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2023).

Η ιδέα απλή: δύο αφηγήσεις εκτυλίσσονται παράλληλα, δύο φαινομενικά παντογνώστες αφηγητές ανασυνθέτουν, από διαφορετική οπτική γωνία έκαστος, δυο ιστορίες για τον άνθρωπο, που οδηγήθηκε στον χαμό εξαιτίας του πάθους του για τη συλλογή μανιταριών. Ένας συλλέκτης συναντά στο δάσος έναν λύκο που έχει ξεμακρύνει από την αγέλη του και, διόλου παράδοξο, αν μιλάμε για παραμύθι, έχει ανθρώπινη λαλιά. Ο συλλέκτης και ο λύκος δεν εμπλέκονται σε κάποια μάχη για την επιβίωση – μάχη με προδιαγεγραμμένη έκβαση – αλλά αρχίζουν ούτε λίγο ούτε πολύ να φιλοσοφούν, περί της ανθρώπινης φύσης, των εγγενών δεινών του πολιτισμού, περί ψεύδους και ελευθερίας, περί χρόνου και κοινωνίας. Από την άλλη, ένας γέρος κόρακας που άλλοτε μιλάει «σαν ποιητής» και άλλοτε «σαν τσογλάνι», έχει καθίσει στα κλαδιά της γηραιότερης σεκόγιας του δάσους και εξηγεί στα φυτά και στα ζώα πώς η φύση κατάφερε να νικήσει τον χαλαστή της, το ανθρώπινο γένος. Όχημα της καταστροφής των ανθρώπων υπήρξε, τι άλλο, η ίδια η απληστία του είδους μας, η αλαζονεία που μας κάνει να πιστεύουμε πως ο κόσμος υπάρχει για χάρη μας, η αδυναμία μας να δούμε την πραγματικότητα πέρα από τις μικρές μας σκοπιμότητες και να συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε μέλη σε μια πανάρχαια αλυσίδα ύπαρξης, στην οποία οφείλουμε σεβασμό. Από τα δεκαπέντε κεφάλαια του βιβλίου, δεκατέσσερα μοιράζονται εξίσου στις δύο εναλλασσόμενες αφηγήσεις, ενώ το ακροτελεύτιο, το δέκατο πέμπτο, κάνει τη διαφορά ανατρέποντας την ισορροπία της δομής και τις βεβαιότητες του αναγνώστη.

Το κλείσιμο του έργου οδηγεί, λοιπόν, τον αναγνώστη σχεδόν αναπόδραστα ξανά στην αρχή και τότε διαβάζει εντελώς διαφορετικά τα σημάδια που έχει επιδέξια σπείρει στο κείμενο ο συγγραφέας, σημάδια που κατά την πρώτη ανάγνωση είχαν περάσει απαρατήρητα. Μειδιώντας πλέον ως συνένοχος, ο αναγνώστης αναγνωρίζει ένα επιπλέον επίπεδο και στις δύο αφηγήσεις, καθώς αυτές υποσκάπτονται εκ θεμελίων. «Μα, ναι», σκέφτεται, «τίποτε δεν δικαιολογούσε την προηγούμενη, αφελή και επιπόλαιη ανάγνωσή μου». Ωστόσο η ακεραιότητα της δεύτερης αφήγησης, του γερο-κόρακα, παραμένει άθιχτη, συνιστώντας ένα γλαφυρό αντιστάθμισμα για τηζοφερή στοχαστικότητα του διαλόγου ανάμεσα στον συλλέκτη και τον λύκο. Μόνο στο τέλος της δεύτερης ανάγνωσης προσέχουμε ότι και αυτό το διάσπαρτο με στίχους του Μπομπ Ντίλαν κομμάτι του παραμυθιού, η λαϊκότροπη και παρήγορη αφήγηση του κόρακα, υπονομεύεται επίσης από ένα πλέγμα ψεύδους που έχει πλέον κατακυριεύσει τον κόσμο, κάνοντας το μαύρο να φαίνεται άσπρο και το τέλος να μοιάζει με αρχή. Τίποτε πια δεν είναι σίγουρο: ίσως να αντικρύζουμε, την τρίτη φοράπου ανατρέχουμε στην έναρξη της ιστορίας, μια τρίτη εκδοχή της αλήθειας ή ίσως το ψεύδος και η αλήθεια να αποτελούν μεγέθη δυσανάγνωστα ούτως ή άλλως για τον περιορισμένο μας νου. Και αν η φύση επίσης ψεύδεται και κάνει λάθος; Θα μείνουμε με την απορία.

Σε τελική ανάλυση το κείμενο του Αρκουδέα αποτελεί όχι μόνο έναν μύθο με αρχετυπικά χαρακτηριστικά, έναν στοχασμό για το παλαιό ερώτημα σχετικά με το δίλημμα «φύση ή πολιτισμός» ή μια ρομαντική ανασύσταση της αρκαδικής φύσης του ειδυλλίου εν τη απουσία του είδους μας, αλλά μια βαθύτερη αναμόχλευση του ζητήματος της ταυτότητας – όχι μόνο της ανθρώπινης προσωπικότητας, αν και γίνεται κουβέντα στο έργο για τους πολλαπλούς εαυτούς μας, αλλά της ταυτότητας ως τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο. Οι κάθε λογής βεβαιότητες που μέσα από την αφήγηση αποδομούνται και καταλύονται φτάνουν στην αμφισβήτηση της δυνατότητάς μας να ορίσουμε το οτιδήποτε με σιγουριά και τελικά στην αναπόφευκτη ερώτηση, εάν η τέχνη της αφήγησης, το ύστατο καταφύγιο σε μια εποχή κατάρρευσης κάθε αξίας, αρκεί για να «νοηματοδοτήσει» τα πράγματα, αν οι ίδιες οι λέξεις επαρκούν για να μεταδώσουν μια οποιαδήποτε «αληθινή» απόφανση. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα με έναν τρόπο απλό και ανεπιτήδευτο, είτε στη μορφή του φιλοσοφικού διαλόγου είτε σ’ εκείνη του λαϊκού παραμυθιού, ο αφηγητής που κρύβεται πίσω από τα προσωπεία των αφηγητών του μάς κλείνει το μάτι. «Μην με πιστεύετε», μας λέει. «Το δίκτυο του ψεύδους ίσως έχει μολύνει κι εμένα με κίβδηλες ειδήσεις και λόγια πλανερά». Μα, από την άλλη, μήπως η ίδια η τέχνη της αφήγησηςδεν είναι η ύψιστη μορφή ψεύδους, όπου, στο πλαίσιο μιας συνωμοσίας μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα, το επινοημένο και το αληθές εναλλάσσονται μέσα στο πεδίο της γλώσσας, με την ελπίδα να φωτίσουν τον ασαφή και ρευστό μας κόσμο;

 


 

Ο Κώστας Αρκουδέας ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι συντονιστής της Λέσχης Ανάγνωσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Είναι επίσης μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Επιτροπής για Συγγραφείς στη Φυλακή του Pen Greece. Δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1986 τη συλλογή ιστοριών Άσ’ τον Μπομπ Μάρλεϊ να περιμένει. Έκτοτε καταπιάστηκε με όλες τις κλιμακώσεις της πρόζας (μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι, μικροϊστορίες κ.ά.), που αποτυπώθηκαν σε δεκαεννέα συνολικά τίτλους. Εξέδωσε αρχικά τη μίνι τριλογία Η πόλη με τα χίλια πρόσωπα (1987) και το μυθιστόρημα με εγκιβωτισμένα διηγήματα Το τραγούδι των τροπικών (1988). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα: Τα κατά Αιγαίον πάθη (1994, επανέκδοση, 2017, Εκδόσεις Καστανιώτη), Ποτέ τον ίδιο δρόμο (1999), Ο πειρατής (2003), Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του (2004), Ο αριθμός του Θεού (2008) και Παράφορο πάθος (2013). Εξέδωσε ακόμα τις νουβέλες Και πρόσεχε να μην πετρώσεις (1996), Και τώρα δεν είναι αργά (2014), τη συλλογή διηγημάτων Όλες οι μέρες Κυριακή (2000), τις μικρές ιστορίες Τα σιγκλάκια (2010) και το παραμύθι Η πολύχρωμη σβούρα (2013). Τα τελευταία του βιβλία, Το χαμένο Νόμπελ – Μια αληθινή ιστορία (2015), Επικίνδυνοι συγγραφείς (2019), Η νόσος της αδράνειας και άλλες ιστορίες (2021), κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.