Top menu

Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν: Οι δυο δόξες

Μεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης

 

Ο Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν (Pedro Antonio de Alarcón y Ariza) γεννήθηκε στο Γουάδιξ της Ισπανίας στις 10 Μαρτίου 1833 και πέθανε στη Μαδρίτη στις 19 Ιουλίου 1891. Υπήρξε ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκφραστές των ισπανικών γραμμάτων του 19ου αιώνα. Βαθιά ριζοσπαστικός στην αρχή, ασπάστηκε συντηρητικές ιδέες στα επόμενα στάδια της ζωής του. Έζησε στη Μαδρίτη και στη Γρανάδα, όπου ανέπτυξε έντονη κοινωνική δράση και συμμετείχε στις πολιτικές ίντριγκες της εποχής. Χρημάτισε διευθυντής της σατιρικής εφημερίδας El Látigo (Το μαστίγιο), και συμμετείχε στον πόλεμο της Αφρικής, μια εμπειρία που μετέφερε το 1859 στο βιβλίο Diario de un testigo de la guerra de África (Ημερολόγιο ενός μάρτυρα του πολέμου της Αφρικής).

Το σημαντικότερο έργο του είναι το μυθιστόρημα El sombrero de tres picos (Το τρίκωχο καπέλο, 1874) το οποίο έγινε γνωστό από το ομώνυμο μπαλέτο που συνέθεσε ο Μανουέλ ντε Φάγια το 1919. Το διήγημα Οι δύο δόξες (Las dos glorias) ανήκει στη συλλογή διηγημάτων Historietas nacionales (1881) και μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.

Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί δύο έργα του Αλαρκόν: Ο θάνατος κι ο φίλος του (Ροές 2014) και Το καρφί (Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων 2012).

**

Κάποτε, καθώς ο φημισμένος Φλαμανδός ζωγράφος Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς περιδιάβαινε τους ναούς της Μαδρίτης συνοδευόμενος από τους διάσημους μαθητές του, μπήκε στην εκκλησία ενός χαμερπούς μοναστηριού που το όνομά του δεν μνημονεύεται πουθενά.
Ο διακεκριμένος καλλιτέχνης δεν βρήκε σχεδόν τίποτε το αξιόλογο μέσα σ’ εκείνον τον φτωχό και ερειπωμένο ναό, και την ώρα που αποχωρούσε στηλιτεύοντας, όπως συνήθιζε, την κακογουστιά των καλόγερων της Νέας Καστίλης, σταμάτησε μπροστά σε έναν πίνακα που ήταν μισοκρυμμένος στα σκοτάδια ενός άθλιου παρεκκλησιού• πήγε κοντά και έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης.
Οι μαθητές του τον περικύκλωσαν αμέσως και τον ρώτησαν:
«Τι βρήκες, δάσκαλε;»
«Κοιτάξτε!» είπε ο Ρούμπενς δείχνοντας, αντί απάντησης, τον πίνακα που υπήρχε μπροστά του.
Οι νέοι έμειναν τόσο έκπληκτοι όσο και ο δημιουργός της Αποκαθήλωσης.
Ο συγκεκριμένος πίνακας απεικόνιζε τον Θάνατο ενός μοναχού. Ο μοναχός ήταν πολύ νέος, προικισμένος με μια ομορφιά που δεν είχαν μπορέσει να την εξαλείψουν ούτε η μετάνοια ούτε το ψυχορράγημα, ξαπλωμένος πάνω στα τούβλα του κελιού του, με τα μάτια ήδη θολωμένα από τον θάνατο, με το ένα χέρι τεντωμένο πάνω σ’ ένα κρανίο και με το άλλο να σφίγγει στην καρδιά του έναν εσταυρωμένο από ξύλο και χαλκό.
Στο φόντο του πίνακα ήταν ζωγραφισμένος ένας άλλος πίνακας, ο οποίος κρεμόταν κοντά στο κρεβάτι απ’ όπου υποτίθεται ότι είχε σηκωθεί ο μοναχός για να πεθάνει με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια πάνω στη σκληρή γη.
Εκείνος ο δεύτερος πίνακας απεικόνιζε μια νεκρή όμορφη κοπέλα η οποία κειτόταν μέσα σ’ ένα φέρετρο ανάμεσα σε νεκρικές λαμπάδες και πολυτελείς μαύρες κουρτίνες.
Κανείς δεν θα μπορούσε να κοιτάξει αυτές τις δύο απεικονίσεις, οι οποίες εμπεριέχονταν η μία στην άλλη, χωρίς να αντιληφθεί ότι αλληλοερμηνεύονταν και αλληλοσυμπληρώνονταν. Ένας άτυχος έρωτας, μια νεκρή ελπίδα, μια διάψευση της ζωής, μια αιώνια λήθη του κόσμου: ιδού το μυστηριώδες ποίημα το οποίο συναγόταν από τα δύο ασκητικά δράματα που ενυπήρχαν σ’ εκείνον τον πίνακα.
Κατά τ’ άλλα, το χρώμα, το σχέδιο, η σύνθεση, όλα μαρτυρούσαν μοναδική ευφυΐα.
«Δάσκαλε, ποιος μπορεί να ζωγράφισε αυτό το αριστούργημα;» ρώτησαν τον Ρούμπενς οι μαθητές του, που είχαν ήδη πλησιάσει στον πίνακα.
«Σε αυτή τη γωνία υπήρχε γραμμένο ένα όνομα» απάντησε ο δάσκαλος• «πριν από λίγους μήνες όμως σβήστηκε. Όσο για τη μπογιά, χρησιμοποιήθηκε το πολύ πριν από τριάντα, μπορεί και είκοσι χρόνια».
«Ο ζωγράφος;»
«Κρίνοντας από την αξία του πίνακα, ο ζωγράφος θα μπορούσε να είναι είτε ο Βελάθκεθ, είτε ο Θουρμπαράν, είτε ο Ριμπέρα, είτε ο νεαρός Μουρίγιο, τον οποίο θεωρώ μαγευτικό... Ο Βελάθκεθ όμως δεν αντιλαμβάνεται έτσι τα πράγματα. Ούτε ο Θουρμπαράν, αν κρίνω από το χρώμα και την οπτική του θέματος. Ακόμα λιγότερο πιθανό είναι να τον έχουν ζωγραφίσει ο Μουρίγιο και ο Ριμπέρα: ο πρώτος είναι πιο τρυφερός, ενώ ο δεύτερος πιο σκοτεινός• επιπλέον, αυτή η τεχνοτροπία δεν ανήκει στη σχολή ούτε του ενός ούτε του άλλου. Εν ολίγοις: δεν γνωρίζω τον δημιουργό αυτού του πίνακα, και δεν θα δίσταζα ακόμα και να ορκιστώ ότι δεν έχω δει ποτέ δικά του έργα. Και θα προχωρήσω ακόμα παραπέρα: πιστεύω ότι αυτός ο άγνωστος, και πιθανόν νεκρός πια ζωγράφος, ο οποίος έχει κληροδοτήσει στον κόσμο έναν τέτοιο θησαυρό, δεν ανήκε σε καμία σχολή, ούτε ζωγράφισε άλλον πίνακα πέραν απ’ αυτόν, ούτε θα μπορούσε να ζωγραφίσει κάποιον άλλον που να τον προσεγγίζει σε αξία... Αυτό είναι ένα έργο μεγάλης έμπνευσης, μια προσωπική «υπόθεση», μια αντανάκλαση της ψυχής, ένα κομμάτι της ζωής... Όμως... Σκέφτηκα κάτι! Να σας πω ποιος ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα; Ε, λοιπόν, τον ζωγράφισε ο ίδιος ο νεκρός που βλέπετε σε αυτόν!»
«Τι! Τι ναι αυτά που λες, δάσκαλε; Θα αστειεύεσαι!»
«Καθόλου. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω...»
«Μα πώς είναι δυνατόν ένας πεθαμένος να έχει ζωγραφίσει το ψυχορράγημά του;»
«Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ένας ζωντανός μπορεί να μαντέψει και να απεικονίσει τον θάνατό του! Άλλωστε, ξέρετε ότι σε ορισμένα θρησκευτικά τάγματα “πραγματική” ομολογία πίστεως σημαίνει θάνατος».
«Α! Πιστεύετε δηλαδή...»
«Πιστεύω ότι εκείνη η γυναίκα που κείτεται νεκρή στο φόντο του πίνακα ήταν το αίμα της καρδιάς αυτού του καλόγερου που ψυχορραγεί στο πάτωμα• πιστεύω πως όταν εκείνη πέθανε, εκείνος ένιωσε πως πέθανε κι αυτός, και πράγματι πέθανε για τον κόσμο• πιστεύω τέλος ότι αυτό το έργο, πέρα από τις τελευταίες στιγμές του ήρωα και του δημιουργού του (που είναι αναμφίβολα το ίδιο πρόσωπο), αναπαριστά την ομολογία πίστεως ενός νέου απογοητευμένου από τις επίγειες χαρές...»
«Δηλαδή μπορεί να ζει ακόμα;...»
«Φυσικά και μπορεί να ζει! Κι από τη στιγμή που έχει περάσει ήδη κάποιος καιρός, ίσως το πνεύμα του να έχει ηρεμήσει, ή ακόμα και να έχει ευαρεστηθεί, και τώρα ο άγνωστος καλλιτέχνης να είναι ένας παχύσαρκος και περιχαρής γέρος... Άρα, πρέπει να το διερευνήσουμε! Και, κυρίως, πρέπει να εξακριβώσουμε αν ζωγράφισε κι άλλους πίνακες... Ακολουθήστε με».
Και λέγοντας αυτό, ο Ρούμπενς κατευθύνθηκε προς έναν καλόγερο που προσευχόταν σ’ ένα άλλο παρεκκλήσι και τον ρώτησε με το γνωστό του θάρρος:
«Μπορείτε να πείτε στον πάτερ Πριόρ ότι επιθυμώ να του μιλήσω εν ονόματι του Βασιλέως;»
Ο καλόγερος, που ήταν κάποιας ηλικίας, σηκώθηκε με κόπο και απάντησε με ταπεινή και σπασμένη φωνή:
«Τι με θέλετε; Εγώ είμαι ο Πριόρ».
«Συγχωρήστε με, πάτερ, που διακόπτω την προσευχή σας» απάντησε ο Ρούμπενς. «Θα είχατε την καλοσύνη να μου πείτε ποιος ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα;»
«Αυτόν τον πίνακα;» είπε ο μοναχός. «Τι θα σκεφτόσασταν για μένα αν σας αποκρινόμουν ότι δεν θυμάμαι;»
«Πώς; Το ξέρατε και επιτρέψατε στον εαυτό σας να το ξεχάσει;»
«Ναι, τέκνον μου, το έχω ξεχάσει εντελώς».
«Ε τότε, πάτερ...» είπε ο Ρούμπενς με χλευαστική αυθάδεια, «έχετε πολύ κακή μνήμη!»
Ο Πριόρ γονάτισε πάλι αγνοώντας τον.
«Είμαι εδώ εν ονόματι του Βασιλέως!» φώναξε ο υπερόπτης και ιδιόρρυθμος Φλαμανδός.
«Τι άλλο θέλετε, αδελφέ μου;» μουρμούρισε ο καλόγερος σηκώνοντας αργά το κεφάλι.
«Να αγοράσω αυτόν τον πίνακα!»
«Αυτός ο πίνακας δεν πωλείται».
«Μάλιστα. Πείτε μου τότε πού μπορώ να βρω τον δημιουργό του… Η Μεγαλειότητά του θα θέλει να τον γνωρίσει, κι εγώ αισθάνομαι την ανάγκη να τον αγκαλιάσω, να τον συγχαρώ..., να του εκφράσω τον θαυμασμό και την αγάπη μου...»
«Όλα αυτά είναι επίσης ανέφικτα... Ο δημιουργός του έχει εγκαταλείψει πια τα εγκόσμια».
«Έχει πεθάνει!» αναφώνησε ο Ρούμπενς με απογοήτευση.
«Καλά έλεγε ο δάσκαλος!» είπε ένας από τους νέους. «Αυτόν τον πίνακα τον ζωγράφισε ένας νεκρός...»
«Έχει πεθάνει!...» επανέλαβε ο Ρούμπενς. «Και δεν τον γνώρισε κανείς! Και το όνομά του ξεχάστηκε! Το όνομά του, που έπρεπε να είναι αθάνατο! Το όνομά του, που θα είχε επισκιάσει το δικό μου! Ναι• το “δικό μου”..., πάτερ...» πρόσθεσε ο καλλιτέχνης με άδολη υπερηφάνεια. «Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι εγώ είμαι ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς!»
Στο άκουσμα αυτού του ονόματος, που ήταν δοξασμένο στα πέρατα της γης και το ήξεραν όλοι όσοι ήταν αφιερωμένοι στον Θεό επειδή συνδεόταν με εκατοντάδες μυστικιστικούς πίνακες, με εκατοντάδες αληθινά αριστουργήματα της τέχνης, το ωχρό πρόσωπο του Πριόρ κοκκίνισε αμέσως και τα χαμηλωμένα του μάτια καρφώθηκαν στο πρόσωπο του ξένου τόσο με σεβασμό όσο και με έκπληξη.
«Α! Ώστε με γνωρίζετε!» αναφώνησε ο Ρούμπενς με παιδική ικανοποίηση. «Χαίρομαι ολόψυχα! Αυτό σημαίνει ότι θα τα αφήσετε αυτά τα καλογερίστικα που ξέρετε! Εμπρός λοιπόν…. Σας ακούω! Θα μου πουλήσετε τον πίνακα;»
«Αυτό που ζητάτε είναι αδύνατον!» αποκρίθηκε ο Πριόρ.
«Ωραία λοιπόν: ξέρετε κάποιο άλλο έργο αυτής της άτυχης μεγαλοφυίας; Θα μπορέσετε να θυμηθείτε το όνομά του; Θα μου πείτε πότε πέθανε».
«Δεν με καταλάβατε...» απάντησε ο καλόγερος. «Σας είπα ότι ο δημιουργός αυτού του πίνακα έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια• αυτό όμως δεν σημαίνει ακριβώς ότι έχει πεθάνει...»
«Πώς! Ζει! Ζει!» ξεφώνισαν όλοι οι ζωγράφοι. «Θέλουμε να τον γνωρίσουμε!»
«Για ποιο λόγο; Ο άμοιρος έχει απαρνηθεί οτιδήποτε γήινο! Δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τους ανθρώπους!...Καμία!... Σας εκλιπαρώ λοιπόν να τον αφήσετε να πεθάνει εν ειρήνη».
«Αχ…» είπε ο Ρούμπενς με έξαψη. «Αυτό δεν μπορεί να γίνει, πάτερ μου! Όταν ο Θεός ανάβει σε μια ψυχή την ιερή φωτιά της ιδιοφυίας, δεν το κάνει για να ξοδευτεί αυτή η ψυχή στη μοναξιά αλλά για να εκπληρώσει την ύψιστη αποστολή της φώτισης των ψυχών των υπολοίπων ανθρώπων. Πείτε μου σε πιο μοναστήρι κρύβεται ο σπουδαίος καλλιτέχνης και θα πάω να τον βρω και να τον επαναφέρω στον κόσμο! Αχ, τι δόξα τον περιμένει!»
«Ναι αλλά... κι αν αρνηθεί;» ρώτησε δειλά ο Πριόρ.
«Αν αρνηθεί, θα πάω στον Πάπα, τη φιλία του οποίου έχω την τιμή να απολαμβάνω, και ο Πάπας θα τον πείσει καλύτερα από μένα».
«Στον Πάπα!» αναφώνησε ο Πριόρ.
«Ναι, πάτερ• στον Πάπα!» επανέλαβε ο Ρούμπενς.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να σας έλεγα το όνομα αυτού του ζωγράφου ακόμα και αν το θυμόμουν! Δεν υπάρχει περίπτωση να σας πω σε ποιο μοναστήρι έχει καταφύγει!»
«Πολύ καλά, πάτερ. Ο Βασιλέας κι ο Πάπας θα σας αναγκάσουν να το πείτε!» απάντησε ο Ρούμπενς φουρκισμένος. «Θα φροντίσω ο ίδιος να συμβεί αυτό».
«Αχ όχι! Μην το κάνετε!» αναφώνησε ο καλόγερος. «Θα κάνατε πολύ άσχημα, κύριε Ρούμπενς! Πάρτε τον πίνακα, αν θέλετε• αλλά αφήστε αυτόν τον άνθρωπο να ησυχάσει. Σας μιλώ εν ονόματι του Θεού! Ναι! Έχω γνωρίσει, έχω αγαπήσει, έχω παρηγορήσει, έχω λυτρώσει, έχω σώσει από τα κύματα των παθών και των συμφορών αυτόν τον βασανισμένο ναυαγό, αυτόν τον σπουδαίο άντρα, όπως τον αποκαλείτε εσείς, αυτόν τον δύσμοιρο και τυφλό θνητό, όπως τον αποκαλώ εγώ• αυτόν που ενώ χθες ήταν λησμονημένος από τον Θεό κι από τον εαυτό του, σιμώνει σήμερα την υπέρτατη ευτυχία!... Τη δόξα!... Γνωρίζετε κάποια μεγαλύτερη απ’ αυτήν στην οποία προσβλέπει εκείνος; Με ποιο δικαίωμα θέλετε να αναζωπυρώσετε στην ψυχή του τις ανούσιες φωτιές των επίγειων ματαιοτήτων, τώρα που στην καρδιά του καίει η άσβεστη πυρά της καλοσύνης; Πιστεύετε ότι αυτός ο άνθρωπος, πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, πριν απαρνηθεί τα πλούτη, τη φήμη, την εξουσία, τη νιότη, τον έρωτα, όλα όσα αφανίζουν τα ανθρώπινα πλάσματα, δεν έχει παλέψει σκληρά μέσα του; Δεν μαντεύετε τις απογοητεύσεις και τις πίκρες που θα τον οδήγησαν στη συνειδητοποίηση της πλαστότητας των εγκόσμιων πραγμάτων; Θέλετε να αναζωπυρώσετε μέσα του την πάλη τώρα που έχει πια θριαμβεύσει;»
«Μα αυτό ισοδυναμεί με την απάρνηση της αθανασίας!» φώναξε ο Ρούμπενς.
«Αυτό ισοδυναμεί με την επιζήτησή της!»
«Και με ποιο δικαίωμα παρεμβαίνετε ανάμεσα σ’ αυτόν τον άνθρωπο και στον κόσμο; Αφήστε τον να μιλήσει, και θα αποφασίσει εκείνος!»
«Το κάνω με το δικαίωμα που έχει ένας μεγαλύτερος αδελφός, ένας δάσκαλος, ένας πατέρας• γιατί όλα αυτά είμαι για εκείνον... Το κάνω εν ονόματι του Θεού, σας ξαναλέω! Σεβαστείτε το..., για το καλό της ψυχής σας».
Και λέγοντάς αυτό, ο καλόγερος κάλυψε το κεφάλι του με την κουκούλα και απομακρύνθηκε προς το βάθος του ναού.
«Πάμε» είπε ο Ρούμπενς. «Ξέρω τι πρέπει να κάνω».
«Δάσκαλε!» φώναξε ένας από τους μαθητές του, ο οποίος κατά τη διάρκεια της προηγούμενης συζήτησης κοίταζε μία τον πίνακα και μια τον μοναχό. «Δεν νομίζετε κι εσείς, όπως κι εγώ, ότι αυτός ο γεροντοκαλόγερος είναι φτυστός με τον νέο που ξεψυχάει σ’ αυτόν τον πίνακα;»
«Έλα Παναγία μου! Έχεις δίκιο!» αναφώνησαν όλοι.
«Αν παραβλέψουμε τις ρυτίδες και τα γένια, και λάβουμε επίσης υπόψη ότι ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε πριν από τριάντα χρόνια, θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι ο δάσκαλος είχε δίκιο όταν έλεγε ότι αυτός ο νεκρός καλόγερος ήταν ταυτόχρονα απεικόνιση και έργο ενός ζωντανού καλόγερου. Μάλιστα κύριοι. Να με κάψει ο Θεός αν αυτός ο ζωντανός καλόγερος δεν είναι ο πάτερ Πριόρ!»
Στο μεταξύ, ο Ρούμπενς, σκυθρωπός, ντροπιασμένος και κατασυγκινημένος, έβλεπε τον ηλικιωμένο να απομακρύνεται και να τον χαιρετά σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος λίγο πριν εξαφανιστεί.
«Όντως, αυτός ήταν!...» τραύλισε ο καλλιτέχνης «Πω πω!... Πάμε...» πρόσθεσε γυρνώντας προς τους μαθητές του. «Αυτός ο άνθρωπος είχε δίκιο! Η δόξα του αξίζει περισσότερο από τη δική μου! Ας τον αφήσουμε να πεθάνει εν ειρήνη! »
Και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον πίνακα που τόση έκπληξη του είχε προκαλέσει, βγήκε από την εκκλησία και κατευθύνθηκε προς το Παλάτι, όπου ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα θα του έκαναν την τιμή να του παραθέσουν δείπνο.

Μετά από τρεις μέρες ο Ρούμπενς επέστρεψε ολομόναχος σ’ εκείνο το ταπεινό παρεκκλήσι θέλοντας να δει ξανά τον καταπληκτικό πίνακα, και αν ήταν δυνατόν, να μιλήσει ξανά με τον υποτιθέμενο δημιουργό του.
Ο πίνακας όμως δεν βρισκόταν πια στη θέση του.
Αντιθέτως, διαπίστωσε ότι στο κεντρικό κλίτος του ναού υπήρχε ένα φέρετρο τοποθετημένο στο πάτωμα, περιστοιχισμένο απ’ όλους τους μοναχούς που έψαλλαν τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Πλησίασε για να δει το πρόσωπο του νεκρού και είδε ότι ήταν ο πάτερ Πριόρ.
«Ήταν σπουδαίος ζωγράφος!...» είπε ο Ρούμπενς αργότερα, όταν η έκπληξη και η θλίψη είχαν δώσει πια τη θέση τους σε άλλα συναισθήματα. «Τώρα μοιάζει περισσότερο με το έργο του!»

Μαδρίτη, 1858