Top menu

"Αφαίας και Τελαμώνος", του Κώστα Κατσουλάρη

 

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού

Η συλλογή διηγημάτων που τιτλοφορείται με τον ασυνήθιστο και κάπως αλλόκοτο τίτλο "Αφαίας και Τελαμώνος" του πολυγραφότατου και βραβευμένου συγγραφέα Κώστα Κατσουλάρη είναι από τις πιο ιδιαίτερες και πρωτότυπες που κυκλοφόρησαν τη χρονιά που μας πέρασε.

Ο Κώστας Κατσουλάρης προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη στον αναγνώστη με τα διηγήματά του και, συγχρόνως, προσπαθεί να τον πείσει ότι συχνά στη λογοτεχνία, όπως και στη ζωή, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Ποιος, λοιπόν, θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο ευφάνταστος τίτλος της συλλογής θα αντιστοιχούσε σε δύο οδούς των Αθηνών και ότι αντιστοιχεί στον τίτλο ενός από τα διηγήματα της συλλογής;

Ο συγγραφέας όμως ξαφνιάζει πολλαπλώς τον αναγνώστη με το συγκεκριμένο βιβλίο του, τόσο με τις θεματικές των διηγημάτων του, όσο και με τους αφηγηματικούς τρόπους που χρησιμοποιεί. Σε ελάχιστες συλλογές διηγημάτων παρουσιάζεται τέτοια μεγάλη ποικιλία ειδών και αφηγηματικών τρόπων, αλλά και θεμάτων. Θέματα όπως τα εξαφανισμένα εμού της Αυστραλίας, μία κλοπή ενός διάσημου πίνακα, το μετρό κάτω από την Εθνική Άμυνα, το ποδόσφαιρο, μία μαύρη γάτα, ακόμη και άρθρα εφημερίδων και αναρτήσεις στο διαδίκτυο, όλα αυτά τα τόσο ετερόκλητα μεταξύ τους στοιχεία, αποδεικνύεται ότι μπορούν να εμπνεύσουν τελικά τον συγγραφέα και να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για τη δημιουργία ενός ευφάνταστου και ξεχωριστού διηγήματος.

Όσο για τις τάσεις και τα είδη του διηγήματος, σχεδόν τίποτε δεν αφήνεται απέξω: σουρεαλισμός με την "Πλατεία Κέννεντυ", αφαιρετισμός με το διήγημα-εικόνα, διηγήματα μινιατούρες, ένα σκηνικό αρχαιοελληνικού θεάτρου με το διαλογικό διήγημα σε ύφος αρχαίας τραγωδίας, πρωτοπρόσωπα, διαλογικά, αλλά και τριτοπρόσωπα σκαριφήματα, αυτοσαρκασμός και ειρωνεία για το σινάφι του Κατσουλάρη -τους άλλους δηλαδή συγγραφείς- και ένα διήγημα αποκλειστικά με αινιγματικούς διαλόγους που αφήνει μετέωρο τον νου του αναγνώστη.

Σε κάποια από τα διηγήματα ο συγγραφέας δίνει έντονα το παρόν. Αλλού πάλι, φαίνεται να απουσιάζει εντελώς και ο αναγνώστης μένει να αναρωτιέται αν όντως ήταν το ίδιο άτομο που έγραψε το συγκεκριμένο διήγημα, όπως και τα υπόλοιπα. Μία λεπτή ειρωνική απόχρωση και μία συγκαλυμμένη κριτική της σημερινής πραγματικότητας είναι εμφανέστατη σε ορισμένα σημεία, όπως και οι αναφορές στην πανδημία.

Η γλώσσα είναι άμεση και καλοδουλεμένη, μια ολοζώντανη καρδιά που πάλλεται αδιάκοπα και σφύζει από ζωή, συγχρόνως όμως μπορεί να αλλάζει και χαμαιλεοντικά ανάλογα με την περίσταση. Εντέλει ο αναγνώστης δεν θα μπορέσει να καταλήξει κατά πόσον τα διηγήματα αυτά είναι αισιόδοξα ή απαισιόδοξα. Αντιθέτως, φαίνεται να ακροβατούν διαρκώς ανάμεσα στην απελπισία και την ιλαρότητα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι αφετηρίες τους διαφέρουν κατά πολύ.

Η ομορφιά των διηγημάτων έγκειται ακριβώς στη μεγάλη ποικιλομορφία τους, στον καθαρό λόγο και την καλοδουλεμένη γλώσσα τους και στο γεγονός ότι αφήνουν "χώρο" στον αναγνώστη προκειμένου να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα από τις, συχνά, αινιγματικές, διηγήσεις του συγγραφέα. Εν καταλείδι λοιπόν, αμφίσημα και πολυσήμαντα είναι τα πρωτοποριακά και τολμηρά διηγήματα του Κώστα Κατσουλάρη. Απευθύνονται σε όλους τους σκεπτόμενους αναγνώστες προκειμένου να τους βάλουν σε σκέψεις και να τους κάνουν να αναρωτηθούν για πλήθος θεμάτων που σχετίζονται με τον ίδιο τον «έσω» άνθρωπο, την ψυχική γαλήνη του, την απώλεια, τον θάνατο, τη ζωή που φεύγει, τη σύγχρονη καθημερινότητα, αλλά και το νόημα της λογοτεχνίας γενικότερα.

Το απόσπασμα που ακολουθεί θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το απόσταγμα των διηγημάτων αυτού του βιβλίου και αυτού που ο συγγραφέας θέλει να περάσει στους αναγνώστες του. Σε αυτό αναδεικνύεται όλη η τέχνη της επιδέξιας συγγραφής με μια γλώσσα απλή, μα όχι απλοϊκή, και συνάμα ρυθμική και πανέμορφη:

 «Λένε πως, όταν περνάει ο καιρός, η ζωή αποκτά διαφάνεια και καθαρότητα. Πως, όταν κατακάθεται ο κουρνιαχτός, όταν κοπάζει το βουητό που αφήνουν πίσω τους τα γεγονότα, η αλήθεια πετάγεται πηχτή και βελούδινη, όπως η ψυχή λίγο πριν το βάλει στα πόδια».