Top menu

"60 ποιήματα". Του Θανάση Μανούση

 

Γράφει ο Παναγιώτης Βούζης

Το βασικό στην επικοινωνία, κατά τον Νίκλας Λούμαν, δεν είναι το περιεχόμενο του μηνύματος αλλά η ίδια η πράξη τού να απευθύνει κάποιος τον λόγο σε κάποιον άλλο. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο δεύτερος καθίσταται δέκτης από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι ο πρώτος ανοίγει έναν δίαυλο επικοινωνίας μαζί του. Στην ποίηση το προηγούμενο φαίνεται καθαρότερα, καθώς ο δέκτης ενός ποιήματος –είτε πρόκειται για τον αναγνώστη είτε για τον ακροατή– καταλαβαίνει ότι το τελευταίο επιχειρεί, πρώτιστα, να τον βάλει σε μια επικοινωνιακή διαδικασία, ανεξαρτήτως των μηνυμάτων τα οποία, ενδεχομένως, περιέχει. Στην ποίηση, δηλαδή, η κύρια δήλωση είναι η εξής: «Θέλω να μιλήσουμε». Όλα τα υπόλοιπα συνιστούν συνδηλώσεις. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι ένα από τα σπουδαιότερα γνωρίσματα της τέχνης μας: ότι επωμίζεται, κατά βάση, τη φατική, όπως την ονομάζει ο Γιάκομπσον λειτουργία του λόγου, όπου δίνουμε το σήμα στον άλλο ότι επιθυμούμε να ανοίξουμε και να διατηρήσουμε ανοιχτό τον διάλογο μαζί του, ξεκινώντας με κάτι αντίστοιχο στο «καλημέρα, ωραίος καιρός» ή στο «παρακαλώ, τι ώρα έχετε;». Εδώ, κατ’ αρχάς, έγκειται η κοινωνική διάσταση της ποίησης.

Βάσει των προηγούμενων παρατηρήσεων τα μονοσήμαντα ποιήματα τίθενται σε δεύτερη μοίρα, επειδή ξεκλειδώνονται εύκολα και εισάγουν, κατευθείαν, στο πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενό τους. Αντίθετα, μια πολυσημική ποιητική τέχνη αναγκάζει τον δέκτη να περιεργαστεί το κατώφλι της. Να παραμείνει σε εκείνο το ενδιάμεσο σημείο, εντός και εκτός του ποιήματος, ώστε να συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα του νεύματος του ποιητή, ο οποίος τον προσκαλεί σε διάλογο. Γιατί μια πρόσκληση σε ουσιαστική επικοινωνία ανάγεται σε κάτι εξαιρετικά σημαντικό, μέσα στην τυποποιημένη επικοινωνία του καιρού μας.

Ο Θανάσης Μανούσης μεριμνά, ακριβώς, για την ενεργοποίηση αυτής της πρωταρχικής λειτουργίας της τέχνης του. Η προσοχή του αφιερώνεται στην επισήμανση του ανοίγματος της επικοινωνίας και, εν γένει, στη φατικότητα. Συνακόλουθα, επιδιώκει την πολυσημία, προκειμένου να προσεγγίζει ακεραιωμένη την ποίηση, όταν, δηλαδή, η τελευταία συμπληρώνεται από την κοινωνική πράξη της αναζήτησης του άλλου. Για τον προηγούμενο σκοπό χρησιμοποιεί ορισμένες τεχνικές όπως οι παρακάτω, βάσει των οποίων αναπτύσσεται το ποίημα υπ’ αριθμόν 11:

Με το γλυκό τραγούδι του παιδιού
το κορίτσι κίνησε τα κουπιά,
στα ψέματα.
Η βάρκα κύλησε στο ήρεμο νερό
διαφανής σαν ουρανός,
μελωδική σαν ψίθυρος.
Μ’ ένα παγωτό στο χέρι
και τα μάτια γεμάτα απορία
έφυγαν για τον βράχο του μεγάλου ερωτηματικού.
Εκεί,
στις 60 οργιές και τις 11 ατμόσφαιρες,
έπιασε το παιδί
το χέρι του παππού
κι η κόρη
του πατέρα
για ν’ ανεβούν γυρίζοντας,
ως τον καιρό που απόμεινε,
στου φωτός
τα ηλεκτρονικά
μηνύματα.

Εδώ έχουμε μια αφήγηση στην οποία διασταυρώνονται δύο σημασιολογικά πεδία: το ένα σχετίζεται με τα παραμύθια, το δεύτερο με μια μεταφυσική μετάσταση. Δύο παιδιά ξεκινούν ένα ταξίδι μέσα σε μια βάρκα και κάπου στα ανοιχτά της θάλασσας συναντούν τους χαμένους δικούς τους, τον πατέρα και τον παππού, και ανεβαίνουν όλοι μαζί ακολουθώντας, ανάστροφα, την πορεία του φωτός. Η γραμμικότητα της αφήγησης αυτού του φανταστικού περιστατικού σπάζει με δύο τρόπους: Με ρήγματα στη λογική, τα οποία αντιπροσωπεύονται, για παράδειγμα, από τη βάρκα που προχωρεί, ενώ το κορίτσι κάνει κουπί στα ψέματα και από τον προορισμό των παιδιών, τον βράχο του μεγάλου ερωτηματικού. Δεύτερον, με τη μετατροπή της οριζόντιας κίνησης σε κάθετη, όταν τα τέσσερα πρόσωπα μεθίστανται στον ουρανό. Το σπάσιμο της γραμμικότητας μετατρέπει το απλό και φυσικό γεγονός της συνάντησης κάποιων προσώπων, που είναι μεταξύ τους πολύ οικεία, σε ένα περιστατικό επενδυμένο με μια παραμυθική και μεταφυσική ατμόσφαιρα. Κατά συνέπεια, η οικειότητα και η σχέση αγάπης ξεπερνούν τα όρια της δικής μας ζωής και της δικής μας πραγματικότητας.

Πέρα, όμως, από τις επιμέρους τεχνικές, η μέθοδος του Θανάση Μανούση μπορεί να περιγραφεί, γενικά, ως εξής: Στα ποιήματα διεξάγεται ένα παιχνίδι λοξών μεταβάσεων. Η προχωρητική κίνηση των στίχων σχηματίζει μια σειρά μερικών ή πολλών αποσπασματικών αναφορών, από τις οποίες η καθεμιά ανήκει σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Έτσι, τα ποιήματα καθίστανται, συχνά, αμαλγαματικά. Αυτά με τον υψηλότερο βαθμό αμαλγαματικότητας αποτελούν συνδυασμούς από τόσο ετερόκλιτα πράγματα, πρόσωπα και στιγμιότυπα, ώστε αντιστοιχούν, περίπου, σε αυτό το οποίο ο Μισέλ Φουκώ ονομάζει «ετεροτοπία». Πρόκειται για τον κατεξοχήν ανοίκειο τόπο, αφού η συνύπαρξη όσων περιλαμβάνει συνιστά μια αντίφαση. Για μια πραγματικότητα η οποία δεν υφίσταται, ενώ συγκροτείται από αποσπάσματα πραγματικοτήτων που υπάρχουν.

Μια ποίηση, στην οποία δημιουργείται με τον παραπάνω τρόπο η διάσταση ανάμεσα στη γλώσσα και τα πράγματα, αντιπροσωπεύει μια τέχνη η οποία θεμελιώνεται στην αυτοαναφορικότητα. Σε κάθε ποίημα συντελείται μια στενότερη ή ευρύτερη εξακτίνωση. Ξεκινούν από αυτό ευθείες προς προορισμούς οι οποίοι είναι όχι μόνο ξένοι αλλά, σε αρκετές περιπτώσεις, ασύμβατοι μεταξύ τους. Διαμορφώνεται, έτσι, μια γλωσσική πραγματικότητα αναντίστοιχη προς την εξωγλωσσική, με συνέπεια το ποίημα να συνιστά ένα συμβάν, μια, δηλαδή, ενδεχόμενη ανατροπή της πραγματικότητας.

Με ρούχο τα βλέμματα του κόσμου
και με γυαλιά να δείχναν τον κόσμο αγγελικό
και όχι ανθρώπινο, 
μπήκε στο μπάνιο.
Συνταγμένα τα παπάκια στο λουτρό
περίμεναν την εντολή να κολυμπήσουν.
Κοίταξε πρώτα τους αριθμούς
που έσταζαν απ’ τον καθρέφτη.
Μετά σκούπισε τα λόγια από τα χείλη
και τα ’στειλε στις φωτεινές στοές του διαδικτύου.
Κάποιος θα λάμβανε τα σήματα και θ’ απαντούσε.
Έμεινε εκεί όπου πατά, διψά και πίνει η σκέψη
μέχρι το ξημέρωμα
μια αλήθεια
φτιαγμένη από σανίδες.  

Τα 60 ποιήματα της πρώτης συλλογής του Θανάση Μανούση δεν κατανέμονται χρονολογικά. Υποθέτω πως όσα εμφανίζουν τον χαμηλότερο βαθμό αμαλγαματικότητας συγκαταλέγονται στα μεταγενέστερα. Σε αυτή την ομάδα, στην οποία ανήκει και το παρατιθέμενο ποίημα, το υπ’ αριθμόν 46, η αφήγηση και οι περιγραφές αποκτούν μια πολυεδρική ενάργεια. Δηλαδή, τα πράγματα, τα πρόσωπα ή τα στιγμιότυπα ξεκαθαρίζονται, εν τέλει, μέσα, όμως, από ένα παιχνίδι διαδοχικών διαθλάσεων. Κατά τη γνώμη μου, η συγκεκριμένη ομάδα περιλαμβάνει τα επιτυχέστερα ποιήματα της συλλογής. Όχι ότι τα υπόλοιπα δεν αποτιμώνται θετικά. Γιατί η ποίηση του Θανάση Μανούση εμφορείται από χιούμορ και αντιλαμβάνεσαι ότι, παρόλη τη ρήξη της με την εξωγλωσσική πραγματικότητα, ανάγεται σε πολύ απλά και ανθρώπινα γεγονότα. Προκρίνω, όμως, τα ποιήματα με τη λιγότερη αμαλγαματικότητα, επειδή, ξεφεύγοντας από την αυτοαναφορική σφαίρα, διαφοροποιούνται ως εξής: Μολονότι και με τα 60 ποιήματα της συλλογής αποσκοπείται πρώτιστα –όπως έλεγα στην αρχή– το άνοιγμα της επικοινωνίας και η ενεργοποίηση της φατικής λειτουργίας της γλώσσας, προκειμένου ο δέκτης να παραμείνει στο κατώφλι του κάθε ποιήματος, στο ενδιάμεσο εκείνο σημείο, εντός και εκτός, με τη συγκεκριμένη ομάδα επιτυγχάνεται κάτι επιπλέον: Ο αναγνώστης ή ο ακροατής, αφού παραμείνει, για ένα διάστημα, στο κατώφλι αυτών των ποιημάτων, προχωρά, κατόπιν, εντός τους, για να βρεθεί και εκεί, πάλι, μπροστά στο γοητευτικό αίνιγμα της πολυσημίας.