Top menu

5 πεζογράφοι δημοσιεύουν στο Vakxikon.gr

To Λυκόσκυλο
(απόσπασμα)


Γυρνώντας από την πρωινή της βόλτα μαζί με το μεγάλο, κατάμαυρο λυκόσκυλο της η Τάνια δεν πίστευε στα μάτια της. Αντίκριζε την βαριά πόρτα του μικρού της διαμερίσματος στα δυτικά της πόλης παραβιασμένη. «Μα τι στο διάολο;» αναρωτήθηκε, « δεν είναι δυνατόν, έλειψα μόλις μισή ώρα, δεν είναι δυνατόν, γαμώτο». Μπήκε προσεχτικά  στο μικρό διαμέρισμα, αφήνοντας το λουρί του σκύλου από το χέρι της. Αυτός έτρεξε χαρούμενος στο σπίτι μυρίζοντας τα αναποδογυρισμένα αντικείμενα και κουνώντας παιχνιδιάρικα την ουρά του. Η Τάνια κοντοστάθηκε στην μέση του δωματίου που χρησίμευε σαν σαλόνι και κοίταξε τριγύρω, όλα τα πράγματα της ήταν αναποδογυρισμένα, πεταμένα ανάκατα παντού. Έπιασε με τα χέρια της τα μακριά πυκνά, κατσαρά μαλλιά  της, σαν να βρίσκονταν σε απόγνωση. Περισσότερο ένιωθε θυμωμένη και χαμένη γιατί δεν ήξερε τι να κάνει. Ήθελε τόσο πολύ να βάλλει τα κλάματα από τα νεύρα και την απόγνωση που δεν πρόσεξε τον Τζουκ που δάγκωνε πεισματάρικα ένα μικρό πάνινο κουκλάκι, δώρο του πρώην της. Άρχισε να ξεφωνίζει και να βρίζει καθώς τα δάκρυα κυλούσαν από τα ροδοκόκκινα μάγουλα της. Ο Τζουκ ακούγοντας τους λυγμούς του αφεντικού του άφησε την κούκλα,  πλησίασε την κοπέλα διστακτικά κουνώντας πάντα την τριχωτή ουρά του και της έγλειψε το χέρι. Νιώθοντας το υγρό άγγιγμα του η Τάνια λύγισε τα πόδια και γονατίζοντας αγκάλιασε τον πιστό της φίλο κλαίγοντας με αναφιλητά.

Δεν χρειάστηκαν παρά τρία τέταρτα της ώρας μέχρι να φτάσει το περιπολικό στην πολυκατοικία της Τάνιας. Η ίδια, που τώρα είχε κάπως ηρεμίσει από το αρχικό σοκ της διάρρηξης, είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία να αναφέρει το περιστατικό. Ο Τζουκ κάθονταν τώρα ήσυχος στο μικρό πλαστικό σπιτάκι του έξω στην βεράντα. Ο αστυνομικός που τώρα έμπαινε στο διαμέρισμα αντίκρισε την ανακατωσούρα του σαλονιού και την Τάνια να προσπαθεί να συμμαζέψει. «Μην το κάνετε αυτό» είπε ο νεαρός άντρας, «παραποιείται τα στοιχεία, αφήστε πρώτα να έρθει η σήμανση για δακτυλικά αποτυπώματα»  και προχώρησε μέσα στο σπίτι. Η Τάνια έβγαλε μια τσιρίδα καθώς τρόμαξε με την φωνή του αστυνομικού και γύρισε απότομα να κοιτάξει την είσοδο του σπιτιού της. Είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή όλοι αυτήν την ώρα, ακριβώς για τους αστυνομικούς που θα ερχόντουσαν, η κεντρική είσοδος της πολυκατοικίας παρέμενε πάντα ανοιχτή και έτσι δεν κατάλαβε τον αστυνόμο που είχε φτάσει. «Ησυχάστε τώρα, όλα τελείωσαν, να στε σίγουρη ότι δεν θα ξανάρθει όποιος και να το έκανε» είπε ο νεαρός ένστολος χαμογελώντας καθησυχαστικά. «Συγγνώμη, είμαι ακόμα σοκαρισμένη» ανταπάντησε η Τάνια, «δεν μπορώ να καταλάβω πως συνέβη… τα κλειδώνω όλα με προσοχή… και άλλωστε βγήκα για μισή ωρίτσα μόνο»  συμπλήρωσε. «Δυστυχώς συμβαίνουν αυτά»  της είπε ο αστυνόμος «τώρα αν θέλετε καθίστε να μου τα πείτε για να συμπληρώσω την αναφορά μου». Ο Τζουκ αντιλαμβανόμενος την παρουσία και άλλου ατόμου γρύλλισε έντονα άλλα δεν σηκώθηκε από την θέση του. «Έχετε σκύλο έ;» αποκρίθηκε ζαρώνοντας τα φρύδια του ο νεαρός, «ναι αλλά τον είχα βγάλει βόλτα, και να, όταν γύρισα ήταν όλα έτσι»  του απάντησε η Τάνια βγαίνοντας στο μπαλκόνι να ηρεμίσει το σκυλί.

Ο αστυνόμος εξέταζε προσεχτικά τα πράγματα ης γυναίκας έχοντας φορέσει τα γάντια του, διαπίστωσε σύντομα ότι τα επίμαχα σημεία του σπιτιού ήταν άθικτα, δηλαδή τα μέρη αυτά που θα μπορούσε να κρύβει κοσμήματα, τιμαλφή και χρήματα. Παρατήρησε ότι τα ντουλάπια, τα ράφια και τα συρτάρια δεν είχαν παραβιαστεί από τον άγνωστο δράστη, ούτε κάποιες κρυφές κρυψώνες όπως, βάζα, μπολάκια και άλλα μέρη που συνήθως ο κόσμος τοποθετεί διάφορα πολύτιμα αντικείμενα. «Συγνώμη κοπελιά, μήπως είδες τι λείπει από το σπίτι σου; Λεφτά, κοσμήματα, ηλεκτρικές συσκευές; ...α δεν σε πειράζει να σου μιλάω στον ενικό ε;». Η Τάνια που είχε επιστρέψει στο σαλόνι έκανε μια γκριμάτσα σαν άκουσε τα λόγια του αστυνόμου, προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να ανακτήσει πλήρως την ψυχραιμία της. Ο Τζουκ εξακολουθούσε να γρυλλίζει αλλά πιο σιγά τώρα. «Δεν είμαι σίγουρη» του είπε και αμέσως συμπλήρωσε «ε... εννοώ ότι μπορείτε να… μπορείς να μου μιλάς στον ενικό… δεν είμαι σίγουρη για το αν πήραν τίποτα… η αλήθεια είναι ότι τώρα που το λες νομίζω ότι δεν λείπει τίποτα… οι ηλεκτρικές συσκευές είναι στην θέση τους... λεφτά δεν είχα στο σπίτι ούτε τίποτα ακριβά κοσμήματα, μόνο κάτι φο μπιζού αλλά νομίζω είναι στην θέση τους». Ο νεαρός όλοι αυτή την ώρα που μιλούσε η Τάνια την παρατηρούσε, ήταν δεν  ήταν γύρω στα είκοσιέξι, αρκετά συμπαθητική με αθλητικό κορμί και δυναμικό παράστημα. «Σε παρακαλώ κάνε μου την χάρη και κοίταξε τι λείπει από το σπίτι, πρέπει να τα καταγράψω… Με προσοχή όμως ε; μην χαλάσουμε τα αποτυπώματα, αν υπάρχουν» της είπε και έβγαλε το σημειωματάριο του. Όταν η νεαρή γυναίκα βεβαιώθηκε ότι δεν έλειπε τίποτα έκατσαν στο καναπέ για του πει ότι χρειαζόταν για την αναφορά του.

Όση ώρα κάθονταν στον αναπαυτικό καναπέ και μιλούσαν ο αστυνόμος της χαμογελούσε ευγενικά. Ίσως και να τον έλκυε λίγο σκέφτηκε, σίγουρα όμως χαίρονταν την παρουσία της. Το μαύρο λυκόσκυλο της Τάνιας πλησίασε αθόρυβα τον επισκέπτη που κάθονταν σταυροπόδι και τον μύρισε. Η ιδιοκτήτρια του κατάλαβε την παρουσία του Τζουκ στα πόδια του αστυνόμου αλλά δεν έδωσε σημασία παρά συνέχυσε να μιλάει και να του εξηγεί τα γεγονότα. Ο νεαρός συνεπαρμένος από την γλυκεία κοπέλα δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Τζουκ τότε έμπηξε τα δόντια του στη γάμπα του αστυνόμου που έντρομος άφησε ένα ουρλιαχτό να του ξεφύγει καθώς προσπάθησε να τιναχτεί όρθιος από το ξάφνιασμα. «Τι κάνεις εκεί Τζουκ, άσε κάτω τον άνθρωπο και πήγαινε γρήγορα στο μπαλκόνι σου» φώναξε η Τάνια κάνοντας μια κίνηση με τα χέρια της για να τον απομακρύνει. Ο σκύλος ελευθέρωσε το πόδι, γαύγισε λίγο και έπειτα κατέβασε το κεφάλι κλαψουρίζοντας. Η γυναίκα σηκώθηκε και έβαλε της φωνές, έπιασε το λυκόσκυλο από το λουρί και το έβγαλε έξω, καθώς γύρισε να φύγει ο Τζουκ της έγδαρε λίγο το χέρι με του κυνόδοντες βγάζοντας μικρούς λυγμούς. «Μα τι σε έχει πιάσει Τζουκ τελευταία; Τι συμπεριφορά είναι αυτή; Τέρμα για σήμερα, για τιμωρία δεν θα φας άλλο» είπε και απομάκρυνε το πιάτο του σκύλου που είχε μέσα μερικά κομμάτια βραστό κρέας. Έπιασε το γδαρμένο χέρι της και κάποιες βρισιές της ξέφυγαν. «Τι μέρα και αυτή» σκέφτηκε ξεφυσώντας αγανακτισμένη «δεν μπορεί να γίνει χειρότερη».

Ο Γιώργος Ανδρούτσος ζει στην Αθήνα.

Η Περήφανη Αρκούδα


Το όνομά μου είναι Άλια, η ζωή μου μέσα στους πάγους, η σοφία μου και η εξυπνάδα μου όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει από το κορμί μου ,είναι τα χιλιάδες όνειρά μου. Ονειρεύομαι πανέμορφες κοιλάδες και χιλιάδες πολύχρωμα μαγευτικά ψάρια με διαφορετικές μυρουδιές. Ο τόπος μου κάτασπρος και παγωμένος. Μερικές φορές μέσα μου ζει ένας βασιλιάς, εγώ δηλαδή, μια μεγαλόσωμη και τρομερή αρκούδα…

Μέσα μου ζει ένας τίγρης πονηρός και έτοιμος να αντιμετωπίσει τον χειρότερο εχθρό. Τα όνειρα όμως μερικές φορές τελειώνουν, και υπάρχουν εχθροί που δε μπορούν να νικηθούν. Ένας από αυτούς είναι και ο άνθρωπος. Το αισχρό μυαλό του, η φαντασία του και η πανουργία του, υφαίνουν τη σκοτεινή ψυχή του σαν την πιο παγωμένη νύχτα του χειμώνα που έχω περάσει μέσα στη ζωή μου… Οι όμορφες και ήσυχες μέρες του Νοεμβρίου είναι οι πιο «παγωμένες» εδώ που φέρανε τώρα, εμένα, μια πανέμορφη και περήφανη αρκούδα. Στον πολιτισμό των ανθρώπων είμαι πια μια ασήμαντη και άβουλη αρκούδα, υποχείριο αυτού του βασανιστή εκπαιδευτή μου Ερνέστο. Ένας άσχημος, κοντός, χοντρός με τεράστιο μουστάκι, πάντα θυμωμένος με όλους και με όλα, άνθρωπος… που λέει ο λόγος...

Η ζωή μου τώρα πια κυλά βαρετά μέσα στα «κρύα» τσιμέντα της πόλης, τρώγοντας μπαγιάτικα ψάρια. Το μυαλό μου και τα όνειρά μου είναι συνεχώς στα μέρη που μεγάλωσα με τους πάγους και τα πολύχρωμα μυρωδάτα ψαράκια. Αυτά που κάποτε τα είχα για σίγουρα... Τώρα πια είμαι ένα αρκουδάκι που κάνει κωλοτούμπες για να γελάνε τα παιδιά και να βγάζουν φωτογραφίες οι μεγάλοι. Τουλάχιστον ακόμη ονειρεύομαι.

Με αγάπη Άλια


Ο Δημήτρης Γιαλούρης ζει στην Κρήτη.

Το γεύμα της λύτρωσης


Κατηγορώ τον Μαξ. Ναι! Θα τον κατηγορώ αιώνια. Τον κατηγορώ, γιατί μου χάρισε την αιωνιότητα και ταυτόχρονα μου τη στέρησε. Με πρόδωσε… Μα πώς είναι δυνατόν, Μαξ, να μη σεβαστείς την επιθυμία μου; Δε σκέφτηκες πως αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία, η μοναδική μου τελικά ΕΠΙΘΥΜΙΑ; Γιατί;…

Πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ δεν ξέρω. Τις περισσότερες φορές δεν έχω συνείδηση ούτε ποιος είμαι, ούτε που βρίσκομαι, ούτε γιατί βρίσκομαι εδώ που βρίσκομαι. Για το ΕΔΩ πάλι δυσκολεύομαι να μιλήσω. Είναι τόσο ρευστό θα έλεγα και χαώδες∙ δεν έχει σχήμα ή όγκο∙ αλλάζει συνεχώς και, κυρίως, επιμένει στην παραμόρφωση του. Πολλές φορές μου δημιουργεί σύγχυση και πανικό. Άλλες πάλι ελπίδα ή και… ηδονή∙ ειδικά όταν βυθίζομαι στην απύθμενη λήθη…

Όχι! Όχι!... Δε συνάντησα ποτέ κανέναν. Κάτι παιχνιδίσματα μόνο του νου και της φαντασίας στο κυρίαρχο ημίφως…Ακούω όμως∙ ακούω τις ΦΩΝΕΣ. Πηγαδογεννημένες, νοσηρές, διάτορες. Ερινύες που με καταδιώκουν παντού…
-Βρες το δρόμο, το δρόμο της λύτρωση, στο φως…
-Φύγε από δω…πρέπει να φύγεις! Πρέπει να βρεις τη δίοδο…
-Έχει ανοίξει για σένα… Αρκεί να κάνεις τη σωστή κίνηση!
-Σκέψου, αποφάσισε, τόλμα και βγες στο ΦΩΣ!

Φαίνεται πως κουράστηκε να ζει μες το τίποτα και, αφού δεν είχε να χάσει πια ΤΙΠΟΤΑ, τράβηξε αυτό το δρόμο, τον χωρίς επιστροφή, τον διάστικτο από εκείνη την κολλώδη ουσία που λαμπύριζε στο αιώνιο ημίφως. Αυτή πάλι την είχε ανακαλύψει πολύ πρόσφατα…Τελικά δε χρειάστηκε να κάνει ούτε ένα βήμα. Με μιας τον ρούφηξε μια δίνη.

Ταξίδευα με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα από ένα στενό τούνελ∙ τόσο στενό μάλιστα που είχα την εντύπωση πως, αν έκανα την παραμικρή κίνηση, θα γδερνόμουν σε τοιχώματα με υδραργυρική υφή… Φώτα πολύχρωμα που περνούσαν και έσβηναν σε χιλιοστά του δευτερολέπτου σαν αστραπές. ΕΙΚΟΝΕΣ και στριγκιές φωνές απόκοσμα στιγμιαίες. Μετά από μερικές τελευταίες περιδινήσεις όλα σταμάτησαν να κινούνται απότομα.

Βρέθηκε τελικά σ’ ένα μεγάλο, άδειο σχεδόν δωμάτιο. Στο κέντρο δέσποζαν τα μοναδικά του έπιπλα∙ ένα παλιό, μακρόστενο τραπέζι και δυο καρέκλες, τοποθετημένες αντικριστά στις στενότερες πλευρές του τραπεζιού… Το όλο ΣΚΗΝΙΚΟ απόκοσμο αλλά και αλλόκοτα οικείο. Και τότε ήταν που φωτίστηκαν όλα μέσα σου… Σαν να ήξερες τι ακριβώς έπρεπε να κάνεις και κατευθύνθηκες στο πιο σκοτεινό σημείο του δωματίου. Άνοιξες αποφασιστικά το ντουλάπι, έβγαλες τα σκουπίδια και με γυμνά χέρια ξεδιάλεξες πέντε μαραμένα μαρουλόφυλλα, μια μουχλιασμένη ντομάτα και δυο-τρία άγρια μανιτάρια σε κατάσταση προχωρημένης σήψης. Περιέργως δε τα σιχάθηκες. Η μυρωδιά τους, αντί να σε απωθεί, προσέλκυε το αβάσταχτο είναι σου μέσα από μια ανυπέρβλητη υποψία ΛΥΤΡΩΣΗΣ. Αφού λοιπόν τα τοποθέτησες τελετουργικά στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, κάθισες ήσυχα-ήσυχα στην απέναντι καρέκλα. Δεν είχες παρά να περιμένεις. Ήσουν σίγουρος. Σε λίγο θα εμφανιζόταν…

Βάδιζα αργά… απελπιστικά αργά. Θα ‘λεγα καλύτερα πως ουσιαστικά σερνόμουνα μ’ εκείνα τα αμέτρητα, κοντά και αδύναμα ποδαράκια μου. (Ποτέ δε τα χώνεψα τελικά!) Το ΣΩΜΑ μου με πονούσε παντού, σε κάθε του εκατοστό. Από στιγμή σε στιγμή νόμιζα πως θα χάσω τις αισθήσεις μου… Ντεζαβού σίγουρα! Ήταν και τα μάτια μου που σιγά-σιγά έσβηναν πια… Από πότε είχα να βάλω κάτι στο στόμα μου; Αδυνατώ να θυμηθώ πια. Δεν κάνω ούτε καν την προσπάθεια. Για ποιο λόγο άλλωστε; Αφού σε λίγο όλα θα τελειώσουν… θα σβήσουν οριστικά… σαν κακός εφιάλτης… Αλλά τι είναι αυτό; Ένα παράξενο, ένα αρρωστημένα θαμπό φως και, ναι σίγουρα, το δωμάτιο, τόσο διαφορετικό και όμως το ίδιο…

Η όσφρηση τον οδήγησε… Παραδόξως σκαρφάλωσε με άνεση στην καρέκλα και σχεδόν αμέσως άρχισε να μασουλάει ένα από τα ιδιαζόντως σάπια ΑΓΡΙΑ μανιτάρια. Λίγο αργότερα κόντευε πια να τελειώσει και το τελευταίο μαρουλόφυλλο. Είχε αφήσει για το τέλος τη μουχλιασμένη ντομάτα… Τον παρακολουθούσα θα έλεγα με συμπάθεια ή μάλλον με θαυμασμό ανάμεικτο με τρυφερότητα…

Τότε ήταν που αισθάνθηκα την παρουσία του. Το διαπεραστικά απολογητικό του βλέμμα.
-Τι γυρεύεις εδώ; Ήρθες να θαυμάσεις από κοντά το θαύμα σου; Άρρωστε!
-Συγγνώμη!
-Σε μισώ!
-ΣΥΓΓΝΩΜΗ!
-Σε σιχαίνομαι!
-Συγγνώμη Γκρέγκορ!

Στην πραγματικότητα κανένας από τους δυο δε μίλησε ποτέ. Δεν κούνησε καν τα χείλη του. Ο Γκρέγκορ άλλωστε δε θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς. Κι όμως οι λέξεις ακούγονταν καθαρά. Τις άκουγαν και οι δύο… Η επίμονη λέξη νίκησε, το φως τους ένωσε, η ΜΟΙΡΑ τους άλλαξε…

Δυο στιγμές αργότερα, στιγμές της αιωνιότητας τόσο κοινότυπα σπάνιες, οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει… Ο καθένας ακολούθησε ένα δρόμο, το δικό του δρόμο. Ο Γκρέγκορ απαλλάχτηκε από τη μορφή που τον βασάνιζε… Ο Φραντς απαλλάχτηκε από την επιθυμία του, από αυτή τη μοναδική ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ του επιθυμία…Ο Μαξ ξύπνησε χωρίς το βάρος που τον βασάνιζε τον τελευταίο καιρό. Ήταν πια αδιαπραγμάτευτα σίγουρος…  Λίγο αργότερα βρισκόταν στο γραφείο του εκδότη φίλου του, του Μίκαελ… και λίγο καιρό αργότερα στα βιβλιοπωλεία της Πράγας κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του Φραντς Κάφκα με τίτλο «η μεταμόρφωση»…

Ο Γιώργος Καψούρης ζει στην Αθήνα.

Υπέρ Αναπαύσεως


-Όταν τα τινάξω γυναίκα, της είχε πει πέρυσι που έπιναν τον καφέ τους στο τραπέζι της κουζίνας, όπου να ΄ναι δηλαδή…
-Σώπα μωρέ άντρα μου!
-Ακούς τι σου λέω; Θα με θάψεις στο χωριό. Εκεί θα αναπαυθεί το κορμί μου, έστω και αυτό το μισό που μου απόμεινε. Αλλιώς θα σε σκιάζω τα βράδια στον ύπνο σου κακομοίρα μου.
-Και πώς θα ‘ρχομαι ‘γώ Κώστα μου να σου ανάβω κανένα κερί, να σου καθαρίζω το μνήμα, να σου ρίχνω τρισάγιο εκεί απάνω στα βουνά;
-Δεν θέλω κανέναν να ‘ρχεται Βαΐτσα μου. Θα ‘χω συντροφιά τους κότσυφες και τ΄ αηδόνια εις τον αιώνα των αιώνων.

Πάντα ολιγαρκής ο Κώστας. Του έδινες να φάει έτρωγε, ξεχνούσες να του πας το μεσημεριανό δεν έτρωγε,  τον άλλαζες πλευρό σου χαμογελούσε, τον άφηνες δυο μέρες μπανταρισμένο από τη μια μεριά,  πάλι σου χαμογελούσε. Μια ζωή παντρεμένοι μόνον αυτό της ζήτησε. Και πέθανε μια νύχτα στην εντατική. Είκοσι χρόνια μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία, αυτός στο κρεβάτι του πόνου κι η Βαΐτσα στην καρέκλα της αναμονής να προσκυνάει νυχθημερόν. Τα πόδια της τουμπάνιασαν κρεμασμένα και τα δικά του ακρωτηριάστηκαν στο γόνατο. Πρώτα το ένα και σε λίγο καιρό και τ’ άλλο. Σηψαιμία λόγω κακής κυκλοφορίας αίματος, είπαν οι γιατροί. Τις περαιτέρω εξηγήσεις δεν τις καλοκατάλαβε. Της ήταν περιττές. Μέσα της πίστευε ότι τον τεμάχισαν άδικα τον άντρα της, χωρίς οίκτο, σαν το σφαχτάρι στο κούτσουρο του χασάπη, αλλά ποιος θα την υπολόγιζε αυτή αμόρφωτη και ανίκανη να πληρώσει δικηγόρο; Αλλά ακόμη και να ‘βρισκε τα λεφτά, δεν θα είχε καμία τύχη με τους μασόνους που πεθαίνουν τον κοσμάκη και βγαίνουν πάντα λάδι στις δίκες.

Ο Σήφης, το πιο πονετικό της παιδί, δεν τον άφησε έτσι. Είχε πέντε δεκάρες στην άκρη και του αγόρασε πόδι τεχνητό. Δυο μήνες πάλευε με το ταμείο του συχωρεμένου, αλλά κανένας από αυτά τα κουμάσια δεν καταλάβαινε την ανάγκη ενός σακάτη να βγει μια βόλτα στο δρόμο χωρίς να τον κοιτάζουν με οίκτο.  Μέχρι να το συνηθίσει για να πηγαίνει σε κανένα γάμο ή καμιά βάφτιση υποβασταζόμενος από τη Βαΐτσα, του έκοψαν και τ’ άλλο. Καθηλώθηκε τότε λειψός στην καρέκλα. Δεν μιλούσε και πολύ, όμως η Βαΐτσα τον καταλάβαινε με ένα βλέμμα του, τον σήκωνε υπομονετικά και τον ακουμπούσε στη λεκάνη της τουαλέτας, τον έπαιρνε αγκαλιά και τον κάθιζε στο τραπέζι της κουζίνας να πιουν το πρωινό καφεδάκι τους. Μάνα που οσμίζεται τις ανάγκες του μωρού της πριν τις νιώσει το ίδιο, ήταν για τον άντρα της εδώ και χρόνια. Ολιγαρκή βίο διήγε ο Κώστας,  υποχρεωτικώς εγκρατή η Βαΐτσα. Θεέ μου, σχώρα με! Πρόλαβα τουλάχιστον και έκανα δυο παιδιά, έλεγε και ξανάλεγε.

Ο Σήφης τους έφερε μια μέρα και δεύτερο πόδι. Δεν τον ρώτησε που βρήκε τα λεφτά, έκλαψε μόνο σιωπηλά.
-Να του τα φοράς και τα δύο πόδια μάνα όταν κάθεται, να μην νιώθει μισός άνθρωπος.

Από ‘κείνη τη μέρα πέταξε την κουβέρτα που τον σκέπαζε από τη μέση και κάτω. Την είχε δεχτεί σιωπηλά όταν του έκοψαν και το δεύτερο πόδι. Ήξερε τι οικτρό θέαμα παρουσίαζε. Του φόρεσε παντελόνι και παπούτσια και τον καμάρωνε καθιστό στην καρέκλα. Λεβέντης στα νιάτα του ο Κώστας, σακάτης στα γεράματα. Από τη μέση και πάνω ώμοι φαρδιοί, ενέχυρο της σκληρής νεανικής δουλειάς του στην οικοδομή, από τη μέση και κάτω αποδία, λάφυρο της αρρώστιας που του έτρωγε χρόνια τώρα τα σωθικά. Αλλά δεν τον χάρηκε για πολύ έτσι. Σε τρεις μήνες ξαναμπήκε στην εντατική και έφυγε το βράδυ της ανάστασης του Κυρίου. Ένα κερί ίσαμε το μπόι του συχωρεμένου άναψε η Βαΐτσα στην ακολουθία της Μ. Παρασκευής, αλλά στους ουρανούς ετοιμαζόταν όλοι για τη μεγάλη γιορτή και δεν εισακούστηκαν οι παρακλήσεις της απελπισμένης από τον Άγιο Νικόλαο της Καισαριανής. Ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα της τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο: «Δυστυχώς ο σύζυγός σας απεβίωσε. Θερμά συλλυπητήρια!» Έτρεξε η χαροκαμένη Βαΐτσα με όσο κουράγιο της είχε απομείνει να τακτοποιήσει τη διακομιδή του άντρα της στα πάτρια εδάφη. Του το ΄χε υποσχεθεί και θα πλήρωνε όσο όσο παρά τη φτώχεια της για να αναπαυθεί η ψυχούλα του. Αλλά έφυγε για το επέκεινα σακάτης ο Κώστας, του αφήσαν απέξω τα ποδάρια, όχι γιατί «ήταν μακρύς ο φουκαράκος» (1), αλλά γιατί η Βαΐτσα μέσα στη στενοχώρια της ξέχασε να τα παραδώσει στο γραφείο κηδειών του Πανηγυράκη.

Παραπομπή: (1) Απόσπασμα από το ποίημα του Κ. Γ. Καρυωτάκη, «Ο Μιχαλιός», Ελεγεία και Σάτιρες (1927).

Η Δήμητρα Λουκά ζει στην Αθήνα.

Η φωτογραφία


Πριν από τη βροχή, όλοι διαισθάνονταν ότι κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί. Ήταν κι εκείνα τα απαίσια μαύρα σύννεφα που σκοτείνιαζαν τον ουρανό ενισχύοντας τις υποψίες και τραβώντας τα βλέμματα. Με την πρώτη ψιχάλα, οι δρόμοι άδειασαν στο άψε σβήσε, και όταν άρχισε να βρέχει κανονικά, η πόλη έμοιαζε εγκαταλειμμένη. Μέχρι το βράδυ, τα ποτάμια είχαν κατέβει από τα βουνά πλημμυρίζοντας τα καλντερίμια και παρασύροντας ξεριζωμένα δέντρα και πρησμένα κουφάρια. Πίσω από τα παράθυρα, ακίνητα πρόσωπα και μάτια υγρά, τόσο υγρά που λες και δεν είχαν μουσκέψει από τα δάκρυα αλλά από την πλημμύρα. Η φασαρία που έκαναν οι χείμαρροι ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μετά βίας ακούγονταν οι καμπάνες που ανακοίνωναν την καταστροφή. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Το μόνο που θα μπορούσε να θυμηθεί κανείς ήταν μια χιονοθύελλα πριν από δύο χειμώνες που κατέστρεψε τη σκεπή του σχολείου και έκαψε τα χωράφια.

Εκείνος όμως είχε μάτια στεγνά. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κοίταζε με περιπάθεια την κιτρινισμένη φωτογραφία, που την είχε ακουμπήσει πάνω στο μαξιλάρι. Ένας δροσερός ιδρώτας πλημμύριζε κάθε γωνιά του κορμιού του. Ο ήλιος έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο καρφώνοντας τις ακτίνες του στον τοίχο. Η πόλη ήταν ήσυχη, μόνο μερικά παιδιά έπαιζαν αλαλάζοντας και κάποιοι διαβάτες χασομερούσαν συζητώντας για τις πολιτικές εξελίξεις. Τίποτα δεν ήταν ικανό να του αποσπάσει την προσοχή. Μόνο κάτι κλεφτές ματιές έριχνε αραιά και πού προς το παράθυρο, όχι για κάποιον λόγο, μάλλον από ένστικτο, θαρρείς για να ξεκουράσει τα μάτια του, κι αμέσως μετά επέστρεφε στη φωτογραφία. Τη χάιδευε με τα δάχτυλα, με το βλέμμα, με την ανάστροφη της παλάμης. Κάθε τόσο, ασύνδετα λόγια αγάπης έβγαιναν απ’ το στόμα του, χαμηλόφωνα, όσο χρειαζόταν για να γίνουν ακουστά. Μετά χαμογελούσε σαν να άκουγε μια απάντηση που έκανε την καρδιά του να τρέμει. Διψούσε αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν είχε φάει αλλά ήταν χορτάτος. Η ώρα είχε σταματήσει.

O Τάσος Ψάρρης έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Το αγαπημένο της μαύρο (Εκδ. Momentum, 2012).