Top menu

4x4 ΠΟΙΗΣΕΙΣ #2 (Κρεμμύδας, Κωτόπουλος, Πανούσης, Φωτόπουλος)

Γράφει η Ευσταθία Δήμου

Οι συναντήσεις και οι διασταυρώσεις μεταξύ των λογοτεχνών δεν αποτελούν σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία της τέχνης. Αντίθετα, πολλές φορές, λογοτέχνες που υπηρετούν το ίδιο είδος λόγου θέλησαν να συνυπάρξουν κάτω από την κοινή στέγη ενός βιβλίου προσφέροντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο οι ομότεχνοι διαφοροποιούνται ή ενοποιούνται πάνω στη βάση συγκεκριμένων στοιχείων και χαρακτηριστικών, είτε αυτά εντοπίζονται στο περιεχόμενο, είτε στη μορφή. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση της ποιητικής συνάντησης των Κρεμμύδα, Κωτόπουλου, Πανούση, Φωτόπουλου οι οποίοι προσήλθαν σε μια ποιητική συνύπαρξη η οποία δημιουργεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ποιητικό πεδίο όπου πραγματοποιείται βασικά μια προσπάθεια αυτογνωσίας και ετερογνωσίας μαζί, αυτοπροσδιορισμού και διερεύνησης της ετερότητας. Καθένας από τους τέσσερις δημιουργούς, ωστόσο, διαθέτει τη δική του φωνή, τη δική του ποιητική ιδιοσυγκρασία και αυτό είναι κάτι που αποτυπώνεται τόσο σε επίπεδο νοήματος, όσο και σε αυτό της δόμησης και της σχηματοποίησης των ποιημάτων.

Ποιο συγκεκριμένα, τα ποιήματα του Κρεμμύδα, γραμμένα σε ελεύθερο στίχο που, πολλές φορές, αποκτά μια πεζολογική διάθεση και τάση, διακρίνονται για την αλήθεια, την ειλικρίνεια και την αιχμηρότητά τους. Αποτελούν ατόφια κομμάτια μιας ποιητικής κατάθεσης που δεν αποκαλύπτει μονάχα το «εγώ» του ποιητή, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτός αντικρίζει τη σύνθεση και τη δομή του κόσμου, σε κοινωνικό καθαρά επίπεδο. Οι στίχοι του αποπνέουν μια πίκρα και μια απογοήτευση η οποία όμως δεν αφήνεται να λιμνάσει, αντίθετα τροφοδοτεί τη δημιουργία, ώστε αυτή να κινηθεί προς την κατεύθυνση της αφύπνισης και του κεντρίσματος του αναγνώστη. Πρόκειται για μια ιδιότυπη συνύφανση του παράπονου και μιας αίσθησης ήττας με το κάλεσμα σε αναθεώρηση και ανάπλαση των όρων της ανθρώπινης ζωής και δράσης. Τα ποιήματα του Κωτόπουλου που ακολουθούν διαφοροποιούνται αισθητά ως προς το ύφος καθώς, χωρίς να χάνουν τον καταγγελτικό - κοινωνικό τους χαρακτήρα, αποκτούν έναν περιγραφικό και, μαζί, αφηγηματικό τόνο, μετατρέπονται δηλαδή σε μικροϊστορίες οι οποίες, μάλιστα, είναι γεμάτες από σύμβολα και συμβολισμούς έτσι που ο αναγνώστης να οδηγείται σε μια σειρά συνειρμών που και την φαντασία του πλουτίζουν, αλλά και τη γνώση του για τον εαυτό και τον κόσμο. Τα ποιήματά του είναι μάλλον πολύστιχα, επιλογή που αποκαλύπτει την πρόθεση και το μέσο, τη διάθεση δηλαδή του ποιητή να τα συνθέσει χωρίς να απομακρυνθεί από την καθημερινή εμπειρία και πράξη, αλλά ταυτόχρονα να συγκροτήσει μια δική του πραγματικότητα μέσα στην οποία προεξάρχει η διερώτηση όχι τόσο ως αναζήτηση, όσο ως κριτική, ως ανατομία της κοινωνικής πραγματικότητας και ως πρόθεση αποτίμησης και απολογισμού της.

Αρκετά διαφορετική είναι η ποιητική φωνή του Πανούση καθώς εμφορείται από μια έντονη ειρωνική διάθεση και χροιά, αλλά και από έναν παιγνιώδη τόνο που, καθώς συνυφαίνεται με την ειρωνεία, εκβάλλει σε ένα ποιητικό αποτέλεσμα ιδιαίτερα καίριο και δραστικό ως προς τη συνειδησιακή εγρήγορση του αναγνώστη, αλλά και ως προς την άμεση πρόσληψη του νοήματος των στίχων. Παράλληλα, όμως, δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς τη συγκινησιακή φόρτιση πολλών από τους στίχους και, συνολικά, του ποιήματος, φόρτιση η οποία μεταδίδεται στον αναγνώστη ως εμπειρία και πρόσκληση σε μια ενεργή και ενεργητική συμμετοχή στο φαινόμενο της τέχνης, όχι μόνο ως εξωτερικευμένης έκφρασης, αλλά και ως εργαλείου και μέσου μορφοποίησης της αυτοαντίληψης, της εικόνας του εαυτού και του κόσμου.

Τα ποιήματα του Φωτόπουλου, τέλος, που κλείνουν την ποιητική αυτή συνύπαρξη, εκτρέπονται προς την κατεύθυνση μιας περισσότερο έντονης έκφρασης της ευαισθησίας του ποιητικού υποκειμένου η οποία συχνά εμπλουτίζεται με κάποιες πινελιές ρομαντικής διάθεσης και τάσης. Ο τόνος εδώ είναι ξεκάθαρα νοσταλγικός και πολλές φορές προσλαμβάνει τον χαρακτήρα και τη χροιά ανάκλησης του παρελθόντος ή, έστω, ενατένισης του παρόντος με όρους ποιητικούς, δηλαδή δημιουργικούς. Ο ποιητής εμφανίζεται δέσμιος μιας αίσθησης απώλειας, ενός αισθήματος του μάταιου και του αναπότρεπτου, του οριστικού και τελεσίδικου που σφραγίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, την πορεία και την εξέλιξη του ανθρώπου σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η εκτεταμένη χρήση σχημάτων λόγου και ποικίλων λεκτικών συζεύξεων και συνδυασμών καθιστά την περιήγηση στα ποιήματά του μια αληθινή συμμετοχή στον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις συνάπτονται για να ξεφύγουν από το σύνηθες, το οικείο, το καθημερινό και να αποτελέσουν πρώτη ύλη της δημιουργίας.

Η ολοκλήρωση της ανάγνωσης, λοιπόν, των ποιημάτων με τα οποία καθένας από τους τέσσερις ποιητές συμμετέχει στο βιβλίο αυτό αποτελεί μια άκρως προσοδοφόρα εμπειρία για τον αναγνώστη ο οποίος έχει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει τις ποικίλες αποχρώσεις του ποιητικού λόγου όταν αυτός στρέφεται προς μια κοινή κατεύθυνση, έναν κοινό προσανατολισμό ο οποίος, στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι βασικά κοινωνικός, είτε εκφράζεται ως κοινωνική κριτική, είτε ως απόπειρα αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι.