Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [Θ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Το πρωί της 14ης Νοεμβρίου ο Γραβάνης ξύπνησε νωρίς και άνοιξε την τηλεόραση. Συνήθιζε να παρακολουθεί για λίγο τα πρωινά τηλεοπτικά παράθυρα, όπως και τα βραδινά, αλλά το προηγούμενο βράδυ ξενύχτησε στο σπίτι της Αναστασίας, καθώς ο Αναπλιώτης έδωσε νέο αντιχουντικό σόου, που δεν πρόσφερε κάτι στην έρευνα του πρώην γαμπρού του. Κάτι είχε γίνει στο Παρίσι, που σταδιακά άρχισε να φωτίζεται στην αντίληψη του Παναγιώτη, αλλά και στην πληροφόρηση του κόσμου.

Την προηγούμενη νύχτα σημειώθηκαν βίαιες επιθέσεις στο 10ο και 11ο διαμέρισμα του Παρισιού και στο προάστιο του Σαιν-Ντενί. Η επίθεση με τα περισσότερα θύματα έγινε στο Θέατρο Μπατακλάν. Σκοτώθηκαν αρκετές δεκάδες άνθρωποι, από τους οποίους περίπου 90 στο θέατρο. Πάνω από 200 τραυματίστηκαν. Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έκλεισε τα σύνορα της Γαλλίας, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα κανάλια είχαν εκτενή ρεπορτάζ, με συγκεχυμένες πληροφορίες, όσο συγκεχυμένες ήταν και οι πρωτογενείς, που έδιναν οι γαλλικές αρχές. Ο Γραβάνης έστειλε SMS στην Ευδοξία:

«Πού βρίσκεσαι, είσαι καλά;»

«Μην ανησυχείς, είμαι σοκαρισμένη, θα γυρίσω σύντομα».

Σοκαρισμένη ξύπνησε η Ευρώπη, και το σοκ μεταφέρθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μόνο κάποιοι ανεγκέφαλοι πανηγύριζαν για το κατόρθωμά τους. Χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν η Ευανθία, που αν και Σάββατο ξύπνησε πρωί, όπως τις μέρες που πήγαινε σχολείο.

– Μπαμπά, τι γίνεται, και γιατί λένε να απομακρυνθούν τα παιδιά από τις τηλεοράσεις;

– Πόλεμος, Ευανθία μου.

– Ποιοι πολεμάνε;

– Οι καλοί με τους κακούς.

– Ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί;

– Δεν το γνωρίζω. Αν το ανακαλύψεις κάποτε, το λες και σε μένα.

– Τώρα που γίνεται πόλεμος δεν θα πνίγονται παιδάκια στα νησιά μας;

– Τώρα θα πνίγονται περισσότερα, αλλά δεν θα το μαθαίνουμε, γιατί οι τηλεοράσεις θα ασχολούνται με τον πόλεμο. Ο πόλεμος δικαιολογεί το να πεθαίνουν πολλοί και να νοιαζόμαστε λίγο.

– Γιατί κάνουν πόλεμο;

– Αυτή η ερώτηση πρέπει να σε απασχολεί σε ολόκληρη τη ζωή σου. Μη βιαστείς να δώσεις απάντηση. Κι αν κάποιοι σου πουν πως ξέρουν, μην τους πιστέψεις. Ένας αρχαίος σοφός είπε πως «ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων».

– Όμως δεν είναι καλό πράγμα ο πόλεμος.

– Είναι η μόνη ατράνταχτη αλήθεια. Όμως υπάρχουν και τα αναγκαία κακά. Αργότερα θα μάθεις και για τα κατά συνθήκην ψεύδη.

– Κι εγώ τι κάνω τώρα;

– Η μαμά σου σίγουρα κοιμάται, και ο παππούς έχει βγει για τον πρωινό του περίπατο. Εσύ άλλαξε κανάλι και βρες ένα παιδικό πρόγραμμα. Άσε εμένα να καταλάβω τι έγινε και τότε θα σου πω.

– Θα μου πεις, στ’ αλήθεια, άμα καταλάβεις;

– Να είσαι σίγουρη, άμα καταλάβω... Φιλάκια...

– Αύριο είναι Κυριακή, θα τα πούμε...

Τι ιστορικός ήταν και δίδασκε νέους ανθρώπους που θα έβγαιναν επιστήμονες με αντικείμενο την Ιστορία, όταν ο ίδιος δεν είχε ξεκαθαρίσει επιστημονικά τις έννοιες πόλεμος, ειρήνη, δικτατορία, δημοκρατία, ελευθερία, καλό, κακό, Αριστερά, Δεξιά, ευμάρεια, καταναλωτική κοινωνία, ανάπτυξη, ασκητική, εργασία, ανεργία; Κάποιοι ξεχώρισαν τα καλά και τα κακά, και μας οδήγησαν σε γκρεμούς, πολέμους και συμφορές. Όλα έγιναν στο όνομα της ανάπτυξης, της ειρήνης, της λαχτάρας για έναν καλύτερο κόσμο και όλα σημαδεύτηκαν από το «ο θάνατός σου, η ζωή μου».

Το τελευταίο ίσχυσε και για τον Ιωαννίδη, όταν μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, και αποπειράθηκε να δώσει ψευδή εικόνα στον κόσμο, ότι ο τύραννος έπεσε, και αυτός ήταν ο λυτρωτής. Απλά δεν συμφωνούσε με τους χειρισμούς του Παπαδόπουλου και με την επιστροφή των πολιτικών, που εκείνος προανήγγειλε.

Ο Αναπλώτης είχε κρατήσει ένα φύλλο της εφημερίδας «Χριστιανική» που εξέδιδε ο Νικόλαος Ψαρουδάκης. Κυκλοφόρησε την επομένη της ανατροπής και το πετούσαν στους δρόμους οι συνεργάτες του Ψαρουδάκη, με κύριο τίτλο: «ΕΠΕΣΕ Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ, ΝΑ ΠΕΣΕΙ ΚΑΙ Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ». Ο «λυτρωτής» Ιωαννίδης έκλεισε τη «Χριστιανική» και εξόρισε τον Ψαρουδάκη στη Γυάρο. Στη μεταπολίτευση ο Άρειος Πάγος  χαρακτήρισε ως «στιγμιαίο» και όχι διαρκές το έγκλημα του πραξικοπήματος του 1967 και ο ελεύθερος  Ψαρουδάκης έγραψε, στην ελεύθερη πια Ελλάδα, το άρθρο με τίτλο «ΔΙΑΡΚΕΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑ, ΚΥΡΙΟΙ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΕΣ». Αμέσως έπαψε να είναι ελεύθερος, αφού καταδικάστηκε σε τρίμηνη φυλάκιση που την εξέτισε στον Κορυδαλλό. 

Από το μυαλό του Γραβάνη πέρασαν φευγαλέες σκέψεις: Ο Νίκος Ψαρουδάκης αποτελεί παράδειγμα συνέπειας πίστης και πράξης. Παράδειγμα ασυμβίβαστου και ανένδοτου αγωνιστή. Ο Δημήτρης Ιωαννίδης γιατί δεν αποτελεί παράδειγμα συνέπειας πίστης και πράξης και παράδειγμα ασυμβίβαστου και ανένδοτου αγωνιστή; Στο πού βρισκόταν στρατευμένος ο καθένας βρίσκεται το μπέρδεμα, στην οπτική της πολιτικής γωνίας. Ο Γραβάνης και ο κύκλος του ήταν από την πλευρά του Ψαρουδάκη. «Ουαί τοις ηττημένοις», πάντοτε και πάντα. Ηττημένος υπήρξε ο Χίτλερ και νικητής ο Στάλιν, παρά το σύμφωνο της μη επίθεσης που αρχικά υπέγραψαν μεταξύ τους. Σήμερα δεν έχουμε την ίδια θέση για τον Στάλιν, όπως αυτή που είχαμε στη διάρκεια του πολέμου. Τι γίνεται στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική; Τι έγινε η Αραβική Άνοιξη; Τα όπλα και η εκπαίδευση των ακραίων ισλαμικών στοιχείων από τη Δύση πώς στράφηκαν εναντίον του πολιτισμού της Δύσης; Τι θα γίνει με αυτά τα «καταραμένα» πετρέλαια της Ασίας και της Αφρικής, που από την επάρκειά τους εξαρτάται η Δυτική ευημερία;

Το μείζονος σημασίας αυτό ζήτημα ανέδειξε το περιοδικό μας «Απολλώνειο Φως». Η άντληση των πετρελαίων άρχισε επισήμως στις 14 Φεβρουαρίου 1974, επί του καθεστώτος Δημητρίου Ιωαννίδη, όταν ενεργοποίησαν το κοίτασμα ΠΡΙΝΟΣ Ι και σχεδίαζαν να προχωρήσουν στην αξιοποίηση και άλλων 19 πετρελαϊκών κοιτασμάτων, όπως επίσης και στη συγκρότηση βαριάς βιομηχανίας, ώστε να αποκτήσει η Ελλάδα την πολυπόθητη οικονομική και κατ’ επέκταση πολιτική αυτοδυναμία και αυτάρκεια.

Την πληροφορία μεταφέρει σύσσωμος ο Τύπος της εποχής και το συμπέρασμα περιστρέφεται γύρω από τον ίδιο άξονα. Ο Ιωαννίδης ήταν βλαχοδήμαρχος, παλιάς κοπής. Έβλεπε μακριά, αλλά κοίταζε σε λάθος κατεύθυνση. Όλοι θέλουμε μια πανίσχυρη χώρα, αλλά παραμένει ανίσχυρη, γιατί γίνονται λάθος εκτιμήσεις. Έκανε λάθος εκτιμήσεις και, σε συνδυασμό με τις τυραννικές μεθόδους του καθεστώτος του, έγινε ο μοιραίος άνθρωπος στο κρίσιμο σταυροδρόμι της Ιστορίας μας. Είναι η κακή μοίρα του Έλληνα που στο ίδιο σταυροδρόμι ήρθε αντιμέπωπος με την παρεξήγηση. Ο Έλληνας παρεξηγεί εύκολα τους χρησμούς των θεών, τους ρόλους των αρχόντων του, τις υποσχέσεις και τις βλέψεις των μεγάλων.

Ο Γραβάνης κουράστηκε να ανακυκλώνει το αδιέξοδο που του προκαλούσαν τα αδιέξοδα του τόπου, έκλεισε τον υπολογιστή και βγήκε στους δρόμους.

Κατέβηκε τη Σίνα έφτασε στα Προπύλαια, διέσχισε την Κοραή και πέρασε χαμηλά, από την Ευριπίδου προς την Αθηνάς. Παντού κόσμος μουδιασμένος από τις τελευταίες ειδήσεις, κοίταζε ανήσυχος το κάθε εγκαταλελειμμένο δέμα και καχύποπτα τον κάθε Σύριο που η κακή του μοίρα τον πέταξε στα νερά του Αιγαίου και μετά η ίδια μοίρα τον εγκατέστησε στο κέντρο της Αθήνας, να περιπλανιέται άστεγος και άπατρις.

Σάββατο μεσημέρι, προς απόγευμα, και το ιστορικό κέντρο είχει ακόμα κίνηση. Κάποιοι συμμάζευαν την πρόσοψη του καταστήματός τους, για να κλείσουν. Ο Γραβάνης συνέχισε την πορεία του προς του Ψυρρή και βρέθηκε κοντά στο μπαράκι που είχαν καθίσει με την Ευδοξία. Ήταν ο προορισμός του για μια τεκίλα και μετά είχε σκοπό να τηλεφωνήσει στον φίλο του τον Άρη, ηθοποιό, για να βρεθούν. Στην είσοδο του μπαρ κοντοστάθηκε. Η κυρία που καθόταν στο πατάρι, με πλάτη προς την έξοδο έμοιαζε της Ευδοξίας, και βρισκόταν στο τραπεζάκι τους. Ήταν η Ευδοξία, το μαρτυρούσε η φάτσα του συνομήλικού της, ο ίδιος που τη συνόδευε στο Φίλιον και αργότερα στην Ακαδημίας. Ο Γραβάνης αγνόησε την κοπέλα του μαγαζιού που του έδειχνε ένα άδειο τραπέζι, έκανε μεταβολή, βγήκε, τηλεφώνησε στον Άρη και σε μία ώρα τον επισκέφθηκε στο σπίτι του στην πλατεία Βικτωρίας, προσπερνώντας το καραβάνι των Σύριων που είχαν κατακλύσει την περιοχή.

Το διαμέρισμα του Άρη βρισκόταν στον έκτο όροφο και δεν είχαν άμεση επαφή με τα τεκταινόμενα της πλατείας. Έκανε λίγη ψύχρα και η τζαμόπορτα ήταν κλειστή, με περιορισμένη θέα προς τον Λυκαβηττό.

– Αργότερα θα περάσει και η Μυρτώ.

– Τι κάνει αυτή η ψυχή;

– Σερβίρει καφέδες, όπως όλοι οι ηθοποιοί.

– Κρίμα, έχει ταλέντο... Εσύ σερβίρεις καφέδες;

– Μου κάτσανε δυο-τρία διαφημιστικά... Η κόρη σου καλά;... Εκτός από τα μαθήματα, κάνεις κάτι άλλο;

– Συγγράφω τη βιογραφία του ταξίαρχου Ιωαννίδη.

– Του χουντικού; Με δουλεύεις...

– Όλοι δουλεύουμε όλους και προπάντων τον εαυτό μας. Κάποιοι σου λένε είμαι στο Παρίσι, θα επιστρέψω σύντομα, και την ίδια στιγμή βρίσκονται στου Ψυρρή.

– Γκόμενα;

– Πιο περίπλοκο, πρώην φοιτήτρια στο μάθημά μου, μέντοράς της ήμουνα και τώρα έγινε εκείνη δικός μου. Υψηλή θέση σε εφημερίδα, μου άφησε και κάποια ερωτικά υπονοούμενα, τσίμπησα και την πάτησα. Τώρα...

– Τα κατάλαβα όλα... Ο Ιωαννίδης πού κολλάει;

– Εκείνη μου τον φόρεσε. Παραγγελία της εφημερίδας για την επόμενη επέτειο της 21ης Απριλίου.

Ήπιαν από την τεκίλα που έφερε ο Γραβάνης και μίλησαν για ιστορίες από τα φοιτητικά τους χρόνια. Συναντήθηκαν μαζί στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό του Καποδιστριακού, αλλά τον Άρη τον απορρόφησε το θέατρο. Σπούδασε στη σχολή Βεάκη, έπαιξε σε παραστάσεις και σε ταινίες, έκανε κάποια χρήματα από την τηλεόραση, αλλά τελευταία στριμώχθηκε οικονομικά, όπως όλοι. Πάντρεψε τον Παναγιώτη και στενοχωρήθηκε ιδιαίτερα με τον χωρισμό του.

– Με την Αναστασία επικοινωνείς;

– Πολύ. Ίσως είναι ο μόνος άνθρωπος που επικοινωνώ πραγματικά. Αυτή και η κόρη μου. Ο Αναπλιώτης πάντα εκεί, μνημείο αντίστασης...

– Χωρίς να έχει κάνει τίποτε.

– Μου εξομολογήθηκε πρόσφατα, πως στα γεγονότα της Νομικής του ξήλωσαν την καμπαρντίνα.

– Αυτό είναι σοβαρό, δικαιούται αντιστασιακή σύνταξη...

– Με τη Μυρτώ, τρέχει κάτι;

– Τρέχουμε κι οι δύο πάνω-κάτω.

Η Μυρτώ χτύπησε το κουδούνι, άνοιξε ο Άρης και μπήκε με ενάμισι λίτρο κρασί, σε πλαστικό μπουκάλι. Φίλησε τους δύο άνδρες και στρώθηκε στον απέναντι καναπέ. Έβγαλε τον καπνό και τα χαρτάκια και έστριψε τσιγάρο, απευθυνόμενη στον Γραβάνη:

– Παναγιώτη, πώς πάει η πανεπιστημιακή καριέρα;

– Τύποις καλά και επί της ουσίας, ας μη λέμε...

– Πες το, σκατά...

– Παίζεις κάπου;

– Θα σου το είπε ο Άρης, σε cafe στην Πειραιώς, πριν το Εθνικό. Όποτε περάσεις, κερνάω.

Άνοιξε δεύτερος κύκλος συζήτησης, με θέμα την πολιτιστική ζωή του τόπου, το θέατρο, τον κινηματογράφο, το βιβλίο, συζήτηση που δεν έβγαλε πουθενά, όπως δεν έβγαλε και η συζήτηση γύρω από την τρομοκρατία, που άνοιξε με αφορμή τα γεγονότα της ημέρας και καθώς η τηλεόραση εμφάνιζε όλο και πιο «συγκλονιστικά» ντοκουμένα, στην κοινή γνώμη, που είχε ήδη συγκλονιστεί και περίμενε δραματικές αυξήσεις του αριθμού των νεκρών. Το αρχικό νούμερο 153 έγινε 129 και δεν υπήρχε περίπτωση να πλησιάσει σε κανένα λογικό υποπολλαπλάσιο του αριθμού των προσφύγων που χάθηκαν τους τελευταίους μήνες στα νερά του Αιγαίου.

Κύλησε μια ευχάριστη βραδιά, χωρίς κόντρες, αφού γνώριζαν και οι τρεις πως δεν θα απέδιδαν τίποτε. Αργά το βράδυ χώρισαν, και ο Γραβάνης συνόδευσε τη Μυρτώ μέχρι την Καλλιδρομίου όπου έμενε. Της υποσχέθηκε να περάσει από το cafe Julia, κάποια μέρα που εκείνη θα δούλευε, και αποχωρίστηκαν.

Στο σπίτι τον περίμενε η έκπληξη. Ένα mail της Ευδοξίας:

«Σε είδα στον καθρέφτη. Δεν ήταν ανάγκη να φύγεις... Μπορεί να έκανες και καλά, και δεν είμαι υποχρεωμένη να σου εξηγήσω τίποτε, τουλάχιστον όχι τώρα. Θα τα πούμε...»

Της απάντησε:

«Πότε;»

Δεν του απάντησε. Κοιμήθηκε και είδε στον ύπνο του τους γονείς του, να του συμπεριφέρονται με αγάπη, όπως τότε που ζούσαν. Σκοτώθηκαν και οι δύο σε τροχαίο πριν έξι χρόνια, στα ογδόντα δύο ο πατέρας του και η μητέρα του στα εξήντα επτά. Επαρχιώτες, στην καταγωγή και απόφοιτοι του Δημοτικού, ήρθαν στην Αθήνα και έγιναν εργάτες σε εργοστάσια. Ανήκαν στη δεξιά ιδεολογία και στήριξαν το καθεστώς των Απριλιανών, γιατί όπως έλεγε ο πατέρας του «έφεραν τάξη και ασφάλεια στη χώρα». Του έλεγε ακόμη: «Η πατάτα με το ξυραφάκι πήγαινε σύννεφο στην Αθήνα, πριν το ’67». Ήταν η περίφημη πατάτα που εκσφενδονιζόταν στις διαδηλώσεις με ενσωματωμένο ξυραφάκι και όποιον συναντούσε του κατέβαζε το αυτί. Η μικρή Ευανθία λάτρευε τον παππού Νικόλα, όμως ο Αναπλιώτης του πήγαινε πάντα κόντρα, λόγω ιδεολογικών φρονημάτων. Δεν καταλάβαινε πώς ένας εργάτης σε εργοστάσιο μπορεί να ψηφίζει και να υπερασπίζεται τη Δεξιά. Ώσπου μια μέρα ο παππούς Νικόλας, σε οικογενειακή γιορτή, με τα δύο σόγια σε απαρτία, διηγήθηκε μια ιστορία που πάγωσε τους πάντες:

– Στα καταραμένα χρόνια του Εμφύλιου έφτασε στο χωριό μας ένας κατσαπλιάς, κρατώντας κόκκινες σημαίες με σφυροδρέπανα και μας είπε να συνταχτούμε όλοι με την επανάσταση, τη λαοκρατία και τον κομμουνισμό. Δεν καταλαβαίναμε τι μας έλεγε και τι σήμαιναν όλα αυτά, εγώ ήμουν έφηβος. Οι μεγάλοι είπανε όχι, δεν μου εξήγησαν γιατί, αλλά ούτε αυτοί κατάλαβαν. Την ησυχία τους ήθελαν. Κάποιοι είπαν πως είναι με τον Ζέρβα και πολεμήσανε μαζί του τον κατακτητή. Άρχισαν τσακωμοί και οι ξένοι που ήταν περισσότεροι και οπλισμένοι μάζεψαν όλους τους έφηβους του χωριού και τους έσφαξαν στο γόνατο σαν κατσίκια. Εγώ ήμουν ευκίνητος και λάκισα μέσα από τα χέρια τους. Πήρα τα βουνά και έζησα δυο μήνες σαν αγρίμι. Όταν γύρισα στο χωριό, είχαν φύγει οι ξένοι και είχαν αφήσει δεκαπέντε μνήματα με τους δεκαπέντε φίλους μου. Πήγαινα κάθε απόγευμα στο νεκροταφείο και έπαιζα μαζί τους. Θέλω στον τάφο μου να γράψτε πως δεν πρόδωσα τους φίλους μου και δεν αγάπησα ποτέ τους κομμουνιστές, ό,τι κι αν μου είπαν αργότερα...

Στον τάφο του πατέρα του ο Παναγιώτης δεν έγραψε τίποτε. Ο ίδιος πέρασε στην αντίπερα όχθη, αλλά σεβάστηκε, σαν ιερή εικόνα, τον τρόμο εκείνου, την τραγωδία της φυλής, έστω και αν ο Αναπλιώτης προσπάθησε να εμφανίσει το περιστατικό που αφηγήθηκε ο Νικόλας, σαν μεμονωμένο. Εξήγησε στον συμπέθερό του πως οι άλλοι μετέτρεψαν τα ξερονήσια σε τόπους εξορίας, έστησαν κόσμο στον τοίχο και τους εκτέλεσαν.

– Τα θύματα αυτά που λες, ξέρανε τι κάνανε και προκάλεσαν τη μοίρα τους, με ασυρμάτους χωρίς λόγο, και τέτοια, αντέτεινε ο Νικόλας. Οι φίλοι μου δεν προκάλεσαν κανέναν. Είχαμε μαζευτεί το μεσημέρι στο καλντερίμι για να πάμε να στήσουμε ενέδρες σε πουλάκια, να φέρουμε στο σπίτι μια μπουκιά φαγητό, πεινάγαμε. Και οι άλλοι είχαν στήσει ενέδρα και τους έσφαξαν όλους σαν πουλάκια...

Η συνέχεια την Δευτέρα 9/5/16