Top menu

10 ανέκδοτα ποιήματα & 10 ποιητές σε πρώτη δημοσίευση

Νυχτολούλουδο

Ασήμαντος κάλυκας
μικροσκοπικά πέταλα νυχτολούλουδου
που με πόσο πάθος την ευωδιά τους
σκορπίζουν ένα γύρω
στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας
μέχρι και στου καμπουριασμένου
γεράκου τα ρουθούνια που
στηριγμένος στο μπαστούνι του
ξάφνου σταματά τον πρωϊνό
περίπατο κι ενάντια στη κύρτωση
με κόπο αναντρανίζει
τα φρύδια του υψώνει
και οσφραίνεται τα νειάτα του
σαν χθές που το απόγευμα χαθήκαν
κάπου εκεί σιμά σε τούτη τη γωνιά
η την απέναντι μοναχικό δάκρυ
κυλά στου νυχτολούλουδου
τη διάφανη λευκότη που λέει—

κι εγώ δακρύζω που γοργά η νύχτα πέρασε

O Μανώλης Αλυγιζάκης ζει στο Βανκούβερ του Καναδά. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, κι ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων ποίησης που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια. Άρθρα του, διηγήματα, ποίηση και μελέτες στα αγγλικα και στα ελληνικα έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες στον Καναδά, στην Αμερική, στην Αυστραλία, και στην Ελλάδα. Κριτικές για την ποίησή του και για τίς μεταφράσεις που έχει κάνει έχουν γραφτεί στον Καναδά και στη Μεγάλη Βρετανία. Από το 2006 διευθύνει τον εκδοτικο οίκο Libros Libertad.  

*

Φούρνος Μικροκυμάτων

Μόνο όταν βιάζομαι σε βάζω μπρος,
η βία των κυμάτων σου με αποσυντονίζει:
στα άκρα ζεστά, στη μέση κρύα
τα φαγητά παραδομένα
στου μάγνητρου την έξαψη.
Λένε πως φταίει των πιάτων
η ειδική αγωγιμότης,
ωστόσο κι οι δυο ξέρουμε καλά,
πως ό,τι περνά
το φράγμα προστασίας μας
μπορεί να βλάψει σοβαρά.
Θυμάσαι που μου έσβησες
τη συσκευή της εγγραφής
του άρρυθμου ρυθμού μου;
Γιατί  από τότε οι αρρυθμίες μου
καταγράφονται
ως ιδιαίτερα πια γεγονότα
(η κανονικότητα από πάντα
περνούσε απαρατήρητη).

Η Ευγενία Βογιατζή ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει πραγματοποιήσει δύο αυτοεκδόσεις σε πολύ περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, "Μικρές Αντιφάσεις" (2009) και τα παραμύθια για ενήλικες, "Δώδεκα και τέσσερα" (2009).

*

Μαγεία Λόγου στο Youtube

                                               "Βλέπεις, το κάθε του χαμόγελο ήταν κάτι επιπλέον"
                                                 Γιάννης Γκούμας, Στη μνήμη του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011)

Η συνέντευξή σου συνεπήρε.

Η κριτική θεώρηση
–κόντρα στο ρεύμα–
Το κουπί της γνώσης
–στα βαθιά–
Η ειρωνεία
–καίρια–
–διάχυτη–
Η στοχαστική σκέψη

Mάγεψαν μία έλξη.

Έλξη, όπως λέμε

Λέξη έξη
Διάλεξη διαλεγμένη
Ανάφλεξη γραφής

Έλξη, όπως

Επάλειψη θεραπεία
Έλλειψη αναγκαίου
Έκλειψη.

Η συνέντευξή σου

λόγος για συνεντεύξεις
τόκος του λόγου
κάλπασμα αλόγου
πλημμύρισμα λόγιο
διάδημα αγγειακό
φτεροκόπημα αγγίγματος
μεγένθυση αγγείου
αγγειοπλαστική για τέχνες

τόπια ποίησης
πτυχές νοημάτων
οργιές παρρησίας
Πόσες;
Να τόσες...

Ο Γιώργος Αναγνώστου ζει στο Οχάιο, των Η.Π.Α. Έχει εκδώσει το βιβλίο "Contours of White Ethnicity: Popular Ethnography and the Making of Usable Pasts in Greek America" (Ohio University Press, 2009). Διατηρεί τα μπλογκ http://diasporic-skopia.blogspot.com/ και http://immigrations-ethnicities-racial.blogspot.com/.

*

Τιμωρός Αναξιμένη

Παράξενα στο φως καθρεφτίζουν οι οφθαλμοί σου,
αλλιώτικα από τους θυρσούς που ελλοχεύουν το σημάδι της αφής
στο μέτωπο μιας διθύραμβης αβύσσου.
Ομοίωμα διττής αισθήσεως στο στερέωμα η πνοή,
αγρυπνώντας τις δωρικές αφθάρσεις,
δολώντας το κέρας με ψυχικές του Ίωνος αφαιμάξεις
γοήτευε σαν Απολλώνιος αγέρας το άσαρκο μιας θυμοειδούς τάσις.
Αβρότης εστί Αιθίοπας του άτεκνου δισταγμού,
δαυλός μιας νιότης που στειρώνει τον αναστεναγμό
στον υμένα της πλατωνικής συστολής προς το ατέρμιτο δέος
ενός αλαλαγμένου αποστάτη,
καλπάζει στης προδωσίας την αιδώ με το αγέρωχο άτι.
Κίνησις εκ των άκρων,
φθείνουσας πορείας αμφοτέρων δογμάτων
εις το αθεράπευτο εκμαβλίζων θέρος τας επιφανείας χορηγείας.
Το ανήθικο βέτο ασκηθείσας το βρεφικόν,
απαλλαχθέντος δημαγωγός ο χρόνος
θόλωσε με τα δεσμά της ανοσίας τη μνήμη.
Ότε δίκη συ αποδώσεις τας τιμωρίας κλίνης
τοις πράγμασι φημολογίας εστί το τέλος ως αποφυγή της τίσις,
γέννεση της απραξίας,σκέψη νοσηρή,
δόρατος πληγή αφορμώμενη απ'τον πολυμήχανο της πλάσεως
ονομαζόμενο εκ του γένους αμαρτία, αιθέρα.

Η Σοφία Δευτερίγου ζει στην Αθήνα.

*

I

Βρέχει
και στάζει το κερί,
πάνω σε ό,τι η θύμηση
κουράστηκε να αντέχει.

II

Κάθε φορά επιστρέφω από κάποια θάλασσα που ξεχάστηκα βυθισμένος.
Όλο και πιο πολύ ταιριάζω σε κάτι κιτρινισμένους πάγκους βιβλιοπωλείων.
Με τον καιρό τα μαλλιά μου μάκρυναν.
Χύθηκαν να γίνουν ρίζες.
Απ’ τα μπαλκόνια θ’ ακούγονται σερενάδες.
Κάνω να πιάσω ένα φίλο που ταξιδεύει προς έναν ουρανό από μάργαρο.
Σε δέντρα ηλεκτροφόρα, ρακένδυτοι χαρταετοί κουρνιάζουν.
Κι ύστερα έρχεται εκείνη.
Λυσίκομη με το σιρόκο στα μάτια.
Γεμάτη του έρωτα τις αμυχές.
(Δ.Ε.)

Απογαλακτισμός

Σ’ εγκαταλείπω σιγουριά
γιατί ποτέ στ’ αλήθεια δε σε πόθησα;
τα λόγια και τα φιλιά τα μόνιμα
κατά βάθος μ’ έπνιγαν.
Σ’ αφήνω εν τέλει
να βγω να κυνηγήσω αμφιβολίες.
Μέρες θα πονέσω – ίσως μήνες -
είναι δύσκολο το σίγουρο να χάνεις.
Μα κι αυτό το σίγουρο
τάχα την εγγυάται τη σιγουριά του;
(Β.Ε.)

Οι Βασίλης και Δημήτρης Ευφροσυνίδης ζουν στην Ξάνθη.

*

Ο Θούριος

Τα λουλούδια ψάχνουν το φως τους
και οι σειρήνες τα ποτάμια τους
οσμίζομαι τον αχό του εμπορίου
και μαζί με τόσους νέους
γίνομαι πυροτέχνημα στους δρόμους

Μια μέρα θα διαγράψω
τα οπλοστάσια σας
τα βρώμικα αργύρια
την εξαγορά σας
και έξαλλος θα διακηρύξω
από ψηλά
με σάλπιγγες
και με παιάνες
σαν άλλος Ρήγας
τον Θούριο μου.

Η Λίτσα Δημητροπούλου ζει στην Αθήνα. Διατηρεί το μπλογκ http://litsadimitropoulou.blogspot.com/.

*

Ἡ μάντις

Ἀέρας εἶμαι, εἰσδύω στὰ ἀνθρώπινα σώματα
Καμένα εἶναι ἐσωτερικὰ
Ῥημαγμένοι ναοὶ
Λάσπη ἀπὸ αἷμα καὶ τέφρα.

Ἀνθρώπινα σώματα ἀσάλευτα στὴ βροχὴ
Μὲ βαλίτζες στὰ χέρια, μὲ βρέφη στὴν ἀγκαλιὰ
Ἕτοιμα ν’ ἀναχωρήσουν
Γιὰ ποῡ, πῶς θὰ σωθοῦν
Τὰ νερὰ κατέκλυσαν τὴ γῆ, κι ἀνεβαίνουν.

Σ’ ἕνα δωμάτιο,
Σπαρταρᾶ γυμνὸ τὸ κορμὶ μιᾶς ἐφήβου
Γύρω πλῆθος βουβὸ προσμένει
Ἕναν χρησμό, κάποιο σημάδι σωτηρίας
Τὸ κορίτσι βυθίζει τὰ δάκτυλα στὸ στέρνο,
Κι ἀνοίγει διάπλατα τὸ στῆθος
Ἀπέραντο πέλαγος ἀστράφτει ἐντὸς
Ἕνα νησὶ εἶν’ ἡ καρδιὰ
-«Νὰ ἐπιστρέψουμε» ψιθυρίζει
«Στὴν Ἰθάκη, στὸν ἑαυτόν μας»

Ἡ τελευταία της πνοὴ πεταλουδίζει μέσα μου
Ἀέρας εἶμαι, τὴν ἐλπίδα σᾶς μεταφέρω.

Ο Larry Cool διατηρεί το ιστολόγιο http://larrycoolwriter.blogspot.com/.

*

Αυτοκτονία

Η νύχτα καλεί με χέρια που μυρίζουν θάλασσα
Μες στην ομίχλη η μπουρού φωνάζει
Και του θυμίζει τότε που τα δικά του χέρια τραβούσαν την ψαρόβαρκα γεμάτη στην ακτή.
‘Ολοι τον θαύμαζαν για τη δύναμή του, τα πόδια βράχια, τα μπράτσα όλο νεύρο—
Κι όλοι φοβόντουσαν την τρέλα που κούρνιαζε στο μυαλό του,
Απρόβλεπτη σαν μπουρίνι καλοκαιρινό.
‘Εψαξε τα μαχαίρια στην κουζίνα μα οι αδερφές του είχαν προνοήσει.
Το μπαλκονάκι ήταν χαμηλό.
Ροβόλισε στη θάλασσα που τον είχε ανδρώσει
Μα ντράπηκε τα βλέμματα της ροδοδάχτυλης αυγής—
Κι ύστερα πώς να πνιγεί ένας ψαράς;
Γύρισε σπίτι άπραγος, ξεκλείδωσε την πόρτα
Και σιγοπάτησε στην είσοδο μη δώσει αφορμή.
Ένα χλωμό μπουκάλι με χλωρίνη τον κάλεσε στην άκρη
Τι  άραγε πιο ήσυχο απ’ αυτό;
Τον βρήκαν αργότερα στο γιατάκι του σκυφτό
Με βλέμμα κουρασμένο και αργό,
Οι παντόφλες μισοφορεμένες στην άκρη των ποδιών.
Ντράπηκα, τους είπε, και ντρέπομαι που ζω.
Οποιά κατάρα να έχεις σώμα άφθαρτο
Κι ένα μυαλό που λαχταράει το θάνατο.

Η Φιλίτσα Σοφιανού είναι καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας και  έχει διδάξει σε πανεπιστήμια στην Αμερική, την Ελλάδα, την Βουλγαρία. Ποιήματά της στ’ Αγγλικά έχουν δημοσιευτεί στο Luna Negra (του Πανεπιστημίου του Κεντ στο Οχάιο), στο Voices from the Attic (του Αμερικανικού Κολλεγίου Θεσσαλονίκης), και του Fly in the Head (του Αμερικανικού Πανεπιστημίου στη Βουλγαρία).

*

Μοναξιά

Ανταμώσαμε πάλι ξανά
σκληρή μου μοναξιά,
παλιά μου ερωμένη.
Βρεθήκαμε ξανά μαζί,
σε μέρη απάτητα και σκοτεινά,
καί οι δυό μας πληγωμένοι.

Το ήξερες από καιρό
πως στα όνειρά μου σ’ απατώ
με άχρωμες παρέες.
Που μου ’χουν κάνει τις στιγμές
αφόρητες και πληκτικές,
παράτες χωρίς συνθήματα, χωρίς σημαίες.

Όμως μια χάρη σου ζητώ
μαζί μου γι’ απόψε λίγο μείνε.
Κι’αν στ’ όνειρο μου πάλι εγώ βρεθώ,
σε κάποιο καταγώγειο να μεθώ,
μ’ απατηλούς συνδαιτημόνες,
συγχώραμε εσύ γι’ αυτό
γιατί σαν άνθρωπος κι’ εγώ
δεν αντέχω άλλο πια
μοναχικούς χειμώνες.

Ο Κυριάκος Χριστοφίδης είναι μηχανολόγος και ζει στη Λεμεσό της Κύπρου.

*

Insomnia

Πώς λέγεται αυτό το γαμημένο μέρος ; Svalbard ;
Είναι η τρίτη μέρα αγρύπνιας, νομίζει
ότι έχει αρχίσει να τα χάνει,
ακούει φωνές μες στο μυαλό της και βλέπει
λάμψεις με την άκρη του ματιού
ήθελε κάποτε να έρθει εδώ, όμως γιατί
γιατί Θεέ μου γιατί, πια δε θυμάται
το κρύο είναι τόσο αφόρητο, έχει παγώσει
μέσα και έξω της, έχει πιάσει παγάκια κι ο άντρας
που ήρθε εδώ μαζί της πια απογοητεύτηκε
είσαι τρελή της φώναξε ήρθες εδώ μόνο για ν’ αποτρελαθείς
κοιμάται ακόμα πλάϊ της, αυτός κοιμάται
το φως δε τον πειράζει, το γαμημένο Βόρειο Σέλας
χώνει τη μύτη της στα σκέλια του οσφραίνεται
τη μυρωδιά του κολλάει πάνω του να πάρει λίγη
από τη ζέστη του κορμιού του να μπορέσει
να κρύψει μέσα στα μαλλιά του το πρόσωπό της
να κοιμηθεί λιγάκι, ο άντρας είναι ξανθός κι ολόλευκος
και παγωμένος τον αγαπάει, σα το Χειμώνα
και έχει γεύση παγετού το στόμα του γεύση αϋπνίας
ακούει τώρα γρατσουνιές στην πόρτα μια αρκούδα
ξύνει τα νύχια της στην πόρτα τους γιατί στο Svalbard
αντιστοιχεί μια πολική αρκούδα σε κάθε κάτοικο
και η αρκούδα έχει προσελκυστεί από τη μυρωδιά του αίματος
της περιόδου της, έχει αφήσει το σώμα της γυμνό
και το αίμα έχει μουσκέψει τα σεντόνια
κι ίσως το στρώμα αυτός κοιμάται
πάνω στα αίματα και στις σταγόνες απ’ το σπέρμα του
είσαι τρελή της φώναξε πριν που τη γάμαγε
το αίμα της έχει πια ξεραθεί πάνω στο πέος του, νομίζει
ότι έχει αρχίσει να τα χάνει γιατί ο άντρας δίπλα της
γίνεται μια αυτός που είναι και μια εκείνο
το αγόρι με τα ράστα στην πατρίδα της
και κάθε φορά που ανακινεί μέσα στον ύπνο το κεφάλι
εκσφενδονίζονται απ’ τα μαλλιά του κόκκοι άμμου
κι εκείνη δε μπορεί πια να σκεφτεί ούτε μια λέξη
είναι κενό μες στο κεφάλι της ένα κενό ολόλευκο
ένα κενό λευκό λευκό που ουρλιάζει, η αρκούδα
δε λέει να φύγει σηκώνεται όρθια λοιπόν και ψάχνει
το όπλο της ή τη φωτοβολίδα
έπρεπε να ξέρει να τα χειρίζεται αυτά εδώ στο Svalbard
και ύστερα αλλάζει γνώμη γιατί αλήθεια δε τη νοιάζει
ανοίγει απλά την πόρτα και κάνει πέρα, το ζώο
είναι λευκό και όμορφο
και πεινασμένο
μονάχα το κοιτάζει καθώς αυτό χιμάει στον κοιμισμένο άντρα
μέσα στα αίματα
κι ύστερα απλά δε τη νοιάζει
θέλει μονάχα να κοιμηθεί για πάντα
σε αυτό το γαμημένο μέρος, που το λένε Svalbard.

H Μαρία Τσουκανά ασχολείται με την εκπαίδευση των ρομά. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό περιοδικό Φράση, στο μουσικό περιοδικό Muzine και στο σάιτ Διαπολιτισμός. To 2007 κέρδισε το πρώτο βραβείο διηγήματος του Πειραϊκού Συνδέσμου για το αφήγημά Κόκκινο.