Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

#1 Γ. Γκούμας : "Ξαναγεννήθηκα όταν ασχολήθηκα με την τέχνη"

του Νέστορα Ι. Πουλάκου

Ένα μαγιάτικο μεσημέρι Κυριακής, κάπου στο Χαλάνδρι. Στην αρχή στο σπίτι για καφέ, στη συνέχεια στην ταβέρνα για κρασί. Η συγκίνηση μου, που συναντήθηκα μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, με τον Γιάννη Γκούμα, αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο της τέχνης, μεγάλη. Σε αυτή την επίσκεψη – συνομιλία περί ζωής, τέχνης και άλλων τινών, ήταν παρόντες ο φιλόλογος και δημοσιογράφος Σπύρος Αραβανής (συν-εκδότης της επιθεώρησης ποιητικής τέχνης «Ποιείν») και ο δημοσιογράφος Μιχάλης Γελασάκης (αρχισυντάκτης του περιοδικού Δίφωνο), οι οποίοι συνέβαλαν –με τον τρόπο τους- στο να ανοιχτεί η συζήτηση με τον κ. Γκούμα, σε πολλά και μεγάλα –άγνωστα- μονοπάτια. Τελικώς, είναι τόσο σημαντικό σε αυτή τη ζωή να έρχεσαι σε επαφή με ανθρώπους που, από την πρώτη στιγμή, σου μεταδίδουν μια φρεσκάδα, μια ενέργεια, μια γνώση, ένα καθαρό βλέμμα, μια ειλικρινή κουβέντα. Γιατί να χαλάμε φαιά ουσία σε τόσους άλλους; Γιατί;

«Δεν έχω διαβάσει ποίημα μου στα ελληνικά, που να ξεπερνά την αγγλική του εκδοχή»

- Κε Γκούμα, ας αρχίσουμε τη συζήτησή μας για την προσκόλληση σας στον αγγλικό στίχο. Οι ποιητικές συλλογές σας είναι αγγλόφωνες με εξαίρεση, ίσως, την τελευταία («Τα πορτρέτα της ωριμότητας»). Επίσης υπάρχουν οι αγγλικές μεταφράσεις τόσο ελλήνων ποιητών όσο και ελλήνων μουσικών (τελευταίο παράδειγμα η Λένα Πλάτωνος). Νιώθετε ότι δε μπορείτε να εκφραστείτε όπως θα θέλατε στην ελληνική; Ποιοι είναι οι βασικοί λόγοι αυτής της τάσης;

- Ο Λώρενς Ντάρελ σε ένα γράμμα του, μου είχε πει ότι γράφω ελληνική ποίηση στα αγγλικά, και το είχα εκλάβει ως κοπλιμέντο. Πρώτα απ’ όλα, δεν πήγα σχολείο στην Ελλάδα. Έφυγα για την Αγγλία σε ηλικία 6-7 ετών και τα πρώτα 20 χρόνια ο πατέρας μου μου απαγόρευε να έρχομαι στην Ελλάδα. Επομένως αδυνατώ να γράφω στην ελληνική. Θυμάμαι, πάντα, έγραφα ωραία από το σχολείο, με όμορφο γραφικό χαρακτήρα. Με την ποίηση πρωτοσυναντήθηκα, όταν άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα, δόκιμος όντας στα εμπορικά πλοία και στη συνέχεια υπάλληλος σε μια εφοπλιστική εταιρεία στο Λονδίνο. Μέσα στην ιστορία αυτή, έπρεπε να γραφεί από τον μικρό πρωταγωνιστή ένα ποίημα για ένα σχολικό διαγωνισμό. Μέχρι τότε η ποίηση δεν με ενδιέφερε αλλά μετά ενθουσιάστηκα. Ο πρώτος, που με βοήθησε όταν άρχισα να γράφω ήταν ο T.S. Elliot, ο οποίος μου είπε –λίγο πριν πεθάνει- ότι θα γίνω καλός ποιητής αν ξεφύγω από τη δική του φιλοσοφία. Μάλιστα, όταν διαβάζω εκείνα τα ποιήματα του ’60 δεν τα καταλαβαίνω.. Όσον αφορά τη μετάφραση Ελλήνων ποιητών, όλα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του ‘68 στην Ελλάδα. Ο κ. Φράιερ, που δεν με ήξερε προσωπικά αλλά ήξερε καλά τη δουλειά μου και ήθελε να συνεργαστούμε για ένα αμερικάνικο περιοδικό που έβγαζε εκείνη την εποχή, με κάλεσε στην ελληνοαμερικανική ένωση, όπου Έλληνες ποιητές διάβαζαν ποίησή τους και ο Φράιερ τους μετέφραζε. Μεταξύ των ποιητών ήταν και ο Δημήτρης Χριστοδούλου, του οποίου μετέφρασα ποιήματά του, στη συνέχεια τα έδωσα στο Φράιερ κι εκείνος τα οικειοποιήθηκε. Τότε είχε γίνει ολόκληρο σούσουρο για το γεγονός αυτό, ειδικά όταν στη μέση ενεπλάκη και το «Poetry Review».

- Επιδοθήκατε σε ένα μεγάλο και πολυποίκιλο μεταφραστικό έργο στο εξωτερικό. Θεωρείστε από τους πλέον αναγνωρίσιμους μεταφραστές ελληνικής ποίησης. Τι σας προέτρεψε να κινηθείτε πάνω στη γραμμή της μετάφρασης και γιατί πιστεύετε ότι οι ποιητές που επιλέξατε να προβάλετε έπρεπε να βγουν «προς τα «έξω» (π.χ. Χρονάς, Μπάρας, Κοντός);

- Καταρχάς, με τους περισσότερους ποιητές που ασχολήθηκα μεταφραστικά, με συνέδεε μια φιλία. Σημαντικό βιβλίο είναι το «Yellow House», μεταφράσεις ποιημάτων του Μπάρα, ο οποίος –τότε- δούλευε στο προξενείο της Κωνσταντινούπολης. Επίσης ο Νίκος Εγγονόπουλος μ’ εκθείαζε, λέγοντας μου ότι οι μεταφράσεις μου στα ποιήματα του πολλές φορές του έμοιαζαν καλύτερες κι από το πρωτότυπο. Στη συνέχεια μετέφρασα Σαραντάρη, Εμπειρίκο, Κοντό, τον οποίο είχα γνωρίσει μέσω του Κακουλίδη, που γράφαμε μαζί τραγούδια, και βγάλαμε δυο βιβλία του, ένα στην Αγγλία κι ένα στη Νέα Ζηλανδία. Όσον αφορά τον Χρονά δεν τον γνώριζα και, μάλιστα, μου φαινόταν απόμακρος. Η πρώτη μας επαφή έγινε στο θέατρο Εμπρός μέσω του Βαρβέρη, και στη συνέχεια συναντηθήκαμε τυχαία στη Θεσσαλονίκη, όταν εγώ ήμουν ηθοποιός στο ΚΘΒΕ και ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα. Τελικώς, στα τέλη του 20ου αιώνα, βγάλαμε τα «99 Poems» κι έκλεισε, μια χαρά, ο αιώνας.

- Πιστεύετε ότι οι στίχοι σας, όταν μεταφράστηκαν στα ελληνικά (π.χ. από τη Μαρία Λαϊνά και τον Βασίλη Αμανατίδη) έχασαν την αρχική τους αίσθηση (που είχαν στην αγγλική) ή αποδόθηκαν όσο ανάγλυφα θα θέλατε;

- Στη μετάφραση, έτσι κι αλλιώς, πάντα χάνεται η ολική ορμή του στίχου της κυρίας γλώσσας. Όσον αφορά τα δικά μου ποιήματα, πλην εκείνων των μεταφραστών που ανέφερες, έχουν ασχοληθεί –επίσης- ο Βαρβέρης, ο Μπελιές, ο Σταβέντας, η Χριστοδούλου κ.ά. Τα τελευταία χρόνια, κι εξαιτίας των κινητικών προβλημάτων μου, έκατσα και μετέφρασα τα ποιήματά μου ο ίδιος. Βέβαια, επειδή η αγγλική γλώσσα είναι συνοπτική σε σύγκριση με την ελληνική, μερικές φορές η απόδοση ήταν δύσκολη, αφήστε που το νόημα του ποιήματος έπαιρνε μια άλλη διάσταση. Πάντως, ακόμη, δεν έχω διαβάσει ποίημα μου στα ελληνικά, που είχε αποδοθεί τόσο καλά, ώστε να ξεπερνά την αγγλική του εκδοχή.

«Πορτρέτα της Ωριμότητας, πετυχημένος τίτλος συλλογής ενός ποιήματος που δεν μπήκε ποτέ»

goumas-1.gif- Τελικώς, κε Γκούμα, τα «Πορτρέτα της ωριμότητας» πόσο ώριμα κρίθηκαν από εσάς; Δηλαδή πρόκειται για ποίηματα που αντικατοπτρίζουν αισθήματα και συναισθήματα που πιο πριν αδυνατούσατε να τα πείτε (θέλατε;);

- Ο κατάλληλος τίτλος για μια ποιητική συλλογή, η οποία περιλαμβάνει ανέκδοτα ποιήματα, που αφορούσαν τη δυσάρεστη παιδική ηλικία μου. Πετυχημένος τίτλος, επιλογής του Σπύρου Αραβανή από ένα ποίημα, που τελικά δε μπήκε. Όπως είπε και ο Σωτήρης ο Παστάκας, είναι μεγάλο γεγονός ότι όντας κλεισμένος στο σπίτι όλον αυτό τον καιρό, μπόρεσα να μεταφράσω και να γράψω αυτά τα ποιήματα.

- Είστε ευχαριστημένος από το τελικό αποτέλεσμα; Μια συνολική αποτίμηση της έκδοσης έξι μήνες μετά.

- Το ζητούμενο είναι να ευχαριστούνται αυτοί που διαβάζουν τη συλλογή. Κατά τα άλλα, όλα πήγαν άψογα για την έκδοση αυτού του βιβλίου. Κυρίως, η εκδήλωση στον Πολύχρωμο Πλανήτη ήταν πετυχημένη αλλά και συγκινητική, αφού υπήρχε πολύς κόσμος, έπεσε πολύ χειροκρότημα, ήταν ευγενέστατοι οι υπεύθυνοι του βιβλιοπωλείου και όλα αυτά ήταν μια επιβεβαίωση για μένα. Μάλιστα, άνθρωποι της ποίησης όπως ο Βεντούρας και ο Μήτρας, μου είπαν ότι –επιτέλους- πρέπει να βρω τη θέση μου στην ελληνική λογοτεχνία, ακόμα κι αν είναι νωρίς λόγω της δυσκολίας μου στην ελληνική γλώσσα.

- Μιλήστε μου για τη συνεργασία σας στο βιβλίο με τον Σπύρο Αραβανή. Άλλωστε ήταν εκείνος, ο οποίος, πλην της επιμέλειας, έκανε και την επιλογή των ποιημάτων σας. Πως καταλήξατε στο να επιλέξετε (ή να ζητήσετε) από έναν νέο άνθρωπο να καταλάβει την «ωριμότητά» σας;

- Πέρα από την τέχνη, την όποια τέχνη, το σημαντικότερο απ’ όλα είναι να υπάρχει αφοσίωση, αγάπη και καλοσύνη, συναισθήματα αμφίδρομα για μένα και τον Σπύρο.

- Όσον αφορά, τώρα, προγενέστερες συλλογές σας, πως αποφασίσατε να χτυπήσατε την πόρτα μεγάλων αγγλικών εκδοτικών οίκων και να βγάλετε ένα μεγάλο μέρος του έργου σας εκεί;

- Έτσι κι αλλιώς πολλά ποιήματά μου έχουν δημοσιευτεί σε πολλά και μεγάλα αγγλόφωνα περιοδικά για δεκαετίας. Από κει και πέρα, χωρίς να το επιδιώξω –από τις προτροπές των εκδοτών και μόνο, εκδόθηκαν πολλά ποιήματά μου σχεδόν σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές του κόσμου, όπως στον Καναδά, στην Αμερική, στη Σκωτία, στην Ουαλία, στην Αυστραλία, στην Ινδία, στη Νέα Ζηλανδία, ενώ έχουν μεταφραστεί στα αραβικά, στα εβραϊκά, στα σερβό-κροατικά, στα εσθονικά, στα ουγγρικά, στα ιταλικά κτλ.

- Η εμπειρία και η ανάμειξή σας με την ελληνική πραγματικότητα, κι όχι τόσο την πρόσφατη του «Μπιλιέτου» όσο την παλαιότερη με τον «Κέδρο» ή την «Άμαξα»;

- Η ανάμειξη μου με την ελληνική εκδοτική πραγματικότητα, η οποία κατά τα άλλα θέλει δημόσιες σχέσεις από τις οποίες προσωπικά απέχω, ξεκίνησε το 1986 όταν γνωρίστηκα με τον Αλέξη Αρβανιτάκη, ο οποίος –τότε- είχε τις Εκδόσεις Η Άμαξα. Μου πρότεινε να βγάλω βιβλίο στα ελληνικά κι έκατσα μαζί με τον Δαββέτα, τη Χριστοδούλου και τον Μπελιέ και διαλέξαμε μερικά ποιήματα, που μεταφράστηκαν στα ελληνικά και εκδόθηκαν. Από την άλλη, στον Κέδρο μετά από προτροπή του Κοντού αλλά και του Χατζόπουλου προέκυψε το δεύτερο ελληνικό βιβλίο. Μετά ήρθε η σειρά των Εκδόσεων Μπιλιέτο..

- Μιλήστε μου, αν θέλετε, για τη συνεργασία σας με το «Μπιλιέτο». Αρχικά πως βλέπετε αυτές τις καλαίσθητες εκδόσεις και κατά δεύτερον πω; κρίνετε τη δική σας ανάμειξη;

- Γνωρίστηκα με τον Δημητράκο, μέσω του Χρονά, και ξεκινήσαμε να βγάζουμε 8σέλιδα ποίησης, μεταφράσεων και δοκιμίων, τα οποία, μάλιστα, πούλησαν αρκετά και είχαν μεγάλη επιτυχία.

- «κι εκείνο το παιδί που αργοχαζεύει στην άκρη του δρόμου, σελωμένο τη σάκα του, μάλλον είναι μια μπαρούφα τον γονιών του». Αγαπημένος στίχος από τη συλλογή «Με σηκωμένα τα μανίκια». Θέλετε να μου σχολιάσετε την θεματολογική ερμηνεία του, δίνοντας μου πάσα, για τον προσωπικό σας βίο;

- Ένας, όντως, δυνατός στίχος μιας κακής απόδοσης, κατά τα άλλα. Προφανώς αναφέρομαι σε ένα δυστυχισμένο παιδί, μια συμπτωματική γέννηση, μια ασήμαντη διάστασή του μέσα στο σύνολο, μια παράξενη και απροσδιόριστη η πορεία του στη ζωή..

«Το Νέο Κύμα μακάρι να είχε εξακολουθήσει»

- Στα «Πορτρέτα της ωριμότητας» κρίνετε τη σχέση με τον αείμνηστο πατέρα σας, βγάζοντας τόσο μια πικρία όσο και έναν κυνισμό θα έλεγα. Θέλετε να μου πείτε πως βλέπετε, γενικά, τις σχέσεις γονιών – παιδιών και σε ποιο σημείο θέτονται τα όρια της;

- Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός σε αυτό το θέμα γιατί είχα έναν αξιόλογο, γενναιόδωρο, αφιλόκερδο, όμορφο πατέρα που είχε –όμως- τρία κακά και με βασάνισε : γυναίκες, ποτά και άλογα. Υπήρχε μια πίεση, η οποία δεν ξεπερνιέται ποτέ. Είναι σαν έχεις αποτυπωμένο τον αριθμό στρατοπέδου συγκέντρωσης σε έναν Εβραίο, το οποίο θα του υπενθυμίζει πάντα τι πέρασε. Με απήγαγε και με έστειλε στην Αγγλία, με απέκλεισε από τη μητέρα μου και την οικογένειά μου και –γενικότερα- πέρασα δύσκολα χρόνια μαζί του. Άρα, δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να μιλήσω για το πώς μεγαλώνονται τα παιδιά, άλλωστε δικά μου δεν έκανα ποτέ. Αυτό που έχω να πω μόνο, είναι ότι ένα παιδί πρέπει να έχει το δικαίωμα και της αποτυχίας.

- Είχατε επιλέξει για χρόνια να είστε ηθοποιός αλλά και τραγουδιστής. Ποιο πιστεύετε ότι σας κέρδισε, τελικώς, με το πέρασμα του χρόνου;

- Πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός, και τα χρόνια της ενηλικίωσής μου στην Αγγλία, εν μέσω της κανονικής μου δουλειάς, είχα σατυρική εκπομπή στο BBC, έγραφα στίχους που μελοποιούνταν από τραγουδιστές, έγραφα μουσικές για θεατρικές παραστάσεις κ.ά. Το καλοκαίρι του 1968, όταν πρωτογύρισα στην Ελλάδα, ο Γιώργος Δάμπασης που είχε διαβάσει μια συνέντευξή μου στη Μεσημβρινή, μου πρότεινε μια μουσική εκπομπή στην ΕΡΤ. Αποδέχτηκα την πρόταση του, και κράτησα την εκπομπή για ένα χρόνο με μεγάλη επιτυχία. Παράλληλα έκανα σπικάζ για πολλές διαφημίσεις. Στη συνέχεια γνωρίστηκα με τον Βασίλη Βαφέα και έπαιξα στην «Ανατολική Περιφέρεια». Κινηματογράφο συνέχιζα να κάνω με τον Βαφέα, αλλά και με τους Περάκη, Πανουσόπουλο, έκανα λίγη τηλεόραση και πολύ θέατρο, ειδικά μετά το 1994, όταν παράτησα τη δουλειά στο εφοπλιστικό γραφείο στον Πειραιά.

- Μιλήστε μου για εκείνα τα χρόνια του «Νέου Κύματος» στην Ευρώπη, του οποίου υπήρξατε αναγνωρίσιμο κομμάτι του;

- Εκείνη η εποχή ήταν εξαιρετική. Εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως ο αείμνηστος ο Τόκας και ο Κραουνάκης που μ’ αρέσει πολύ. Πάντως δεν υπάρχει, πια, αυτό το κλίμα. Χάλασε από πολύ νωρίς.. Προσωπικά έγραφα στίχους, μουσική, τραγουδούσα ο ίδιος αλλά, τελικώς, έπεσα θύμα των κακών δημοσίων σχέσεων μου και θάφτηκα εξαιτίας του φθόνου. Σαν αποτέλεσμα, όμως, το «Νέο Κύμα» είναι σύγχρονο, ακόμα δεν έχει παλιώσει, ακόμα ακούγεται, είναι διαχρονικό και, μακάρι, να είχε εξακολουθήσει.

- Είναι γνωστό, επίσης, ότι για χρόνια ασχοληθήκατε με τα ναυτιλιακά. Πως καταφέρνατε και συνδυάζατε όλα αυτά στην καθημερινότητα σας; Δεν υπήρχε, πάντα κάποιο από τη μουσική, το θέατρο ή την ποίηση που έχανε; Η πάλη αυτή, πόσο έντονη ήταν και πόσο σας επηρέασε τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως άνθρωπο;

- Η μόνη μου δυσκολία, ίσως, και το παράπονο είναι ότι ποτέ δεν είχα το δικαίωμα να μου αρέσει κάτι, και αυτό είναι, που δυστυχώς βγαίνει στην ποίησή μου. Υπήρχε πάντα η στέρηση αλλά, ευτυχώς, κατάφερα όλα αυτά (μουσική, θέατρο, ποίηση) να τα πραγματοποιήσω σαν να έπαιρνα μια ασπιρίνη όταν είχα πονοκέφαλο. Δε θεωρώ ότι έκανα τίποτα αρνητικό στη ζωή μου : η βιοποριστική μου ενασχόληση έγινε με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια και ανταπόδοση. Όμως ήταν πάντα σαν κακή συνείδηση, που με βασάνιζε ότι δεν ήμουν –ποτέ- ελεύθερος. Η μουσική, η ποίηση και το θέατρο ήταν τα πάντα, όμως, τα ταλέντα και οι διέξοδοι μου. Μόνο το 1994, όταν έφυγα από το γραφείο, ένιωσα ότι ξαναγεννήθηκα. Μάλιστα στο πρωτοχρονιάτικο πάρτυ της χρονιάς εκείνης, που βρισκόμουν μεταξύ φίλων καλλιτεχνών, είπα «Γιάννη εδώ ανήκεις..» και αυτό μου έχει μείνει για πάντα χαραγμένο στο νου μου.

*Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν από τον Μιχάλη Γελασάκη.

Ο Γιάννης Γκούμας είναι ποιητής και μεταφραστής. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές : "Take one!.." (Αθηναϊκές Εκδόσεις, 1967) / "Sorry, wrong Number" (Oasis Books, 1974) / "Athens Blues" (Oasis Books, 1975) / "Signing on" (The Sceptre Books, 1977) / "Thorns in Each Other's Flesh" (Outrigger Publishers, 1977) / "Athenians go to Work" (The Sceptre Books, 1978) / "Past the Tollgate" (Ερμής, 1983) / "Seventien Elegies for Sait Salim Halman" (Τρία Φύλλα, 1986) / "The Silence of Others"(Osmosis Books, 1990) / "Στην Άκρη της Γλώσσας" (Η Άμαξα, 1985) / "Η Σιωπή των Άλλων" (Κέδρος, 1997) / "Με Σηκωμένα τα Μανίκια" (Μπιλιέτο, 1998) / "Ένα Λεπτό πριν τα Μεσάνυχτα" (Μπιλιέτο, 2003) / "Φεγγάρι μη μου Κάνεις Χαλάστρα" (Μπιλιέτο, 2005) / "Τα Πορτρέτα της Ωριμότητας" (Heteron, 2007).