Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Ἀπόδραση στόν καθρέφτη - Νατάσα Ζαχαροπούλου

photo © Στράτος Προύσαλης

photo © Στράτος Προύσαλης

Βρισκόμαστε στή διάρκεια μιᾶς σύντομης τριήμερης ἀπόδρασης μέ παρέα. Ἡ Ι. κάθεται πίσω, στό παράθυρο τῆς μεσαίας σειρᾶς. Ὁδηγῶ, τήν κοιτάζω ἀπό τόν καθρέφτη. Φοράει σκοῦρα μεγάλα γυαλιά, δέν τήν βλέπω. Σκέφτομαι πώς ἡ παρουσία της σηματοδοτεῖ τή θραύση τῆς μεγαλύτερης ὥς τώρα ψευδαίσθησής μου: νά νομίζεις πώς ἔχεις. Ἀνθρώπους εἰδικότερα. Ἐπειδή κατά περιόδους, ἀναλόγως πρός τίς περιστάσεις, τίς ἀφορμές, τίς ἀντιδράσεις, νιώθεις μέ κάποιον, μ’ ἐλάχιστους ἄλλους συσσέπαλος. Κυριώτερα μέ τ’ ἄνθη τῆς ἴδιας συνομοταξίας. Ἡ μετά κόπων ἀπελευθέρωσή μου ἀπ’ αὐτήν τήν ἀντίληψη ἦταν ἕνα σημεῖο ὅπου κάποιες στιγμές συναντιόμουν μ’ ἐκείνην.

Ἡ μουσική θορυβοῦσε, ὁ ἀέρας σφύριζε ἀπό τά μισάνοιχτα μπροστινά παράθυρα, μιά μακριά τούφα ἀπό τήν φράντζα της πηγαινόρχονταν στό μέτωπο, στά μάτια, μέ τά χαριτωμένα της δάκτυλα τήν ἔσπρωχνε μ’ ἐπιμέλεια, - μέ τήν ἴδια ἐπιμέλεια πού ἄγγιζε τά πάντα -, κάθε τρεῖς στό πλάϊ, πίσω ἀπό τό αὐτί, ἐν τούτοις ἡ ἀνυπάκοη τήν ἐνοχλοῦσε.

Οἱ ἄλλες ψιλοκουβέντιαζαν θέματα γύρω ἀπό τήν πολιτική, τήν καλλιτεχνία. Ἐκείνη σώπαινε. Οἱ μαλακές γραμμές τῶν ρυτίδων γύρω ἀπό τά μάτια της ἡσύχαζαν, τά χείλη της ἀτάραχα ὅπως τό νυσταγμένο κύμα στό πρῶτο χάραμα. Ἡ σιωπή της ἀντιλαλοῦσε μιά παράδοξη σιγή. Συχνά-πυκνά αὐτός ὁ ἀντίλαλος ἀκουγόταν μέσα μου μέ τέτοιαν ἔνταση, ὅπως ἄν παραγόταν ἀπό μένα τήν ἴδια. Ὡστόσο, παρ’ ὅτι μοῦ ἄφηνε τήν ἀδιαμφισβήτητη ἐντύπωση ὅτι σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή σιωπή ζοῦσε οὐσιαστικά, καί πώς ἡ «ἀγαπημένη της συνήθεια»-ἡ ποικιλομορφία τῶν ἀνθρώπων, δέν ἦταν ἄλλο παρά ἕνα πυκνοϋφασμένο πέπλο, σχεδόν τοῖχος, ὥστε ν’ ἀπομονώνεται πίσω του, λές καί κάποιες στιγμές παρακινημένη ἀπό μιάν ἀπρόσμενη ἐπαναστατικότητα ἀπέναντι στήν ἴδια της τή φύση μετάνιωνε, ἐνέδιδε στήν περιδίνηση κάθε εἴδους φασαρίας καί συναναστροφῆς.

Αἴφνης μιά ἀνησυχία ἄρχισε νά περιπλανιέται ἀνάμεσα στό ὑπόλοιπο πλήρωμα. Μιά τεντώθηκε, ἄλλη χασμουρήθηκε, κάποια εἶπε πώς χρειαζόταν στάση γιά καφέ, τρεῖς ὧρες ἀκίνητη στήν ἴδια θέση εἶχε μουδιάσει. Τούς ὑποσχέθηκα πώς θά σταματούσαμε στήν πρώτη ἀξιοπρεπή καφετέρια πού θά βρίσκαμε μπροστά μας, ἐνῶ κοιτοῦσα ἐκείνη μές ἀπό τόν καθρέφτη πού ἐξακολουθοῦσε ἀτάραχη.

Σκεφτόμουν πώς ἄν χρειαζόταν κάποια στιγμή νά γράψω κάτι, νά μιλήσω μ’ ἕναν τρόπο συγκεκριμένο, νά περιγράψω τήν Ι., δέν θά ‘βρισκα ἀκριβεῖς λέξεις. Μήπως ἐπειδή στήν πραγματικότητα δέν ἤξερα, ἀκόμη δέν ἔχω μάθει πῶς εἶναι ἡ φύση προσώπων καί πραγμάτων;

Συναντηθήκαμε πρίν κάποια χρόνια. Στό  χρονικό σημεῖο ἐκεῖνο σημεῖο ὅπου ἔχεις ἤδη ἀρχίσει ὄχι μόνο νά ὑποψιάζεσαι ἀλλά καί νά διαπιστώνεις ὅτι ἡ προθεσμία ἐντός τῆς ὁποίας κινεῖσαι ἔχει ἀρχίσει νά διαγράφεται μέ ἀνεξίτηλο μελάνι. Τότε, ὅπου θά ‘πρεπε νά γνωρίζεις πώς κανείς δέν μπορεῖ νά σοῦ πάρει τίποτα ἀπ’ ὅσα ὁ ἴδιος δέν ἔχεις, δέν εἶχες ποτέ νά δώσεις, ὁπότε τό μόνο πού ἀπομένει εἶναι ν’ ἀνταποκριθεῖς στό ἔπακρον στή στιγμή, σέ καθετί καί, εἰδικά στίς σχέσεις, μέ κάθε δυνατό τρόπο, ὅταν ἡ ζωή σοῦ χτυπάει τήν πόρτα. Κι ὅμως, λειτουργεῖς μέ ὅλο καί μεγαλύτερη ἐπιφύλαξη.

Τώρα εἴμαστε μέ τήν Ι. στήν ἡλικία ὅπου ὁ χρόνος ὅμοιος μέ τό μαχαίρι πού χαράζει τά μαλακά φύλλα κρούστας, ἀφοῦ ἔχεις ἤδη στρωθεῖ ὅπως τό σιροπιαστό στό ταψί, ἔχει τάμει τά σώματα, τά πρόσωπά μας μέ παρόμοιες τομές. Μᾶς φούρνισε, μᾶς ἔψησε, μᾶς ἔχει σιροπιάσει, κι αὐτή τή στιγμή ἀπό ἐκεῖνες τίς κοπές ἡ ἰδιάζουσα ὀσμή τῶν μπαχαρικῶν καί τῶν λοιπῶν συστατικῶν, ἡ γλύκα, κι ἕνα κριτσάνισμα πού ἐπιτρεπει τήν παράταση τῆς γεύσης νά σταθεῖ ἕνα τόσα δά παραπάνω στό δόντι, νά προλάβει ν’ ἀφήσει τήν οὐσία στόν οὐρανίσκο, μ’ ἕνα κράααακ (ὄχι ὅπως ἐκεῖνο το ἁρπακτικό κράκ τῶν νειάτων ἤ τῆς ἐφηβείας), κάνει τή ζωή νά μοιάζει πιό σημαντική, περισσότερο νόστιμη καί μεστή ἀπό ποτέ. Ὡστόσο, εἶναι παράδοξο: αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ αἴσθηση παράτασης ὑπογραμμίζει κι ἐπιτείνει τήν ἐντύπωση ἀφόρητης συντομίας. Κοιτάζοντας ἐκείνην, μές ἀπό κείνη βλέπω τό διαρκές παιγνίδι τῆς προσωρινότητας νά παίρνει σάρκα καί ὀστά. Σήμερα εἴμαστε, ἔχουμε ἡ μιά τήν ἄλλη, αὔριο, μιά στιγμή ἀκριβῶς μετά; Μετά…

Τό αὐτοκίνητο καταπίνει τά χιλιόμετρα βουλιμικά. Ξεκινήσαμε σχεδόν χαράματα, ἔχοντας προγραμματίσει μετά τό ἀπομεσήμερο νά φτάνουμε στήν ἄλλη ἄκρη τῆς ἐπικράτειας, ὑπολογίζοντας νά διανύσουμε καμιάν ὀκτακοσαριά χιλιόμετρα. Ἐλπίζαμε μονορούφι, ἄν καί τό βλέπαμε δύσκολο. Προσωπικά, ὄχι μόνο δεν μ’ ἐνοχλοῦσε - ἦταν τό καλλίτερό μου. Οἱ στάσεις μέ κούραζαν, ὅπως καί τό νά ‘μαι ἐπιβάτις. Προτιμοῦσα νά ὁδηγῶ, κι εὐτυχῶς ἡ παρέα δέν εἶχε ἀντίρρηση. Διάλεγα τό βολάν καί τή σιωπή.  Ἀπολάμβανα νά γίνομαι ἕνα μέ τήν ἀπληστία καί τή δύναμη τοῦ κινητήρα, ἡ καρδιά μου νά χτυπάει στόν ἴδιο ρυθμο μέ τίς στροφές του, μ’ ἐνθουσίαζε ἡ αἴσθηση πού μέ διαπερνοῦσε ἀπό τήν διαρκή τριβή τῶν ἐλαστικῶν στήν ἄσφαλτο, καθώς καί σέ κάθε εἴδους καί ποιότητας ὁδόστρωμα. Ἴσως, ἀναρωτιέμαι, φύση τῶν πραγμάτων εἶναι ἡ τριβή…

Κι ἀπό τήν ἄλλη μ’ ἄρεσε κιόλας μέσω παρόμοιων προβολῶν νά παρατηρῶ,  νά διερευνῶ τόν κόσμο, τί γνωρίζω. Θά ‘θελα μάλιστα τέτοια πράγματα νά τά συζητάω μαζί της. Ὡστόσο, «μήν ἀναλύεις! Μήν ἀναλύεις!» μοῦ ‘λεγε τελευταῖα ὅλο καί πιό συχνά. Μπορεῖ καί νά ‘χει δικιο, σκέφτομαι. Ἴσως χρειάζεται νά βλέπει κανείς τή ζωή ἀπό ψηλά, νά δέχεται… Ἐν τούτοις ἡ ἀνάλυση… Φαντάζομαι ὅτι συχνά στίς σχέσεις βρίσκεται κανείς ἀντιμέτωπος μέ τήν ἴδια ἀμηχανία καί τόν τρόμο ὅπως ἕνας συγγραφέας κατάντικρυ σέ μιά κενή σελίδα. Σ’ ἐκείνη τήν περίσταση χρειάζεται νά βρεῖς αὐτό πού ἔχεις νά πεῖς, ἄν ὄντως ἔχεις, ὄχι ἁπλῶς τό φαινομενικά διαφορετικό, τό στήν πραγματικότητα παραμασημένο μ’ ἄλλες λέξεις, ἀλλά τό πιό βαθύ, τήν οὐσία. Σπᾶς, ἀναλύεσαι, ματώνεις. Ἀλλά ἐκεῖ, στό σημεῖο τῆς ὑπέρτατης διάλυσης, ἐκεῖ ἀκριβῶς βρίσκεται καί τό σημεῖο τῆς ὑπέρτατης σύνθεσης, ἀκόμη κι ἄν χαθεῖς στίς παρατηρήσεις, τίς λέξεις, τίς ἄστοχες ἤ δαιδαλώδεις προτάσεις, ἄν μπερδευτεῖς μέ διαδρομές στοχασμῶν καί συναισθημάτων πού ὁδηγοῦν ἀλλοῦ, ἄν χρειαστεῖ νά πετάξεις ὅ,τι σοῦ φαίνεται σημαντικό, ὡσότου μείνει τό πράγματι καθαρό.

Ἔτσι, ἔχω τήν ἐντύπωση, καί μέ τόν ἄλλον. Δέν γίνεται νά ἐπιμένεις στίς ἰδέες, τίς ἀπόψεις πού ἔχεις σχηματίσει γιά τίς σχέσεις, μ’ ὅσες ἔχεις κρυσταλλώσει, παρά πού ἴσως φοβᾶσαι ἤ προβλέπεις τήν ἐξέλιξη, τό ἀποτέλεσμα μέ βάση τίς ἐμπειρίες σου, ἐπειδή, ἀκόμη κι ἄν ἐλπίζεις σέ διάψευσή τους, μέ τό νά παραμένεις τόσο ἁρματωμένος ἀπ’ ὅλα ὅσα νομίζεις ὅτι εἶσαι, ὅτι ξέρεις, εἰσπράττεις ἐν τέλει τή διάψευση τῶν προσδοκιῶν, καί ὄχι τήν ἐπιβεβαίωση τῶν προβλέψεών σου. Τό κενό τοῦ ἄλλου, ὅπως ἡ κενή σελίδα, σέ θέλουν γυμνό! Τό ἀντέχεις; Μη κι ἀποφεύγεις; Διαλέγεις συχνά, μ’ ἐπιμονή νά γεμίζεις, νά παραφορτώνεις τό ἤδη ξέχειλο, ἐνῶ δέν βλέπεις πώς μ’ αὐτόν τόν τρόπο μᾶλλον ὁ ἴδιος ὅλο καί περισσότερο ἀδειάζεις… Κι ὅμως, κατά τό συνήθειο, μεταθέτεις τήν εὐθύνη τῆς δικῆς σου δειλίας στήν τάχα κενότητα, τήν διαφορετικότητα τοῦ ἄλλου…

Τῆς ρίχνω ἄλλη μιά ματιά. Βλέπω τή μαλακή της ἀναπνοή νά κυματίζει τό σῶμα της. Γιά πόσους στή ζωή της ὑπῆρξε κι ἀκόμη εἶναι ἡ ἀνάσα της θωπεία; Μιά τρυφερή ἐπιβεβαίωση, ἡ πιό ἁπτή ἐπαλήθευση ὅτι ἀκόμη ἡ Ι. εἶναι ἐδῶ, τούς μοιράζει τόν ἑαυτό της. Τήν ἀκούω. Ἤρεμη σάν παφλασμός. Ἀχνός. Εἰσχωρεῖ στούς πόρους μου. Ταξιδεύει. Κάποιες φορές μέ κάνει νά τρεμουλιάζω ὅπως ἡ ψυχή πού φτάνει ὥς τά δόντια, κι ἀντί ν’ ἀνοίξει φτερά, γυρίζει πίσω. Ἴσως ἐπειδή μές στήν κανονικότητά της ἡ ἀνάσα της πνίγει ἀγκομαχητά, στεναγμούς καί ἀναφιλητά – δικά της καί ἄλλων - ἀπό ‘κεῖνα πού διαλέγει νά μή ξεφορτωθεῖ, μή τυχόν κι ἐπιβαρύνει κάποιον πού δέν ἀντέχει, πού δέν θέλει τά φορτώματα ἄν καί τοῦ ἀναλογοῦν. Αὐτή της ἡ ἐπιμονή ὧρες-ὧρες… Κι ἄν ἡ ἴδια κοπεῖ; Μή τάχα αὐτό γυρεύει;…

Αἴφνης ὁ καθρέφτης τοῦ αὐτοκινήτου στόν ὁποῖον ἀποδρῶ ἀποσπώντας εἰκόνες της, ἐνῶ προσπαθῶ νά κρατήσω, νά φυλάξω ὅσες περισσότερες δύναμαι ἐντυπώσεις της, ἔστω καί μία, μιά παραπάνω, λευκαίνει, γίνεται ἄγραφο χαρτί. Ἡ ὅποιου εἴδους ἀπουσία της, ἀκόμα καί ἡ ἀπουσία κατά τήν παρουσία της, μοιάζει μ’ αὐτό ἀκριβῶς τό κενό… Ἔτσι θά εἶναι ἡ ζωή, ἀκόμη καί οἱ μνῆμες μου ἀπό κείνη ἄραγε μετά;... Θά ἐξακολουθεῖ ν’ ἀτμιζει γύρω μου τότε, μέσα μου; Σ’ ἐκείνην ἐγώ θ’ ἀτμίζω; Ἀπό ‘κεῖ, ἀπό ‘δῶ, ποιά ἀπό ‘κεῖ, ποιά ἀπό ‘δῶ - τό ἴδιο…

Σποραδικές στιγμές τέτοιας καθοριστικῆς ἀπουσίας στήν παρουσία σηματοδοτοῦσαν μ’ ἔνταση ἀπαράμιλλη αἴσθηση ἀποκοπῆς, κι ἔτσι ἀκριβῶς ἀντιλήφθηκα πώς μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες ψευδαισθήσεις εἶναι νά ἐλπίζει, νά νομίζει, νά ἐπιμένει στήν ἀντίληψή του κάποιος πώς κάτι, κάποιον ἔχει, ἐνῶ δέν ἔχει κανέναν καί τίποτα οὔτε γιά μιά στιγμή. Προσωρινά συνδέεσαι, φευγαλέες, περιστασιακές συγκολλήσεις σέ προικίζουν μέ τήν ἐντύπωση τῆς συμπλήρωσης, τῆς ὁλοκληρίας πώς ἐσύ κι ὁ ἄλλος - ἕνα σύμπαν, θρέφουν, φορτίζουν τή μνήμη, κι ἡ δύναμη τῆς ἐγχάραξης αὐτῆς τῆς ἰδέας μπορεῖ νά σέ κρατήσει ζωντανό κι ἀλληλεξαρτημένο μέ κάποιον γιά αἰῶνες, ἀσχέτως φύλου καί εἴδους σχέσης, ὡστόσο τό μόνο πού μπορεῖς, πού ὀφείλεις ν’ ἀποδεχτεῖς εἶναι τό ν’ ἀγαπᾶς ἐν τέλει ὅ,τι δέν ὁρίζεις. Ἐκείνη μιά φορά τό ‘πε μ’ ἕναν ἄλλον τρόπο: ἀγάπα τό δικό σου τίποτα, τῶν ἄλλων, τόν κανέναν πού στήν οὐσία εἴμαστε ὁ καθένας.

Μαζί της, ἐξ αἰτίας της, εἶχα πετάξει πολλά ἀπ’ ἐκεῖνα πού κουβαλοῦσα πού  νόμιζα χρήσιμα, ἄλλα σπουδαῖα, καθοριστικά. Ὁρισμένα χωρίς περίσκεψιν χωρίς αἰδώ, ἀρκετά ὡστόσο ὄχι δίχως ἀντίσταση, δίχως ὀδύνη, ἐπειδή πιθανόν τά θεωροῦσα ἀλληλένδετα μ’ αὐτό πού νομίζω ὅτι εἶμαι, ἀλλά, κυρίως, ἐπειδή ἡ συμπύκνωση, ἡ γυμνότητα, ὅπως καί κάθε εἴδους καιριότητα, σέ φέρνουν ἀντιμέτωπο μέ τόν τρόμο: ποιό τό δικό μου καθαρό; ὑπάρχει; Ὄχι τό πρωτότυπο - τό αὐθεντικό! Τό αὐτούσιο! Ὑπάρχει; Εἶμαι; Ἀλλιῶς, πῶς καί τί μου νά  μοιραστῶ…

Ἄναψα ἕνα τσιγάρο. Παρ’ ὅλες τίς ἐνστάσεις σχετικά μέ τό κάπνισμα στή διαδρομή, τό πλήρωμα σιωπηρῶς μοῦ τό ἐπέτρεπε, ἀρκεῖ νά μή μετέτρεπα σέ τζιμινιέρα τήν καμπίνα. Τήν ἴδια στιγμή ἐκείνη, ἄν καί γενικῶς ἀβέβαιη γιά τίς φωνητικές της δυνατότητες, παρασύρθηκε, σιγομουρμούριζε ἕνα τραγούδι πού τῆς ἄρεσε, συνοδεύοντας τόν τραγουδιστή ἀπό τό σιντί πού ἔπαιζε ὥρα.

Ξάφνου φωνές, διαμαρτυρίες ἀπό τό πλήρωμα. Μ’ ἑτεροχρονισμό εἶδα ἀπό τόν καθρέφτη τοῦ ὁδηγοῦ τά κεφάλια τους νά γυρίζουν, νά κοιτᾶνε πίσω. Εἶχα περάσει μόλις ἕνα τεράστιο σταθμό μέ καφενεῖα, ἑστιατόρια καί βενζινάδικο. Ἄφησα τίς φωνές τους, τίς κουβέντες νά τίς πάρει ὁ ἀέρας τῆς Ἐθνικῆς, νά τίς παρασύρει ὁ καπνός τοῦ τσιγάρου στ’ ἀκραῖα, τά πιό σκιερά κι ἀπόκρυφα σημεῖα τῆς καμπίνας, νά σβήσουν παντελῶς ἀπό τόν ἀκουστικό μου πόρο.

Συνέχισα, ἦταν ἀδύνατον νά πάψω νά ‘μαι ἀπορροφημένη ἀνάμεσα στόν δρόμο, τήν κάφτρα ἑνός ἀκόμη τσιγάρου καί σέ ἁλυσιδωτές σκηνές ἀπό μένα κι ἐκείνη πού ἐκδιπλώνονταν καί παρατάσσονταν στήν κύρια εἴσοδο τῆς μνήμης. Ἀμέτρητες σκηνές ἀπ’ ὅλα τά χρόνια τῆς γνωριμίας μας πού ἔμοιαζαν χάρη στήν ἀπόσταση καί τήν πολυποικιλότητά τους μέ μυριάδες ρινίσματα. Αἴφνης, λές καί μ’ ἄκουγε, μέ παρακολουθοῦσε τόσην ὥρα, βγάζει τά γυαλιά. Μαγνήτης τό βλέμμα της στό βλέμμα μου τά ἕλκει, σύρει κι ἐμένα. Γιά μιά στιγμή, ἐδῶ, τό τώρα γίνεται ὁ πιό συγκεκριμένος τόπος. Τό ὄνομά του, ἡ γεωγραφία του - τά ὀνόματα, ἡ γεωγραφία μας. Στόν χάρτη τοῦ βίου αὐτός ὁ τόπος ἕνα στιγμιότυπο πού ἔπιασες μά δέν τό ἔχεις. Πέρασε, πέρασες...

Βασιλεύει ἔξω ἡ μέρα καί σ’ ἐμένα ἡ αἴσθηση πώς παράδοξο τίποτα ἡ φύση τῶν πραγμάτων.

**

Η Νατάσα Ζαχαροπούλου ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Να σ’ έχω (ποιήματα, εκδόσεις Λύχνος 1995), Κι ας με ταξιδεύεις κάπου (διηγήματα, εκδόσεις Λύχνος 1995), Ίχνος κραγιόν η νύχτα (μυθιστόρημα, εκδόσεις Ανατολικός 1996), Όπου ορίζει το φιλί (διηγήματα, εκδόσεις Ανατολικός 1999), Ατμός (ποιήματα, εκδόσεις Ανατολικός 2008), Η ζωή είναι εδώ (μυθιστόρημα, εκδόσεις Ανατολικός 2009), Ρέικι η ατραπός της καρδιάς (μελέτη, εκδόσεις Ανατολικός 2009), Πρόσωπα στο νερό (μυθιστόρημα, εκδόσεις Οσελότος 2013).