Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Φόβ υπογλώσσιο νυχτερινό της Στέλλας Βοσκαρίδου-Οικονόμου

βοσκαρίδου

Φόβ Υπογλώσσιο Νυχτερινό, ποίηση, Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου, εκδόσεις Τεχνοδρόμιο 2015

“και που φυτεύω ακαταπαύστως δειλινόδεντρα τι ωφελεί;”

Ερώτηση σαφώς ρητορική, ωστόσο, απαραιτήτως αναγκαία ως αρχικός βηματισμός ενός αφηγηματικού ταξιδιού στις ευπρόσιτες σκιές του φόβου με μόνα προστατευτικά κιγκλιδώματα τα δειλινόδεντρα. Σε μια τέτοιου είδους διαδρομή, ο περιπατητής δεν μπορεί παρά να διέρχεται μόνος, με πενιχρό εξοπλισμό τις λέξεις, δυστυχώς όμως κι’αυτές, ποτέ ολόκληρες. Κάποιες βοηθητικές συλλαβές ενίοτε συνοδεύουν τις έννοιες, άλλοτε τις διαμελίζουν άλλοτε τις διαρθρώνουν.

“βράδυ να πας να πάρεις το λυ της λύπης/το βα της βάσανος/ το δι της δίψας/ […] δέσε το φε - δέσε σφιχτά/ να μην τη δεις να φεύγει”

Η δέυτερη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Στέλλας Βοσκαρίδου Οικονόμου είναι μια ποιητική σύνθεση με στέρεα σπονδυλική στήλη της την αφήγηση. Η ποιήτρια πλέκει εναλλάξ την ποιητική με την πεζογραφική μορφή ενόσω κρατά σταθερά έναν θεατρικό τόνο με σκηνικές παραλλαγές, μερικά ενδεχόμενα και εμβόλιμες παρενθέσεις.

“Κι αν στ’αλήθεια δε βρίσκετε τίποτα να πείτε/ Αν είναι αλήθεια πως δε βρίσκετε τίποτα να πείτε/ Τότε πάρτε παρακαλώ ένα κομμάτι απ’το πλευρό σας και/ πείτε κάτι μ’αυτό/ Πώς είπατε;/ Να χαραμίσετε ένα κομμάτι απ’το πλευρό σας;/ (δυνατά γέλια)”

Ο φόβος ως κυρίαρχη έννοια της σύνθεσης αντιπάλεται της προσπάθειας της ποιήτριας για έκφραση. Ο αγώνας για την καταγραφή ενός και μόνο συμφώνου όπως αυτό του “φι” δεν είναι παρά το προπέτασμα της αδυναμίας του ανθρώπινου μόχθου να αρθρώσει φωνή και να ονοματίσει τις ανάγκες του. Να γεννηθεί και να υπάρξει πέραν των μητρικών-γονεϊκών και κοινωνικών αγκυλώσεων.

“Μια τέτοια νύχτα θα κολλήσω τα χείλη στο στήθος σου/ και δε θα στάζει πια γάλα/ μονάχα γράμματα/ δωσ΄μου το φι μαμά μου/ δωσ’μου το φι να γράψω μια λέξη/ Όχι το φι μωρό μου/
είσαι μικρό ακόμα/ Όχι το φι./ Μια τέτοια νύχτα/ θα σε βρω να μαζεύεις από χάμου/ όλα τα φι/ και να λες/ δεν αρκεί να γράψεις ένα ποίημα/ πρέπει τη γλώσσα να επινοήσεις”

Στη μάχη για ύπαρξη η επινόηση του άλματος οφείλει να πραγματωθεί. Το νέο προυποθέτει το παλιό και η σχέση τους συνίσταται όχι στην αρρωστημένη προσκόλληση αμφοτέρων, αλλά στην υγιή διαδικασία απεξάρτησης τους, προκειμένου το νεογνό να αποκτήσει την προσωπική του μαρτυρία στο χώρο και στο χρόνο ύπαρξής του. Ο Joseph Conrad έγραψε πως “ίσως η ζωή να είναι μόνο αυτό… ένας φόβος και ένα όνειρο”. Η ποιήτρια του Φόβ κρατά για το τέλος της διαδρομής μια τελετουργία λυτρωτική τόσο για την ποίησή της, όσο και για την ανθρώπινη ύπαρξη εν γένει.

“μια τελετουργία για το τέλος:
το να γυρίζεις σελίδα είναι μια πράξη αγάπης”

Ως υπογλώσσιο νυχτερινό οι λέξεις που είχαν φράξει το φάρυγγα θα απελευθερωθούν στη θέαση των δειλινόδεντρων. Ένας ο φόβος (ή πολλοί) και ένα το όνειρο που το συλλαβίζει η ποιήτρια εν είδει -προφανώς- δειλινόδεντρου

“Είναι η αίσθησις που έχω των πραγμάτων μαμά…
Έι, κρατήστε και για μένα μια θέση στο δειλινόδεντρο!
Ουρανέ πελώριε κι άγιο ταβάνι των στεναγμών, αν είχες έλεγα έν’άστρο παραπάνω να τ’ονομάζαμε νοσταλγία…
Στο μεταξύ θα τρέφομαι από της ποίησης τον πλακούντα
Δε σε φοβάμαι, δε σε φοβάμαι, δε σε φοβάμαι, δε με φοβ…”

Στην ποιητική διαδρομή του βιβλίου ο Φόβ τελικά απέρχεται της ιδιότητάς του αφού δεν έχει πλέον πλακούντα να τροφοδοτήσει. Η ποιήτρια επινοεί και τις λέξεις και τη γλώσσα, φυτεύει δειλινόδεντρα και γυρίζει τη σελίδα ως μια πράξη αγάπης. Στο τέλος τραγουδά τις συλλαβές και υπεισέρχεται εκ νέου σε λεκτικά και ηχητικά παιχνιδίσματα

“Διδώ-ω και δά-α και δέω δέω δέω”

Αναστασία Γκίτση