Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

Το "Χάος" των αδελφών Ταβιάνι

της Μαρίας Τσολακούδη

Είμαι λοιπόν, γιος του Χάους. Και όχι αλληγορικά, μα στην πραγματικότητα, αφού γεννήθηκα κοντά σ’ ένα πυκνό δάσος που οι κάτοικοι του Τζιρζέντι το ονομάζουν Καβούζου, παραφθορά της αρχαίας ελληνικής λέξης Χάος.
ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ

Το 1984 οι αδελφοί Ταβιάνι γύρισαν το «Χάος», μια σπονδυλωτή ταινία που το σενάριό της βασίστηκε σε διηγήματα του Λουϊτζι Πιραντέλλο.
Με φόντο την Σικελία των αρχών του 20ου αιώνα ο νομπελίστας συγγραφέας βυθίζεται στο χάος της ανθρώπινης ψυχής, με τρόπο άλλοτε δραματικό, κι άλλοτε ανάλαφρο, σχεδόν φαρσικό που πίσω του όμως ενεδρεύει το τραγικό.
Οι σκηνοθέτες Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι μεταφέρουν στην οθόνη με ρεαλιστική και συνάμα ποιητική κινηματογραφική γλώσσα, έξι διηγήματα του Πιραντέλλο, όπου το πρώτο χρησιμοποιείται ως πρόλογος καθώς επίσης και ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις ιστορίες, και κλείνουν με έναν αριστουργηματικό επίλογο, μια συνάντηση του μεσήλικα συγγραφέα με τη νεκρή μητέρα του στο πατρικό σπίτι.
Οι ιστορίες που απαρτίζουν την ταινία είναι: «Το κοράκι του Μιτζάρο» που οι σκηνοθέτες αξιοποιούν κινηματογραφικά μόνο μερικές σκηνές σαν εισαγωγή, όμως το κοράκι που πετά στον ουρανό με το κουδούνι στο λαιμό του, σηματοδοτεί την αρχή κάθε ιστορίας.
Στην δεύτερη ιστορία, «Ο άλλος γιος», θίγεται το πρόβλημα της μετανάστευσης όταν τα φτωχά χωριά του ιταλικού νότου άδειαζαν από τους νέους άνδρες που έφευγαν στην Αμερική και πίσω έμεναν μόνο γυναίκες, παιδιά και γέροι. Κεντρικό πρόσωπο μια τρελή μάνα που στέλνει γράμματα στους δύο γιους της που έχουν ξενιτευτεί και κρατείται στη ζωή με την ελπίδα της επιστροφής τους. Επίσης αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που διαπλέκεται το προσωπικό δράμα της ηρωίδας με τα ιστορικά γεγονότα που συντάραξαν την Ιταλία στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Η συνάντηση δηλαδή της μικρής με τη μεγάλη Ιστορία.
Η τρίτη ιστορία «Ο Φεγγαροχτυπημένος», είναι μια αφήγηση γεμάτη ποίηση, λυρισμό αλλά και τρόμο που μιλά για τον έρωτα και για την επίδραση της φύσης στον ανθρώπινο νου. Πρωταγωνιστεί ένα νιόπαντρο ζευγάρι χωρικών που η ζωή του αναστατώνεται όταν η γυναίκα ανακαλύπτει ότι ο άντρας της κάθε πανσέληνο παθαίνει επιληπτικές κρίσεις.
Στην τέταρτη ιστορία «Το πιθάρι», μια σχεδόν σουρεαλιστική ηθογραφία, σατιρίζονται με καυστικό τρόπο οι εμμονές και η μισαλλοδοξία. Ένας σκληρός γαιοκτήμονας, καβγατζής και δικομανής, βρίσκει το δάσκαλό του στο πρόσωπο ενός φτωχού τεχνίτη, εφευρέτη κόλλας και επιδιορθωτή πιθαριών.
Η επόμενη ιστορία, η πέμπτη κατά σειρά, «Ανάπαυσιν αιωνίαν δος αυτοίς, Κύριε!», είναι μια μελαγχολική θλιμμένη ιστορία. Περιγράφει τις άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι Σικελοί χωρικοί στα χρόνια της φεουδαρχίας. Μια ομάδα χωρικών που δεν έχουν κανένα δικαίωμα, ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο, προσπαθεί να βρει χώρο να θάψει τους νεκρούς της.
Στη «Συνομιλία με τη μητέρα», την τελευταία ιστορία της ταινίας εξετάζονται τα μεγάλα θέματα της μνήμης, του χρόνου, της απώλειας. Εδώ ο συγγραφέας επιστρέφει στη γενέθλια γη της Σικελίας για να συναντήσει το φάντασμα της νεκρής μητέρας του, και να συμφιλιωθεί με τον πόνο του θανάτου της.
«Κλαίω γιατί εσύ, μαμά, εσύ δεν μπορείς πια να με σκέφτεσαι», απαντά όταν η μητέρα του προσπαθώντας να τον παρηγορήσει του λέει να την σκέπτεται καθισμένη στην πολυθρόνα της κοντά στο παράθυρο, όπως όταν ζούσε. Ακόμη μέσα από τις αναπολήσεις της μητέρας αναβιώνει το χρονικό της οικογένειας του συγγραφέα, αλλά και η νεώτερη Ιστορία της Ιταλίας.
Η κινηματογραφική αφήγηση γίνεται σ΄ όλες τις ιστορίες με γραμμική χρονική αλληλουχία. Οι ιστορίες αναπτύσσονται με αρχή, μέση, τέλος. Ο ρεαλισμός της σκηνοθετικής ματιάς πλουτίζεται με λυρικές αποχρώσεις. Η εισβολή του φανταστικού στην καθημερινότητα όπως η συνάντηση των δύο κόσμων του πραγματικού και του επέκεινα δίνεται με εντελώς νατουραλιστικό κινηματογραφικό τρόπο. Οι ιστορίες οπτικοποιούνται με αιθέρια εκφραστικότητα, και συνθέτουν μια αναφορά στο ιδιότυπο σικελικό τοπίο.
Αυτό όμως που στον Πιραντέλλο λειτουργεί σαν φόντο, δηλαδή η φύση της Σικελίας, στην ταινία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο θεατής έχει την αίσθηση ότι αυτοί οι χαρακτήρες, αυτές οι ιστορίες δεν θα μπορούσαν να πάρουν μορφή και ν’ αναπτυχθούν παρά μόνο σ’ αυτόν το τραχύ και περιέργως αισθησιακό χώρο. Ότι οι άνθρωποι και οι ζωές τους είναι άρρηκτα δεμένοι μ’ αυτά τα χρώματα της γης, τα φρυγμένα κίτρινα, τα μουντά καφετιά, τα μολυβιά της πέτρας, που κυριαρχούν στο φιλμ. Ακόμη, είτε η κάμερα ίπταται και κινηματογραφεί από ψηλά, είτε ζουμάρει, μας αποκαλύπτεται με καθαρότητα η ψυχή του τόπου.
Φυσικά όπως σε όλες τις ταινίες των Ταβιάνι τονίζεται η πολιτική διάσταση των ιστοριών, αν και οι ίδιοι αρνούνται τον χαρακτηρισμό ότι κάνουν «πολιτικό σινεμά».
«Οι χαρακτηρισμοί γίνονται καλή τη πίστει», λέει σε συνέντευξή του ο Βιτόριο Ταβιάνι, «αλλά όλες οι σχηματοποιήσεις είναι λίγο επικίνδυνες και λίγο αμφιλεγόμενες. Το σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν μπορεί να περιορίζεται σε μερικούς τύπους. Γι’ αυτό εμείς κάνουμε έναν δικό μας κινηματογράφο μιλώντας για τους ανθρώπους. Δεν είναι ο κινηματογράφος πολιτικός. Οι άνθρωποι είναι πολιτικά όντα. Το σημαντικό είναι ο άνθρωπος μόνος του ανάμεσα στους άλλους».1
Οι εικόνες της ταινίας είναι ντυμένες μουσικά από τον Νίκολα Πιοβάνι.

(1) Εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 21.10.2001