Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Το μόνον της ζωής ταξείδιον - Βάνα Λυδάκη

lydaki27.jpg
Αλέξιος Μάινας
Δεν υπήρξε γυναίκα πιστή. Σε κανέναν.
Ήταν ο κλήρος της. Η ίδια έλεγε πως της τον είχε δώσει η Λάχεσις στη γέννα. Εμείς το αποκαλούμε: φυσική ροπή προς την απιστία, κάτι σαν τα γονίδια που λένε σήμερα οι επιστήμονες. Ένα γονίδιο που ενισχύθηκε νωρίς στην παιδική της ηλικία από «περιβαλλοντικούς παράγοντες» κι εκφράστηκε αργότερα, με τη ροδαυγή της γυναικείας της φύσης. Κλήρος: ενταφιασμός «ατυχών» γεγονότων κι εφαλτήριο για μια ζωή εν τάχει, και μια συμφιλίωση… ίσως.
Πριν ακόμη καλά καλά οι άγουρες ρόγες της υψωθούν σαν μικρά θρασύτατα καρφάκια κάτω από το φουστάνι της εκείνη άρχισε να ανακαλύπτει ότι μια δύναμη ξεχωριστή μεγάλωνε μαζί της: η Γοητεία. Η δυνατότητα να σπέρνει γύρω της φαντασιώσεις. Να σκορπά την αύρα της στους άντρες  και να δρέπει αναστεναγμούς, ψίθυρους και πρόστυχα βλέμματα. Τότε άρχισε το αθώο παιγνίδι που έμελε γρήγορα να αποκτήσει στρατηγική και κατόπιν να εξελιχτεί σε βαρύ εθισμό. Περνούσε σκόπιμα μπροστά από εργοτάξια αναζητώντας αρσενικούς χειρώνακτες. Μαζεμένα τα θύματα εκεί, τεστοστερόνη και ιδρώτας όργωναν τα μπρατσωμένα κορμιά, μύες  καψαλίζονταν στον καλοκαιρινό ήλιο, υγρές βρώμικες φανέλες και σχισμένα παντελόνια, το κεφάλι κάτω και δουλειά, το μυαλό άδειο και θολό από τη ζέστη, οι ψυχές νηστικές, πεινασμένες…. Η είσοδος της στον κόσμο τους έφερνε το χάος. Ο αποσυντονισμός της ομάδας ήταν θέμα λεπτών. Τσάπες, φτυάρια, αξίνες, καδρόνια, σφυριά, ρολά, όλα τα εργαλεία που κρατούσαν θα βρίσκονταν αργά ή γρήγορα  στο χώμα, κι η δίψα θα έκαιγε ξαφνικά το στόμα, η ηλιακή ζέστη θα ανέβαζε θερμοκρασία στο κορμί κι ο ιδρώτας θα γινόταν ανυπόφορος. Όλοι, ο ένας μετά τον άλλον έπεφταν θύματα μιας εξαιρετικά μεταδοτικής μόλυνσης, μιας μόλυνσης με φαντασιώσεις γύρω από εκείνην. Ναι, είχε αυτήν την δύναμη ως έφηβη, δεν ξέρω πως έγινε, της δόθηκε, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για το πώς, εκείνη, ένα μικρό κορίτσι, μπορούσε να βάζει τόσους μεγαλόσωμους άντρες σ’ αυτή τη δοκιμασία, σ’ αυτό το ομαδικό παιγνίδι, όπου εκείνη θα μοίραζε την τράπουλα από δω και στο εξής, ως άλλη Κίρκη, μ’ όλους αυτούς, αθώους ταξιδιώτες στο βασίλειο της, στο Νησί της.
«…Στην αρχή η γοητεία, ως εφηβικό παιγνίδι, μου ήταν αρκετή. Άφηνα το αντρικό πλήθος να περιδιαβαίνει στο νησί μου και να γεύεται απλόχερα όλα τα πολύχρωμα, ζουμερά και μυρωδάτα φρούτα, να πίνει τους γλυκούς χυμούς, να θωπεύει τους λείους και τρυφερούς κορμούς τους δάσους και να αναριγά με το δροσερό αεράκι που θρόιζε στα φύλλα των δέντρων. Όλα τα αγαθά μου τα επιδείκνυα γενναιόδωρα. Ωστόσο, γρήγορα αυτό σταμάτησε. Για να είμαι ειλικρινής το τέλος αυτής της πρώτης «άκακης» περιόδου συνέπεσε με την ενηλικίωση, όχι αυτή που γίνεται με βάση τα χρόνια αλλά την άλλη, εκείνη που προσθέτει ένα μεγάλο ολοστρόγγυλο ο ανάμεσα στα σκέλια του κοριτσιού και γίνεται –κατά πως λεν- γυναίκα. Έχετε προσέξει ότι οι λέξεις γοητεία και γητειά διαφέρουν μόνο κατά ένα στοιχείο; Ένα ο;
Ε, λοιπόν σαν αυτό το στοιχείο-στοιχειό, το «ο», να γλίστρησε τότε μια και καλή μέσα μου και να μπήκε στο κατάλληλο σημείο πίσω από τη ροδαλή ζεστή σχισμούλα. Αυτοστιγμεί η άκακη γοητεία έφυγε από τη ζωή μου. Στη θέση της η υστερόβουλη Γητειά. Άνθισαν ξαφνικά όλα τα λουλούδια του κάμπου στο νησί μου και ένα μελίσσι διψασμένο για γύρη ξεχύθηκε πάνω τους με ένα βασανιστικό σβούρισμα που έπαιρνε το νου. Τα δέντρα γέμισαν ζουμερούς κόκκινους καρπούς ενώ οι κορμοί των δέντρων μου άλλαξαν μορφή και  χρώματα, φούσκωσαν και γέμιζαν ασπροκόκκινα μανιτάρια γεμάτα με ένα δηλητήριο ελαφρύ σαν δροσερή πρωινή πνοή. Μια πνοή  που στο πέρασμα της άδραχνε όση νόηση είχε απομείνει στα δύσμοιρα θύματα μου και μετά τα εγκατέλειπε, παραδομένα στην παραφορά και την παραίτηση. Έτσι όσοι ταξιδιώτες πλησίαζαν το νησί μου άλλαζαν. Πολύ γρήγορα ξεχνούσαν το παρελθόν και τον «πολιτισμό» τους κι άρχισαν να τριγυρνούν  βρώμικοι και άφρονες, με μεγάλα νύχια και μυτερούς κυνόδοντες και να πετσοκόβουν τα άνθη μου, να γδέρνουν τους κορμούς μου, να δαγκώνουν και να κομματιάζουν πέτρες και βράχους. Όλα από λαγνεία. Όλα μέσα στην παραφροσύνη για μένα. Με κατηγόρησαν ότι τους μεταμόρφωνα. Μεταμορφώνονταν ναι, αλλά όχι από εμένα. Από την γητειά που είχε συμβεί στη ζωή μου, από εκείνο το μικρό στοιχειό, το ολοστρόγγυλο Ο, που είχε παγιδευτεί μέσα μου κι είχε ξυπνήσει τον δαίμονα μου.
Έτσι, όταν τώρα πια περνούσα μπροστά από τα παλιά λημέρια με το νησί μου να διαγράφεται περίοπτο κι αδίστακτο, η αναταραχή που ακολουθούσε ξεπερνούσε κατά πολύ την παλαιότερη: πλήρης αταξία και απόλυτο χάος θα ήταν οι κατάλληλες φράσεις για όσα συνέβαιναν, με αποτέλεσμα απροσεξίες,  λάθη και κατά σωρεία σοβαρά ατυχήματα. Γεγονότα βέβαια που έτρεφαν ολοένα και περισσότερο τον κήπο μου με όλα τα θέλγητρα του. Στο τέλος είχα αποκτήσει μια αυλή, όμοια με το παλάτι της Κίρκης, όπου τα αρσενικά ήταν μεταμορφωμένα γύρω μου. Πίθηκοι, λιοντάρια, λαγοί, γουρούνια, άλογα, μοσχάρια αρουραίοι κι ερπετά.
Ωστόσο, μια μέρα κατέφθασε εκείνος, ο Άντρας. Δεν θα καταφύγω σ’ εκείνο το συνηθισμένο: τον περίμενα. Εκείνο που θα πω όμως με απόλυτη ειλικρίνεια είναι ότι η καθημερινότητα μου τότε ήταν μια  πολύβουη μοναξιά. Και η κυριαρχία μου εξοντωτική.  Παρουσίαζα σημάδια σοβαρής εξασθένησης. Η παλιγγενεσία που είχε προϋπάρξει είχε φύγει ανεπιστρεπτί. Οι ξένοι βέβαια δεν το αντιλαμβάνονταν μια και η γητειά μου είχε γίνει ιδιαίτερα επιστημονική με τα χρόνια- όποτε συμπλήρωνα το χαμένο από δημιουργικές ιδέες έδαφος με τη στρατηγική. Αλλά για πόσο; Εγώ που ήμουν ιδιαιτέρως ευαίσθητη στα σημεία της παρακμής, κατ’ άλλους ωρίμανσης, αντιλαμβανόμουν ότι ήταν ζήτημα χρόνου να καταρρεύσει το νησί υπό το μεγάλο τσουνάμι του χρόνου, που διέκρινα στον ορίζοντα ότι ερχόταν.
Όταν εκείνος, βασιλιάς τρανός, έβρεξε με τα δάκρυα του τα πόδια μου και πρόσφερε το λαιμό του θυσία, προσέξτε όχι για να με αγγίξει, όχι για να με θωπεύσει όπως έκαναν οι άλλοι, οι τόσοι άλλοι, αλλά για να παρακαλέσει τη γητειά να σταματήσει, λύγισα. Όχι βέβαια για την αλληλεγγύη που έδειχνε προς τους άχρηστους οφθαλμολάγνους,( αυτά που σκαρφίστηκε εκείνος ο αχρείος ποιητής, ο Όμηρος, σαν δικαιολογία για την ενδοτικότητα μου είναι ψέματα κομμένα και ραμμένα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής). Εκείνο που με έκανε ν’ αλλάξω τη στάση ολάκερης της μέχρι τότε  ζωής μου ήταν το γλυκό, τρυφερό του κάλεσμα:

«…Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου•…» (1)

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ετούτη η παράκληση που πήγαζε από τα άδυτα της ύπαρξης ενός βασιλικού αρσενικού ήρθε στ’ αυτιά μου σαν την απόλυτη παράδοση, την άλωση της ανδρικής σεξιστικής παραφροσύνης αιώνων. Ήταν ο σταθμός μιας διαδρομής. Είχα δει επιτέλους το κλέος του Πέους να κείτεται ποταπό στα γυμνά μου πόδια, και να λιώνει, να χάνεται και να ρέει γύρω τους αλμυρό νερό. Αυτά τα δάκρυα, το μύχια συντετριμμένο κάλεσμα προς το δύστροπο μικρό μου Ο, το έκανε τελικά να μαλακώσει και να ενδώσει...
Από τότε σταμάτησα τις γητειές. Με τις θωπείες που δεχόμουν από τον άνδρα,- το ομολογώ: ιδιαίτερα ευφυή του είδους-, μέσα μου άρχισε να συμβαίνει μια μεταστροφή: στο κέντρο του επίμαχου κρυφού σημείου άρχισε να σχηματίζεται ένα όρος λευκό και σκληρό σαν πέρλα που συχνά φλεγόταν και πύρωνε αλλάζοντας την μορφή του μικρού όρους όπως ο καυτός καλοκαιρινός ήλιος υγροποιεί τους παγετώνες στις κορυφές των Άλπεων. Να διευκρινίσω βέβαια ότι αυτή η δεύτερη μεταστροφή δεν συνδέεται με κάποιου είδους υποταγή. Οι σεξιστικές ιστορίες κυριαρχίας-υποταγής μεταξύ αρσενικών και θηλυκών υπάρχουν μόνο για να βαυκαλίζονται με προσφιλείς ήχους τα ώτα μικρονόων ανθρώπων. Με τον ευφυή βασιλιά μου απέκτησα με τον καιρό μια σχέση ισότιμη, οπότε και η αφήγηση περί αυτού δεν έχει ενδιαφέρον. Ωστόσο η άλλη μεταστροφή, εκείνη που συντελέστηκε στο νησί μου αυτή, ω! ναι, αυτή ήταν κάτι το εντελώς αναπάντεχο για μένα.
Καθώς η απόλαυση που προκαλούσε η γητειά και η καθυπόταξη των αρσενικών σταμάτησε στη ζωή μου, το νησί μου άρχισε να μεταμορφώνεται. Όλη η οργιώδης βλάστηση υποχώρησε κι εξαφανίστηκε. Δίχως ποτέ να παρακμάσει ή να ξεραθεί. Με ένα περίεργο τρόπο εκεί που εξαφανιζόταν το παλιό εμφανιζόταν το νέο. Έτσι ποτέ δεν ένιωσα κάποια έλλειψη, ένα κενό ίσως στην εικόνα του τοπίου. Δεν αντιλήφθηκα δηλαδή πότε ακριβώς χάθηκε το κατάφυτο δάσος και στη θέση του μπήκαν οι λευκές καμπύλες μάζες με τα σπήλαια. Απλώθηκαν παντού στο τοπίο σαν στρογγυλά  χαμηλά μορφώματα φτιαγμένα από ένα υλικό αρκετά σκληρό ώστε να είναι στέρεο, και αρκετά μαλακό ώστε να μπορείς να το σμιλέψεις εύκολα ακόμη και με απλά εργαλεία. Αλλά όταν αποσπούσες από τον κύριο όγκο ένα κομμάτι, διαλυόταν ανάμεσα στα δάκτυλα σου και σκόρπιζε, σαν πυλός ανακατεμένος με χοντρό αλάτι. Ίσως αυτό το έκανε τόσο εύπλαστο στα δάκτυλα του νερού. Α! ναι, αυτό δεν το είπα, καταρράκτες, καταρρακτάκια, ρυάκια, χείμαρροι, γούρνες, λίμνες, πηγές, ποταμάκια και ποταμοί και κυρίως γύρω γύρω θάλασσα. Το δάσος χάθηκε κι από παντού έγινε ορατό το υγρό στοιχείο ανάμεσα σ’ ένα κόσμο από πηλό κι αλάτι. Τα μαλλιά μου άρχισαν να μακραίνουν και να μαυρίζουν, κάτι σαν αντίδραση στο εκτυφλωτικό φως που ολημερίς με περιέβαλε ενώ το κορμί μου λέπτυνε, άσπρισε και τις νύχτες με πανσέληνο σαν ελαφρά να φεγγοβολούσε, όμοια με τους κρυστάλλους του αλατιού που ήταν σκόρπιοι παντού γύρω μου. Η τέρψη του βασιλιά από την ωραιότητα μου ήταν τόση που δίσταζε να με αγγίζει, όπως διστάζει κάνεις μπροστά στα ιερά αντικείμενα. Όμως στην πραγματικότητα η ευαισθησία που είχα αποκτήσει στο δέρμα μου μ’ όλη αυτή τη μεταμόρφωση ήταν τέτοια ώστε κάθε πρωί ο ήλιος χιμούσε πάνω του και το κατέκαιγε. Και καθώς δέντρο στο νησί δεν είχε απομείνει ώστε να με προστατεύει από την ανελέητη μανία του, κατέληξα να ζω ολημερίς μέσα στο σπήλαιο μου και να θρέφω τη λευκότητα μου.
Έτσι ζούσα για μέρες, μήνες, χρόνια κι αιώνες ίσως  μέχρι εκείνο το πρωινό: το πρωινό που η θάλασσα ξέβρασε ένα κείμενο. Αυτό, που ξεκινούσε κάπως έτσι: 

«… Tον βρήκε εκεί να κάθεται στο περιγιάλι, ούτε στιγμή δεν στέγνωναν
τα μάτια του απ' το κλάμα, έλιωνε η γλυκιά ζωή του
απ' τον καημό του γυρισμού, κι οδύρονταν,
αφού καμιά χαρά δεν του έδινε τώρα η νεράιδα.
Tις νύχτες αν κοιμότανε μαζί της στο βάθος της σπηλιάς,
το 'κανε απ' ανάγκη• το 'θελε εκείνη, εκείνος όχι.
Tις μέρες όμως τις περνούσε κρεμασμένος σε βράχια κι ακρωτήρια,
τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες,
με μάτια βουρκωμένα, στυλωμένα πάντα στ’ άκαρπο πέλαγος…» (2)

Πόσο με άγγιξαν εκείνες οι λέξεις! «…τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, αναστεναγμούς και λύπες…». Σαν να μην είχαν έρθει ξανά στ΄ αυτιά μου ήχοι με τέτοια μουσικότητα, σαν να μην είχε μπει στην ψυχή μου ποτέ τόση κατανόηση. Πόσο άκαρπο φάνταξε ξαφνικά το πέλαγος σε τούτο το νησί! Τόσων αιώνων σιωπή πλημμύρησε μοναξιά τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι εγώ στο κέντρο ζούσα σαν μια ξένη, μια γυναίκα  μουγκή και κωφή για τον εαυτό της. Και τόσο υπερήφανη, που έπρεπε το πέλαγος να γίνει καθρέπτης μου και  να μου δείξει για μια ακόμη φορά πόσο μόνη είμαι. Πόσο μόνος είναι…
Τότε, μόλις έκανα αυτή τη σκέψη, μόλις αντιλήφθηκα το μέγεθος της συνομωσίας που είχε παιχτεί σε βάρος μου από εκείνο κιόλας τον πρώτο κλήρο που μου είχε δώσει η Λάχεσις και τώρα μου τον έπλεκε η Κλωθώ, κάτι σαν θαύμα συντελέστηκε. Στην αρχή ξεκίνησε σαν ένας αόριστος βόμβος, μετά άρχισαν συριστικοί ψίθυροι, αδιευκρίνιστα μουρμουρητά και τέλος, μετά από μια τυρβώδη ανακίνηση που σαν να τα συντόνισε όλα εκ νέου, το πέλαγος άρχισε να ξερνά κείμενα κάθε λογής. Από όπου κι αν κοιτούσε κανείς, από τα βάθη της γραμμής του ορίζοντα μέχρι το πιο σκοτεινό σημείο του ωκεανού, έρχονταν πλήθη από λέξεις τυπωμένες σε στοίβες χαρτιών κι άραζαν στις ακρογιαλιές. Λες και η ύπαρξη όλου αυτού του υδατίνου όγκου να ήταν για ένα σκοπό: να γεμίσει ο τόπος μου με λέξεις. Φράσεις, κείμενα, βιβλία. Αρχαίοι συγγραφείς τραγωδοί, φιλόσοφοι, ιστορικοί, ανατολίτες μυστικιστές, ιερές γραφές, μύθοι, μυθεύματα, επιστημονικές καταγραφές, μυθιστορήματα, φιλοσοφικές πραγματείες, επιστημονικές έρευνες, οικονομικές αναλύσεις, και ποίηση. Αυτό: Ποίηση. Στην αρχή όλο αυτό το πλήθος των συγγραμμάτων ήταν αφημένα στην ακροθαλασσιά και στόλιζαν το νησί μου σαν σειρές από κοχύλια. Τα μετέφερα στις σπηλιές , στο σπήλαιο όπου κατοικούσα. Άρχισα να ζω μέσα στα βιβλία, να τρέφομαι με  λέξεις, σκέψεις, φράσεις,  ν’ αναπνέω την μυρωδιά πολυκαιρισμένου χαρτιού κι αλμύρας, και να υπάρχω στην χθόνια σκοτεινιά που αρχίζει να  προσδίδει η Γνώση στην ύπαρξη του ανθρώπου.  Κι όσο χανόμουν σ’ εκείνο τον κόσμο, τόσο πιο πλήρης αισθανόμουν λες κι ένας εραστής είχε από το πουθενά εμφανιστεί κι είχε ανδρωθεί στο πλάι μου. Ένας σύντροφος πιστός ή μάλλον ένας σύντροφος που εγώ επιτέλους θα του είμαι πιστή. Ήμουν πιστή. Λάχεσις σε είχα νικήσει!
Θα μπορούσε η ιστορία μου να τελειώσει εδώ, να είναι δηλαδή η σχέση μου με τον πνευματικό εραστή της λογοτεχνίας το τέλος της διαδρομής μιας μετανοημένης femme fatal, ωστόσο όπως είπε κι ο σοφός Σόλων: Τον κόρον υπό του πλούτου γεννάσθαι, την δε ύβριν υπό του κόρου. Τα πλούτη μου με πρόδωσαν.  Ένα πρωί ξύπνησα και είχαν εξαφανιστεί όλα. Και το μαγικό μου σπήλαιο με την ατελείωτη βιβλιοθήκη του όπως και ο λατρεμένος εραστής που φανερώθηκε μέσα του, και το ίδιο το νησί μου ακόμη, το πάλλευκο, το υδάτινο, το σμιλεμένο από πηλό κι αλάτι.»

Ξύπνησε στο κρεβάτι της με έναν πόνο στη μέση, έναν οικείο πόνο. Σηκώθηκε με δυσκολία, σπρώχνοντας το κάγκελο με το δεξί της χέρι, μια κίνηση που την είχε ήδη κουράσει πριν καλά καλά τελειώσει. Έβαλε με αργές, δύσκαμπτες κινήσεις τη ρόμπα και τις παντόφλες της και σύρθηκε προς στο μπάνιο. Ο καθρέπτης, που αντανακλούσε το φως που έμπαινε από το παράθυρο, άρχισε να διαγράφει την φιγούρα της καθώς σιγά σιγά εισερχόταν μέσα του. Στάθηκε εμπρός του και κοιτάχτηκε: στο πρόσωπο της είδε τις βαθιές ρυτίδες, το σκαμμένο μέτωπο, τις σακούλες κάτω από τα μάτια, τα γεροντικά στίγματα στο δέρμα, τις λευκές τρίχες στα μαλλιά, τις δίπλες στον λαιμό. Στη θέση του πλούσιου στήθους ένα θλιβερό άδειασμα με δυο κρεμασμένες σακούλες. Αλλά το πιο λυπηρό, αυτό που η τραγικότητα του την ταρακούνησε και την ξύπνησε εντελώς  από την ζάλη της, βρισκόταν πιο χαμηλά, πιο μέσα, πιο κρυφά. Πάντα πιο κρυφά. Πήρε το μικρό καθρεφτάκι και: Ω!, το μικρό της Ο. Εκείνο το μικρό θαύμα, εκείνο που ήταν η αιτία όλων, της απώλειας, της γητειάς, εκείνο που ήταν το εφαλτήριο για το πολύβουο μόνον της ζωή της ταξείδιον, είχε εξαφανιστεί! Ναι, ήταν ανύπαρκτο! Την είχε αφήσει μόνη. Την είχε εγκαταλείψει! Ελεύθερη!.
Τι της απέμενε τώρα να κάνει; Ήρθε στο μυαλό της αμέσως, σαν να ήταν προγραμματισμένο να συμβεί έτσι. Σα να το είχε βάλει η ίδια η Λάχεσις εκεί. Μαζί με τον πρώτο της σπόρο ένας δεύτερος, που θα ολοκλήρωνε τον πρώτο και θα τελείωνε τον κύκλο της ιστορίας της.
Κανείς δεν το είχε βρει όλα τούτα τα χρόνια. Το είχε κρύψει βαθιά στο πατάρι και κανείς δεν το πρόσεξε ποτέ, αμελητέο εξάλλου το μέγεθος του, ούτε σαν μικρό αυγό το κουτάκι στο μέγεθος. Κι όλη τούτη τη ζωή, το είχε βγάλει από το μυαλό της και είχε ζήσει αξιοπρεπώς με το κεφάλι ψηλά. Πάντα ψηλά, Υπερήφανη. Ζωή επιτυχή κατ΄ όλους και πλούσια ομολογουμένως με τόσα βιώματα και δράση!
Τώρα όμως ήταν ελεύθερη και δυστυχώς…  υποχρεωμένη- ο χρόνος αμείλικτος σ’ αυτόν τον τελευταίο ισολογισμό, μια και το τέλος της διαδρομής έχει αρχίσει να γίνεται ορατό.
Πήρε μια σκάλα κι ανέβηκε στο πατάρι με μια δύναμη ψυχής που αδιαφορούσε για  τις προειδοποιήσεις των γέρικων μυώνων και αρθρώσεων. Χώθηκε στην σκοτεινή τρύπα με λαχτάρα, παραμέρισε με δύναμη δωδεκάχρονης βαλίτσες, πακέτα, σακούλες και άλλα άχρηστα μιας ζωής ολάκερης, σύρθηκε με εφηβικό σθένος προς το επίμαχο φοβερό σημείο όπου Εκείνο ήταν εν αναμονή. Μα όσο πλησίαζε τόσο κυριευόταν από ένα άχθος που της έκοβε την ανάσα.  Τι διάολο μεγάλη γυναίκα ήταν, γριά, σκέφτηκε. Κι όμως αυτή η σκέψη δεν την ανακούφισε. Άκουσε τη φωνή του παιδοφάγου (παιδόφιλου) Κρόνου: «θα κάνω εγώ το χορευτή κι εσύ τη μπαλαρίνα». Μικρή, αθώα, ανόητη. Ο καθηγητής της Αγγλικής γλώσσας με τα τρομερά δάκτυλα του χορευτή που την είχαν πρωταγγίξει…. Δεν έμαθε ποτέ Αγγλικά.
Το καλό ήταν ότι τότε ο χρόνος  ήταν με το μέρος της. Ο γέρος σε λίγα χρόνια πέθανε. Κι αυτή ήταν αρκετά μικρή, ώστε να έχει την τόλμη της απερισκεψίας. Την παραμονή της κηδείας, τότε που όλοι είχαν μαζευτεί στο σπίτι για το τελικό κατευόδιο, πήγε κι αυτή. Μια επιμελής πρώην μαθήτρια για τον δικό της τελευταίο ασπασμό. Παραμόνεψε και κάποια στιγμή που οι κόρες του δεν έβλεπαν , τρύπωσε στο νεκροκρέβατο του. Ανασήκωσε το σεντόνι και με ένα κλαδευτήρι  έκοψε τον ένοχο δείκτη του δεξιού του χεριού και τον έριξε στην τσέπη της.
Μετά βρήκε ένα σημείο στον κήπο της, άνοιξε έναν αβαθή λάκκο κι άφησε το πολύτιμο απόκτημα να γίνει βορά στα ζουμερά σκουλήκια. Σημάδεψε το σημείο με ένα σταυρό από καλάμι και έξι μήνες αργότερα επέστρεψε με το μικρό στρογγυλό κουτάκι. Ασυγκίνητη, αδόνητη.
Τώρα  η γυναίκα έφτασε στο τέλος της διαδρομής. Μέσα στο πατάρι, στη γωνία στο σκοτάδι καθισμένη ανακούρκουδα, κρατά το μικρό κουτί ανοικτό και μονολογεί ύστατες λέξεις ενταφιασμού και συμφιλίωσης:
«Τούτα τα μικροσκοπικά μαύρα οστάρια που κείτονται μέσα σου, φέρετρο και μνήμα της παιδικής μου αθωότητες, βωμός της τρυφερής μου σεξουαλικότητας, είναι ότι μου έχει μείνει από το παρελθόν. Είναι η μόνη πραγματικότητα της ζωής μου. Κι αν αρχιτεκτόνησα όλα τα υπόλοιπα, αν επέλεξα να ζήσω σε μια κατασκευή, να γίνω το μυθιστόρημα του εαυτού μου, τώρα δεν μπορώ να το κάνω πια. Ίσως γιατί ο χρόνος, έχει αυτή την αμείλικτη διάσταση που μας αναγκάζει όλους σε αφύπνιση λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν η Άτροπος κόψει το νήμα.
Και γι’ αυτό φίλε μου αναγνώστη, το μόνο που επιθυμώ, (κι αυτός είναι ο λόγος που κατέφυγα σε τούτη την εξομολόγηση) είναι να κατανοήσεις βαθιά μέσα σου πόσο σημαντικό είναι για μένα αυτό που σου ζητώ:  Θέλω να φύγω από τη ζωή παρέα με τούτο το μικρό απομεινάρι από το σκήνωμα εκείνου του οποίου υπήρξα η μικρή του νύφη, εκείνου που στιγμή δεν πρόδωσα σ’ όλη τη διαδρομή της ζωής μου, εκείνου, που του ήμουν πάντοτε… πιστή».
Σημειώσεις
(1) Τροπάριο Κασσιανής, Μετάφραση Φώτη Κόντογλου
(2) Ομήρου Οδύσσεια, μτφ. Στίχοι 167-175

Η Βάνα Λυδάκη ζει κι εργάζεται στο Ηράκλειο της Κρήτης. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα: Ο χορός των απαλών ανθρώπων (Μεταίχμιο 2002), Το πορτρέτο της Άλλης (Μεταίχμιο 2005), Το τέλος των ημερών (Αρμός 2009), Δυτικότερα της λήθης (Περίπλους 2012).