Top menu

Τζον Λένον & Γιόκο Όνο: Η τελευταία συνέντευξη [Προδημοσίευση]

lennon_arthro

Σε λίγες ημέρες, με αφορμή τη συμπλήρωση 36 χρόνων από τη δολοφονία του Τζον Λένον από θαυμαστή του στις 8 Δεκεμβρίου 1980 στη Νέα Υόρκη, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Vakxikon.gr η τελευταία συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Ντέιβιντ Σεφ (David Sheff) και το περιοδικό Playboy. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει με την άδεια της St. Martin's Griffin Press, σε μετάφραση-επίμετρο του Σωτήρη Κακίση, με ένα εξαιρετικό σκίτσο στο εξώφυλλο της Αικατερίνης Κασσίμη.

*

Για να πάρετε μια πρώτη γεύση από την έκδοση, δημοσιεύουμε το επίμετρο του μεταφραστή:

Ο ΤΖΟΝ ΛΕΝΟΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Αν δε καταλάβαινε τους Μπιτλς και τη δεκαετία του ’60 τότε, τι μπορούμε να κάνουμε τώρα γι’ αυτούς; Πρέπει άραγε να μοιράσουμε το ψάρι και τα ψωμιά ξανά στα πλήθη; Πρέπει να ξανασταυρωθούμε; Πρέπει να ξαναπερπατήσουμε πάνω στα νερά πάλι, γιατί ένα μάτσο βλάκες δεν το ’δανε την πρώτη φορά, ή γιατί δεν το πιστέψανε όταν το ’δανε; Ξέρεις τι ζητάνε: «Κατεβείτε απ' το σταυρό. Δεν το ’πιασα, δεν κατάλαβα το πρώτο μέρος. Δεν μπορείτε να το ξανακάνετε;» Όχι, παιδιά, αποκλείεται. Δε γίνεται να ξαναγυρίσεις σπίτι σου. Το σπίτι σου δεν υπάρχει.

Ούτε ο Τζόν Λένον βέβαια γύρισε σπίτι του. Όλα γίνανε έξω απ' αυτό, για το αυτόγραφο που δε δόθηκε, ή, καλύτερα, αυτό που εξαγρίωσε περισσότερο τον δολοφόνο, είπε: «που δόθηκε βιαστικά, σα να μη δινόταν, σα να τον πρόσβαλλε»...

Μια τόσο λανθασμένη κίνηση να πλησιάσει σε προσωπικό επίπεδο το είδωλό του, κι αμέσως μετά ένας φόνος που όντως έχει τη δύναμη να τον φέρει σε κατευθείαν σχέση μ’ εκείνον, σχιζοφρενικά, αφού το θύμα μέσα σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα πρέπει ν’ αντιληφθεί τον έρωτα και το μίσος του θύτη, κι ο άλλος θα ’χει πια όλο τον καιρό να μετανιώσει ή να διαγράψει τελείως απ’ τον τρόπο των αναμνήσεών του την τρομακτική συσσώρευση αισθημάτων και παρανοήσεων που ταξίδεψαν στριμωγμένα σε μια μοναδική σφαίρα.

Απ' την άλλη, ένας ήρεμος άνθρωπος, κάποτε μοχλός των μελωδικών εντάσεων που πυροδοτούσε η ατμόσφαιρα του Λίβερπουλ, ένας αναγκαστικά πρωτοπόρος, μας λείπει απ' τη στιγμή ακριβώς που συνειδητοποιείται ο θάνατος μαζί του και της ελπίδας ότι θα ξανακουγόταν ο παλιός ήχος τους, ότι θα ξανακολουθούσαμε τα τρελά κοριτσάκια των λιποθυμιών, ότι -αφού νέοι ήταν, ζούσαν- θα μας παίρνανε πάλι απ' το χέρι για τα νιάτα μας, ίσως να τα ξαναπροσπαθήσουμε.

Ας έλεγε ο αμερικάνος ντισκ-τζόκεϋ: Θέλω να ευχαριστήσω τον Τζον, τον Πολ, τον Τζορτζ και τον Ρίνγκο που δεν ξαναενωθήκανε και δεν καταστρέψανε ένα καλό πράμα, κι ας σχολίαζε ο ίδιος ο Λένον: Εγώ σκέφτηκα πως πρόκειται για καλό σημάδι. Ίσως ο κόσμος ν' άρχισε να καταλαβαίνει.

Τα παιδιά εκεί. Εχθρευόμασταν τη Γιόκο Όνο, όπως εχθρευόμαστε τόσα γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις που μας αλλοτριώνουν, μας ενηλικιώνουν, ή τουλάχιστο μας αλλάζουν. Με το πέρασμα του χρόνου όλα τα παλιά γίνονται αντικείμενο νοσταλγίας, κι οι όμορφες, κι οι επώδυνες εποχές.

Είν' εύκολο άλλωστε να ζητάμε απ' τους άλλους να κάνουν πράματα που βοηθάνε ή νομίζουμε πως θα βοηθήσουν - εμάς. Κι όσο αυτό να φωνάζανε οι καλοί Μπιτλς, «Να κάνεις εσύ ό,τι θέλεις, ν’ αναλαμβάνεις τη δική σου ευθύνη», όχι, δεν έγιναν έτσι τα πράματα.

Εμείς: Γιατί είναι τόσο απίθανο να ξαναβρεθούν μαζί οι Μπιτλς και να ξανακάνουν τραγούδια; Και: Ευχαριστούμε για όσα κάνατε για μας τη δεκαετία του ’60 -δε μας κάνετε άλλη μια ένεση τώρα;

Κι ο Λένον: Θα θυμούνται τους Μπιτλς και τους Στόουνς κι όλους αυτούς τους τύπους σαν άγια λείψανα. Άντε να παίξετε με τ’ άλλα παιδιά. Έμενα αφήστε με ήσυχο. Εγώ δεν είμαι γι' αυτά.

Δεν ήταν λοιπόν μόνο η προσπάθεια του για νέα, να πείσει τους ανθρώπους για τα καινούρια που γνώριζε και μετουσίωνε χωρίς τη θύελλα των Μπιτλς πια, αλλά κι η αγωνία του να πείσει για το δικαίωμα του να ’χει προσωπική ζωή, να ζήσει όπως ήθελε τώρα αυτός. Δε ζω για σας. Ζω για μένα και τη Γιόκο και το μωρό!

Κι αν μια τέτοια στάση παρερμηνεύεται, αν ενισχύει τα φιλύποπτα επιχειρήματα για παχυδερμισμούς, συμβιβασμούς, η απάντηση του είναι πάλι καθαρή και ήρεμη:

Δεν πρόκειται γι’ αναισθησία, είναι μόνο που ζώντας τη δικιά μου ζωή συνέχεια δεν έχω καιρό να παρακολουθώ το τι κάνουν άλλοι άνθρωποι, είτε αυτοί είναι οι Μπιτλς, είτε τίποτα συμφοιτητές απ' το κολέγιο, είτε άνθρωποι με τους οποίους είχα στενές σχέσεις πριν βρεθώ με τους Μπιτλς.

Και μέχρι σημείου να γίνεται προκλητικός μες σ’ αυτή τη δυσκολία του ν’ αναπνεύσει μακριά απ’ τα φώτα και τις επιθετικές φωταψίες. Η Γιόκο Όνο λέει:

Ο περισσότερος κόσμος μπορεί να πάει σε κάποιο πάρκο και να τρέξει -τα πάρκα είναι τεράστια. Ο Τζον όμως κι εγώ ποτέ δεν μπορέσαμε να πάμε στο πάρκο μαζί. Γι’ αυτό είμαστε αναγκασμένοι ν’ αγοράζουμε τα δικά μας πάρκα.

Ο Τζον Λένον ήταν ο πιο εγκεφαλικός απ' τους Τέσσερεις Υπέροχους. Ο πιο επικίνδυνος, ο πιο δύσκολος, ο πιο επίφοβος να βρει τη νέα διέξοδο.

Έτσι ήμουν πριν τους Μπιτλς κι έτσι μετά τους Μπιτλς. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί οι άνθρωποι κάνουν διάφορα και γιατί η κοινωνία ήταν όπως ήταν. Δε δεχόμουν τα πράματα επειδή γινόντουσαν φαινομενικά έτσι. Κοιτούσα πάντα κάτω απ’ την επιφάνεια.

Κι ύστερα, ο πιο διαλλακτικός, ο πιο ικανός να δραπετεύει απ' τα σχήματα που υποβάλλουν οι στρατιές των εφησυχασμών και στα όποια εξουσίες κι εταιρείες κι ανικανότητες επενδύουν και συνεχίζουν.

Γι’ αυτό θέλω να μαθευτεί αυτό, ότι, ναι, φρόντιζα το μωρό και φούρνιζα ψωμί και ήμουν η νοικοκυρά στο σπίτι και περηφανεύομαι γι’ αυτό. Αυτό είναι το νέο κύμα, το μέλλον, και χαίρομαι που βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή σχετικά μ' αυτό.

Χωρίς αυταπάτες για το παρελθόν, μ’ εκτιμήσεις σωστές κι απομυθοποιητικές, όπως απαιτεί η ισορροπία ενός μεγάλου καλλιτέχνη κι η κρυφή πορεία του δημιουργού.

Πιο πολύ απ' όλα όμως ήταν ο χρόνος κι ο τόπος που παρουσιάστηκαν οι Μπιτλς. Κάτι έγινε τότε. Κάτι σα χημική ένωση. Ήταν σα να ’χαν μαζευτεί μερικοί γύρω από ’να τραπέζι και να παρουσιάστηκε μια οπτασία. Τέτοιου είδους ήταν η επικοινωνία. Γι’ αυτό οι Μπιτλς ήταν κάτι σα μέντιουμ, κάτι τέτοιο. Δεν ήταν κάτι που θα μπορούσες να το επιβάλλεις. Ήταν οι άνθρωποι, ο χρόνος, τα νιάτα κι ο ενθουσιασμός.

Και:  Δε λέω πως δεν ήμασταν παντιέρες στα κατάρτια του καραβιού. Αλλά όλο το καράβι (συν)-κινιόταν. Ίσως οι Μπιτλς να ’ταν στην κορακοφωλιά, στο παρατηρητήριο ψηλά, και να φωνάζαμε: «Στεριά-αα!» ή κάτι παρόμοιο, ήμασταν όμως όλοι μαζί, μέσα στο ίδιο να πάρει ευχή, καράβι.

Έτσι χωρίς τον Τζον Λένον, τον τρυφερό. Τον αναγνώστη του Λιούις Κάρολ, τον ρομαντικό, τον θαυμαστή του Όσκαρ Ουάιλντ, του Ντύλαν Τόμας, και του Βαν Γκογκ. Που δεν ήξερε τις καντένσες, τον ανέκαθεν μπασμένο στην υπόθεση, τον μελαγχολικό κι αισιόδοξο, τον κάποτε δειλό, τον πάντα γενναίο, τον διαφορετικό.

Αλλά και τον κατευθεία πολιτικό: Αυτό που συμβαίνει είναι ότι κάποιος εμφανίζεται με μια γερή αλήθεια στο χέρι. Αντί να εξετάζεται η αλήθεια, εξετάζεται το πρόσωπο που την έφερε. Λατρεύεται ο αγγελιοφόρος, αντί για το μήνυμα. Έτσι έχουμε Χριστιανισμό, Μωαμεθανισμό, Βουδισμό, Κονφουκιανισμό, Μαρξισμό, Μαοϊσμό -τα πάντα-, αναφορές πάντα σε κάποιο πρόσωπο και ποτέ σ' αυτά που λέει.

Κι αν ρωτήσουμε τώρα, που ο καιρός σκεπάζει την έκπληξη, τον θυμό ή τον πόνο για τον θάνατό του, όπως τότε, λίγο πριν κερδίσει τον πυροβολισμό; Και οι Μπιτλς μάθανε τους ανθρώπους κολύμπι; Η απάντηση του ακούγεται ακόμα δυνατά:

Αν οι Μπιτλς ή η δεκαετία του ’60 είχαν κάποιο μήνυμα, αυτό ήταν. Μάθετε κολύμπι. Τελεία. Και μόλις μάθετε κολύμπι, κολυμπείστε.

Γιατί έχει την απρόσβλητη διάρκεια, αναστατώνει τα σκοτεινά δωμάτια των υπουργείων και τον ξαναπροσφέρει με τα λόγια του: «Είχαμε πιάσει το σταθμό με το μήνυμα», να λέει.

Από εδώ μπορούμε να πλησιάσουμε την αισιοδοξία του:

Όλοι είμαστε σχετικά νέοι. Το παιχνίδι δεν τέλειωσε ακόμα. Κι άμα το καλοεξετάσεις, απ’ ό,τι φαίνεται θα πατήσω τα 40 κι η ζωή αρχίζει στα 40 -έτσι υπόσχονται. Κι εγώ το πιστεύω. Είναι να πούμε σα να πατάς τα 21, σαν: «Πώ, πώ, τι θα γίνει μετά άραγε;». Μόνο που τούτη τη φορά είμαστε μαζί…

Σωτήρης Κακίσης