Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Ταινίες που θέλω να ξαναδώ : Μποέμικη ζωή

της Ανίσσας Χασίμ

«Όνειρο μου είναι να κάνω ταινίες χαμηλότερου προϋπολογισμού και πιο ασκητικές. Θα μου πάρει πέντε χρόνια αλλά ελπίζω να φτάσω στο σημείο να κάνω μια ταινία χωρίς εικόνα και ήχο.»
                                                                                                  
                                                                                                  Άκι Καουρισμάκι

Φτάνεις σε μια ξένη πόλη, σου επιτίθενται και σε χτυπούν μέχρι λιποθυμίας, και μετά σε ληστεύουν. Τώρα βρίσκεσαι μόνος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, κακοποιημένος και χωρίς μια στην τσέπη σου. Κι όμως την τελευταία στιγμή, κάποιος επίσης άγνωστος, προσφέρεται να σε περιθάλψει και στο τέλος του ταξιδιού όχι απλώς έχεις καταφέρει να επιβιώσεις, αλλά έχεις ανακαλύψει και το ποιος πραγματικά θέλεις να είσαι. Κάπως έτσι είναι και το σινεμά του Φιλανδού Ακι Καουρισμάκι, είναι πολύ πιθανό να δώσει την εντύπωση του παρωχημένου, αλλά τελικά το σώζει η αφοπλιστικά γήινη υπόσταση πάνω στην οποία ο σκηνοθέτης χτίζει το σύμπαν του.
Σκηνοθέτης, μοντέρ, σεναριογράφος, παραγωγός και εντελώς αυτοδίδακτος - δεν έχει φοιτήσει ούτε μια μέρα σε κινηματογραφική σχολή - ο Καουρισμάκι πριν ξεκινήσει την επαγγελματική ενασχόληση με το σινεμά, έχει περάσει από διάφορα επαγγέλματα ανάμεσα στα οποία λαντζιέρης, ταχυδρόμος και κριτικός κινηματογράφου. Ο πιο στενός του συνεργάτης τα τελευταία 27 χρόνια, δεν είναι άλλος από τον αδελφό του Μίκα, συνιδρυτή της Villealpha της δικής τους εταιρεία παραγωγής. (Όπως είναι εμφανές, το όνομα της εταιρείας είναι εμπνευσμένο από το πολύ αγαπημένο τους Alphaville του Ζαν Λυκ Γκοντάρ). Ο Άκι Καουρισμάκι έχει γυρίσει 29 ταινίες, εκ των οποίων περίπου οι μισές αποτέλεσαν τεράστιες εμπορικές αποτυχίες. Γεγονός το οποίο μάλλον δεν τον πτοεί, αφού όταν το 1996 προτάθηκε για Όσκαρ καλύτερης ταινίας με το «Μακριά πετούν τα σύννεφα», αυτό που έκανε ήταν να αποσύρει το φιλμ, δηλώνοντας ότι «Ο διαγωνισμός των Όσκαρ είναι παιχνίδι σε νηπιαγωγεία για τα πρωινά της Kυριακής» και αυτοσαρκαζόμενος συμπλήρωσε «Αν το σινεμά ήταν καλό, δεν θα ήμουν εγώ εδώ!».
Το 1992 γυρίζει την «Μποέμικη Ζωή», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ανρί Μιρζέρ "Σκηνές από τη ζωή των Μποέμ". Μια ταινία για τρεις απόκληρους καλλιτέχνες που όταν με εντελώς τυχαίο τρόπο θα βρεθούν ο ένας στον δρόμο του άλλου, θα δημιουργήσουν - αρχικά εν αγνοία τους – τους πιο δυνατούς δεσμούς της ζωής τους. Ο Μαρσέλ είναι ένας μεσόκοπος συγγραφέας που βλέπει τα βιβλία του να απορρίπτονται το ένα πίσω από το άλλο. Η ζωή του θα αλλάξει ριζικά την ημέρα που ο ιδιοκτήτης του δωματίου στο οποίο μένει θα του κάνει έξωση. Τότε είναι που θα συναντήσει τον Ροδόλφο, έναν απένταρο αλβανό ζωγράφο μετανάστη, που στο τέλος της ημέρας παίρνει μαζί του στο παλιό του δωμάτιο, προκειμένου να τον φιλοξενήσει. Εκεί θα γνωρίσουν τον Ζονάρ, έναν επίσης ζωγράφο που το μεσημέρι της ίδιας μέρας νοίκιασε το ίδιο δωμάτιο. Φυσικά στην ιστορία υπάρχει και μια γυναίκα, η Μιμί την οποία ερωτεύεται ο Ροδόλφος, Σε αυτή την περίπτωση όμως η γυναίκα δεν είναι αυτή που χωρίζει τους τρεις φίλους, αλλά αντίθετα τους ενώνει ακόμα περισσότερο.
Ο σκηνοθέτης μένει πιστός στην άποψη του ότι στο βάθος τους οι άνθρωποι είναι αγαθοί, αθώοι μπορεί και λίγο αφελής. Η «Μποέμικη Ζωή» είναι ένας ύμνος στην φιλία, την κατανόηση και την συμπόνια. Η ταινία ακριβώς όπως και οι ανθρώπινες σχέσεις, καταφέρνει να ισορροπήσει με μοναδική μαεστρία ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Ο Καουρισμάκι μας περνά από το γέλιο στο δάκρυ με την ταχύτητα και την φυσικότητα, που συμβαίνει και στην πραγματική ζωή… και πάνω που δάκρυσες κάτι γίνεται και αρχίζεις και πάλι να χαμογελάς…