Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Τέφι: Δεξιοτεχνία

τέφι-κατσιώλη

Μεταφράζει η Ελένη Κατσιώλη

Τέφι είναι το ψευδώνυμο της Ναντιέζντα Αλεξάντροβνα Λοχβίτσκαγια που γεννήθηκε το 1872 στην Αγία Πετρούπολη και πέθανε στο Παρίσι το 1952. Το διήγημα αυτό είναι από την ομώνυμη συλλογή της Δεξιοτεχνία.

Στα έργα της παρουσιάζονται τα δεινά των καθημερινών ανθρώπων. Έχει γράψει και μια σειρά από θεατρικά έργα, από τα οποία το πρώτο, το γυναικείο ζήτημα, ανέβηκε Πετρούπολη στο θέατρο Μάλι.

Εγκατέλειψε τη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1920 όπου άρχισε να δημοσιεύει τα έργα της στις εκεί ρωσικές εφημερίδες. Εξέδωσε αρκετές συλλογές, αναμνήσεις και τη νουβέλα, Ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα (1932). Οι ιστορίες της έχουν μια «εξαιρετικά καλοπροαίρετη και βαθιά ανθρωπιστική στάση» γράφει η κριτικός Αναστασία Τσιμπορατιόβα και τις συγκρίνει με τις ιστορίες του Αντόν Τσέχοφ.

Η Τέφι ενταφιάστηκε στο ρωσικό κοιμητήρι του Παρισιού.

*

Στην πόρτα της μικρής ξύλινης παράγκας, μέσα στην οποία η ντόπια νεολαία χόρευε και έπαιζε φιλανθρωπικές παραστάσεις τις Κυριακές, υπήρχε μια μακριά όμορφη κόκκινη αφίσα.
«Κάνοντας παράκαμψη δρομολογίου, ύστερα από πρόσκληση του κοινού, εμφανίζεται ο μεγαλοπρεπέστατος φακίρης της μαύρης και λευκής μαγείας.
Εκπληκτικά κόλπα: κάψιμο μαντηλιού μπροστά στα μάτια σας, εξαγωγή ασημένιου ρουβλιού από τη μύτη αξιότιμου θεατή και άλλα παράξενα».
Από το πλαϊνό παραθυράκι φαινόταν ένα λυπημένο κεφάλι που πουλούσε εισιτήρια.
Απ’ το πρωί έβρεχε. Τα δέντρα του δάσους γύρω από την παράγκα ήταν μουσκεμένα, φουσκωμένα, οι σταγόνες της γκρίζας βροχής κρέμονταν πάνω τους ακίνητες. Ακριβώς στην είσοδο φουσκάλιζε και γλουγλούκιζε μια μεγάλη λακκούβα.
Από τα εισιτήρια έβγαλαν μόνο τρία ρούβλια.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Το λυπημένο κεφάλι αναστέναξε, εξαφανίστηκε και από την πόρτα βγήκε με δυσκολία ένας μικρόσωμος κακομοιριασμένος άνδρας απροσδιορίστου ηλικίας.
Κρατώντας με τα δύο του χέρια από τον γιακά ριχτό το παλτό, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό προς όλες τις κατευθύνσεις.
-Ούτε ένα άνοιγμα. Όλα είναι γκρίζα. Στο Τιμασόφ την πατήσαμε, στο Σιγκρί την πατήσαμε, στο Ντμίτριεφ την πατήσαμε, στο Αμπαγιάν την πατήσαμε, στο Κουρσκ την πατήσαμε… Και πού δεν την πατήσαμε; Και πού δεν την πατήσαμε; -ρωτάω; Έστειλα πρόσκληση στον δικαστή, έστειλα στον δήμαρχο, στον κύριο αστυνόμο… σε όλους έστειλα. Πάω να γεμίσω τις λάμπες.
Έριξε μια ματιά στην αφίσα και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από αυτή.
-Τι άλλο θέλουν; Να βγάλω ένα σπυρί στο κεφάλι, τι στο καλό;
Στις οχτώ άρχισε να μαζεύεται κόσμος.
Στις θέσεις των επισήμων ή δεν είχε έλθει κανείς ή είχαν στείλει υπηρέτες. Στις φθηνές θέσεις των ορθίων ήρθαν κάποιοι μεθυσμένοι που άρχισαν αμέσως να απειλούν και να ζητούν πίσω τα λεφτά τους.
Στις 8.30 ήταν ξεκάθαρο ότι κανείς άλλος δεν θα ερχόταν. Και αυτοί που καθόντουσαν, όλο πιο δυνατά και πιο ξεκάθαρα βριζόντουσαν, έτσι που μια καθυστέρηση θα ήταν εντελώς επικίνδυνη.
Ο ταχυδακτυλουργός τράβηξε το μακρύ παλτό, που σε κάθε περιοδεία τού έπεφτε όλο και πιο φαρδύ, αναστέναξε, έκανε το σταυρό του, πήρε το κουτί με τα μυστικά χρειώδη και βγήκε στη σκηνή.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός ενώ σκεφτόταν:
«Είσπραξη τέσσερα ρούβλια, κηροζίνη έξι καπίκια κι αυτό ακόμα δεν είναι τίποτε, ο χώρος οκτώ ρούβλια, έτσι είναι. Ο γιος του δημάρχου είναι στη θέση των επισήμων, εντάξει. Όμως σας ρωτάω, πώς θα φύγω και τι θα φάω! Και γιατί να είναι άδειο; Εγώ ο ίδιος θα έτρεχα αμέσως για ένα τέτοιο πρόγραμμα».
-Μπράαααααβο! -φώναξε ένας από τους μεθυσμένους.
Ο ταχυδακτυλουργός συνήλθε. Άναψε τα κεριά στο τραπέζι και είπε:
-Σεβαστό μου κοινό, θα ήθελα να σας κάνω έναν πρόλογο. Αυτά που θα δείτε εδώ δεν είναι κάποιο θαύμα ούτε και μαγεία, που είναι ενάντια στην ορθόδοξη θρησκεία μας και είναι απαγορευμένη από την αστυνομία, δεν υπάρχει πουθενά μαγεία. Όχι, μακριά από μένα. Αυτά που θα δείτε εδώ δεν είναι τίποτε άλλο από ταχυδακτυλουργία και δεξιοτεχνία. Σας δίνω τον λόγο μου ότι εδώ δεν υπάρχει καμία μαγεία. Τώρα θα δείτε την εμφάνιση ενός σφιχτού αυγού μέσα από ένα εντελώς άδειο μαντήλι.
Ψαχούλεψε στο κουτί και έβγαλε ένα στριμμένο σε μπαλάκι χρωματιστό μαντήλι. Τα χέρια του έτρεμαν.
-Σας παρακαλώ βεβαιωθείται ότι το μαντήλι είναι εντελώς άδειο. Να, το τινάζω.
Ταρακούνησε το μαντήλι και το άνοιξε εντελώς με τα χέρια, ενώ σκεφτόταν: «απ’ το πρωί μ’ ένα ψωμάκι της δεκάρας κι ένα ποτήρι τσάι χωρίς ζάχαρη και αύριο τι;»
-Μπορείτε να βεβαιωθείτε ότι δεν υπάρχει κανένα αυγό.
Το κοινό αναζωογονήθηκε. Κάποιος ρουθούνισε. Ξαφνικά, ένας από τους μεθυσμένους άρχισε να ουρλιάζει:
-Ψέματα λες, το αυγό είναι εκεί!
-Πού είναι, -είπε ταραγμένος ο ταχυδακτυλουργός.
-Το ’χεις δέσει στο μαντήλι με σκοινί!
-Απ’ την άλλη πλευρά! -ακούστηκαν φωνές. –Φαίνεται η σκιά του!
Ντροπιασμένος ο ταχυδακτυλουργός αναποδογύρισε το μαντήλι και πράγματι, στο σιρίτι φάνηκε ένα αυγό.
-Αχ εσύ! –άρχισε να λέει κάποιος με καλοσύνη. –Θα μπορούσες να πας πίσω από το κερί, ήταν τόσο εύκολο. Εσύ όμως πήγες μπροστά. Αν είναι δύνατον, μωρέ.
Ο ταχυδακτυλουργός ήταν χλωμός και πικρογέλασε.
-Έτσι ακριβώς είναι, - είπε. –Εγώ, ωστόσο, σας προειδοποίησα ότι αυτό δεν είναι γητειά, παρά μοναχά δεξιοτεχνία. Με συγχωρείτε κύριοι. –Η φωνή του πνίγηκε κι άρχισε να τρέμει.
-Εντάξει, εντάξει!
-Δεν τρέχει τίποτε!
-Πήγαινε παρακάτω!
-Τώρα θα ξεκινήσουμε το επόμενο εκπληκτικό κόλπο που θα σας φανεί ακόμα πιο καταπληκτικό. Ας μου δανείσει κάποιος από το αξιότιμο κοινό ένα μαντήλι.
Το κοινό δείλιασε.
Πολλοί είχαν βγάλει κιόλας τα μαντήλια, παρατηρώντας τα όμως προσεκτικά, τα κρύψανε βιαστικά.
Τότε ο ταχυδακτυλουργός πλησίασε το γιο του δημάρχου και του άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του.
-Εγώ, φυσικά, θα έπαιρνα το μαντήλι σας, μιας που αυτό είναι εντελώς ακίνδυνο, ίσως όμως εσείς σκεφτείτε ότι έκανα κάποιο κόλπο…
Ο γιος του δημάρχου του έδωσε το μαντήλι του και ο ταχυδακτυλουργός το αναποδογύρισε και το τίναξε.
-Παρακαλώ βεβαιωθείτε ότι είναι ένα κανονικό μαντήλι.
Ο γιος του δημάρχου κοιτούσε με καμάρι το κοινό.
-Τώρα κοιτάχτε. Έχω μαγέψει αυτό το μαντήλι. Το στρίβω σαν κορδόνι, το πλησιάζω στο κερί και το καίω. Καίγεται. Κάηκε ολόκληρη η γωνιά. Βλέπετε;
Το κοινό τέντωσε τον λαιμό.
-Αλήθεια είναι, -φώναξε ένας μεθυσμένος, -μυρίζει καψαλισμένο.
-Και τώρα θα μετρήσω μέχρι το τρία και το μαντήλι θα είναι πάλι ολόκληρο. Ένα, δύο, τρία! Μπορείτε να βεβαιωθείτε.
Περήφανα και επιδέξια τέντωσε το μαντήλι.
-Α-αχ…
-Α-αχ, -αναστέναξε το κοινό.
Στη μέση του μαντηλιού έχασκε μια τεράστια καψαλισμένη τρύπα.
Μα τι είναι αυτά! -είπε ο γιος του δημάρχου και σούφρωσε τη μύτη.
Ο ταχυδακτυλουργός έσφιξε το μαντήλι στο στήθος και ξαφνικά άρχισε να κλαίει.
-Κύριοι… Αξιότιμο κοιν… Καμία είσπραξη… Βρέχει απ’ το πρωί… και που δεν πήγα… Βρέχει απ’ το πρωί… και που δεν πήγα, παντού… από το πρωί… δεν έφαγ… δεν έφαγ… τίποτε πέρα από ένα ψωμάκι.
-Μα όμως δεν σου κάναμε τίποτε, για τ’ όνομα του Θεού! –φώναξε το κοινό.
-Μήπως είμαστε θηρία; Θεός φυλάξοι!
Όμως ο ταχυδακτυλουργός έκλαιγε με αναφυλητά και σκούπιζε τη μύτη του με το μαγικό μαντήλι.
-Τέσσερα ρούβλια είσπραξη… ο χώρος στοιχίζει οκτώ ρούβλια… ο-ο-οκτώ… ο-ο-οκτώ…
Κάποια γυναίκα άρχισε να κλαίει δυνατά.
-Φτάνει, Θεέ μου! Μας γύρισες την ψυχή ανάποδα, -φώναζαν από γύρω.
Στην πόρτα εμφανίστηκε ένα κεφάλι με αδιάβροχη κουκούλα:
-Τι γίνεται εδώ; Πηγαίνετε στα σπίτια σας!
Σηκωθήκαν όλοι. Βγήκαν. Άρχισαν να τσαλαβουτάνε μέσα στις λακκούβες. Σώπαιναν, αναστέναζαν.
-Τι να σας πω μωρέ! –είπε ξάφνου καθαρά και δυνατά ένας από τους μεθυσμένους.
Και όλοι σταματήσανε για λίγο.
-Τι να σας πω! Οι τωρινοί άνθρωποι είναι αχρείοι. Και σου αρπάζουν τα λεφτά και σου βγάζουν την ψυχή. Ααα!
-Να τον πλακώσουμε! –μας ζάλισε το μυαλό.
-Ακριβώς, να τον πλακώσουμε. Άντε! Ποιος θα ’ρθει μαζί μου; Ένα, δύο τρία! Εμπρός, μαρς… Τι ασυνείδητος κόσμος… Μπας και τα είχα κλέψει τα λεφτά που πλήρωσα;… Μπα, θα του δείξουμε εμείς! Άντε γρήγορα…