Τα «ρημαγμένα κελιά» των ανθρώπων, στερημένα από ζωντάνια και χαρά, καθρεφτίζουν ψυχές που, αν και κουρασμένες από την εγκατάλειψη, εξακολουθούν να βιώνουν τη φθορά ως πραγματικότητα. Όταν «ο ήλιος του δειλινού» αναλαμβάνει ρόλο τιμωρού, τα σύννεφα σκιάζουν τα όνειρα και το κενό που δημιουργεί η απουσία των αγαπημένων προσώπων κάνει τα «λουλούδια να μαραίνονται».
«Η νύχτα» αντιπροσωπεύει την απώλεια, και μέσα στη σιωπή της η θλίψη διογκώνεται• εντείνει την πικρή γεύση των δακρύων, την ανατριχίλα του σώματος, την απογοήτευση που κάνει ένα χαμόγελο να σβήνει. «Την ώρα του θυμού και της συσκότισης», η ποίηση μοιάζει με καημό που πνίγει τα θέλω, «τουλάχιστον μέχρι να ξημερώσει» και γίνει η μοναξιά λίγο πιο υποφερτή.
Μικρό και περιεκτικό σαν βιβλίο, η Συσκότιση του Τάσου Ψάρρη αποτελεί την έτερη πλευρά του ορίζοντα, τις σκιώδεις «αντανακλάσεις ενός πέρατος που ο ίδιος αγγίζει / στις όχθες της φαντασίας», καταλήγοντας σε μια θάλασσα απελπισμένη και σκοτεινή, που η μοναδική ελπίδα που του προσδίδει είναι η αυγή μιας ζωής «εκεί που τελειώνει η άνοιξη».