Top menu

Αμάντα Μιχαλοπούλου: "Κάθε βιβλίο είναι μία δήλωση ετοιμότητας"

Συνέντευξη στην Μαρία Ιωαννίδου

Με την Αμάντα Μιχαλοπούλου συναντηθήκαμε σε γερμανικό έδαφος, στο Γκαίτε της Αθήνας. Σε μια υπέροχη βραδιά που Έλληνες μιλούσαν γερμανικά και τανάπαλιν. Στη συνέχεια επικοινωνήσαμε μέσω δικτύου, πάνω από ελληνικά νερά, αφού ήταν ντάλα καλοκαίρι και εποχή για διακοπές. Και ακόμα πιο μετά μέσω Κίνας αφού είχε βρεθεί εκεί. Αλλά όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία αφού η σημαντικότερη για μένα επικοινωνία με όποιον συγγραφέα συμπυκνώνεται στην λογοκλοπή που επιτρέπει να του κάνεις. Έτσι κατέληξα η γράφουσα να της πάρω δυο λέξεις από το «Πώς να κρυφτείς;» και να τις κάνω τίτλο σε ένα δικό μου, μικρό έργο. Την ευχαριστώ για όλες αυτές τις διαδρομές και τα ταξίδια που έκανα μέσα από τις σελίδες, και τις οθόνες.
Ας μιλήσουμε στην αρχή για την μετάφραση του δικού σας έργου. Σε ποιες γλώσσες, και πότε συνέβη αυτό; Πώς αισθάνεστε σαν συγγραφέας και σαν Ελληνίδα που το έργο σας διεθνοποιείται;
 
Η μετάφραση έργων από μικρές γλώσσες είναι σχεδόν ένα θαύμα κι έχει να κάνει με μια σειρά συμπτώσεων. Δεν υπάρχει πολιτική μεταφράσεων στη χώρα μας, ούτε στοχοποιημένο ενδιαφέρον. Όταν λοιπόν μεταφράζεται ένα βιβλίο μου σε άλλη γλώσσα νιώθω χαρά ασφαλώς, αλλά και λίγη θλίψη που οι μεταφράσεις παραμένουν περιθωριοποιημένο φαινόμενο. Διηγήματα και μυθιστορηματά μου έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες συνολικά, από αγγλικά ως κορεάτικα και διαπιστώνω ότι μια μετάφραση σε μεγάλη αγορά φέρνει συχνά και άλλες μεταφράσεις σε μικρότερες γλώσσες που διαβάζουν το αγγλικό κείμενο.
Έχετε σκεφτεί και την προοπτική μεταφοράς του έργου σας σε άλλη γλώσσα, τηλεοπτική ή κινηματογραφική;
 
Η μεταφορά του έργου δεν είναι θέμα του συγγραφέα, εξαρτάται από τις προτάσεις που θα του γίνουν.
Ποιόν «σπόρο» θα μεταφυτεύατε από το Βερολίνο στην Αθήνα;  Και τι θα ευδοκιμούσε στο δικό μας κλίμα; Αλλά και αντίστροφα τι «διδάξατε» με χαρά και περηφάνια στους Βερολινέζους που συγχρωτιστήκατε;
‘Ενας Έλληνας στο Βερολίνο διδάσκει, ακόμη και άθελά του, την ελληνική γενναιοδωρία, το κέρασμα, που είναι άγνωστη συνήθεια- και κατά συνεπεια το ψυχικό περίσσευμα που πάντα ξαφνιάζει τους Γερμανούς. Στην Ελλάδα θα ήθελα να φέρω λίγη γερμανική οργάνωση- σ’αυτό πάσχουμε.
 
«Πώς να Κρυφτείς;». Αναρωτιέμαι αν συνελήφθη στο Βερολίνο και αναπτύχθηκε στην Ελλάδα. Τι προϋπήρξε, η ιδέα και η συλλογή πληροφοριών και εικόνων ή η ανάγκη να κλειστούν όλα αυτά σε έναν μύθο;
 
Το βιβλίο γράφτηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στο Βερολίνο. Η Ελλάδα αποτελεί φασματική παρουσία ωστόσο, συνεχώς υπάρχει άμεσα ή έμμεσα η επίκληση του αττικού τοπίου. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο “ανάμεσα”- όχι μόνο σε τόπους, αλλά και σε ψυχικές συνισταμένες.
 
Τώρα που πολλές βαλίτσες ετοιμάζονται, εσείς μοιάζετε να ανεβάζετε την δική σας «στο πατάρι». Τι σας έφερε πίσω στην Ελλάδα, τι σας κρατάει εδώ, και τι είναι ικανό να σας ξαναταξιδέψει;
 
Επέστρεψα για να μη χάσω τη συνέχεια, μού ήταν απαραίτητο να ξέρω και να παρακολουθώ από κοντά το πώς και το γιατί της ελληνικής κρίσης. Αλλά είμαι  άνθρωπος που ζει με μια βαλίτσα- νοερά έστω. Είμαι πάντα έτοιμη για το επόμενο ταξίδι.
Το εξώφυλλο του «Π.Ν.Κ.» θα μπορούσε να παραπέμπει –και- στις κρυμμένες κάμερες και τα μικρόφωνα του ανατολικού μπλοκ;
 
Η αισθητική του ανατολικού μπλοκ διαποτίζει ακόμα το Βερολίνο, ασφαλώς περισσότερο ως νοσταλγική μόδα παρά ως βιωμένη πραγματικότητα. Προσωπικά, βρίσκω σε αυτή την αισθητική ένα κομμάτι της αισθητικής του 60, των παιδικών μου χρόνων και μάλλον γι αυτό την αξιοποίησα.

Στο μυθιστόρημα αυτό, οι κήποι κυρίως,  αλλά και τα μουσεία και η μουσική επανέρχονται σταθερά. Έχουν παίξει κάποιο ρόλο στην δική σας ζωή;
Ο κήπος και το μουσείο είναι κατά κάποιο τρόπο μεταφορά για το έξω και το μέσα. Με αυτή την έννοια μπορούν να ορίσουν την αρχιτεκτονική κάθε ανθρώπινης επιθυμίας ως συμβολικοί τόποι κυρίως.
Ποιος λαός έχει σκουπίσει κάτω από το χαλί κατά τη γνώμη σας, τις παλιές αμαρτίες, ο Ελληνικός ή ο Γερμανικός; Ποιος από τους δύο ενθαρρύνθηκε από τον  δημόσιο λόγο –και τον δημόσιο βίο- να αντιμετωπίζει τα ατομικά του φαντάσματα;
Νομίζω κανείς από τους δύο. Το σκούπισμα κάτω απ’ το χαλί είναι η δυσκολότερη δημόσια απόφαση. Όλοι συντηρούμε τα στερεότυπα, νομίζοντας ότι έτσι συντηρούμε τη μνήμη.
 
Ποια ομοιότητα και ποια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στους παραθεριστικούς οικισμούς της Αττικής και των «Κολονί»; θα μπορούσε το «Π.Ν.Κ.» να πάρει εκεί, σε μια Κολονί, την τελική του μορφή;
Στους γερμανικούς κήπους η ζωή είναι πολύ πιο απλή, κοντά στη φύση, στις μαιζονέτες του νεοελληνικού παραθερισμού η ζωή μοιάζει πιο πολύπλοκη και εξαρτάται συχνά από αξεσουάρ διακοπών. Από αυτή την άποψη οι Γερμανοί βρίσκονται πολύ πιο κοντά στη φυσική κατάσταση της ζωής νομίζω.
Η απομάκρυνση ή η επιστροφή στα οικεία, πυροδοτεί πιο έντονα την συνθετική δουλειά;
Και τα δύο είναι απαραίτητα, φάσεις της περισυλλογής που χρειάζεται για να μιλήσει κανείς για το οικείο.
Πότε αισθανθήκατε ότι είχατε «ξύσει τα μολύβια» σας; Ότι ήσασταν έτοιμη να καταθέσετε την δική σας εκδοχή για την ζωή γράφοντας; Και ποιος ή τι έπαιξε το ρόλο του καταλύτη;
Πότε δεν ένιωσα πραγματικά έτοιμη. Ουσιαστικά κάθε βιβλίο είναι μια δήλωση ετοιμότητας, αλλά έχει και το χαρακτήρα μιας ψευδαίσθησης γι αυτό και ο συγγραφέας απελπίζεται τόσο συχνά και νομίζει ότι δεν θα ξαναγράψει. Μέχρι το επόμενο βιβλίο.
Πώς έχετε ασκήσει την παρατηρητικότητά σας, και πώς την μυθοπλαστική φαντασία;
Ανέκαθεν ήμουν περίεργη για τις συνήθειες των ανθρώπων, για τα σπίτια τους, για τις εμμονές τους, για όλα αυτά που μάς κάνουν να είμαστε διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο. Η καλύτερη άσκηση είναι η διαρκής παρατήρηση. Και η ανάγνωση μυθιστορημάτων ασφαλώς. Εκεί συγκρίνει κανείς την παρατηρητικότητά του, με την παρατηρητικότητα των άλλων.
 
Τι ρόλο παίζει στη ζωή σας η αρχιτεκτονική, ο περιβάλλων χώρος, και από πού αντλήσατε πληροφορίες για το «Π.Ν.Κ.». Ανατρέχετε, γενικά σε πηγές αν είναι να αναφερθείτε σε επιστημονικά θέματα;
 
Ναι, πάντα ανατρέχω σε πηγές σχετικές με αυτά που γράφω. Ιδιαίτερα για την αρχιτεκτονική: είναι μια μεταφορά, ένας τρόπος να μιλήσεις για κάθε τι που χρειάζεται οργάνωση, ακόμη και για τα συναισθήματα.
Γνωρίζοντας όλο και περισσότερους τόπους και ανθρώπινους χαρακτήρες, πώς επηρεάζεται το πλάσιμο των χαρακτήρων;
 
Είμαι πολυσυλλεκτική από τη φύση μου. Αν και διαπιστώνεις στην πορεία ότι οι ανθρώπινοι τύποι είναι ίδιοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη- οι αναποφάσιστοι, οι μοιρολάτρες, οι θύτες και τα θύματα…
 
Υπάρχει κάποια φράση, παρόμοια με το «μικρό σπίτι μεγάλος κήπος» που να αποτελεί το δακτυλικό αποτύπωμα της Αμάντας Μιχαλοπούλου;
Θα ζεις ώσπου να πεθάνεις. Είναι κλεμμένη, αλλά αποδίδει αριστοτεχνικά νομίζω τη σημασία του παρόντος.

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα και Δημοσιογραφία στο Παρίσι. Από το 1990 ως το 2008 αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Καθημερινή. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Ρεύματα και τη συλλογή διηγημάτων Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη (1994). Το πρώτο της μυθιστόρημα, Γιάντες, απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω (1996). Στην αμερικανική μετάφραση του βιβλίου της Θα ήθελα απονεμήθηκε το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών (2008). To Θα ήθελα ήταν επίσης υποψήφιο για το βραβείο Best Book in Translation του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ. Έχει γράψει έξι μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και παιδικά βιβλία. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε εννιά γλώσσες. Το τελευταίο της μυθιστόρημα “Πώς να κρυφτείς” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.