Top menu

Στο Άλεκτον... με τον Γκάτσο - Δυο κείμενα περί ποίησης

 
άλεκτον

 

ή 

καθημερινές ιστορίες σ' ένα στέκι δίχως όνομα, στην καρδιά της πόλης, κρυμμένο σε μια γωνιά της σαν ξεχασμένο άχρηστο αντικείμενο, πεταμένο αλλά τόσο απαραίτητο…


Του Σταμάτη Καλογερόπουλου

…βράδυ Πέμπτης. Γύρω στις οχτώ. Γωνία Πανεπιστημίου κι Ασκληπιού. Ο Μήτσος Κασόλας, μόλις μ' έχει συμβουλεύσει να επισκεφτώ το Άλεκτον, να βρω τον Κώστα Καρτελιά. Παίρνω τον Καρτελιά. Ραντεβού στο Μεταξουργείο. Αισθάνομαι ότι θα "φάω χαστούκι" αλλά δεν έχω κι άλλη επιλογή. Ακούω τον κατά πολύ σοφότερό μου Κασόλα κι οδεύω προς το άγνωστο, προς το Άλεκτον…
…"πού είναι η Σφακτηρίας;" "Εκεί πιο κάτω", μου απαντάει ένας γέρος ανόρεχτα. Κατεβαίνω την Πλαταιών και προσπερνάω έναν πεζόδρομο στα δεξιά, που μου χτυπάει στο μάτι. Γυρίζω πίσω. Ο δρόμος αυτός είναι μια γειτονιά ξεχασμένη απ' τον χρόνο ή ξεριζωμένη από κάποια επαρχιακή πόλη και καρφωμένη εκεί. Ο θόρυβος της πόλης δεν την αγγίζει κι ας χάσκει η Καβάλας από κάτω κι ας παραμονεύει η Πειραιώς από πάνω. Απέναντι από ένα σκοτεινό μαγαζάκι χωρίς ταμπέλα, χωρίς όνομα, είναι ένας μαύρος στύλος με γυάλινες μπάλες. Τις έχουν χρωματίσει μπλε, κόκκινες, πράσινες. Αν και πίσω από το στύλο υπάρχει κι άλλο μαγαζάκι, πιο φωτεινό, πιο ζωντανό, τα πόδια μου με οδηγούν προς το μέρος που δεν έχει όνομα. Δυο βήματα. Μικρή διαδρομή και υπόγεια. Ο χρωματιστός στύλος βρίσκεται σε μια περίεργη συσχέτιση με το σιωπηλό αυτό μέρος. Σα να λένε κάτι τα δυο τους. Τι άραγε;…

…μπαίνω μέσα. Ένα δυο πρόσωπα. Μια δυο αμυντικές καλησπέρες. Εξηγώ, μου απαντούν. Περιμένω σ' ένα χώρο που θυμίζει σαλόνι νεοκλασικού σπιτιού και όχι μαγαζί. Παντού έχει επέμβει ένα ανθρώπινο χέρι για να ζεστάνει τους τυπικούς τοίχους και τα συνηθισμένα πατώματα. Ξύλο, χαρτί, απαλά μέταλλα, χαλιά, κεριά. Κρατάω σημειώσεις. Αλλά κάτι συμβαίνει κι ο στύλος μου τραβάει το βλέμμα. Το μυστήριο της συσχέτισης με το χώρο; Το χλωμό φως του στύλου έχει κάτι από την ατμόσφαιρα του μαγαζιού. Δεν το σημειώνω. Κρατάω την εικόνα….

…σε λίγο καταφτάνει ο Κώστας ο Καρτελιάς. Ψηλός, απλός, πενηντάρης, ευγενικός. Τελειώνω τον γαλλικό μου και κάθομαι στη θέση που μου προσφέρει. "Κύριε Καρτελιά, κάνω ένα θέμα για τα στέκια της Αθήνας, παλιά και νέα., μπλα, μπλα, μπλα…". Ύστερα από απαίτησή του, ανάμεσά μας μπαίνει ο ενικός. Δεν είναι οικειότητα αλλά ούτε και εμπόδιο. Μου λέει ποιος είναι. Φίλος του Χειμωνά;! Στιχουργός της "Οδύσσειας" που μελοποίησε ο Θοδωράκης;! Απολογούμαι ότι ήρθα αδιάβαστος. Δεν τον ενοχλεί. Λες και δεν είναι δικές του οι ιδιότητες. Ο στύλος απέναντι με κοιτάει παράξενα. Η συζήτηση επεκτείνεται σε ονόματα, χρονολογίες, γεγονότα. Μάγια Μόρντγκενστερν, Μίκης Θεοδωράκης, Μαρία Φαραντούρη, Μήτσος Κασόλας, Λάμπης Ταγματάρχης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Κυπουργός Νίκος, Μελίνα Τανάγρη, Δημήτρης Σπύρου, Γιάννης Μετζικώφ, Πέτρος Μάρκαρης, Πέτρος Αμπατζόγλου, Μιχάλης Κακογιάννης, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Γιώργος Γραμματικάκης. Ζωγράφοι, γλύπτες, θεατράνθρωποι, συγγραφείς, πανεπιστημιακοί ακόμα κι ο Γιάννης Μελισσανίδης, ο Ευάγγελος Βενιζέλος κι ο Γιώργος Παπανδρέου. Θαμώνες, πρωτεργάτες, ιδρυτές, φίλοι και υποστηρικτές. Τι συμβαίνει εδώ; Ο χώρος αυτός είναι περίπου 11 χρονών. Έξι χρόνια πριν οι ιδρυτές του μαζέψουν από τα σκουπίδια τραπέζια, καρέκλες, μπουφέδες για να τον επιπλώσουν, το 1993, ο Γιώργος Χειμωνάς με το φίλο του τον Κώστα, μαζεύουν ένα βράδυ γύρω στους 200 ανθρώπους στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Μιλάει ο Χειμωνάς. Ο Κώστας θυμάται. Σημειώνω: "Ανέκαθεν η τέχνη αφοσιωνόταν σε θεότητες. Αν το πιο ορθολογικό χαρακτηριστικό μιας θεότητας είναι η αθανασία, τώρα που ζήσαμε τους θανάτους των θεών, τώρα που είδαμε τις δολοφονίες των ιδεολογιών, τώρα που ακούμε βαριεστημένοι το ψυχορράγημα της φιλοσοφίας, η μόνη θεότητα που κρατάει ακέραιη την αθανασία της, η μόνη θεότητα που απέμεινε στην τέχνη για να της αφοσιωθεί, είναι αυτή του καθημερινού. Η καθημερινότητα του καθενός μας με όλα τα απλά, όλα τα συγκλονιστικά περιστατικά της να μπορεί να θρησκεύεται σε μικρούς εσπερινούς τέχνης."…

…η Νικολέττα θυμάται τον Τζιώτη, τον ζωγράφο που ήπιε καφέ μαζί της εκεί και τη βοήθησε να μπει στο ρόλο της Ανδρομάχης. Έτσι πήρε το ρόλο της, κάποτε στην Επίδαυρο. Μικρές ιστορίες, νέα και παλιά ονόματα, ο Γιώργος που έπαιζε βιολί και σχεδίαζε πλοία, ο άλλος Γιώργος ο γλύπτης κι ερασιτέχνης μουσικός που θυμάται την κρητική ρακή, η Μιμή που αλαφροπατάει σα νεράιδα και τριγυρνάει αθόρυβα ανάμεσα από τα τραπέζια, ο Κώστας πάντα μικρός πρίγκιπας που πίνει Dewars με πάγο, εγώ πια, που μου αποκαλύπτεται ένας μικρός κόσμος. Πιάνω λέξεις και φράσεις στον αέρα: "λειτούργησε σαν καταφύγιο", "σχολείο", "σχεδόν δάκρυζε", "εδώ έπαιξε ο Charles Lloyd", "πλατεία του χωριού για καλλιτέχνες". Μπαίνει ο συνθέτης Δημήτρης Μαραμής, κάνει ένα γρήγορο ζέσταμα στο πιάνο. Φωτογραφίες. Σε λίγο φεύγω για να επιστρέψω την επομένη. Έξω ο στύλος δείχνει λιγότερο μυστήριος, πιο οικείος…

…Παρασκευή βράδυ. 23.30, στη Σφακτηρίας 23. Ο Κώστας με καλεί στο τραπέζι. Τον βλέπω να πίνει Dewars. Τον βρήκα όπως τον άφησα χτες βράδυ. Η Αιμιλία Παπαφιλίππου, ο Γιώργος, η Άννα, η Μιμή. Πιο πέρα, πάρτυ γενεθλίων μιας παρέας νεαρών ηθοποιών. Βουητό και μουσική. Η συζήτηση ανάβει. Οι ερωτήσεις μου φαίνονται τυπικές. Κίνημα τέχνης; Αντιδρούν. Ο Κώστας έχει ευαισθησίες μικρού παιδιού. Η Αιμιλία τινάζεται ολόκληρη όταν μιλάει, σαν ηθοποιός που δεν υποκρίνεται. Λόγος για το τυχαίο, σκέφτομαι τη θεότητα της καθημερινότητας. Η αλαφροπατούσα νεράιδα Μιμή κάθεται στωικά. Ο Γιώργος κι η Άννα γελούν, θυμάμαι το τραγούδι των Κατσιμιχαίων "Μάρκος και Άννα", σκέφτομαι "Γιώργος και Άννα". Λόγος ξανά για κίνημα τέχνης. Το παιδί Καρτελιάς εξανίσταται, κάτι ψελλίζει για ΠΑΣΟΚ και κινήματα, του απαντάω ότι υπάρχουν και κινήματα τέχνης (λες να μην το 'ξερε; δε νομίζω). Η performer Αιμιλία μιλάει για τους κόκκους της καθημερινότητας σα να 'ναι η αμμουδιά του πολιτισμού. Τέλος πάντων, ο στύλος με κοιτάει πίσω από τη τζαμαρία, χλωμός και ηλίθια μυστηριώδης. Τέλος πάντων πεισμώνω: "Ποιοι είσαστε;"

Μου ζητούν να μην ονομάσω το χώρο. ΟΚ. Παίρνω την ευθύνη. Τον ονομάζω Άλεκτον. Την επιστρέφω όμως: οι νονοί είναι αυτοί, οι πρωτεργάτες του χώρου. Το προπατορικό τους αμάρτημα δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί. Λέγονται; - δεν ονομάζονται - είναι;…προμηθεϊστές του εφήμερου. Εδώ, οι σερβιτόροι παίζουν πιάνο και τραγουδούν, οι μουσικοί σερβίρουν. Ύστερα, βγαίνουν έξω. Η νύχτα που τους απειλούσε, τους έχασε μέσα σ' αυτό το καταφύγιο. Βγαίνουν έξω, φεύγουν, η ζωή συνεχίζεται. Αύριο, κυνηγημένοι ίσως πάλι, θα κάνουν ένα μικρό διάλειμμα για μερικές ανάσες. Θα 'ρθουν ξανά εδώ. Ήρθα για να τους καταγράψω. Δεν ήθελα να τους κλείσω σε εισαγωγικά. Θεώρησαν απειλητική τη μελάνη μου. Τα κιτάπια μου δε τους χωράνε εύκολα. Ήθελα μόνο να τους γνωρίσω. Κάθισα στα τραπέζια τους. Κοινωνήσαμε. Δεν φιλοξενήθηκα - κοινωνήσαμε. Δεν μπορούσα να περάσω απαρατήρητος σαν τρίτος. Μονάχα ο φακός της μηχανής είναι τρίτος, παρείσακτος. Στα χέρια μου γίνεται κι αυτός κοινωνός. Τελικά, εδώ υπάρχει χώρος; Χώρος συνάντησης, χώρος δημιουργίας; Υπάρχει ο χώρος αλλά μόνο με την προϋπόθεση των ανθρώπινων βλεμμάτων, των χειρονομιών, των ατάκτως ειρημένων συζητήσεων, των τραπεζιών που μαζεύτηκαν απ' τα σκουπίδια για να επιπλώσουν αυτόν το χώρο. Ό,τι έδιωξε η καθημερινότητα, είναι εδώ λοιπόν, άνθρωποι και πράγματα. Εκκλησιασμός μικρού δήμου. Χωρίς ταυτότητα, πρόγραμμα, στόχο, θέση, μόνο με την ταυτότητα της συνάντησης. "Συναντιούνται, άρα υπάρχουν", η μόνη προκείμενη. Εμπειρίες, βιώματα, τραπέζια, παρέες. Η νύχτα τους καλεί, η νύχτα τείνει προς το Άλεκτον, το άλεκτόν τους.

Λίγο μετά τους εξηγώ τη σκέψη μου. Το παιδί Καρτελιάς συγκινείται, η performer Αιμιλία δακρύζει, η νεράιδα Μιμή χαμογελάει, το τραγούδι "Γιώργος και Άννα" αγκαλιάζεται. Βγαίνω έξω. Ο εκθεσιακός χώρος δίπλα είναι σιωπηλός, το θεατράκι επάνω το ίδιο. Μέσα απ' το τζάμι η παρέα των ηθοποιών τραγουδάει, γλεντάει, σα θίασος βουβός. Ο στύλος με κοιτάει. Του κλείνω το μάτι.…νύχτες του Μεταξουργείου και του κέντρου της Αθήνας. Κυνηγημένοι άνθρωποι τρέχουν στα στενά ή περπατούν με γρήγορο βήμα. Μετανάστες, "κορίτσια", πρεζάκια, περαστικοί. Ανθρώπινο μπουλούκι. Αυτοκίνητα, μηχανές, ταξιτζήδες. Μπροστά αυτοί και πίσω τους τα χίλια δυο πρόσωπα του φόβου και του μίσους. Αόρατα ή ένστολα ή και οικεία τους. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι χωρίς επιλογή. Το μηχανάκι μου περνάει αδιάφορο ανάμεσά τους. Το βλέμμα μου όμως όχι. Κυνηγάει τους κυνηγημένους. Ετυμηγορία: αθώοι, μέσα στα μικρά τους εγκλήματα και τα μεγάλα τους πάθη. Ασφυκτιώ μαζί τους, ασφυκτιώ που αυτοί δεν έχουν κανένα καταφύγιο…

Το «Άλεκτον» ιδρύθηκε το 1999, ως μη κερδοσκοπικό σωματείο, διαχειριζόμενο από Επιτροπή. Μερικοί από τους ανθρώπους του…
Μιχάλης Κακογιάννης, Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Γραμματικάκης (καθηγητής Φυσικής και πρώην Πρύτανης Παν/μίου Κρήτης), Νίκος Τρανός (καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ.), Αγλαΐα Παπά (ηθοποιός), Άγγελος Σκούρτης (ζωγράφος), Λένα Κιτσοπούλου (συγγραφέας, ηθοποιός), Βασίλης Παπαβασιλείου (σκηνοθέτης, ηθοποιός), Γιάννης Ψυχοπαίδης (εικαστικός δημιουργός, καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ.), Δημήτρης Γέρος (ζωγράφος), Γιάννης Μετζικώφ (ενδυματολόγος, σκηνογράφος, ζωγράφος, γλύπτης) Κυπουργός Νίκος (μουσικοσυνθέτης), Μάγια Μόργκενστερν (Ρουμάνα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου), Μήτσος Κασόλας(συγγραφέας, ποιητής δημοσιογράφος), Καρτελιάς Κώστας (ποιητής, στιχουργός)

ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΟΜΙΛΙΑΣ ΧΕΙΜΩΝΑ:

«Πάντως εγώ, όταν……δεν το ταξιδιωτικό γεράκι, που εδώ και πάρα πολύ καιρό το περιμένω/το γεράκι με τον ασημένιο κρίκο στο πόδι του: το μήνυμα που έχει για μένα/ θα σχίσω χωρίς να το διαβάσω το μήνυμα/και θα κρατήσω ανάμεσα στις χούφτες μου το ίδιο το γεράκι - και τότε το μήνυμα για μένα θα είναι ο άγριος χτύπος της καρδιάς του γερακιού, η παγωμένη αφή του χεριού που λίγο πριν το αφήσει να πετάξει, το έσφιξε με δύναμη κι εκείνο από τον πόνο έκρωξε.

:Γιατί εγώ, μονάχα τα μέσα αγαπάω. Τα μηνύματα, μονάχα τα ξέρω. Αφού είμαι αυτός που τα έγραψε. Μόνο που δεν είμαι εκείνος που τα σκέφτηκε. Πάντα μου τα υπαγόρευαν.»

Ιανουάριος '93
 Τετάρτη, 29                                                                        
Γιώργος Χειμωνάς


Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Νέμεσις, τον Απρίλιο του 2010

*


Γκάτσος ο Πελασγικός 2


του Γιάννη Υφαντή


(Ένα κείμενο το οποίο –τουλάχιστον πριν το περιορίσω για να χωρέσει στα 20 λεπτά- το διέτρεχε η ιδέα ότι κάθε επαναπροσέγγιση του ποιητή, μπορεί να γίνεται, μια ευκαιρία επαναπροσέγγισης του Παγκοσμίου Ποιητικού Πνεύματος)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ


yfanths-gkatsos.jpgΟι ποιητές κατά βάθος δεν είναι πολλοί, οι ποιητές κατά βάθος είναι ένας, ο Κανένας, που όμως έχει πολλά πρόσωπα και πολλά ονόματα σκορπισμένα στο χώρο και στο χρόνο.Γι’ αυτό λέει ο κάθε ποιητής. Γι’ αυτό λέει το Παγκόσμιο Ποιητικό Πνεύμα:

Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.

Έγραψα το Τραγούδι του Αρπιστή στα 2000 π.Χ. στην Αίγυπτο
Έγραψα την Οδύσσεια στα 800 π.Χ. στην Ιωνία.
Έγραψα το Ταό Τε Κιγκ στα 600 π.Χ. στην Κίνα.
Έγραψα τον 11ο αιώνα στο Ικόνιο το Μαθναβί ι Μαναβί.
Τέλειωσα στη Ραβέννα εξόριστος την Κωμωδία που ο Βοκ-
κάκιος την είπε Θεία.
Έγραψα τη Γυναίκα της Ζάκυνθος
Τα Τέσσερα Κουαρτέτα
Την Κίχλη και
την Αμοργό
Το Μανθρασπέντα.

Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.

Η ομορφιά της Φύσης, τα παραμύθια και τα ποιήματα, οι θρύλοι και οι πραγματικές ιστορίες που άκουσα κυρίως από τον πατέρα μου υπήρξαν το αντίδοτο της  μελαγχολίας μου στα παιδικά μου χρόνια.


Οι ποιητές και οι μουσικοί υπήρξαν το αντίδοτο στη μιζέρια και στη θλίψη των εφηβικών μου χρόνων.
Κι αργότερα, στα 27 μου, είναι ο Γκάτσος μαζί με τον Χατζηδάκι (ένας ποιητής κι ένας μουσικός δηλαδή) που γίνονται η αιτία να εκδώσω σε βιβλίο τα ποιήματά μου. Είναι αυτοί που στέλνουν στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη (και σημειώστε τούτο: χωρίς ποτέ να έχουμε γνωριστεί) στέλνουν τον διευθυντή των εκδόσεων ΤΡΑΜ, τον Δημήτρη Καλοκύρη, για να με παρακαλέσει (εκ μέρους των) να εκδώσω τα ποιήματά μου σε βιβλίο.
Κι όταν μετά ένα εξάμηνο παίρνουν στα χέρια τους το «Μανθρασπέντα», καθώς μου έλεγε αργότερα ο Χατζηδάκις, η μέρα εκείνη γι’ αυτούς είναι γιορτή. Γιατί βλέπουν τη γραμμή που ξεκινάει από τον Όμηρο, τους λυρικούς και τους τραγικούς και φτάνει αδιάσπαστη ως αυτούς, να συνεχίζεται. Χαίρονται όπως οι γονείς που ύστερα από μεγάλη αναμονή, αποκτούν το πρώτο τους παιδί. Και μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τον Χατζηδάκι, ο Γκάτσος λέει στον Ελύτη, να μην πατήσει το πόδι του στην παρέα τους, αν δεν καθήσει προηγουμένως να διαβάσει το «Μανθρασπέντα». Κι ο Ελύτης υπάκουσε απαντώντας: «Ό, τι προστάξει ο Νίκος».Μα το πιο σημαντικό για μένα, είναι, που ο Γκάτσος (και βέβαια μαζί του ο Χατζηδάκις κι ο Ελύτης ή ακόμα πιο πέρα στην οδό Μιχαήλ Κόρακα ο Ρίτσος), συμπεριφέρονται έτσι απέναντι σ’ ένα βιβλίο που δεν το ανέφεραν επαινετικά προηγουμένως οι Τάιμς, η Λε Μοντ είτε η Φιγκαρό. Ούτε καν το Βήμα και τα Νέα. Είναι σημαντικότατο να διαθέτει μια χώρα ανθρώπους που να μην χρειάζονται κανενός τη μαρτυρία για ν’ αποτιμήσουν κάτι. Η χώρα που έχει τέτοιους ανθρώπους έχει ψυχή, έχει κέντρο. Αλλοίμονο στη χώρα που δεν έχει κέντρο, είτε που έχει χάσει το κέντρο της. Αλλοίμονο σε μια χώρα που έχει χάσει την ψυχή της.

Ο Γκάτσος (κι όλη η θαυμάσια γενιά του 30) όχι μόνο δεν φοβάται τους γονείς του, (τους προηγούμενους ποιητές εννοώ) αλλά είναι ευτυχής που συμβαίνει να είναι γιος τους, και με χαρά κάνει ότι μπορεί για ν’ αποτελεί συνέχειά τους.
Όχι μόνο δεν φοβάται τα παιδιά του, όχι μόνο δεν υπονομεύει τα παιδιά του, αλλά κάνει τεράστιες προσπάθειες να τα βοηθήσει.

Οι ποιητές άλλο δεν είναι παρά κύματα
του Ωκεανού που τ’ όνομά του είναι Πνεύμα.

Και βέβαια, όντας καθάριο πνεύμα οι ποιητές, διόλου δεν αλλοιώνονται από τις δημόσιες σχέσεις. «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Όταν ο Γκάτσος αναφέρει δημοσίως ονόματα νέων ποιητών που εκτιμά, και αγαπά, δεν αναφέρει εκείνους που συνωστίζονται γύρω του, αλλά εκείνους που εκτιμά και αγαπά ως ποιητές, έστω κι αν δεν τους έχει γνωρίσει ποτέ από κοντά.


Τι να κάνουμε; Έτσι είναι οι ποιητές. Μα δεν είναι θαυμάσιο που στον κόσμο τούτο στον οποίο όλοι εξαγοράζονται, να υπάρχουν εκείνοι που δεν εξαγοράζονται ποτέ, από κανέναν και με τίποτε;
 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΑΛΛΑ ΤΙ ΣΟΪ ΠΟΙΗΤΗΣ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ Ο ΓΚΑΤΣΟΣ;


Αν κι έγραψε πολλούς στίχους προορισμένους εξ αρχής για να μελοποιηθούν,  ποτέ οι αναφερόμενοι σ’ αυτόν δεν έθεσαν το δίλημμα στιχουργός ή ποιητής. Γιατί το 70 τοις εκατό των γραπτών του Γκάτσου είναι υψηλή ποίηση.
Και βέβαια στην ΑΜΟΡΓΟ ισχύει αυτό που λέει το Ευαγγέλιο «το πνεύμα όπου θέλει πνει». Περνάει μες από το δημοτικό τραγούδι και τα νεοελληνικά παραμύθια, πηγαίνει στην αρχαία μυθολογία ή στη σύγχρονη ιστορία και πραγματικότητα, πηγαίνει στη Γερμανία, στην Ολανδία ή στην Ινδία, με την άνεση που μόνο το πνεύμα έχει. Αν ο άνεμος μες στα πεύκα, που μας δίνει τον ήχο της βαθύτερης ανάσας (σαν από το πέρασμα όλων των ψυχών του παρελθόντος και του μέλλοντος), αν ο άνεμος αυτός είναι διάφανος, στην Αμοργό ο άνεμος, όντας το πύρινο πνεύμα του ποιητή, γίνεται πανέμορφες εικόνες με δροσερά χρώματα, φανερώνοντας ένα μέρος από τον δίχως αρχή και τέλος ναό του Κόσμου, ένα μεγάλο μέρος από το δίχως αρχή και τέλος πανόραμα που λέγεται διαχρονικός ελληνισμός.
Και βέβαια στην Αμοργό το πνεύμα «όπου θέλει πνει», αλλά συνάμα, όπως θέλει πνει. Με δεκαπεντασύλλαβο ή ελεύθερο στίχο, με ομοιοκαταληξία ή πρόζα, με δημοτική ή καθαρεύουσα, με αργκό  ή με αρχαΐζουσα, με λαϊκή ή με εκκλησιαστική γλώσσα. Επειδή «το πνεύμα έχει την εξουσία». Επειδή ο ποιητής «μιλά ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι γραμματείς».
Και βέβαια είναι μέγα λάθος να θεωρείται ποίηση μόνον η ΑΜΟΡΓΟΣ.
ΟΙ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ, ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ κι άλλα ποιήματά του σκορπισμένα σε διάφορες ενότητες, είναι ισάξια ή και ανώτερα της ΑΜΟΡΓΟΥ.

Αλλά τι σόι ποιητής είναι αυτός ο Γκάτσος;

Ψάχνοντας στο ιντερνέτ να δω τι λένε για τον Γκάτσο είδα ότι οι 100 στους 100 τον θέλουν υπερρεαλιστή. Και σκέφτομαι. Μάλλον χρειάζονται ένα παριζιάνικο καλλιτεχνικό ρεύμα για να δώσουν αίγλη στον ποιητή, να τον επιχρυσώσουν, επειδή δεν μπορούν να διακρίνουν πως ο ποιητής είναι ήδη, ολόκληρος, ατόφιο φως, ένα άστρο. Ή μήπως είναι απλώς μια προσπάθεια των φιλολόγων να τον κατατάξουν κάπου, να τον βάλουν στο ράφι και να τελειώνουν μ’ αυτόν;

Και βέβαια η ποίηση χρησιμοποιεί την ιστορία, μα δεν είναι ιστορία. Χρησιμοποιεί την φιλοσοφία, μα δεν είναι φιλοσοφία. Χρησιμοποιεί την επιστήμη μα δεν είναι επιστήμη. Χρησιμοποιεί τη θρησκεία μα δεν είναι  θρησκεία. Χρησιμοποιεί τον εσωτερισμό, τον αποκρυφισμό ή τον μυστικισμό, μα δεν είναι εσωτερισμός, αποκρυφισμός ή μυστικισμός. Χρησιμοποιεί τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, μα δεν είναι καλλιτεχνικό ρεύμα. Είναι μόνο και μόνο ποίηση.

Ναι, γιατί όχι, ο Νίκος Γκάτσος, κυρίως στην Αμοργό είναι συν τοις άλλοις και σουρρεαλιστής. Όμως να δούμε και κάποια άλλα πράγματα. Έτσι για να παίξουμε:
Νίκος Γκάτσος λοιπόν, μάλιστα. Γκάτσος ο ασαίος, Γκάτσος ο αρκάδιος, Γκάτσος ο λαγκάδιος, Γκάτσος ο ποτάμιος,  Γκάτσος ο αστέριος, ο φεγγάριος, ο φεγγαροδιχάλιος, ο των θερινών κάμπων, ο της χειμερινής ενδοχώρας, ο αχερούσιος, ο χαρόντειος, ο δρακόντιος, ο κεκρόπειος, ο φερσεφόνειος, ο στάχειος, ο πελάγιος, ο παράλιος, ο βοτσάλειος, ο βοτάνιος, ο σπηλέιος, ο αυγινός, ο εσπερινός, ο ορέστιος, ο δωδωναίος, ο Αϊδοναίος, ο των θρύλων, παραμυθιών και τραγουδιών των μέσων και σύγχρονων ελληνικών χρόνων.


Μα όταν λέω όλα τούτα που μοιάζουν αυθαιρεσίες, μιλώ για κάτι δυσδιάκριτο από τους πολλούς, μιλώ για την ιδιαίτερη αύρα του ποιητή.

Ναι, είναι κεκρόπειος και όχι πλατωνικός, δωδωναίος περισσότερο και λιγότερο δελφικός, είναι Έλλην, μα περισσότερο Αχαιός κι ακόμη περισσότερο ο Σελλός κι εντέλει,  Πελασγός.
Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό
νερό μες στ’ αυλάκια
Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.

Τω καιρώ εκείνω ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός, εκαταλάμβανεν τρις οικισμούς, πέριξ  του μυστηριώδους βράχου της Ακροπόλεως…Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Με ξάφνιασε όταν στα 1984 κυκλοφορεί ένας δίσκος με ρεμπέτικα, (ένα είδος τραγουδιών που έχοντας κάνει τον ιστορικό του κύκλο, έμοιαζε να έχει τελειώσει). Με ξάφνιασε που ένας ποιητής σαν τον Γκάτσο κάνει ρεμπέτικα. Και με βαθύτατη ικανοποίηση σε κάποια από τα ρεμπέτικα αυτά, κυρίως στο Πρακτορείο, έβλεπα να συνδυάζεται η σύγχρονη ατμόσφαιρα της τεχνολογίας, με την αρχαία πελασγική ατμόσφαιρα που πάντα υπάρχει στο φυσικό περιβάλλον αυτής της χώρας και κυρίως στην ατμόσφαιρα της ορεινής, χειμερινής ενδοχώρας. Δεν νομίζω πως το προσπάθησε ο ποιητής. Δε νομίζω ότι προσπάθησε ακόμα και στο ρεμπέτικο να βγει ο πελασγικός του εαυτός. Δεν το προσπάθησε. Έδωσε αυτό που ο ίδιος ήταν.

Το πρακτορείο,
θολό και κρύο,
κάπου μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι,
σα μαύρο φίδι,
γεμίζει φόβο τις αδύναμες ψυχές.

Απόψε μοιάζουμε κ’ οι δύο,
ξωπίσω εγώ και συ μπροστά
σα βραδινό λεωφορείο,
πού ’χει τα φώτα του σβηστά.

Για μας ο κόσμος δεν τελειώνει,
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι,
δεν θα μας βγάλει πουθενά.

………………………………

Και ύστερα ο Αϊδωναίος Πελασγός.

Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα πολλά
πού ’ναι γραμμένα σ’ εφτασφράγιστο κιτάπι
άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά
κι άλλοι το λεν της πρώτης Άνοιξης αγάπη.

Το δίχτυ του έρωτα με το οποίο συλλαμβάνονται και ενσαρκώνονται οι ψυχές.
«Είδες τις φλέβες των ανθρώπων, σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια»,
θα μας πουν Ευριπίδης και Σεφέρης.
Και βέβαια, «άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά / κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη».

Ο Γκάτσος έχει βιώσει βαθύτατα το Ηρακλείτειο: «Διόνυσος και Άδης είναι ένα». Έχει βιώσει τον φερσεφόνειο και πλουτώνειο κόσμο, το τι συμβαίνει στα μυστήρια της Δήμητρας και της Ελευσίνας. Γνωρίζει ότι είναι ο ίδιος ο Άδης που στήνει την παγίδα που λέγεται αγάπη, την παγίδα που λέγεται έρωτας. Γνωρίζει ότι από τη μια οι ζωντανοί σπέρνουν στο αΐδιον (στα βάθη της γης ή της γυναίκας) για να έρθει στον Επάνω Κόσμο ο πλούτος. Και συνάμα γνωρίζει ότι αυτή η σπορά είναι η παγίδα του Πλούτωνα, αφού εκείνος εντέλει θα θερίσει τον πλούτο. Χωρίς βεβαίως να του ξεφεύγει, ούτε ένα στάχυ ανθρώπινης ζωής.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ:


Ο Γκάτσος αν και δεν είναι ο ενταγμένος στην αριστερά, βιώνει τα βάσανα του λαού, την αδικία μέσα στον κόσμο, και γίνεται περισσότερο επαναστατικός, επίκαιρος και συγκεκριμένος (κυρίως στα τελευταία του ποιήματα), ακόμα κι από τους αριστερούς ποιητές μας. Στο επίκαιρο και συγκεκριμένο, ξεπερνάει μερικές φορές ακόμη κι αυτόν τον Ρίτσο, ακόμη κι αυτόν τον Βάρναλη, κι εργάζεται με τον τρόπο των Ρεμπέτηδων, του Σολωμού και των Αρχαίων Λυρικών. Έτσι εδώ έχουμε τον Γκάτσο τον επαναστατικό.
Η γελοία ιδεολογία της μη βίας όπου στην πραγματικότητα ισχύει η απόλυτη νομιμοποίηση της βίας του αδικούντος δυνατού, και θεωρείται παράνομη η βία του αδικούμενου, του αδύνατου, του αμυνόμενου, δεν έχει πέραση στον Γκάτσο.

Ο Γκάτσος δεν θα αποκηρύξει τη βία για ν’ αρέσει στους Αμερικανούς ή για να μπει στο Eλληνικό Kοινοβούλιο. Ο Γκάτσος καλεί τον αδικημένο στην εξέγερση και στη χρήση των όπλων. Απευθυνόμενος στον Μακρυγιάννη του λέει:
Μπαρπαγιάννη Μακρυγιάννη δεν μας τά ’γραψες καλά
το φιλότιμο δεν φτάνει για να πάει κανείς μπροστά.
μπαρπαγιάννη Μακρυγιάννη πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω το στραβό να κάνεις ίσο.

Κι ακόμη:

Νικημένο μου ξεφτέρι
δεν αλλάζουν οι καιροί
με φωτιά και με μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί.

Μοιάζει μ’ όλα ετούτα να λέει στον φίλο του Οδυσσέα Ελύτη:

Δεν φτάνουν Οδυσσέα μου ο Ζέφυρος και τα φιλιά
των κοριτσιών η αγκαλιά και του πελάγου η ευωδιά.
Δίκιο ζητούν οι άνθρωποι και δίκιο πουθενά.
Τα θύματα τα φτύνουνε και υμνούνε το φονιά.
Τ’ άρματα, μόνο τ’ άρματα, νοιώθουνε τα καθάρματα.

Ναι, ν’ ασκήσεις το ιερό δικαίωμα της άμυνας, ιερό από την εποχή ακόμη του Ραδάμανθυ, για να φτάσεις στο θαύμα της ελευθερίας «γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά» καθώς λέει ο Σεφέρης «παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου».

Αλλ’ αυτό το επίκαιρο, το άμεσο, το συγκεκριμένο, το επιθετικό, δεν κάνει τον Σολωμό ή τον Γκάτσο κακούς μαστόρους.  Μα ακριβώς γι’ αυτό, ακριβώς γιατί η δικαιοσύνη είναι γι’ αυτούς το κλειδί, είναι γι’ αυτό που από τη μιά μεριά μιλούν ξεκάθαρα κι επανανστατικά και συγχρόνως από την άλλη κάνουν αριστουργήματα από απόψεως αισθητικής.

Η δικαιοσύνη που κάνει τον ποιητή να μιλά για όπλα, είναι η ίδια δικαιοσύνη που απαιτεί από τον ποιητή ποιήματα εξαιρετικού κάλλους.
Γιατί η αισθητική κατά βάθος είναι δικαιοσύνη.
Ένα ποίημα είναι καλό επειδή έχει δικαιοσύνη ρυθμών, ήχων, ιδεών.
Ένας πίνακας είναι καλός επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων και χρωμάτων.
Ένα κτίριο είναι όμορφο και σταθερό επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων, βαρών, υλικών, ισορροπιών.

Η δικαιοσύνη είναι η Αρμονία, η γυναίκα του Κόσμου. Ο ποιητής υπηρετεί τη δικαιοσύνη όχι γιατί ακολουθεί την ιδεολογία που λέγεται  «στρατευμένη τέχνη» αλλά γιατί η δικαιοσύνη γι’ αυτόν είναι βιολογική υπόθεση, είναι βιολογική ανάγκη, είναι βιολογική ευφροσύνη.


Δεν είναι τυχαίο που οι φυσικοί φιλόσοφοι Ηράκλειτος, Αναξίμανδρος, Δημόκριτος, έχουν τη δικαιοσύνη στην κορυφή της κοσμοθεωρίας τους, σαν αυτό που διατρέχει κάθε μόριο του κόσμου.  «Ως επί της Γης και εν ουρανώ» λένε οι τύραννοι και οι θρησκευτικές ιεραρχίες των κοινωνιών μας. «Ως εν ουρανώ και επί της Γης» λένε ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος κι ο Ιησούς, στο θαυμάσιο εκείνο ξόρκι που ονομάζουμε «πατερημών».
Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκιάρια  μου με το κρασί και τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

Παίζουν κορώνα γράμματα το δαχτυλίδι του Αη Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη.

Kι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Mε μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Kαι κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Xελμού να πει μια καλησπέρα της Γκόλφως.

Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσαχρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

ΣΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ ΤΗΝ ΑΥΛΗ

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στείψουμ’  ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε έν’  αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

El otonio vendra con caracolas
uva de niebla y montes agrupandos
pero nadie querra mirar tus ojos
porque te has muerto para siempre.

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Tardara mucho tiempo en nacer si es que nace
un andtaluz tan claro, tan rico de aventura.
...............................................
Yo canto su elegancia con palabras gue gimen
y recuerdo una brisa triste por los olivos.

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Ευχαριστώ!

Το κείμενο διαβάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο για τον Νίκο Γκάτσο, τον Σεπτέμβριο του 2011 στο Μουσείο Μπενάκη. Και δημοσιεύτηκε αρχικά στο blog Αχ, τον Οκτώβριο του 2011.