Top menu

Σταύρος Βαβούρης: Σε ρήματα ουδενός πειθόμενος…

melidwnisvavouris.jpg
Γράφει ο Ανέστης ΜελιδώνηςΟ Σταύρος Βαβούρης, όσο κι αν τον αγνοούμε σήμερα και όσο κι αν αγνοήθηκε κι όσο ζούσε, είναι ένας ποιητής από τους λίγους της γενιάς του που έγραψε μια ποίηση καθαρά βιωματική, «προσωπικότατη» όπως έλεγε, βασιζόμενος στο γνήσιο αίσθημα, παλεύοντας με το ποίημα όσο κανείς, γδερνόμενος ο ίδιος πριν από αυτό και μαζί με αυτό. Ο Βαβούρης αποτελεί αθυσαύριστο κεφάλαιο της ποίησής μας και οφείλουμε αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι απέναντί της να τον ανασύρουμε από την αφάνεια και να του δώσουμε μια από τις πρώτες θέσεις ανάμεσα στους υπόλοιπους ποιητές της γενιάς του που την εκπροσώπησαν επάξια. Ίσως κι εμείς μαζί του: «Μαγκώσαμε στο κόμμα της υπόθεσης / του Απραγματοποίητου» (Υποθετικοί λόγοι).
Το κύριο χαρακτηριστικό της ποίησής του είναι το πάθος, ένα πάθος ωμό και ασήκωτο, που το κουβαλούσε με τα σακατεμένα πόδια του όσο πιο μακριά μπορούσε. Τα ποιήματά του, σχετικά ή και άσχετα προς το περιστατικά της ζωής του, «είναι σαν τους κύκλους που η πέτρα προκάλεσε στην υδάτινη ατάραχη επιφάνεια, που απλώνονται αργοί και σιγά - σιγά βουλιάζουν στην επιφαινόμενη αταραξία. Επιφαινόμενη γιατί μόλις που αποκαλύπτουν τα άγρια πάθη, τις ασελγείς επιθυμίες, του βυθού, που "καθαγιάζονται" (σωστά, διαβάσατε) όχι γιατί έτσι θέλει κι επιμένει ο Βαβούρης, αλλά γιατί ο Χριστιανισμός ο ίδιος μας έχει διδάξει, ότι στην αγιότητα και την "καθοσίωση" φτάνουν όσοι περνούν τα ασφυκτικά κανάλια της άρνησης, της ταπείνωσης, της ατίμωσης και του εξευτελισμού (ας θυμηθούμε εδώ τους "άγιους" και τις "άγιες", τους "μάρτυρες" των πρώτων "μετά Χριστόν" χρόνων) που, όλ' αυτά όχι μόνον τ' αποδέχονταν αλλά και τα επιδίωκαν. Ίσως τότε καταλάβουμε το "Ο Άγιος Ζενέ" του Σαρτρ.» (Οδός Πανός, τχ. 10). Παίρνοντας αυτή την περιγραφή του Βαβούρη για τον Ζενέ, κι αλλάζοντας τα όνοματά τους, μπορούμε να πούμε ότι ο ίδιος έμεινε στη σκιά κατά βούληση, με μια τάση αυτοκαταστροφική ή δαιμονική όπως είπε γι’ αυτόν ο Αλέξανδρος Κοντζιάς. Ο Βαβούρης κρατήθηκε στο περιθώριο γιατί ήταν ένας ποιητής βαθιά αντισυμβατικός και χρειαζόταν την μοναξιά για να γυμνώσει το βίωμά του και να το δώσει με την ποίηση του, που σαν τον Ιώβ επέσυρε την καταδίκη του: «Εάν ήθελον δικαιώσω εμαυτόν το / στόμα μου ήθελε με καταδικάσει».
…«τάφος και κύμα, ποίημα» (από τη συλλογή Που πάει, που με πάει αυτό το ποίημα), με δυο λέξεις μας δίνει τα συστατικά του. Το υγρό στοιχείο και ο θάνατος. Σαν μαύρα κύματα έρχονται τα ποιήματά μέσα του, ενώ οι κριτικοί τα περιμέναν  στον αφρό. Όμως ο Βαβούρης δεν έγραψε για τους κριτικούς, ούτε για τον κόσμο τον πολύ, ήξερε πως η ποίηση δε βρίσκεται ανάμεσα στα πολλά φώτα και έγραψε στη σκιά έχοντας την επίγνωση πως: «Σ’έναν κόσμο τόσο πανικόβλητο / που δε διαβάζει ποιήματα, / τ’ είχε; -τίποτα μα τίποτα- να δώσει / ακόμα ένα ποίημα πανικόβλητο;» (ό.π.). Το ποίημα που θέλει να γράψει δε θα το γράψει, γιατί το θέλει νεκρό και χαμένο, βουλιαγμένο στη θάλασσα που το έφερε, θέλει να κρατήσει το σκοτεινό του χαρακτήρα γιατί μόνο τότε θα μπορέσει να μείνει στο σκοτάδι μαζί του και να το αντιμετωπίσει: «Δε θα σωθείς. Ποτέ δε θα γραφτείς.» (ό.π.) Ένας ποιητής καιόμενος, που θέλει και το ποίημα να καίγεται, που πολεμάει μαζί του αναζητώντας την ήττα του: «Γιατί; Γιατί δε γίνονται / το αίμα και η λάβα λέξεις στο χαρτί / ποιήματα δε γίνονται, σαν αυτά που ξέρεις / που γράφουν μαστρωποί / και τα παινεύουνε μαλάκες κριτικοί» (ό.π.). Πίσω από αυτά υπάρχει μια πίστη στην ποίηση που κάποτε την ύστατη στιγμή θα φανεί και θα δικαιωθεί αφήνοντάς τον ρημαγμένο αλλά γαλήνιο, όμορφα ηττημένο όπως θα έλεγε ο Leonard Cohen, δίπλα της: «Και μια στιγμή πριν ξεψυχήσεις / θα διασχίσει τ’ άπειρο / διάπυρος διάττων / και θα εκραγεί βεγγαλικό / μες στην αιωνιότητα» (ό.π.).
Ο Βαβούρης είναι ποιητής του περιθωρίου και αυτό δεν το προκάλεσε, είναι συνθήκη της ύπαρξής του: «Δεν ανησύχησα βέβαια υπερβολικά γιατί είναι μια αναλογία αρκετά παρηγορητική. Εννοώ το να είσαι θαμμένος ως τη μέση.» (Από το διήγημα Το βύθισμα). Ξέρει πως: «η απόφαση της φυγής μοιάζει με τον άσκοπο, τον απολύτως σπασμωδικό αγώνα του ποντικού που πιάστηκε στη φάκα…» (ό.π.). Θα χαρακτηρίζαμε τη στάση του παθητική αλλά όχι απολίτικη, «υπάρχει κοινωνικότερη πρόταση απ’ αυτήν της άρσης του δραματικού;» (Βαρβέρης). «Να δράσω πως; Να γράψω συνθήματα στον τοίχο; Με την περίπολο των γερμανών δυο δρόμους πιο κάτω; Πως θα ‘τρεχα;» (Συνέντευξη στο περ. Διαβάζω, τχ 85). Στέκεται καθαρά αντιμέτωπος στην κατάστασή του και πιστεύει σε ένα φως που είναι κρυμμένο αλλά σταθερό, θα το ονομάσει: «Τραυματισμένο, απαρηγόρητο / μικρό, τρελό-μου φως» (Τραυματισμένο φως). Από τα πρώτα του ποιητικά βήματα αυτή τη χίμαιρα κυνήγησε, τη χίμαιρα της καρδιάς που επιθυμεί και ξέρει πως η επιθυμία της πρέπει να συγκρουστεί με την πραγματικότητα: «Αφού μας δόθηκαν καρδιές /  Άστρα να θέλουν / Άστρα γιατί δε μας δοθήκανε;» (Χίμαιρα). Με τη φωτιά του σύμμαχο θέλησε να μας δείξει πως υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα, πως η άνοιξη μπορεί να χάθηκε αλλά δεν είναι ανύπαρκτη, αρκεί να σκάψουμε στο χώμα, να διασχίσουμε θάλασσες ανεπίστρεπτες και θα την ξαναβρούμε: «Οι φλόγες π’ αρμενίσανε στολίσκος σιωπής / σε πεθαμένα πέλαγα δακρύων / Κι οι παπαρούνες, / δείχνουνε στο πληγωμένο φως / μιαν άνοιξη θαμμένη» (Το τρίπτυχο του ασώτου – Γ. Η επιστροφή).
Σε αυτή τη δίνη του ανεκπλήρωτου εντάσσεται και ο έρωτας, που για τον Βαβούρη είναι πάντα άκαιρος, πάντα σε λάθος τόπο και χρόνο, αλλά βαθιά μέσα του πάντα τον καίει και ξέρει που τον πάει: «Που θα σ’ αγαπήσω αν έρθεις; / Στην τραγωδία των αποχρώσεων / στη φαντασμαγορία του Πυρετού / σε τούτη την αλλόκοτη βοή μες στο αίμα-μου, / τα δέντρα περπατούν τις νύχτες αγριεμένα.» (Γη πυρός). Η πληγή που βρίσκεται στην ποίησή του έχει απλωθεί και στην καρδιά του: «Αφου μας διάλεξαν / η λόγχη στο πλευρό και στην καρδιά γιατί;» (Η άρια της μαρίας).  Έγινε έτσι ένα ζήτημα ποιητικής ο ίδιος, καρφώθηκε και μάτωσε για να γράψει αυτό το ποίημα που ξαναγεννά τον έρωτα, σαν άλλος Ρεμπώ θέλησε, δεν τα κατάφερε, να επινοήσει τον έρωτα από την αρχή: «ελλόγχευσε παντού, με τόση λυσσαλέα επιμονή / αυτό το διψασμένο κι αδηφάγο ποίημα / ώστε μ’ άναψε και μ’ έκαψε και μ’ έκανε / ολόκληρη και μένα ένα ποίημα, που αναπτύχθηκε / και τέλειωσε στο χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα / μιας ακολασίας μουσικής.» (Για τη Μεσσαλίνα, ακολασία και άρνηση)
Θα τον χαρακτηρίζαμε ακόμα έναν ρομαντικά αντιρομαντικό ποιητή, γνωρίζοντας το αυτοαναιρούμενο της φράσης. Ρομαντικός γιατί είδε και πίστεψε σ’ αυτό που είδε, αντιρομαντικός γιατί ό,τι τον έφερνε κοντά στο όραμά του τον απωθούσε κιόλας, δεν θέλησε ποτέ να αγγίξει αυτό το καυτό όραμα, σώθηκε ο ίδιος έτσι, στο περιθώριό του: «Τώρα, θυμάμαι: / Ξεκάθαρες γραμμές ποτέ δεν περιγράψανε / ακόμα και την πιο χειροπιαστή-του παρουσία» (Τα χέρια του μαγνήτιζαν τα σύννεφα). Κρατιέται σε απόσταση από τα ρομαντικά τοπία αλλά κρατιέται πιστός στην ρομαντική πλευρά της πραγματικότητας όπως εκείνη του παρουσιάζεται μέχρι την εξαφάνισή της: «Τώρα λοιπόν μη μου μιλάτε / για τη βέβαιη ροδοδάκτυλη ηώ / που μουσική και ηρογένεια αύριο / θα εγγίσει τα κλειστά-μου βλέφαρα σαν θρόισμα / γι’ αυτά / και για τις άλλες σχετικές ρωμαντικές αηδίες» (Υπο αμυδρόν φωτισμόν). Βλέπει το βάθος αλλά ξέρει ότι προς το βάθος δε θα βρει τίποτα παρά την δική του οραματική διάθεση, ένα σχέδιο μόνο που έφτιαξε ο ίδιος και κρατάει όσο μπορεί ανέπαφο: «προσοχή! / στο πράσινο του βάθους μην υπολογίσεις. / Αν παρορμητικά χυμήξεις προς τα κει / θα σκίσεις μόνο ένα χαρτί χρωματισμένο» (Εκπνέοντος του αιώνος σου).
Με λίγα λόγια γράφει μια ποίηση που τον αφορά άμεσα αλλά δεν αφορά καμία νίκη και κανένα έπαθλο: «Αλλά όλα αυτά… / η μεταμέλεια, τα χαμόγελα, // Μετά. / Μετά τον πύρινο ποταμό / μετά την λάβα / μετά τον πυρετό / που θα μας έχει κάνει πυρανάλωμα πυρός / που θα μας έχει ανάψει και κορώσει / και θα μας έχει βγάλει ολόγυμνους / στη διάθεση των δρόμων και όλων των καιρών» (Υπο αμυδρόν φωτισμόν). Είναι μια ποίηση που ξέρει τον θάνατό της, το ποίημα σκοπό έχει, αν έχει, να κάνει τον ποιητή ανθεκτικό απέναντι στο αναπόφευκτο, απέναντι στην πραγματικότητα που στο τέλος την θέλει και ξέρει πως θα είναι σαρωτική: «Αλλά κι εγώ / θα είμαι ακονισμένος πια. / Θάχω ένα φίδι μες στα μάτια / για να δαγκώνει στην καρδιά τον θάνατο» (Υπό διωγμόν).
Ένας ποιητής της αναβολής, ένας ποιητής «των διαψεύσεων» όπως θα τον πει ο Καραντώνης, δε θα μπορούσε να μην ταυτιστεί με τη βροχή, τη βροχή που τον κρατάει στο περιθώριο και μαζί του αφήνει την άνοιξη να περιμένει: «Λόγω της βροχής λοιπόν˙ / Εξ άλλου η άνοιξη αναβάλλεται. / Το Μάη, λέει, και βλέπουμε για φέτος. / Άλλο κουμάσι κι αυτή.» (Απρίλη μήνα). Ξέρει πολύ καλά πως η ζωή του είναι μια εξορία, και ο χωρισμός είναι η δεύτερη φύση της βροχής: «Βρέχει στους χωρισμούς. / Ακόμα και ν’ αστράφτει κάτω από το φως, / Ο κόσμος όλος / Περίεργο! Βρέχει, / πάντοτε βρέχει.» (Περίεργο βρέχει στους χωρισμούς). Είναι όμως απορίας άξιο πως μπορεί και αντέχει τόση μοναξιά, ένας ποιητής που πραγματικά έβαλε το χειμώνα στην κατάλληλη θέση για να μας τον κάνει αποτρόπαιο: «Τι φέρνει αυτός ο άνεμος; / Τι φέρνει το φθινόπωρο τι φέρνει; / Τι χειμώνα θα περάσουμε και φέτος / Τι χειμώνα, θε-μου, τι χειμώνα!» (Φύσαγε). Είναι σαφές λοιπόν το λάθος μας, ο ποιητής Βαβούρης δεν ταυτίζεται με τη βροχή, ταυτίζεται με την άμμο, με τη θάλασσα, με ό,τι άλλο πέρα από αυτό που ζει και που υπάρχει στην βροχερή καθημερινότητα: «Την άμμο που με τύλιγε / όλο το πρωί καυτή αγκαλιά / και τη βροχή ακόμα το Σεπτέμβρη / που τόσο μουσικά, με τόση διάκριση / χτύπησε στην καρδιά-μου ψιθυρίζοντας: // Τέλειωσε πια το καλοκαίρι.» (Ήσουν εσύ λοιπόν εκεί). Ένας ποιητής του ανεκπλήρωτου είναι επίσης και ένας ποιητής του ονείρου, ενός ονείρου που δε συγκρίνεται με καμία πραγματική κατάσταση: «Κι εν τούτοις ό,τι έζησα / κι εν τούτοις ό,τι κέρδισα / ήταν μέσα στα όνειρά μου μοναχά» (Μη με ξυπνήσετε).
Ο Βαβούρης ξέρει πως ο ποιητής που θέλει να μιλάει για ποίηση στους κοσμικούς κύκλους δεν μπορεί παρά να είναι σαν ηλίθιος: ««Εσείς» θα με ρωτούσαν / «εγράψατε καινούργια ποιήματα;» / κι ελλείψει άλλων θεμάτων φυσικά / αναποδράστως θα βρισκόμουν στην ανάγκη / να τους ενημερώνω σαν ηλίθιος σχετικά» (Άρχισαν να λεν για τις Μπαχάμας…). Δεν παίρνει το μέρος της επώνυμης ιστορίας, αλλά της αδικημένης, ξαναγράφει την ιστορία από την πλευρά που δεν την διάβασαν: «-Αλλά… αλλά, Κυρία / είν’ έντιμο, αντικειμενικό και σεις / να! να παρακάμπτετε τους επτακόσιους Θεσπιείς / κι οι ιστορικοί σας, ως ανώνυμους / -αφού μιλήτε για επώνυμους- / σε μια αράδα μόνο ν’ αναφέρουν / πώς έπεσαν σε ρήματα ουδενός πεθόμενοι / με τους τριακόσιους του Λεωνίδα; (Και ύστερα, έπειτα, μετά ή σχόλιο στους μετα-τραγικούς Ατρείδες). Μας παρακινεί να βρούμε τα πρόσωπα που δεν γνωρίσαμε, που αναφέρονται μεμονωμένα και βιαστικά, αυτά αγκαλιάζει με την τεράστια ευαισθησία του: «Υποκλιθείτε- / γι’αυτή τη μόνη, τελευταία φορά / που δευτερεύοντα υστερόγραφα διασχίζουμε τη μνήμη-σας / κι απόηχα ψιθύρων / φτάνουμε στα πεθαμένα αυτιά σας» (Υφιάνασσα, Χρυσόθεμη, Λαοδίκη). Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του σαν άλλο Έκτορα: «Έτσι σε συλλογίζομαι, /απ’ το χρόνο νικημένο / κι έπειτα νεκρό και σκυλεμένο από τους μέτριους / τους ταπεινούς, τους δεύτερους / ούτ’ όπως τον Έκτορα / (το γιο του Πριάμου στο Χ της Ιλιάδας) / απόναν Αχιλλέα τουλάχιστον.» (Για έναν άλλο Έκτορα). Ενώ την πιο βαθιά του στοχαστικότητα θα την επιδείξει όταν ταυτίζεται με την Κλυταιμνήστρα, θέλοντας να αντιστρέψει την ενοχή της, να ξαναδώσει το νόημα της ζωής της, και να δείξει το φταίξιμο του Αγαμέμνονα: «Μα το νόημα της ζωής-μας δεν αλλάζει. / Το ύπουλο αυτό νόημα που προχωρεί / ατσάλινη στιγμή μες στους αιώνες, / και δεν το μαλακώνει ο πόνος-μας / που διαφεύγει μες απ’ τις κινήσεις-μας / που τις προετοιμάζει, / το σκοτεινό αυτό νόημα / που προχωρεί ακατάλυτο, αδιάφθορο και ριγηλό / μες απ’ τις επικλήσεις-μας, κι από τις προσευχές-μας / δε θα το δουν. / Θα βουλιάζουν στην ελπίδα του καιρού» (Η Κλυταιμνήστρα στην Αυλίδα)
Αυτά τα παραδείγματα της ποίησής του δε φτάνουν για να καταλάβει κανείς τον Βαβούρη. Οι λίγοι κριτικοί που τον πρόσεξαν θα μιλήσουν για «οξύτατες νότες κλαυσίγελου, πάρα πολλά αιχμηρά μέρη, λεπτότατη ειρωνία» (Άλκης Θρύλος), για μια «μοναδική σημαντική της μεταπολεμικής ποιήσεως… Εσκεμμένα αγνοημένο πίσω από το φράγμα της σιωπής και της αδιαφορίας» (Αλέξανδρος Κοντζιάς), για τον «πιο έμπρακτα καρυωτακικό ποιητή του μεταπολέμου» (Σαββίδης), «πειστικός τόσο που η ποιότητά του να μην αφήνει καμμιά αμφιβολία» (Παράσχος), για «λυρικά ξεσπάσματα με κάτι το ακαριαίο στην αμεσότητά τους» (Στεργιόπουλος), για το ότι «υπερασπίζεται την αυθεντικότητα του πάθους γιατί έτσι πιστεύει πως υπερασπίζεται την αυθεντικότητα του ανθρώπου!» (Μερακλής). Ακόμα για την «ελεύθερη γραφή του Βαβούρη που εξαρτήθηκε από τους δικούς του τρόπους σκέψεως και συγκρότησής του» (Αργυρίου). Άλλοι ποιητές θα μιλήσουν για «ένα κράμα πεζολογίας και ποιητικών μονολόγων με κάποιο στοιχείο οραματικότητας που άλλοτε κυριαρχεί και άλλοτε ατονεί» (Χριστιανόπουλος) και για μια  ποίηση που «κινείται σε ένα ευρύ φάσμα αξιών που φωτίζουν έναν πολύ ιδιότυπο ψυχισμό» (Ασλάνογλου).
Η ποίηση του Βαβούρη στέκεται μόνη της, όπως και ο ίδιος στεκόταν «πάντα γοητευτικός, θηριώδης, με ψυχή παιδιού» (Χρονάς). Διαβάζοντάς τον ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα παράδοξο φαινόμενο, το ποίημα στην αρχή μας φαίνεται άνισο, μας δυσκολεύει και μας πετάει έξω. Όμως ο Βαβούρης χρειάζεται μια δεύτερη ματιά, η αμεσότητά του δεν είναι συνηθισμένη, είναι ακαριαίος και λυρικός επειδή έχει αγκαλιάσει την ίδια την αντίφαση, τα ποιήματά του ποτέ δεν προχωρούν στρωτά, ο ρυθμός τους είναι δαιμονικός, υπάρχει πάντα μέσα τους η αντίρρηση. Αν καταφέρουμε και φτάσουμε στην ποίηση του Βαβούρη με τα μάτια καθαρά και ανεπηρέαστα, αν τον κοιτάξουμε χωρίς ενδοιασμούς και προσκόμματα, θα δούμε πως μέσα της αναπνέει και πάλλεται ένας οργανισμός ολότελα ανθρώπινος, που χωρίς να μπορεί να μας αγγίξει από μόνος του, μας ζητάει να τον δούμε ακριβώς όπως είναι, χωρίς να φοβηθούμε μήπως παρασυρθούμε στο αγγελικό και μαύρο φως του. Ο Βαβούρης κράτησε και ανέπτυξε στην γραφή του στοιχεία που όχι μόνο μας συγκινούν σε βάθος, αλλά χρειάζονται και βάθος χρόνου για να μας αποκαλυθφούν. Μια γραφή που δεν είναι συνηθισμένη χρειάζεται και πρωτότυπες προσεγγίσεις, ένας άνθρωπος που δεν υπάκουσε σε τίποτα και κανέναν, και όμως είχε την πιο σταθερή και καθαρή σχέση με την ποίησή του και την τέχνη του, δεν μπορεί παρά να μας κινεί τελικά το ενδιαφέρον. Ο Βαβούρης ήταν ένας λόγιος της ποίησης που χειρίστηκε το λόγο με τρόπο αριστοτεχνικά άρτιο, χωρίς να θελήσει να τον τελειοποιήσει κατά τα κοινά πρότυπα, η γραφή του δεν μας παραπέμπει ούτε ακριβώς στον Καβάφη, ούτε ακριβώς στον Καρυωτάκη, που στάθηκαν οι αγαπημένοι του, ούτε και στον Σαχτούρη ή τον Μέσκο που τους αγαπούσε επίσης πολύ. Ο Βαβούρης έχει κατακτήσει το θρίαμβο του ύφους του, και όχι μόνο του «ποιητικού εγώ» όπως εύστοχα έχει πει ο Χατζηβασιλείου. Το ύφος αυτό είναι αιχμηρό και ματωμένο, αν μας αγγίξει αρκετά θα νιώσουμε πως πραγματικά το αίμα του Βαβούρη ρέει ακόμα μέσα σε στίχους – χορδές παλλόμενες, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους αναγνωρισμένους μεγάλους μας ποιητές.
Τελικά όσο πιο πολύ διαβάζει κανείς Βαβούρη τόσο περισσότερο γίνεται κοινωνός της πικρίας του για τη μη αναγνώρισή του όσο ζούσε, αυτή την παραγνώριση ελπίζουμε πως θα την ξεπεράσουμε κι ξαναευχόμαστε μαζί με τον Ασλάνογλου και 20 και πλέον χρόνια μετά από αυτόν σε μια συγκεντρωτική έκδοση των δυσεύρετων συλλογών του. Ο Βαβούρης έγραψε με μια θηλυκή γραφή, και εξύμνησε το μεγάλο πάθος που κάποτε μας έκανε η μεγάλη Λέσβια ποιήτρια φανερό και το καθιέρωσε για πάντα ως την πιο ακλόνητη και απαραίτητη ποιητική αξία: «τίποτε πιο μεγαλήγορο από το γνήσιο πάθος / στην κατάλληλη στιγμή! Το πάθος αυτό - / παραφορά ιερή και θεία έμπνευση το / κυβερνούν –χαρίζει στο λόγο μας κάτι / σαν την προφητική επίνοια του Φοίβου» (Σαπφώ, απόσπασμα από το Περί Ύψους του Λογγίνου, μτφρ. Μ. Ζ. Κοπιδάκη).