Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Στήλη: Το χαμένο πρόσωπο [Μέρος 3ο]

secret_key_by_ann_moeller_steverson.jpg
Secret Key, Ann Moeller Steverson
Τα μάτια της νύχτας γρήγορα κι απότομα έκλεισαν. Έδωσαν την εντύπωση πως θύμωσαν για κάτι. Εκείνη την επίμονη και επιβλητική ματιά αρνήθηκε να υιοθετήσει η μέρα. Το βλέμμα της έμοιαζε φιλικότερο, έτοιμο να απομακρύνει κάθε αόρατο πέπλο σκιάς και να επιβάλλει την εκτυφλωτική του λάμψη. Είχε αποφασίσει να διώξει με το φως του, κάθε ορατό σκοτεινό αποτύπωμα που έμοιαζε τώρα να έχει αρπάξει φωτιά και να καίγεται μες στα μοναχικά υπόγεια ενός αδέσμευτου νου. Τώρα εκεί, οι ψίθυροι άρχισαν να αποκτούν αυτονομία. Οι λέξεις άρχισαν να δυναμώνουν, να γίνονται ολοένα και πιο έντονες…
Σαρκαστικές, προτρεπτικές, εξευτελιστικές εναντιώσεις, ανακατεύτηκαν σ’ αυτό το λήθαργο της μέθης, κι έτσι αρθρώθηκαν σε ολόκληρες κραυγές, υποταγμένες στο σκοπό τους. Η συναυλία κάθε σκέψης ξύπνησε το γενναίο ιππότη. Τον έκανε να ανασηκώσει το βλέμμα του στο πλήθος. Στο πλήθος του πανδοχείου που τώρα ήταν γεμάτο και του έγνεφε. Τώρα δεν έβλεπε μονάχα τις σκιές του. Έβλεπε και τους ίδιους. Τα ίδια τα πρόσωπα. Το ίδιο γνώριμα με χτες. Αδιέξοδες μάζες γεμάτες σάρκα κι αέρα. Παγιδευμένα. Χαμένα όπως και ο σκοπός της αναζήτησής τους. Τα ίδια μάτια, βυθισμένα σε μια άκαρπη αναζήτηση… Καταραμένοι κυνηγοί θανάτου, περιπλανώνται ακόμα γεμάτοι ακραία συναισθήματα… Πως τα εκφράζουν μ’ αυτό το βλέμμα! Τα ίδια στόματα, ξερά και διψασμένα κι άλλο δηλητήριο, ποτίζουν με το λόγο τους τα έρποντα στολίδια της ψυχής τους. Δικαιολογίες που ψάχνουν αφορμές για μια υποτυπώδη ύπαρξη! Οι μύτες τους ακόμα δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν που είναι η γη κι ο ουρανός σε μια προσπάθεια μοιραίας αναρρίχησης. Η πτώση με το κεφάλι προς τα κάτω θα πρέπει να πονάει περισσότερο!
Μ’ αυτή την τελευταία σκέψη ο γενναίος ιππότης μηχανικά πήρε στα χέρια του το αλυσιδωτό του κράνος. Έπρεπε να προστατευτεί για κάθε ενδεχόμενο. Σε τι διέφερε από τα γύρω πρόσωπα, άλλωστε; Το ίδιο χαμένο ήταν και το δικό του. Κοίταξε με μια δόση  απογοήτευσης, χωρίς να ξέρει το λόγο, το διπλανό τραπέζι. Το κερί που του είχε κρατήσει συντροφιά λίγες ώρες πριν ξημερώσει, είχε πια σβήσει. Μέσα του κυριεύτηκε από ένα ψυχρό συναίσθημα ευγνωμοσύνης. Ο λόγος εξακολουθούσε να παραμένει άγνωστος.  Δεν ήθελε να παραμείνει άλλο σ’ αυτό το χώρο. Οι φωνές γύρω του, του έκαναν κακό. Λίγο πριν σηκωθεί απ’ την καρέκλα και απομακρυνθεί από κοντά τους, κοίταξε ασυναίσθητα το αποτύπωμα του κράνους του στο ξύλινο τραπέζι. Το ίδιο ασυναίσθητα επιθυμούσε να οραματιστεί για τελευταία φορά προτού εγκαταλείψει αυτό το μέρος, το αποτύπωμα της σκουριασμένης του καλύπτρας, μήπως και καταφέρει και δει πραγματικά κάτω απ’ το κάλυμμα, τη γύμνια του. Καμιά φορά, ο μόνος τρόπος για να αντικρύσει κανείς την αλήθεια που κρύβει, είναι να έρθει αντιμέτωπος με τη μαύρη σκιά του ομοιώματός του. Σε τι ομοίαζε άραγε το σχήμα του;
Ένα αντικείμενο μεταλλικής και σκουριασμένης όψης είχε καλύψει το κενό της θέσης του κράνους του. Ήταν ένα κρυφό κλειδί. Ένα περίτεχνο, παλιό κλειδί, αδιάφορων διαστάσεων στα μάτια των πολλών, γινόταν ωστόσο, ανεξήγητα, μπρος στα δικά του, αυτό που ένωνε τα μυστικά της ύπαρξής του. Τα μυστικά της μαύρης σκιάς και της γενναίας της αντανάκλασης. Το Άλφα και το Ωμέγα, τα ορκισμένα σύμβολα κάθε επίπονης αρχής και κάθε αναμενόμενου τέλους ήταν εγγεγραμμένα μέσα στον κύκλο που ένωνε σφιχτά κάθε αιώνιο ζεύγος των αντιθέτων. Αναρωτιόταν τι του έλεγε η θέα του… Είχε να κάνει με τα πρόσωπα που ήταν γύρω του; Με το παραμορφωτικό φως του κεριού; Με τις αντιμαχόμενες σκέψεις του; Μήπως εκείνο το στεγνό αποτύπωμα είχε να κάνει με το σκοπό της χρονοβόρας αναζήτησής του; Τι έφερε εκείνη η σφραγίδα της αποκάλυψης των αρχαίων συμβόλων;
Ξάφνου η αναλαμπή της στιγμιαίας σκέψης του γενναίου ιππότη, χλεύασε άλλη μια φορά με την αδιάφορη ειρωνεία της, κάθε κρυφή διέξοδο που πάσχιζε να βρει ο ταλαιπωρημένος νους του. Κάπου τα είχε ξαναδεί αυτά τα σύμβολα της γένεσης. «Εγχάρακτα ζεύγη ζωής, ακολουθούν ρωγμές θανάτου», σκέφτηκε. Ανάμεσα στο Άλφα της ακόρεστης εκκίνησης και το Ωμέγα που ένα κορεσμένο τέρμα ορίζει, παρεμβαλλότανε και πάλι μια ακαθόριστη, πλεγμένη με διλήμματα και γρίφους διαδρομή. Τόσο άγνωστη και ξεχασμένη όσο γνωστή. Σημαδεμένη. Κι εκείνος έπρεπε την κίνηση που όριζε το πιόνι του, μέσα σ’ ετούτη την εγχάρακτη απόσταση της διαδρομής τώρα να κάνει. Το βλέμμα σ’ έναν κύκλο τότε έστρεψε και παρατήρησε… Τις θέσεις των λοιπών κυνηγημένων θηρευτών έπρεπε πρώτα με ευλάβεια ν’ αντικρύσει.
Προσεχτικά να μελετήσει... Κι ύστερα με μια κίνηση μοιραίας κι αναπάντεχης περιστροφής, στο κέντρο επιβλητικά τοποθετήθηκε. Πόσο στ’ αλήθεια ξεγελάστηκε όταν με χάρη νόμισε πως τότε έκανε το πρώτο βήμα! Ήταν στο διάβα της πορείας, πασιφανώς το άλμα του επόμενου…
Και το πομπώδες παραμιλητό συνεχιζόταν... Μοίραζε τα ατσάλινα κομμάτια του, τροφή στα πιόνια ανυποψίαστων σκιών, στα βάθη της αόμματης ερήμου. Εκεί που ντύνονται με ελπίδες τα χαμένα είδωλά της. Κι ο γενναίος ιππότης ακροβατώντας, αγωνιζόταν να βρει τη μαγεμένη όαση που επιθυμούσε, για να μπορέσει σθεναρότερα να αντισταθεί σ’ αυτό το κραυγαλέο παραλήρημα των ασωμάτων συμπαικτών του, σε τούτο το παράτολμο παιχνίδι της τιμής του προσώπου. Ήθελε να προστάξει τις φωνές μες στο κεφάλι του να πάψουν, πριν ερμηνεύσει η ματιά του τη χαμένη θέα. Πριν καταλάβει τι ήταν αυτό που όριζε εκείνη η όψη του. Ήταν απλώς ένα κλειδί που έψαχνε τον κάτοχό του. Τι γύρευε ωστόσο το ανεξίτηλό του αποτύπωμα από τη λανθασμένη του ματιά; Γιατί τον στοίχειωνε μ’ αινίγματα; Μήπως θα του έδινε τη λύση; Μήπως μ’ αυτό θα οδηγούταν στο χαμένο πρόσωπο της αναζήτησής του;
Ο άτυπος τιμωρός του, του υπαγόρευε τις απαντήσεις στα φλογισμένα ερωτήματα που του έστηνε ο νους του. Όμως, στα χέρια του το κλειδί, του έκαιγε το δέρμα. Δεν θα τον άφηνε να φύγει πριν είναι αργά. Τον προειδοποιούσε για τις παγίδες που έκρυβε το άνοιγμα της πόρτας που θα έβρισκε στο δρόμο του. Για την ονειρεμένη αποκάλυψη του απολεσθέντος ειδώλου που θα συναντούσε. Για το επιχρυσωμένο έμβλημα του εγκλήματος που έφερε αυτή η αναζήτηση. Για κάθε ζεύγος αντιθέτων, αρχής και τέλους που όριζε με εγγεγραμμένα σύμβολα ο κύκλος της αιώνιας συμφοράς. Ήταν εκείνο, το επικαλυμμένο έμβλημα της ιερότητας που θα επέφερε αργότερα η επιβεβλημένη τιμωρία.
Το πορφυρό διάφανο κάλυμμα μιας άλλης ψεύτικης αλήθειας ζητούσε πρόσωπο να τη φορέσει. Σημαδεμένος απ’ το ίχνος του κλειδιού ο γενναίος ιππότης και διχασμένος από δυο φωνές που αντιμάχονταν για τη χαμένη αποκάλυψη, πήρε και πάλι το δρόμο για την πόλη, κρατώντας το κλειδί της. Το αλυσιδωτό του κράνος, συνειδητά το άφησε στο πανδοχείο, δίκαια μ’ αυτόν τον τρόπο απονέμοντας, άτυπο φόρο τιμής σ’ ένα αόρατο φως για κάθε σκοτάδι και σε μια κρυφή λέξη για κάθε αίνιγμα. Το μυστικό για την κρυψώνα του χαμένου προσώπου δεν θα αργούσε να του αποκαλυφθεί. Ποια πόρτα όμως θα ‘πρεπε ν’ ανοίξει ο κλειδοκράτορας της μαύρης σκιάς;
 

Άτη Σολέρτη, συγγραφέας-ποιήτρια