Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Στάθης Κομνηνός: Μικρό χρονικό γραφής και ανάγνωσης

Μικρό χρονικό γραφής και ανάγνωσης, δοκίμιο, Στάθης Κομνηνός

 

Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση οφείλεται να διευκρινισθεί, να υπάρξει απορία και έρευνα, για το τι εννοείται όταν γράφεται «πολύ μεστό και καλά «ψαγμένο». Οφείλεται, πιθανώς, να υπάρξει απαντητική αντίσταση στο επαινετικό κείμενο, ώστε να αναδυθεί η τυχόν ασυμφωνία, ενδεχομένως, με τις προθέσεις, τους στόχους, τα νοήματα, τα μηνύματα του σχολιαζομένου κειμένου, καθώς δεν είναι αυτονόητο ή αναγκαίο ένας έπαινος ή μια διθυραμβική κριτική να κατέχει το αλάθητο της Κατανόησης, της αντιληπτικότητας, και αντιθέτως να το στερείται (συνήθως παντελώς…) η επικριτική κριτική. Κι όλο αυτό, οφείλει να γίνεται αν μας ενδιαφέρει απαραίτητα, όπως είπαμε ήδη, η Καταληπτότητα εν όψει του Γεγονότος της Γιορτής, της Γραφής δηλονότι. Αν είμαστε διατεθειμένοι να νιώσουμε άβολα ή και να δυσφορήσουμε ακόμα με ποιητικές δηλώσεις του τύπου «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει», αν είμαστε αδύναμοι (απόλυτα λογικό και θεμιτό) ακόμη να ενστερνισθούμε τέτοιες ποιητικές θεάσεις (υπαρκτικές στάσεις, θα έλεγα προσφυέστερα) ή μας φαντάζει αλλοπρόσαλλο (με κατανόηση αποδεκτό κι αυτό) να αναπαυθούμε χορευτικά (ποιητικά δηλαδή) και ισοβίως σ’ αυτές. Αν μας παγιδεύει ή μας δυσχεραίνει υπονομευτικά, ένα ελευθεροποιό ποιητικό σκοτάδι στα σπλάχνα μας ή κάτω από τη μασχάλη και τα πέλματά μας, όταν θα θελήσουμε να συνεορτάσουμε χορεύοντας κυκλικά γύρω από τη φωτιά της φυλής μας. Αν είμαστε αποφασισμένοι να… μελετήσουμε μια συνουσία (απολύτως νόμιμο αίτημα και δικαίωμα, και μάλιστα εν πολλοίς προαγωγικό), να την καταστήσουμε κατανοητή (διόλου μεμπτή πρόθεση και πράξη, …εν μέρει), δηλαδή, για να μιλήσουμε με ορολογική ακρίβεια, επιστημονική. ΑΝ (τουτέστιν όχι απαραίτητα και επιβεβλημένα), από μια Γιορτή, είμαστε αποφασισμένοι να… χαρούμε και να αισθανθούμε πληρότητα και αγαλλίαση μόνον (ή και…) αν την εξορθολογίσουμε, αν την δεξιωθούμε εγκεφαλικά με βάση λογικές (καθιερωμένες, ανταλλακτικού χαρακτήρα και ανεμπόδιστης πρόσληψης) προφάνειες, αν έχουμε τη δυνατότητα να την κωδικοποιήσουμε πάνω στο προκρούστειο, ίσως, κρεβάτι μιας σαφέστατης (κάθε σαφήνεια αποτελεί παρηγοριά, ανακούφιση και άθλο) γραμματικής και συντακτικού (άμεμπτα, τονίζω και πάλι, πράγματα. Εν μέρει.), αν τη γειώσουμε, υπακούοντας στις εγκόσμιες νομοτέλειες που ορίζουν και παρέχουν την Κατανόηση, προκειμένου να τη γευθούμε. ΑΝ, κοντολογίς, απαιτούμε να μας …παραδοθεί. Αλήθεια, τι να σημαίνει μια τέτοια βούληση να μας παραδοθεί κάτι; Αυτό επιζητούμε από τη Γραφή δια της Αναγνώσεως που επιχειρούμε; Αυτό είναι που ουσιαστικά μας καίει; Μια κατάκτηση; Μια παράδοση; Πόσο σπαραχτική ή ενοχλητικά παραπονιάρικη μπορεί να γίνει μια τέτοια βούληση, ταλαντεύοντας (μειωτικά; απελπιστικά ανθρώπινα [Αllzumenschliches]; ) το αναγκαστικό ορθοστήσιμο (=σύμβολο λατρευτικής συνουσίας;) της Ύπαρξης;

Το λέω αυτό, μια που περιπολεύει και κλωθογυρνά στο κεφάλι μου κι ο στίχος «Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ…» Δεν είναι πως ηχεί παράφωνα μια τέτοια επιθυμία, ούτε πως μοιάζει ακατανόητη, ούτε  πως δεν ηχούν βαθιά ανθρώπινες οι νότες της στη ψυχή μας που διψά σαν έλαφος, όμως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, γιατί να παραδοθεί η Ομορφιά; Τι μας σπρώχνει σε μανίες συζυγίας, σε μανίες γάμων; Μπορούμε να φέρουμε κάτι δίχως να το έχουμε; Είναι δυνατόν να είμαστε ιερείς δίχως ναό (ανίδωτη θρησκευτικότητα στην ανθρώπινη Ιστορία…), δεσμευμένοι δίχως στεφάνι; Τι θα σήμαινε μια ανοιχτή σχέση με ένα κείμενο, με την… Ομορφιά; Γίνεται να αχθοφορούμε συνουσιαστικά και οργιαστικά ένα κείμενο δίχως να το κατέχουμε, δίχως να το περνούμε κάποτε από το τελωνείο της λογικής μας, δίχως να το νομιμοποιούμε με συμβατικές ιερολογήσεις οδηγώντας το, ακολούθως, να μας συνταξιοδοτεί; Πώς θα φάνταζε ο άνθρωπος μέσα στην αγκαλιά μιας διαρκώς παραδομένης, πέραν του ακαριαίου και του αιφνίδιου της στιγμής, Ομορφιάς; Τί θα γινόταν η διάρκεια της Ομορφιάς εντός μας; Ποιές ηλικίες θα μετερχόταν περιορισμένη (γίνεται ποτέ;) στα όριά μας; Τί μετασχηματισμούς και απειλητικές μεταμορφώσεις θα επιζητούσε να οικειωθεί προκειμένου, ελεητικά, να μη μας πλαστογραφήσει; Ακόμη περισσότερο, να μη μας περάσει ανεπαισθήτως χαλκάδες; Κατέχεται ποτέ ένα (αξιόλογο;) κείμενο; Τελειώνει ποτέ (με συνέπεια να μας τελειώνει); Πώς δεχόμαστε κάτι, πώς του προσφέρουμε ιθαγένεια στην επικράτειά μας; Πώς απαρτίζεται μια δεξίωση; Ω ας εξαπολύουμε ανεκπλήρωτα επιφωνήματα δίχως μεμψιμοιρία. Ας στήνουμε σιδηροτροχιές δίχως προδιαγεγραμμένους κι αυτονόητους προορισμούς. Ας επιμένουμε να θεωρούμε κίνηση εγκλωβισμένοι σε νησιά Καλυψούς. Ας αρνηθούμε μικροψυχίες ονείρων ιδιοκτησίας. Ας αντικρίζουμε κίνηση στη στάση. Ας αιτούμαστε προσδοκώντας, ανομολόγητα κατά βάθος, ριζικό ξεστράτισμα. Ας βαρεθούμε να μας κανακεύει το αίτημα, να μας δίνεται. Ας τα ζητήσουμε όλα, μα όλα, εγκαταλείποντας. Ας τα καθίσουμε διώχνοντας. Ας διψάσουμε μια πανερωτική εγκατάλειψη. Αφημένοι. Μόνοι. Πάνω στο ξύλο του έρωτα. Ολομόναχοι. Βγάζοντας μια κραυγή κι ωστόσο, λόγω της μύησης και της μυστικής γνώσης μας, ολότελα σιωπηλοί κατάψυχα. Ειρηνεμένοι. Ας εγκαταλείψουμε τις εύκολα ή λογικά περιγράψιμες προσδοκίες. Ας φανούμε γενναιόδωροι. Rock us Poetry! Rock us…