Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Σπασμένα χωριά, σπασμένοι άνθρωποι ή η ηθογραφία ως ουτοπία [Μέρος 2ο]

Γράφει η Αγγελική Δημουλή
- διαβάστε το α' μέρος -
dimoulikolaz26.jpg
1. Η ρήξη μεταξύ του ανθρώπου και του περιβάλλοντός τουΗ κατοικία, στοιχείο του άμεσου περιβάλλοντος του ατόμου, θεωρείται βασικό χαρακτηριστικό ορισμού της κοινωνικής και οικονομικής επιφάνειάς του. Πιο συγκεκριμένα το εσωτερικό του σπιτιού συσχετίζεται  άμεσα με τους κατοίκους του. Είναι ο τόπος στον οποίο καθορίζονται οι ηθικές αξίες της οικογένειας και η φροντίδα που αφιερώνεται στο σπίτι καθορίζει την ποιότητα και την αξία της ανθρώπινης ζωής. Στα διηγήματα, το σπίτι, παιζει σημαντικό ρόλο.
Και οι δυο συγγραφείς έχουν πολλές αναφορές στο χώρο της κατοικίας είτε γενικές ειτε ειδικές. Μια γενική περιγραφή του σπιτιού περιλαμβάνει περιγραφικά χαρακτηριστικά όπως οι διαστάσεις του, η απλότητά του και η καθαρότητά του. Συχνότερα συναντάμε  μικρά σπίτια με αυτοσχέδια έπιπλα. Ο Δροσίνης περιγράφει με τα μάτια του αστού αφηγητή του:
«Τι χαριτωμένον που είναι το εσωτερικόν του! Παντού καθαριότης, τάξις και λιτότις αγροτική». (1)
Άλλωστε, η παρουσία της γυναίκας εγγυάται την παραπάνω τάξη και καθαριότητα του σπιτιού. Το καντήλι, είναι πανταχού παρόν μαρτυρώντας το θρησκευτικό πνεύμα των κατοίκων του σπιτιού:
«κ΄επανωθέν του, επί του τοίχου φρουρός άγγελος εκρεμάτο το εικονοστάσιον, από ξύλον χονδροειδώς σκαλισμένον, με διάφορα εικονίσματα, κ΄εμπρός άσβεστη εκρέματο η κανδήλα» (2) γράφει στις Παλιές Αγάπες ο Καρκαβίτσας.
Η διακόσμηση είναι απλή και γενικά η παρουσία επιπρόσθετων, μη χρηστικών αντικειμένων, όπως του καθρέφτη ή των φωτογραφιών, δείχνει ίχνη πολιτιστικού εκσυγχρονισμού. Έπειτα, η εξωτερική εμφάνιση του σπιτιού δείχνει γενικά την οικονομική επιφάνεια των ιδιοκτητών. Τα σπίτια λοιπόν δεν είναι ανεξάρτητα από τους κατοίκους τους. Ανάλογα με το είδος της κοινωνικής τάξης που κατοικεί μέσα βλέπουμε αναλογίες και στο σπίτι:
«[ο πύργος] είναι απλώς διώροφος και έχει εμβαδόν ίσως μικρότερον των 100 τετραγωνικών μέτρων. Ούδ΄ ήτο δυνατόν να φέρει όνομα τόσω αρειμάνιον, αν μη υπήρχον προσαρτήματα της κυρίας οικοδομής δύο πυργίσκοι στρογγυλοί διαγωνίως κείμενοι». (3)

2. Η σχέση του ανθρώπου και της οικίας του

Ένας δυνατός και άρρηκτος δεσμός λοιπόν δημιουργείται μεταξύ του ανθρώπου και της οικίας του. Είναι το μέρος της ασφάλειας, της ζεστασιάς, της φιλοξενίας στους περαστικούς, τους ξένους.
Η περιγραφή των αγροτικών σπιτιών από τους συγγραφείς αποκαλύπτει επίσης και τη δαιδαλώδη σχέση του ατόμου με την κοινωνική πραγματικότητα, έτσι όπως την προσδιορίζει ο Henri Tonnet, ότι δηλαδή, οι περιγραφές σπιτιών του Δροσίνη μολονότι ειναι λιγότερο γλαφυρές από εκείνες του Βυζιηνού, είναι από τις πρώτες περιγραφές κατοικίας χωρικών της κατώτατης τάξης στη νεοελληνική λογοτεχνία. (4) Οι περιγραφές του Δροσίνη δεν είναι εξαντλητικά αναλυτικές όπως εκείνες του Βalzac. Οι χωρικοί είναι φτωχοί∙ τρώνε ψωμί δίχως μαγιά και ξερό τυρί. Σε μερικά σπίτια υπάρχουν αρουραίοι εξ΄ου και η ανάγκη να κρεμούν τα τρόφιμα για να τα διασώσουν.
Τα μέλη της αγροτικής οικογένειας έχουν σχέση διαδραστική με το σπίτι τους και τα συναισθήματά τους ενίοτε τροποποιούνται ανάλογα με το χώρο ή άλλοτε μοιάζουν με το χώρο αυτό που τους φιλοξένει:
«Μόνος ο οικίσκος του Μελόπουλου διετήρει ακόμη την ζωηρότητά του∙ διότι από της ημέρας των γάμων εβράδυνε πάντοτε εις την εξέγερσιν, ως νωθρός εργάτης εξακολουθών την αυτήν απεργίαν και μετά την λήξην των εορτάσιμων ημερών». (5)
Η κατοικία συμβολίζει ενίοτε και μια εσωτερική σταθερότητα ιδιαίτερα για τον φτωχό άνθρωπο. Και συναντάμε πολύ συγκεκριμένα και ακριβή παραδείγματα στα κείμενά μας τα οποία δείχνουν την πρόθεση  των συγγραφέων να οριοθετήσουν με τα όρια της οικίας τα όρια της ψυχολογίας των ηρώων. Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί η επιστροφή του Γιαννιού στο χωριό του μετά την ολοκήρωση της στρατιωτικής του θητείας:
«Ο Γιαννιός μετά παλμών χαράς επισπεύδων το βήμα επάτησε το ασβεστόχριστον κατώφλιον του πατρικού οίκου και ώθησε την θύραν πιέσας κρυπτόν τινά σύρτην. Ουδένα εύρεν εντός. Μετά τον εκ του δρόμου και του ηλίου κάματον δροσερός τις φιλόξενος αήρ περιέβαλεν αυτόν ως θωπεία πρός τον επανελθόντα. Ο νέος χωρικός εκάθισεν επί ξυλίνου χονδροειδούς σκαμνίου και έστρεψε γύρω το βλέμμα. Αφού παρήλθε το πρώτον εκ των ηλιακών ακτίνων θάμβος διέκρινε ήδη είς το σκιόφως τα διάφορα αντικέιμενα. Όλα, ήσαν όπως πρό δύο ετών πρίν η απέλθη είς τον στρατόν». (6)
Εξάλλου η περιγραφή της οικίας πέραν της ψυχολογίας των κατοίκων της μπορεί να εκφράζει και τη ματιά του παρατηρητή αστού ο οποίος αδυνατεί να προσαρμοστεί στην κοινωνία του χωριού και την αντιλαμβάνεται ως κατώτερη της οικείας του, της αστικής του κατοικίας:
«Αλλά το εσωτερικόν του πύργου είναι άθλιον∙ αι οροφαί ξύλιναι, ακατέργαστοι και μαύραι από τον καπνόν, οι τοίχοι ασβεστόχριστοι, τα παράθυρα στενά και πληκτικά, και τα έπιπλα...Ω Θεέ μου! πώς θα κοιμηθώ επάνω είς τα τρίποδα αυτά με τα στραβοσανιδά των!». (7)

3. Η σχέση περιβάλλοντος χώρου- σπιτιού

Σύμφωνα με τον Gaston Bachelard κάθε χώρος ο οποίος κατοικείται μπορεί να έχει την έννοια της κατοικίας. (8) Προεκτείνοντας την παραπάνω σκέψη θα μπορούσαμε να την εφαρμόσουμε και στη φύση ως χώρο κατοικίας. Άπ΄την άλλη το σπίτι καταλαμβάνει έναν συγκεκριμένο όγκο ο οποίος μπορεί να οριοθετηθεί με γυμνό οφθαλμό όσον αφορά την εξωτερική του μορφή αφήνοντας όμως κρυφή την εσωτερική πλευρά του, η οποία αντικατοπτρίζει και την προσωπική, την εκτός της κοινότητας ζωή των κατοίκων του. Το σπίτι έτσι αποτελεί ένα σύνολο εικόνων που δίνουν στον άνθρωπο αιτίες ή ψευδαιτίες σταθερότητας. (9)
Έτσι, μπορούμε να «διαβάσουμε» (10) ένα σπίτι και ο αναγνώστης καλείται μαζί με την ανακάλυψη να κάνει και ερμηνεία των διάφορων δωματίων του σπιτιού και ταυτόχρονα να κατανοήσει τις προσωπικότητες των ηρώων, την ψυχολογία τους, το ρόλο τους στα πλαίσια της οικογενειακής ζωής. Εδώ λοιπόν διαφαίνεται η εξής τυπολογία∙ αυτή του δωματίου-φυλακής όπου η νεαρή κοπέλα διάγει το βίο της ώσπου να παντρευτεί ή που επιστρέφει εκεί διωγμένη. Έπειτα είναι το δωμάτιο-πέρασμα μέσα στο οποίο ο φιλοξενούμενος βρίσκει ησυχία και θαλπωρή∙ στο δωμάτιο της αγάπης αναπτύσσεται η σεξουαλική δραστηριότητα και το δωμάτιο του θανάτου:
«Ανάμεσα στο σπίτι, στη θέση που εκρεμόταν πρίν η μαλάθα του ψωμιού, η Κρουστάλλω, του Μαγουλά η γυναίκα, εκρεμόταν άψυχη με το σχοινί στο λαιμό» (11) γράφει ο Καρκαβίτσας.
Το δωμάτιο προσδιορίζεται από την προσωπικότητα αυτών που ζούνε μέσα αλλά και τους προσδιορίζει καθώς είνα φορτισμένο από τις παρουσίες των προηγούμενων γενεών:
«Εννοείται ότι το εσωτερικόν αυτής ήτο άξιον των ενοικούντων∙ πενιχρόν, ακατάστατον, πλήρες σιδηρικών». (12)
Θα μπορούσαμε να παραλληλήσουμε τη λογοτεχνική ανάλυση με τα κινέζικα κουτιά∙ ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού διεισδύουμε σ΄ένα ή περισσότερα δωμάτια∙ βλέπουμε τα αντικείμενα που το επιπλώνουν όπως τις κασέλες και τις ντουλάπες. Αναλογικά λοιπόν ανακαλύπτουμε τον χώρο ξεκινώντας από τη μεγάλη επιφάνεια και καταλήγουμε στις μικρότερες. Η οικία περιέχει τα δωμάτια και στα δωμάτια περιέχονται τα αντικείμενα και τα έπιπλα∙ και μέσα σ΄αυτή την ανακατωσούρα αναδύεται μια ερμηνεία του συμβολισμού του χώρου.


4. Το αντικείμενο στο χώρο

Αν συμφωνήσουμε με τον Abraham Moles (13) ότι τα αντικείμενα είναι φορείς επικοινωνίας εφόσον είναι φορείς σημασιών τότε κατ΄επέκταση, το σπίτι και τα δωμάτια έχουν την ίδια σημασιολογία εφόσον εμπεριέχουν, όπως προείπαμε, τα αντικείμενα.
Έτσι, θεωρώντας το Αντικείμενο ως το alter ego (14) του Υποκειμένου βλέπουμε έναν σιωπηλό καθρέφτη, ο οποίος αντανακλά την εσωτερικότητα του Υποκειμένου, είναι ενδιαφέρον να δούμε τα παραπάνω εφαρμοσμένα στα πρός μελέτη έργα.
Το εσωτερικό μιας κασέλας για παράδειγμα μπορεί να ιδωθεί σαν ένας χώρος εσωτερικοποίησης των Υποκειμένων του σπιτιού δεδομένου οτι δεν ανοίγει συχνά και όταν ανοίγει αυτό συμβαίνει μπροστά σε περιορισμένο αριθμό ανθρώπων. Έτσι, το άνοιγμα της κασέλας αποκτά μια νέα διάσταση που φτάνει στα όρια της ιεροποίησης της πράξης αυτής. Εξάλλου, όποιος έχει το δικαίωμα να εξερευνήσει το περιεχόμενο της κασέλας αποκτά ή έχει ιδιαίτερο κύρος:
«Η χωριάτισσα πρόθυμη άνοιξε την κασέλα και συχνοζητώντας του Τζιριτόκωστα με κλαψιάρική φωνή κάθε τι καλό και χρήσιμο, που έβλεπε μέσα, σχεδόν άδειασε ασυνείδητα όλα τα φτωχικά της ρούχα στου ζητιάνου τα λαίμαργα σακούλια» (15)
ή ακόμα «Σαν απόμεινε στο σπίτι της έρημη και μοναχή η άμοιρη Μαριώ, της ήρθαν με μιας στο λογισμό τα παλιά κι άξαφνα τη βάρεσε η τρέλα. Ανοίγει την κασσέλα της με τα προικιά της τα καλοσυγυρισμένα και τα πετά όλα όξω∙ [...] βρίσκει το ψαλίδι που κουρεύουν τα πρόβατα κρεμασμένο στον τοίχο, το παίρνει κι αρχινά να σου και να σου όλα, πουκάμισα κεντιστά, σιγγούνια πλουμιστά, ποδιές, μαντήλια, όλα κομμάτια με το ψαλίδι, ρούχα π΄αξίζανε διακόσια τάλαρα! Γυρνά στα στερνά και κατά το κεφάλι της το ψαλίδι και τραβά και κόβει σύρριζα τα μαλλιά της». (16)
Η αναφορά του τελευταίου παραδείγματος δείχνει οτι μέσω του βίαιου ανοίγματος της κασέλας και της καταστροφής του περιεχομένου της προαναγγέλεται το κακό που θα συμβεί και στη ιδιοκτήτρια της κασέλας. Η ηρωίδα καταστρέφει αρχικά όλα τα αντικείμενα που συμβολίζουν την ευτυχία καταλήγοντας εν τέλει στον ίδιο της τον εαυτό.
Ο ρόλος του Αντικείμένου εδώ είναι η σύνδεση του Υποκειμένου με τον κόσμο. (17) Αν επιχειρούσαμε μια συμπεριφοριστική προσέγγιση των κειμένων, θα παρατηρούσαμε οτι το άτομο ως Υποκείμενο ξεκίνησε να δημιουργεί μια πρώτη αναπαραστατική μορφή του κόσμου του διαμέσου των αντικειμένων που αποτελούσαν μέρος του πιο κοντινού του περιβάλλοντος. Στον Καρκαβίτσα βλέπουμε παράδειγμα τέτοιας πρωτογενούς τύπου συμπεριφοράς:
«Όμως πίσω από τη μαυρισμένη πόρτα και περίγυρα στους τοίχους είδεν ο μικρός να κρέμονται από τα καρφιά με τάξι και ηλικία βαλμένα, όλων των ειδών και όλων των σχημάτων τα μπαστούνια. Μερικά χυτά, ολόισα επάνω έως κάτω∙ άλλα γυριστά, άλλα διχαλώτα∙ μερικά στην άκρη με ρίζα χοντρή∙ τούτο με κόμπους, εκείνο στραβό∙ το ένα ξεφλουδισμένο∙ το άλλο ακόμα με τα δαγκώματα των σκύλων∙ όλα ήσαν στη σκόνη περιτυλιγμένα, σαν σε σάβανο του καιρού, και βυθισμένα στη σιωπή και τον ύπνον, όπως τα όπλα πολεμιστού τρισένδοξου, κρεμασμένα εκεί για μνήμη αθάνατη και αξιομίμητο παράδειγμα της γενεάς του». (18)
Η πρώτη αντίληψη για τα μπαστούνια μοιάζει καθόλο το διήγημα να στιγματίζει τη ζωή του ήρωα που δεν είναι άλλος από το γνωστό ήρωα του Ζητιάνου, του Τζιριτόκωστα. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση, διαβάζοντας το παραπάνω παράθεμα, οτι η προσωπικότητα του Ζητιάνου βασίστηκε στη σχέση του με τα μπαστούνια.
Το Αντικείμενο καταλαμβάνει λοιπόν σημαντική θέση στην κατασκευή της προσωπικότητας των ηρώων από τους συγγραφείς. Ένας άλλος παράγοντας που μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε καλύτερα την προσωπικότητα των ηρώων είναι ο φυσικός κόσμος, ο μη κατασκευασμένος από τον άνθρωπο, σε αντιδιαστολή με τον τεχνητό κόσμο του σπιτιού και του Αντικειμένου.

5. Ο φυσικός κόσμος

Το φυσικό περιβάλλον, σύμφωνα με τον Moles, (19) εκφράζει ό, τι βρίσκεται γύρω από ένα άτομο, είτε στο χώρο, είτο στο χρόνο. Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε έτσι δυο τύπους περιβαλλοντος, τον άμεσο και τον έμμεσο ή τον εγγύς και τον απομακρυσμένο χώρο. Είναι λογικό το άμεσο περιβάλλον να είναι ίσως σημαντικότερο από το έμμεσο εφόσον αυτό είναι που αντιλαμβάνεται αρχικά το Υποκείμενο και έπειτα περνάει στο επόμενο στάδιο αντίληψης:
«τον χειμώνα και το καλοκαίρι, το φθινόπωρον και την άνοιξιν, έβλεπεν όλας της φύσεως τας μεταβολάς και τας εδέχετο μετά χαράς, όπως δέχεται τας θωπείας της μητρός του.[...] Της ήρεσκεν επιμόνως η μάγισσα και ευμετάβολος νύμφη, την εξέπληττε και την συνεκίνει με τας ποικίλας αμφιέσεις της, υπό τας οποίας της παρουσιάζετο καθ΄εκάστην και το θείο κάλλος της». (20)
Αντίθετα, όταν το εγγύς περιβάλλον για ποικίλους λόγους μετατρέπεται σε απόμακρο τότε έχουμε το συναίσθημα της περιβαλλοντικής νοσταλγίας, ισότιμο ενίοτε με τη μητρική νοσταλγία:
«Και παρήλασαν τότε ως ακτινοβόλος οπτασία προ του λογισμού του νεανίου τα δάση του χωριού, ο πατρικός οίκος, το ποίμνιον, και η μορφή της Ζεμφύρας- όλα εκείνα όσα η στέρησις ελάμπρυνε και εξωράιζε τώρα πολλαπλασίως» (21) σκέφτεται ο Γιαννιός στην απομάκρυνσή του από τον γενέθλιο τόπο του.
Η αντίληψη του εγγύς περιβάλλοντος στα κείμενα που μελετάμε αλλά και γενικά στα κείμενα της εποχής είναι μια προέκταση και μια αντανάκλαση του Εγώ του Υποκειμένου∙ μια απόλυτη επιταγή που πηγάζει από την επιθυμία του ίδιου του Υποκειμένου αλλά και επιστρέφει σ΄αυτό. Τίποτα δε μπορεί να εξισωθεί με τη φύση. «Η φύση είναι είναι εδώ, σε περιμένει και σ' αγαπά.» (22) παραθέτει η Αnne Cauquelin χρησιμοποιώντας στίχους του Baudelaire.
Τα παραπάνω, επομένως θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στους προς μελέη συγγραφείς οι οποίοι μολονότι παρουσιάζουν μια μη- ειδυλλιακή εικόνα του χωριού ιδωμένο απόλυτα, σχετικά με την πόλη το χωριό εκπροσωπεί μια ιδανικότερη ιδέα, είναι το φωτογραφικό αρνητικό της. (23) Μια πόλη που από τον Παπαδιαμάντη μέχρι και τον Τερζάκη παρουσιάζεται φορτισμένη με όλες τις επίπλαστες αξίες σε αντίθεση με τη φυσική αγνότητα του χωριού. Είναι ο φθοροποιός πολιτισμός μπροστά σε μια πρωτόγονη αγνότητα. Βέβαια στα εν λόγω διηγήματα η φύση δεν περιμένει και δεν αγαπά τους ήρωες:
«Αλλ΄ ούτε ο σπάνιος καρπός, ούτε η βαθεία σκιά της, είναι ικανά να σηκώσουν τον φόβον των χωρικών. Διότι η συκιά είναι στοιχειωμένη». (24)
Παρόλη την εγγενή σύνδεση Υποκειμένου και φυσικού περιβάλλοντος, συχνά, η φύση λειτουργεί αντιστικτικά απέναντι στο άτομο δείχνοντάς του το σκληρό της πρόσωπο, όπως στον Δροσίνη για παράδειγμα:
«Έρριψε το βλέμμα πέραν πρός το πέλαγος∙ αλλ΄ ως απάντησις ήλθεν εκείθεν ψυχρά πνοή. Και το σκότος και η πένθιμος σιωπή και των γρύλλων το τερέτισμα και της γλαυκός οι γόοι εκορύφωσαν την απόγνωσίν της. Επεθύμησε ν΄αποθάνη την ώραν εκείνην». (25)
Σε μια τελική ανάλυση θα λέγαμε οτι η πόλη και φύση παρουσιάζονται με τον ίδιο τρόπο. Στο κείμενο, όμως, του Ζητιάνου (26) παρουσιάζεται σταθερή. Η φύση εκεί δεν εμφανίζει την αέναη μάχη για επιβίωση και για κυριαρχία μέσω των ιδέων, όπως γίνεται στον πολιτισμό. Αντίθετα απ΄την οργανωμένη κοινωνία η φύση είναι α-ηθική∙ δεν κρίνει, δεν κατηγορεί και δεν κρύβει τον «φυσικό νόμο» πίσω από οποιοδήποτε ηθικό νόμο. Βλέπουμε, έτσι στον Ζητιάνο:
«Ο Τζιριτόκωστας, ήσυχος τώρα, επροχώρησε βαθύτερα. Είχεν εξασφαλίσει το παράλλαγμα και δεν εσυλλογιζόταν πλέον παρά νέο ταξίδι και νέα τρόπαια. Τα κλαριά των πλατάνων μ΄ένα φύσημα του ανέμου έρριξαν καταπέτασμα πράσινο και πυκνό πίσω του, λες κι εφρόντιζαν να τον ασφαλίσουν από κάθε κυνήγημα. Η κοιλάδα πρόθυμη εδέχθηκε το ζητιάνο στους υγρούς και μαλθακούς κρυψώνες της, όπως δέχεται τόσα κακούργα ερπετά και παράσιτα.
Ο άνθρωπος πολλές φορές δεν βρίσκει της υπάρξεως τους τον σκοπό. Και όμως τα κρατεί στους κόρφους της η Φύσις, θεότης αδιάφορη, ανεπηρέαστη, ίση δείχνοντας αγάπη και στου Κάη τους καρπούς και στα πρωτοτόκια του Άβελ». (27)
Η φύση έτσι δέχεται στους κόλπους της όλα τα ανθρώπινα και μη ανθρώπινα πλάσματα προτάσσοντας μια εικόνα ελευθερίας και απομάκρυνσης από την κοινωνία του χωριού.

Επίλογος

Η έννοια του όρου ηθογραφία λοιπόν διαφαίνεται αμφίβολου ορισμού. Οι δεσμοί των ανθρώπων έχουν διαρραγεί καθώς και οι σχέσεις τους με το φυσικό περιβάλλον τους. Οι χωρικοί του Καρκαβίτσα και του Δροσίνη κρατούν όλη την αφέλεια και την ευπιστία των χωρικών στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι ουλές στην έννοια της ηθογραφίας είναι εμφανείς.
Δεν θεωρούμε οτι αναλύσαμε εξονυχιστικά το προς μελέτη θέμα καθώς περιοριζόμαστε από τον αριθμό των λέξεων αλλά πιστεύουμε οτι έγινε μια πρώτη προσέγγιση αυτής της παρεξηγημένης έννοιας.

Σημειώσεις
(1) ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Άπαντα, σ. 324.
(2) ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ, Παλιές Αγάπες, Εστία, Αθήνα, 2007, σ. 55.
(3) ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Άπαντα, σ. 40.
(4) ΤΟΝΝΕΤ, ό. π. , σ. 141.
(5) ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ, Ανδρέας, Η Λυγερή, Εστία, Αθήνα, 2007, σ. 109.
(6) ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Άπαντα, σ. 128.
(7) ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Διηγήματα των αγρών και της πόλεως, σ. 310.
(8) BACHELARD, Gaston, La poétique de l’espace, Quadrige-PUF, 7e édition, Paris, 1998, σ. 27.
(9) BACHELARD, ό. π. σ. 34.
(10)BACHELARD, ό. π. σ. 30.
(11)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, σ. 221.
(13)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Άπαντα, σ. 62.
(14)MOLES, Abraham, Théorie des objets, PUF, 1972, σ. 21.
(15)Το Αντικείμενο διαφοροποιείται από το Υποκείμενο ως προς τη μη-ικανότητά τού του σκέπτεσθαι, MOLES, Théorie des objets, σ. 25.
(16)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, σ. 154.
(17)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Διηγήματα των αγρών και της πόλεως, σ. 137.
(18)Ο συγγραφέας συνδέει στη μελέτη του, το Αντικείμενο με τον κόσμο, παρουσιάζοντας το Αντικείμενο ως διαμεσολαβητή μεταξύ του Υποκειμένου και του κόσμου, MOLES, Théorie des objets, σ. 11.
(19)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, σ. 104.
(20)MOLES, Théorie des objets, σ. 9.
(21)ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ, Άπαντα, σ.112.
(22)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Το Βοτάνι της Αγάπης, σ. 125.
(23)CAUQUELIN, Anne, L’invention du paysage, Plon, Paris, 1989, σ. 91.
(24)CAUQUELIN, ό. π,  σ. 52.
(25)ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ, Παλιές Αγάπες, σ. 90.
(26)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Διηγήματα των αγρών και των πόλεων, σ. 62.
(27)ΠΟΛΙΤΗ, «Η παγίδα της μίμησης στον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα», σ. 132.
(28)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, σ. 224.

Βιβλιογραφία
ΒΟΥΤΟΥΡΗΣ, Παντελής, «Ώς είς καθρέπτην...». Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Νεφέλη, Αθήνα, 1995.
ΜΗΛΙΩΝΗΣ, Σταύρος, «Παπαδιαμάντης και ηθογραφία ή ηθογραφίας αναίρεσις», περ:Γράμματα και Τέχνες, Αθήνα, 1992.
ΜΠΑΛΟΥΜΗΣ, Επαμεινώνδας, Ανδρέας Καρκαβίτσας:ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999.
ΠΟΛΙΤΗ, Τζίνα, «Η παγίδα της μίμησης στο Ζητιάνο του Α. Καρκαβίτσα», Ο Νατουραλισμός στην Ελλάδα:διαστάσεις- μετασχηματισμοί- όρια, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007.
ΧΑΡΗΣ, Πέτρος, Έλληνες πεζογράφοι, Εστία, Αθήνα, [χ.χ.].
BACHELARD, Gaston, La poétique de l’espace, Quadrige-PUF, 7e édition, Paris, 1998.
CAUQUELIN, Anne, L’invention du paysage, Plon, Paris, 1989.
GOLDMAN, Lucien, Pour une sociologie du roman, Gallimard, Paris, 1964.
MOLES, Abraham, Théorie des objets, PUF, Paris, 1972.
SIAFLEKIS, Zacharias, «Amour, mariage, magie dans la littérature néohellénique du tournant du siècle», Etudes rurales, No 97-98, janvier- juin, σσ. 191- 200.
TONNET, Henri, Histoire du roman grec des origines à 1960, L’Harmattan, Paris, 1996.