Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Σκέψεις γύρω από τον "λόγο" διαβάζοντας Δημουλά

του Χρίστου Κρεμνιώτη

«Με δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά και τρεις δραχμές»
Κ. Γεωργουσόπουλος
Δεν χρειάζεται ειδημοσύνη σαν εκείνη που μοιάζει να έχει αναγνωριστεί στους  δημόσιους –ή, μάλλον, μιντιακούς-  συνηγόρους της συγγραφέως Δημουλά∙  ιδίως, εάν κανείς θέλει,  να προφυλάξει το, μάλλον, Θείο δώρο της αντιλήψεως, ότι το αληθινό, εκτείνεται έως πολύ πέρα του πραγματικού. Δεν χρειάζεται, επίσης,  εμβρίθεια φιλολογική, για να γνωρίσει ο αναγνώστης του τρέχοντος κειμένου,  ότι, ο λόγος των ποιητών, δεν ενσαρκώθηκε (μορφοδοτήθηκε) μόνον σε ποιήματα και, το ίδιο φυσικά, ισχύει και για δημιουργούς άλλων τεχνών. Ο Λεοπάρντι και ο Ντοστογέφσκυ, ο Μπωντλαίρ ή ο Τολστόι, ο Χάμσουν και ο Ρίλκε, μα, και πιο κοντά σε εμάς, ο Ουγκαρέττι, ο Έλιοτ ή, ο Σαραντάρης, όλοι ανεξαιρέτως, οι ισχυρότερες και βαθύτερες και υγιέστερες φωνές, αλλά και οι ήσσονες , που ταπεινά τους ακολούθησαν, συνέγραψαν κείμενα οπού η αγάπη τους για τον άνθρωπο ή, η προσωπική τους αγωνία για ζητήματα και αιτήματα του πολιτισμού, εκφράστηκαν. Χιλιάδες άλλοι, όχι. Κάποιοι, πάλι, που θεώρησαν την τέχνη χώρο ιντελιγκέντσιας και μόνο, έγραψαν συγγράμματα ή, απλά δοκίμια  φιλολογικών, αμιγώς, ενδιαφερόντων.  Κοντά σε αυτούς και κάποιοι άλλοι∙ εκείνοι, που αρκέστηκαν στην τέχνη τους και, κατά τα άλλα, σιώπησαν.  Καμία όμως από τις παραπάνω, δεν είναι περίπτωση που να μπορεί να περιέχει τη Δημουλα∙  ιδιαζόντως, η τρίτη.

Πολλές οι έριδες γύρω από το όνομα της. Συχνότερα, εμπάθεια από τις αντίπαλες πλευρές, σχεδόν πάντοτε, μνησικακία από τη δική της και, ενώ κάποιος μπορεί εύκολα να οδηγηθεί –ποτέ όμως με βεβαιότητα-  στις αιτίες της εμπάθειας (που μπορεί κάποτε να είναι δίκαια οργή) των «άλλων» πιθανολογώ, πως οι πηγές της μνησικακίας των ένθεν, ή, κάποτε διαφεύγουν ή, αποσιωπούνται∙  όχι, με σκοπιμότητα: εκ των πραγμάτων∙  αφού, δεν υπάρχει και δεν χαρίζεται- ούτε επιτρέπεται να κερδηθεί- τόπος διαφορετικής άποψης και άλλου νου. Η μνησικακία ετούτη, μπορεί να βάλλει ενάντια ενός παρελθόντος, που μέχρι πρότινος, έδειχνε να περιφρονεί την ίδια τη Δημουλά, αλλά, και περισσότερο ακόμη,  τους μαινόμενους υπερασπιστές της. Το μελλοντικό αποτέλεσμα;  Μη λαμβάνοντας υπόψη, εδώ, την όποια αξία του έργου της και παρότι ο ιστορικισμός έχει απορριφθεί,  το πιο πιθανό, είναι να λάβει θέση ακόμη κατώτερη από εκείνη που της αναλογεί. Ο εσχατολογικός χαρακτήρας των ημερών μας, είναι σαφές ότι δεν επιτρέπει σε αρτηριοσκληρωτικούς χαρακτήρες γεμάτους μάνητα, οίηση και παντογνωστισμό να αντιληφθούν ή, ορθότερα, να Δουν και να Γνωρίσουν. Μάλλον δε, πιθανότερο είναι, να τους χρησιμοποιεί, ως «σημεία των καιρών» .
Όμως, προς τι ανέφερα  την πολυμορφική έκφραση του λόγου των δημιουργών;  Το 2009, από τις εκδόσεις Ίκαρος- που ακολουθούν κατά γράμμα το του ομώνυμου μυθικού χαρακτήρα  δράμα -  εκδόθηκε το πομπώδους τίτλου βιβλίο :ΕΡΑΝΟΣ ΣΚΕΨΕΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΙΤΛΟΥ
ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΣΤΕΓΟΥ ΑΥΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ .

Όπως διαβάζουμε στο δεύτερο από τα πρώτα εσώφυλλα, πρόκειται για κείμενο που εκφώνησε η ίδια, στην αρχαιολογική εταιρεία, τον Γενάρη του εννέα.  Δυστυχώς, δεν υπάρχουν κείμενα της- όπως πρέπει να πιστέψουμε- λαοφιλούς ποιήτριας, για την κατάσταση του  λαού- των ανθρώπων γύρω της. Ίσως κάτι τέτοιο όμως, να έχει να κάνει, τουλάχιστον όσον αφορά το άτομο της, με ένδειξη αυτογνωσίας.  Ο κύκλος της ωστόσο, δυστυχώς, διαφαίνεται πως έχει έναν τύπο μολυσμένης αυτογνωσίας: την υστεροβουλία. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας μοιάζει απίθανο, αφού, είναι σχεδόν εμφανές, ότι όχι μόνον δεν ασχολείται με την πνευματικότητα του ευσυγκίνητου τάχα «λαού», αλλά, δείχνει να την εκμεταλλεύεται, εκούσια ή ακούσια, ευθυνόμενος έτσι για τη στασιμότητα ακόμη και της ποιητικής της. Η ίδια,  δείχνει να γράφει κείμενα μόνο όταν η ανάγκη το απαιτεί και, πρέπει να πούμε, ότι τα πιο επιτυχημένα, είναι όσα συνέθεσε με αφορμή κάποια βράβευση της. Είναι όμως  στα κείμενα της αυτά, όπως συμβαίνει με κάθε δημιουργό, που αναγνωρίζεται πιο ξεκάθαρα ο λόγος και το πνεύμα που τη διακρίνει.  Είναι στη φύση των πραγμάτων -γιατί το αρνούμαστε;-  με την οιμωγή μας ή την προσευχή μας για κάποιον , δεν  γινόμαστε τόσο κατανοητοί όσο όταν του μιλάμε και, συνήθως, η ποίηση, είναι πιο κοντά στα πρώτα. Όπως και να έχει, σε ένα κείμενο υπάρχει μεγαλύτερη ορατότητα. Η ψυχή προσπαθεί να συνομιλήσει με μεγαλύτερη ευθύτητα, η φιλοσοφία και κατ΄ επέκταση η αισθητική μας, ξεδιπλώνουν και αποσαφηνίζονται.  Τι θα περίμενε, λοιπόν,  να συναντήσει κανείς στο κείμενο της ποιήτριας που κατόρθωσε, όπως πρέπει να πιστέψουμε, να αγαπηθεί και από τον λαό και από τον ακαδημαϊκο μας κόσμο; Προφανώς, να φέρει στοιχεία που προσομοιάζουν με τις ποιότητες αυτού του λαού και με τα έργα αυτόυ του ακαδημαϊκού κόσμου. Με τον λαό, η ζεύξη, συντελέστηκε χάρη του διαμελισμένου συναισθηματικού(1) εσωτερικού του κόσμου, ενώ, με τον ακαδημαϊκο κόσμο, όποτε είναι όντως υπαρκτή και όχι «εξοικονομημένη»  η σχέση τους, οφείλεται μάλλον, στον χαμένο μπούσουλα,  ανθρώπων που ταύτισαν την ψυχολογική τους υγεία και συνεπώς τη «λύση» των συμπλεγμάτων τους, οι μεν, με την ύπαρξη τους στον κόσμο των εδράνων και της διανόησης και οι δε- η δε και κύκλος της- στον χώρο της ποίησης και του πολιτισμού.  Εν ολίγοις, λέω, ότι  καμμία θυσιαστική  διαθεση συνεισφοράς δεν οδήγησε, ούτε τον ακαδημαικό μας κόσμο, ούτε τον κύκλο της Δημουλά – και φυσικά τους λοιπούς  λογοτεχνικούς, επι τω προκειμένω, κύκλους, ακόμη και αντίθετους-  στην τέχνη, την οποία- είναι τυφλοί όσοι δεν το βλέπουνε- την χειρίστηκαν ως εξέδρα για εγωτικά πανηγύρια, ακυρωμένα, από τη βροχή των όντως αναγκών των συνανθρώπων τους. Εάν όλα αυτά φαίνονται άσχετα στο κοινό της σημερινής ποίησης, με την ποίηση, είναι γιατι το κοινό, κρατήθηκε ασυσχέτιστο με την ουσιαστική και υπαρξιακή αιτία της ποίησης και εν γένει της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ας κρατήσει κανείς τα ουσιαστικά ανθρωπιστικά Αισθητικά δοκίμια του Μπωντλαίρ, ας θυμηθεί, ο μελοδραματικός έλληνας αναγνώστης, τα αγαπητικά φιλοσοφικά δοκίμια και κείμενα του Σαραντάρη∙  προτιμούμε φαίνεται τον βαμπιρισμό από την ανάσταση, ως προς αυτά όμως, άλλο,  ας μην επεκταθούμε. Κατά εκεί που θα στρέψει κανείς την καρδιά του, κατά εκεί, θα βρει και τις απαντήσεις του.

Ακόμη και εάν δεν δούμε στον Ελύτη, για παράδειγμα,  την ουσία του ελληνικού πολιτισμού, βλέπουμε σε αυτόν, μιαν έκλαμψη του. Δεν ισχύει το ίδιο με τη Δημουλά που, δυστυχώς, πρέπει να τη δούμε ως σύμπτωμα του πολιτισμού μας. Για να αποκτήσει κανείς μια γενικότερη άποψη για το εν λόγω κείμενο, αρκεί, στη φαντασία του να «οριζοντιώσει» αρκετά ποιήματα της δημιουργού αυτής. Εάν υπάρχουνε έστω και ελάχιστα αντικειμενικά κριτήρια  αισθητικής, δεν γίνεται παρά να είναι, πραγματικά, ενοχλητικό, κάθε κείμενο αντίστοιχης ποιότητας, το οποίο, ωστόσο,  στο σύνολο του, έχει κάποιους αντικατοπτρισμούς από την καλύτερη ποιητική της. « […]και ποιος τάχα άθλος θα με βοηθούσε να κρατώ τα χαλινάρια του ειρμού, που τόσο εύκολα αφηνιάζει γκρεμίζοντας σε στο παραλήρημα.» Παρακάτω «Δεν με νοιάζει αν είναι φτηνό το γούστο των συμφερόντων μου. Εγώ τιμώ τον σύνδεσμο «σαν» επειδή με συμφέρει να είσαι: σαν υπαρκτός, σαν ψέμα, σα Θεός[…]» ή, ακόμη « Είδες τι έπαθες εσύ, για να μην είσαι όνειρο…» κτλπ κτλπ κτλπ…
Το χιούμορ[(εάν τέτοιο οι ατάκες) το οποίο και επικαλείται λέγοντας ότι το θέλει «καβάλα στη σοβαρότητα»] είναι η ρητορεία- η φασιστική ρητορεία- της εποχής των μαζών.
Είναι άλλο πράγμα η απλότητα και άλλο η απλούστευση- και δηλητηρίαση-  του Κόσμου χάρη στην πνευματική ραθυμία. Είναι ακριβώς αυτό το οποίο ομολογεί με μάσκα κυνισμού : όπως βλέπεις αφήνω να μην πολυδιαφέρει το κεντρί της σφήκας από το κεντρί της μέλισσας. Ο ποιητής, δεν χρησιμοποιεί ως πρόφαση την οδύνη του. Όσο «μικρός » και εάν είναι, την κοινωνεί. Κάποτε εμπαθώς, αλλά, πάντα-όταν μιλάμε για ποιητή- ειλικρινώς. Πόσους θανάτους δεν έζησε ο Ουνγκαρέτι, πόσο δεν υπέφερε η Ντίκινσον, πόσο δεν ασκήτεψε ο Καβάφης, πόσο δεν αφοσιώθηκε η Βέιλ… αλλού ευθέως, αλλού, με αποκορυφώματα ποιητικού ερμητισμού , ο κόσμος και η οδύνη και η χαρά, αντικατοπτρίζονται στην ποιητική του καθενός.  Όμως, οι εξαιρετικά στενοί ορίζοντες  όσων προσπάθησαν να τοποθετήσουν  την ποιήτρια μας, σε βάθρο υψηλότερο του εμφανούς,  είναι και εκείνοι που επέφεραν, ταυτόχρονα, το πιο κατάφορο πλήγμα στην εικόνα της που, ναι μεν σε περιόδους πολιτισμικής έκπτωσης και γραφειοκρατικής αξιολογήσεως, ως σύμπτωμα της κατάστασης, μπήκε στο «κέντρο» του απολαυστικού «κνησμού» της πληγής, πλην, Τι σοφώτερον Ει μη χρόνος;
Κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί τα ποιητικά μεταλλεύματα της Δημουλά, χωρίς βέβαια, να μην σκεφτεί ότι είναι εκείνα τα κοινά σε κάθε άνθρωπο που, κάποια πυροδότηση  από την εγγύτητα της με το πρόσωπο του ευγενή Άθω Δημουλά- και δεν αναφέρομαι στον νεαρό δημοσιογράφο της Καθημερινής-  έφερε θραύσματα τους στην επιφάνεια, αφήνοντας τα ανεκμετάλλευτα.  Η παιδεία, φυσικά, δεν είναι το παν στην ποίηση, όμως, η απουσία της, δεν επενεργεί αρνητικά , παρά μόνο, όπου και όταν υπάρχει η παρουσία της αγάπης. Άλλωστε, στην ποίηση, για παράδειγμα, της Ρουκ, δεν συναντούμε καμιά  διανοητική γνωσιολογική (αυτό)αναφορά- όπως σε πλήθος (και μάλιστα στους διασημότερους) «εκπροσώπους» ενός υποτιθέμενου μοντερνισμού- εντούτοις, έχουμε πραγματικά να κάνουμε με μια μεγάλη- πανευρωπαϊκά-  σύγχρονη ποιήτρια. Όπως και να είναι, αν έχει κάποια ισχύ- ναι νομίζω πως έχει- το Τολστοϊκό «ταλέντο, είναι η καλλιέργεια του ταλέντου» τα πράγματα,αποσαφηνίζονται πλήρως,  ακόμη και για κάποιον, που δεν έχει την  κριτική μεγαλοφυΐα του Ρώσου.
Ο ξεπεσμένος πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός μας  κόσμος, πολύ πιθανόν, να απολαμβάνει τέτοια ποιητικά  σχήματα, όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι και αυτός, όπως όλος ο κόσμος της διανόησης μας μέχρι τα επίπεδα της Δημουλά, δεν κάνει άλλο από το να ακολουθεί τα διδάγματα του δυτικοευρωπαϊκού μισανθρωπισμού, πλην, αναθρεμμένου με μια ελληνικότητα που μη βρίσκοντας άλλους λόγους να θρηνήσει, θρηνεί συχνότερα [από τα γραπτά της ως τον κινηματογράφο της, για την αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού και, από την άλλη, μην βλέποντας άλλο πρόσωπο για καλύτερο, φόρεσε, καθυστερημένα, εκείνο του… σοσιαλισμού, δηλαδή, μιας μακροπρόθεσμης, υποχθόνιας  «δεξιότητας» που έχτισε οίκους(εκδοτικούς) με την παραπαιδεία, οι οποίοι, τώρα, στα αποκαλυπτήρια, της «ψυχής» των πραγμάτων, καθιστούν επί κεφαλής λογοτεχνικών περιοδικών- υποτίθεται με στόχο τη συνεισφορά στον πολιτισμό- ανθρώπους αδούλευτους και ά σ χ ε τ ο υ ς με τον πολιτισμό του τόπου τους, ο οποίος, αφήνει, τελικά, μέσω της απέχθειας (και της α-καλλιέργειας) τους πολίτες του- κάποιους εξ αυτών- να βρουν δικαιότερη την προσχώρηση τους στο κλίμα της ποίησης-των εύκολων συναισθημάτων και της ευκολότερης διανόησης- μιας δημιουργού, που ανήλθε «θριαμβευτικά» από τα σωθικά του(λαού).]  για την αποτυχία εμφύτευσης μιας ξένης ιδέας στο δικό μας σώμα, παρά για την όποια μόλυνση επέφερε στο όντως σώμα. Καθίσταται έτσι καταφανές, ότι τέτοιες λογοτεχνικές ομάδες, δεν έχουν να αντιπροτείνουν άλλο από την δική τους «αντισέκτα» που, αλλού, έχει σύνθημα τη σύγχρονη ποίηση (του τάδε ή του δείνα έθνους), απορρίπτοντας κατηγορηματικά ο,τι δεν της μοιάζει∙  αλλού, για να αποφύγει τον συναισθηματισμό(κάποτε δημουλαϊκών εκπομπών) απορρίπτει κάθε εσωτερικότητα ή, αλλού, για να αποφύγει και την πεζότητα και τον συναισθηματισμό, καταφεύγει στο πιο βλακώδες χιούμορ(κάποτε, λαγιακών ρύπων[χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ευθύνεται ο Λάγιος ή ότι, αυτός, κατατάσσεται στο επίπεδο της Δημουλά]). Τλήμων και τάλας, λοιπόν, ο πολιτισμός μας, περιμένει τις σέκτες αυτές, να αναδείξουν τις μελλοντικές τους γενεές, ώστε να διαιωνίσουν την κατάντια του- δια του μίσους τους- μπερδεύοντας, ο,τι το έμβιο(Δημουλά), με τη Ζωή(ποίηση). Το πρώτο όμως που το μίσος διαγράφει από το μέλλον, είναι το Πρόσωπο(άρα και το όνομα). Ο,τι δηλαδή, η Κοινωνία και η Ειρήνη, αναδεικνύει. Ο πολιτισμός, εντούτοις, της περσόνας,  δεν εννοεί από αυτά. Έστω. Όπως μας ενημερώνει,  άλλωστε, η Δημουλά ότι λέει ο Τσέχωφ στις Τρεις αδελφές –κλείνοντας έτσι θριαμβευτικά το καταχειροκροτειθέν κείμενο της «Αχ και να ξέραμε, τουλάχιστον να ξέραμε…» . Σημ.

(1) Σε τίποτε δεν εννοώ με αυτή τη φράση, ό,τι μια καθυστερημένη μόδα στη τρέχουσα ελληνική φιλοσοφία. Και σε ελάχιστα συναινώ,  με τον κύριο εκφραστή της κ. Ράμφο ως προς την ευθύνη του συναισθηματικού κόσμου, για τη νεοελληνική κατάσταση. Η καλλιέργεια του εσωτερικού ανθρώπου , αίτημα όλης της ανατολικής χριστιανικής θεολογίας, συνεπάγεται και ταυτόχρονα προϋποθέτει την καλλιέργεια του συναισθηματικού κόσμου του ανθρώπου. Πλην, αυταπατάται, όποιος φρονεί ότι η συνύπαρξη ακόμη και του τέλειου Ενιαίου ανθρώπου (εκείνου που ύλη και πνεύμα, κοινωνούν αποκαλύπτοντας τον Καρδιακό άνθρωπο ) είναι δυνατή με τον, ειρήσθω, τέλειο τεχνολογικό άνθρωπο της εποχής μας. Η έννοια της λογικής, έχει εντελώς άλλες διαστάσεις στη δική μας παράδοση, την,  ρητά, φιλοσοφική. Δεν είναι όμως της παρούσης κάποια εκτενέστερη αναφορά και ανάλυση πλην, αποτελεί πραγματικό ελιξίριο σκέψεως, το γιατί είναι ακριβώς τα ίδια μέσα που προσπαθούν να αναδείξουν Ράμφο και Δημουλά.