Top menu

Σιωπηλός λόφος [Μεταφραστικό πρότζεκτ]

photo © Patric Ivan

photo © Patric Ivan

Μεταφράζει ο Αναστάσιος Δρακόπουλος

«πράγματα ανύπαρκτα ή φανταστικά, όμως όταν κλαίω νοιώθω ότι
όλα υπάρχουν».
– Τάσος Λειβαδίτης

Αφομοίωση

Θα σου φανερώσω έναν δρόμο
που έχω ακολουθήσει.

Αν έρθεις
αν επιστρέψεις κάποια μέρα
αναζητώντας εμένα

θα δεις πώς όλα μεταμορφώνονται
αργά
και γίνονται πιο απλοϊκά
πιο αρχέγονα
(σα ζωγραφιές παιδιών
ή πρωτόγονων οργανισμών:
το αλφαβητάρι της ψυχής)
 
θα βρεις το θάλπος μιας γαίας
είναι απαλό κι ομιχλώδες
κι έπεται η μετουσίωση.
Εγώ, το δάσος.

                          Εύα-Λίζα Μάνερ

**
 
Το δάσος που δεν σου αφήνει επιλογή

Όταν προσέξεις το σύννεφο
στους κόλπους μιας μικρής λίμνης
και το φεγγάρι ανάμεσα
σε νούφαρα
τότε αναπόφευκτα θα είσαι στο έλεος
της ιδικής σου ψυχής.

Ποιος ήχος με ξυπνά το μεσονύκτιο;
Η φωνή της πιο πραγματικής ζωής ζητά
όλα όσα δικαιούται.
Τη νύχτα γίνεται πιο ξεκάθαρη,
όταν όλοι οι θεωρητικοί κοιμούνται.

                           Εύα Κίλπι

**
 
Λυκόφως στο δάσος

Κάτω από νυσταγμένα κλαδιά
ένα αλλόκοτο φως λάμπει,

στο δάσος ένα μονοπάτι
αποκαλύπτεται,
από το πουθενά οδηγεί στο πουθενά.

Η σκιά μου τράπηκε σε φυγή,
έμεινα χωρίς σώμα, διαλυμένος στο λυκόφως.

Τα βήματά μου παραμένουν μετέωρα.
Τώρα αγγίζω την κενότητα.

                             Άρο Χελακόσκι
 
**

Η εξαφάνιση της θύμησης αποτελεί κενότητα.
Πολλοί αρρωσταίνουν στη θωπεία της.
Το ασθενοφόρο μέλπει σιωπηρώς
στο σκάμμα.

**

Νεκρή φύσις

Ένα μαχαίρι για τα φρούτα. Μια κιθάρα και κάποιος
που χαϊδεύει τον λαιμό της.
Από την πόρτα ένα χέρι εισέρχεται
και γεμίζει τις κούπες με τσάι.
Αποσύρεται. Αναμένει να το ευχαριστήσουν.
Το επόμενο πρωινό, μια βαλσαμωμένη λεοπάρδαλη
αφήνεται στον χώρο.
Το συνεργείο καθαρισμού χτυπά, αλλά κανείς ένοικος δεν αποκρίνεται.
Λιμνάζων αίμα στο πάτωμα.
Αν θελήσει ο Θεός,
θα μπορέσουν να το σφουγγαρίσουν.
Αλλά ας επιτρέψουμε πρώτα στο χέρι
να υπογράψει μ’ αυτό το αίμα
για την παράδοση της λεοπάρδαλης.
 
**

Τα παιδιά τρέμουν μήπως οι κούκλες τους
δεν είναι κατάλληλες για τους γαιοσκώληκες.
Αυτά τα παιχνίδια δεν έχουν τέλος.

**
 
Κληρονομιά

Όταν έρθει ο μεγάλος χειμώνας
θα βρω ένα καταφύγιο
ώστε να μην αποχωριστώ
την κυκλοφορία του αίματος
που θα έχει απομείνει.

Αλλά όταν με καλύψει το οίκημα
στο οποίο θα μετακομίσω όταν πεθάνω,
η άνοιξη θα είναι το μόνο χρυσάφι
που δε θα αποχωριστώ.

                             Ούχανι Αχβενγιέρβι

**
 
Λύρα

Μια ζητιάνα μάγισσα κρύβεται στον φλοιό των δένδρων,
υπάρχει μια αρχή, ένα τέλος κι όλα τα υπόλοιπα ενδιάμεσα,
σύμπαν σύμφυτο.

Μια γυναίκα αναποδογύρισε χθες το βράδυ,
οι σπόροι απελευθερώνουν άστρα,
συλλυπητήρια για τα άνθη ακούγονται από εντός του στομαχιού
μιας κίχλης.

Οι αμφορείς των άστρων είναι θαμμένοι βαθειά,
ο χρόνος μάς ξυπνά, θυμίζει ορφικό άσμα,
για να αποκαλύψει πόσο σκοτεινές είναι οι τρύπες,

το σύμπαν κατάντησε μια δυσάρεστη πλευρά της ανθρωπότητας.

**
 
Κασσιόπη

Ένα φόρεμα κοιμάται στην πλάτη της καρέκλας,
η καρέκλα βρίσκεται έξω, είναι ο θρόνος της Βασίλισσας.

Το αίμα των δένδρων παγώνει, το δάσος κινείται και τρίζει.
Ο πάγος καίει τα κοράκια μαύρα.

Αστερισμοί σχηματίζουν μια γυναίκα στον ουρανό.
Το φόρεμα ξυπνά και γλιστρά πάνω στο ωχρό τοπίο

Μυστικά μαζεύει τα πουλιά και τα οδηγεί στις ωκεάνιες τάφρους
Μυστικά συσσωρεύει τα περιγράμματα των άστρων κάτω από τα στριφώματά
του.

Παγωμένα χέρια έρχονται στα όνειρά μου,
τα δάκρυα παγώνουν, στεφανώνομαι ιδρώτα.

Κάθε δωμάτιο γνωρίζει το όνομα του παιγνίου
ο χορός αυτός συρράπτεται με τον φόβο των ματιών.

**
 
Ο κρεμασμένος

Βρέχει ρωσικές ιστορίες θαυμάτων
αυτές τις μουχλιασμένες νύχτες
που γευόμαστε ο ένας τον άλλο
σαν ξυρό κρασί.
Και διαβάζουμε, γιατί ο κόσμος
είναι μια γιγαντιαία λίστα αγορών,
εκατό ιστορίες κι εκατό κεντημένες νύχτες,
κι ένα ηλιοβασίλεμα που κρέμεται στη βροχή
ως επικηρυγμένος.

Αυτή είναι η δικιά μας νύχτα,
η νοτερή μας νύχτα,
γδύνεις τον ορίζονται και κρεμάς
τις κάλτσες του για να στεγνώσουν
σ’ ένα σώμα καλοριφέρ,
ώστε να μπορέσουμε  ν’ ακούσουμε πώς
βρέχει ρωσικές ιστορίες θαυμάτων
πάνω από αγρούς και ταράτσες
και πώς ο θάνατος έρχεται με τη βροχή –
θα τον βρεις αν ξύσεις πολύ βαθειά
τη σταγόνα.

                                    Τόμι Κόντιο
 
**

Έτσι ώστε να καταφέρω ν’ ακούσω
τη θαλάσσια παλάμη να σαλεύει
έτσι ώστε ένας σκύλος να πηδήσει
από το πέμπτο διαμέρισμα
μ’ ένα γάντι στο χέρι και να με
προσπεράσει.

Είμαι,
σ’ έναν μανιώδη αγέρα, σ’ ένα μανιώδες καλοκαίρι
ο ερημίτης κάτω από το δένδρο υποφέρει
ενδεδυμένος την αμφίεσή του

Είμαι,
ο θάνατος γυμνός
έχει πλαγιάσει κάπου.

Είμαι,
εμβαθύνω στο μυαλό μου:
υπάρχει ένα ναυάγιο στον βυθό,
το κύμα εγκαταλείπει τον βράχο,
χιλιάδες προορισμοί
Είμαι
εγώ
προς ισοπεδωμένες πόλεις
εγώ
προς το λυκόφως
δίχως πυθμένα,
προς τα αγάλματα από νερό
προς τον χαλκό του φωτός
τον χαλκό
του φωτός
την αυταπάτη
προς το σούρουπο
που βιάζεται

                                 Χάιντι Λιέχου