Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Σιλβέν Τεσόν: Το νησί

Μεταφράζει η Ειρήνη Αργυρού

Εκτός από τον Μαλαισιανό  που το κεφάλι του ήταν  σκληρό σαν  πέτρα, κανείς δεν θυμόταν το ναυάγιο. Ο τυφώνας  είχε παρασύρει  το δικάταρτο Santa Maria πάνω στις ακτές  του νησιού.  Η καταιγίδα ήταν  μία από τις σφοδρότερες  των τελευταίων χρόνων  στον Ειρηνικό. Ο καπετάνιος έχασε τον έλεγχο του πλεούμενου όταν μια ριπή ανέμου διέλυσε το μεγάλο μπροστινό φλόκο. Οι ναύτες είχαν καθυστερήσει να το μαζέψουν. Όταν το σκαρί άγγιξε τη ξέρα αφού η πρύμνη του είχε ήδη βουλιάξει μια  φορά, ο καθηγητής Ιανός Λόθκα – διάσημος ούγγρος εκδότης  μέλος της Γεωγραφικής Εταιρίας της Βουδαπέστης και σημαντικός μετρ πολλών κλειστών  ομίλων της  κεντρικής Ευρώπης-, ακινητοποιημένος μέσα στη καμπίνα του, έκανε τη σκέψη ότι οι τριγμοί του ξύλου έμοιαζαν με τον ήχο οστού που σπάζει. Είχε υποστεί κάταγμα στην κνήμη του κάνοντας πατινάζ στη λίμνη Μπαλατόν(1): η ίδια εφιαλτική ηχώ στο κρανίο.

Ο Μαλαισιανός ήταν ο πρώτος που ξαναβρήκε τις αισθήσεις του. Ηταν ένας ναυτικός που η περιπέτεια της ζωής  τον είχε  οδηγήσει από τις όχθες του Σαράβακ(2) μέχρι το μεξικάνικο λιμάνι του Φ...,  στις ακτές του Ειρηνικού. Πάνω στο δικάταρτο, ήταν άλλοι δεκαπέντε σαν κι αυτόν,  θλιβερά ανθρωπάκια των ωκεανών,  που έσερναν  τη μοίρα τους  από τ’ αμπάρια στα καταγώγια,  καθηλωμένοι ξημερώματα σε λιμάνια σαν  της Σαγκάης, μπροστά σ’ ένα νοθευμένο ουίσκι, από στρατολόγους που στρίμωχναν τους μεθυσμένους στις πόρτες άθλιων πορνείων για να τους κάνουν να υπογράψουν συμβόλαια σκλάβων. Οι τύποι ξυπνούσαν το πρωί πάνω σ’ ένα καράβι, με στολή  ναύτη, το κεφάλι τους άδειο από κάθε θύμηση, υποταγμένοι χωρίς ελπίδα διαφυγής στις διαταγές ενός καπετάνιου που ήταν πιο ισχυρός απ’ τον Θεό και ο κεραυνός του ξέσπαγε με κροταλίσματα βούρδουλα.
Ξαπλωμένος στην άμμο, ο Μαλαισιανός άνοιξε τα μάτια. Συγκεχυμένες αναμνήσεις αναδύονταν μέσα από την ομίχλη του ιλλίγγου  του και σταδιακά,  η  μία μετά την άλλη, έβρισκαν τη θέση τους. Εικόνες σχηματίζονταν, οι σκηνές αναπλάθονταν:  η καταιγίδα,  η κατασκότεινη  νύχτα, ο αφρισμένος  ωκεανός  μαζί με τις φωνές των ανδρών  και τις διαταγές που δίνονταν με ουρλιαχτά  ανάμεσα στις ρυπές του ανέμου.  Δίχως να κινηθεί, κοίταξε τον ουρανό. Ο καιρός ήταν καλός και ο ήλιος έκαιγε. Το φως πονούσε.

Σηκώθηκε. Κομμάτια από ξύλα, ξεκοιλιασμένα κιβώτια, δοκάρια, και κουρελιασμένα πανιά ήταν διάσπαρτα  στην ακτή. Ψαχούλεψε στ’ απομεινάρια. Το δικάταρτο μετέφερε εμπόρευμα στην Αυστραλία: οι ναύτες θα είχαν σίγουρα ωφεληθεί από αυτό το ταξίδι –τουλάχιστον θα είχαν να πίνουν για δυο μήνες ουίσκι Αδελαϊδας. Άλλα όμως είχαν αποφασίσει οι ουρανοί. Ο Μαλαισιανός  στάθμισε  τι θα μπορούσε να διασωθεί,  έπειτα ασχολήθηκε με τα σώματα που είχε ξεβράσει το κύμα.   

Από τα δεκαπέντε μέλη του πληρώματος, είχαν μονάχα επιζήσει ένας κινέζος αγρότης από το Σετσουάν που δεν είχε ιδέα από ναυσιπλοία, ένας Ρώσος από το Βλαδιβοστόκ που δεν είχε πιάσει ποτέ παλαμάρι στα χέρια του, ένας Ουκρανός Εβραίος που είχε μαζέψει ο καπετάνιος από το κρατητήριο του Αστυνομικού τμήματος στο Βαλπαράισο, ένας έλληνας ναυτικός που ισχυριζόταν πως ήταν το πρώτο βιολί στην Όπερα της Θεσσαλονίκης και ένας  δεκαοχτάχρονος Βρετόνος με καταγωγή από το Σεν  Μαλό. Από τον καπετάνιο και τους υπόλοιπους ναυτικούς, ούτε ίχνος.

Ο καθηγητής Λόθκα κείτονταν στην άμμο, ζωντανός. Είχε μπαρκάρει μερικές ημέρες νωρίτερα στο Φ... για να διασχίσει τον Ειρηνικό. Οι καπετάνιοι της εποχής ελευθέρωναν τις καλύτερες καμπίνες του επάνω καταστρώματος  και τις νοίκιαζαν στους υπομονετικούς ταξιδιώτες που προτιμούσαν τη ζωή πάνω σ’ ένα εμπορικό πλοίο από τις χαλαρωτικές ανέσεις των πλοίων της γραμμής. Ο Ούγγρος ερχόταν από τις  Άνδεις όπου είχε καταλύσει με τον πρώσο επιστήμονα  Φαλκ βον Ζ...  Μαζί, κατά την διάρκεια της άνοιξης, είχαν εξερευνήσει τη δυτική πλευρά της περουβιανής οροσειράς και ο Λόθκα σκεπτόταν να δημοσιεύσει τα γραπτά του Γερμανού.

Ο Μαλαισιανός βοήθησε τον Ούγγρο να σηκωθεί. Ο Λόθκα ζύγιζε εκατόν είκοσι κιλά. Έκανε μερικά βήματα στην ακρογιαλιά. Περπατούσε κυλώντας. Είχε τα μάτια της φυλής του: μέσα απ’ το άνοιγμα των αμυγδαλωτών μογγολέζικων ματιών του έφεγγε το γαλαζωπό ασημί του ουρανού της Πούζτα. Οι άντρες, ο ένας μετά τον άλλο,  συνέρχονταν. Το ένα κύμα διαδέχονταν άλλο: άκουγαν την αφρισμένη  θάλασσα ν΄ανασαίνει και τα θαλασσοπούλια που έκρωζαν.  

Μαζί, ανέβηκαν στη κορυφή του βράχου που προεξείχε στη δυτική άκρη της παραλίας. Το νησί ήταν ερημικό, η περίμετρός του δεν ξεπερνούσε τα δώδεκα χιλιόμετρα. Η κοραλλιογενής λουρίδα υψωνόταν τρία μέτρα πάνω από την επιφάνεια του ωκεανού. Το μοναδικό ανάγλυφο ήταν ο απόκρημνος βασαλτικός βράχος, ύψους τριάντα μέτρων περίπου. Μια συστάδα από φοίνικες σάρωνε τον αέρα. Οι σούλες του Βορρά έκαναν γύρους στον ουρανό. Πορτοκαλόχρωμα καβούρια ριψοκινδύνευαν τρέχοντας προς την αφρισμένη θάλασσα. Ξαναγλιστρούσαν κάτω από τα βράχια στην  παραμικρή ιδέα ίσκιου. Αυτά ήταν όλα.
Ο μόνος  που μίλησε ήταν ο Μαλαισιανός.  Είπε στα κινέζικα απευθυνόμενος στον άντρα από το  Σετσουάν:
-Απ’ ότι βλέπω,  εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας.

Οι άνδρες συγκέντρωσαν ότι είχε ξεβράσει η θάλασσα. Τα τεράστια κύματα είχαν σπάσει  βαρέλια με  μπισκότα,  κρασί και  καπνιστές ρέγγες που αποτέλεσαν το βραδινό γεύμα.  Δείπνησαν σιωπηλοί. Μαύρες σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό τους.

Ξέσπασε καταιγίδα. Γύρισαν στα ριζά του βράχου. Με το τελευταίο φως της μέρας ο Έλληνας ανακάλυψε ένα δίκτυο από φυσικές κοιλότητες λαξευμένες στη βραχώδη πλαγιά. Κατέφυγαν σ’ αυτές για τη νύχτα.

ΟΙ επόμενες ημέρες αφιερώθηκαν στην διανομή των βασαλτικών εσοχών. Δεν ήταν εύκολο να τις μοιράσουν. Μερικές ήταν πιο ευρύχωρες και τελικά αποφάσισαν να τις βάλουν σε κλήρο. Ο Ιανός Λόθκα στάθηκε τυχερός: κέρδισε την ωραιότερη. Μπορούσες να σταθείς όρθιος και ένα στρώμα λεπτής άμμου κάλυπτε το έδαφος.

Καθένας είχε πάρει στη σπηλιά του τα προσωπικά είδη που ξέβρασε ο ωκεανός. Τα υπόλοιπα –γενικός εξοπλισμός, τα ξύλα, τα πανιά, τα εργαλεία, τα όργανα πλοήγησης, τα δεκάδες  κεριά και τα μικροαντικείμενα που ανήκαν στους χαμένους ναυτικούς- μοιράστηκαν εξίσου  μια μέρα κατά την  διάρκεια της  οποίας το κύρος του Λόθκα μέτρησε πολύ ώστε η μοιρασιά να μη μετατραπεί σε πυγμαχία.  Μεταξύ των ευρημάτων, ο Ούγγρος ανακάλυψε το ξύλινο κιβώτιο που περιείχε την ταξιδιωτική βιβλιοθήκη του.Το κουβάλησε μέχρι το βάθος της σπηλιάς του. Κατάφερε να σπάσει τη κλειδαριά μ’ ένα βότσαλο: το στρώμα πίσσας που κάλυπτε το κιβώτιο είχε προστατεύσει τον θησαυρό του. Κανείς από τους συντρόφους του δεν υποπτευόταν ότι ο Ούγγρος είχε στην κατοχή του ένα σεντούκι βιβλία. Ούτε ένας δεν παρατήρησε τη χαρωπή ταραχή του.

Οι μήνες περνούσαν, καράβια όμως όχι.  Κάθε πρωί, ένας από τους ναυαγούς που είχε σειρά για βάρδια έπαιρνε θέση στη κορυφή του απόκρημνου βράχου και κάθε βράδυ ξανακατέβαινε φτύνοντας:
-Τίποτα!

«Τίποτα!»: η μοναδική λέξη την οποία όλοι  ήταν ικανοί να προφέρουν και να καταλάβουν  σε έξι διαφορετικές γλώσσες. Τη μια μέρα, άκουγαν «Νίτσεβο!», την άλλη «Μέιο», και όλοι ήξεραν πως αυτό  σήμαινε το ίδιο πράγμα: ήταν κολλημένοι για μιαν ακόμη νύχτα στις όχθες της λησμονιάς.     

Τα ισπανικά προβιβάστηκαν σε επίσημη γλώσσα του νησιού. Όλοι είχαν δουλέψει σκυλίσια αρκετό καιρό  σε καταστρώματα μεξικάνικων πλοίων ώστε να τα καταλαβαίνουν. Ο Λόθκα τα ήξερε γιατί είχε εκδώσει   Πιζαρό και  Κορτές. Το νησί βαπτίστηκε Esperenza

Ήταν απαραίτητο να οργανώσουν την επιβίωσή τους. Όσες προμήθειες είχαν διασωθεί από το ναυάγιο γρήγορα εξαντλήθηκαν. Ωστόσο το νησί πρόσφερε περισσότερα εφόδια απ’ ότι είχαν φανταστεί οι άνδρες με την πρώτη ματιά.  Τα αποξηραμένα φύκια και τα νήματα των κοκοφοινίκων προμήθευσαν καύσιμο.  Έξω από τη βραχώδη φωλιά του , καθένας συντηρούσε την εστία του.Εξολώθρευσαν τα καβούρια. Ο Ρώσος  διέπρεπε  παγιδεύοντας   σαύρες  μέσα στις  σχισμές των βράχων.  Εξαπέλυσαν επιδρομές στην αποικία των σούλων. Πότε για να λεηλατήσουν τις φωλιές, πότε για να σκοτώσουν ένα πουλί χτυπώντας το με αγκίστρι. Άπλωσαν τα πανιά για να συλλέγουν το νερό της βροχής, που έπεφτε καταρρακτωδώς με τις καθημερινές βροχές. Έκαναν συγκομιδή των καρπών των κοκοφοινίκων. Ο Μαλαισιανός κατάφερε ακόμα και ψάρια να πιάσει με τη βοήθεια μιας απόχης που ξεβράστηκε από τα κύματα.

Οι ελπίδες να κατασκευάσουν ένα πλεούμενο εξανεμίστηκαν γρήγορα. Το ξύλο των κοκοφοινίκων δεν πρόσφερε ικανοποιητική πλευστότητα. Τα αφρισμένα κύματα του ειρηνικού κατέκλυζαν το κοραλλιογενές νησί.  Πως  θα περνούσαν  το εμπόδιο της ξέρας;

Τα γένια μάκραιναν, οι επιδερμίδες μαύριζαν. Η βροχή ξεθώριαζε τη γραμμή του  ορίζοντα.  Στο πηγούνι του Κινέζου τρεις μπουρδουκλωμένες τρίχες  που μάκραιναν  σαν τα  μαλλιά  έδιναν την εντύπωση πως ο χρόνος ξετύλιγε  το νήμα των ημερών.

Μετά την τρίτη εβδομάδα, ότι  είχε σχέση με θέματα επιβίωσης  είχε λυθεί.  Η αντοχή αυτών των ανδρών, η πρακτική επινοητικότητα, η δύναμη ενός  χαρακτήρα που είχε ζυμωθεί κάτω απ’ τους ουρανούς του κόσμου όλου, τους καθιστούσαν ικανούς  να θριαμβεύουν απέναντι στις αντιξοότητες. Καθένας τρεφόταν κατά την όρεξή του, άρχισαν μάλιστα να συγκεντρώνουν και αποθέματα.

Ο ορίζοντας ήταν πάντοτε  άδειος.

Οι καθημερινές αγγαρείες  αποτελούσαν τη μοναδική απασχόληση. Η ενατένιση των οριζόντων που τους διέσχιζαν γιγάντια κυνηγιάρικα  σύννεφα ήταν  αξιοθρήνητη παρηγοριά  για αυτούς τους δραστήριους άνδρες.

Στις ψυχές φύτρωσε η ανία.  Είχαν κολλήσει στη  Διατροπική Ζώνη(3) των ωρών. Τα λεπτά διάβαιναν σαν άδεια όστρακα πάνω σε  βουβό κύμα. Το ναυάγιο τούς είχε βγάλει έξω  από το βηματισμό του κόσμου, η επιβίωση τούς απέκλειε  από το βηματισμό του χρόνου. Όταν επιτέλους η νύχτα έπεφτε  στον Ειρηνικό , τους φαινόταν πως  η μέρα  είχε διαρκέσει ένα μήνα.

Ο Ρώσος και ο Έλληνας  υπέβαλλαν τους εαυτούς τους σ’ έναν καθημερινό γύρο του κοραλλιογενούς νησιού, ελπίζοντας να διαλύσουν τη ναυτία τους με την εξαντλητική   πεζοπορία.  Ήταν σα  θηρία σε  κλουβί.  Κι όταν όλοι τους, με το μαχαίρι, είχαν  σκαλίσει το χιλιοστό κέλυφος καβουριού,  κατάλαβαν  ότι τα  πραγματικά βράχια που πάνω τους είχαν συντριβεί  ήταν τα βράχια της ανίας.  Η απελπισία κατατρώει τον οργανισμό  πιο σίγουρα απ’ το σκορβούτο.

Ο Λόθκα, όμως, δε μαράζωνε. Περιφερόταν μ’ ένα αιώνιο χαμόγελο. Το νησί στάθηκε  ευνοικό γι’ αυτόν: προετοιμαζόταν. Οι μυς του φούσκωναν. Φαινόταν  γαλήνιος βυθισμένος σε σκέψεις. Κάποιες φορές, μουρμούριζε μόνος του φράσεις και τα μάτια του έλαμπαν. Λίγο τον έβλεπαν στην παραλία. Καταπιανόταν με  τις δουλειές που είχε αναλάβει  και, μόλις   τελείωνε, ξανάμπαινε στη φωλιά του και δεν την εγκατέλειπε μέχρι το σούρουπο.

Είχαν θεσπίσει έναν  κανόνα ιερό. Είχαν ορκιστεί να μη διαταράσσουν ποτέ την ιδιωτική ζωή. Η προσωπική ηρεμία ανακηρύχθηκε  υπέρτατη αξία.  Στις σπηλιές, κανείς δε  δεχόταν επίσκεψη χωρίς να του έχει ζητηθεί εκ των προτέρων και αν είχαν να συζητήσουν κάτι, το έκαναν  στο ύπαιθρο. Έχοντας παρευρεθεί σε άγρια φονικά, οι ναυτικοί αυτοί γνώριζαν πως η ανάγκη να σκοτώσεις τον πλησίον σου γεννιέται από το συνωστισμό. Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι, είναι όταν ζουν ο ένας επάνω στον άλλο. Ωστόσο, οι κουφάλες ήταν αρκετά απομακρυσμένες ώστε να είναι δυνατόν να μη διασταυρώνονται ποτέ. Επί πλέον, καθένας  είχε φράξει την είσοδό  του φτιάχνοντας ένα  τοιχάκι  από βότσαλα  στο οποίο στηριζόταν ένας φράχτης  από ξερούς φοίνικες.

Ένα βράδυ, ο Λόθκα κάλεσε τους συντρόφους του κάτω από τα δέντρα. Ο ήλιος έδυε μέσα  σ’ έναν κατακόκκινο ουρανό. Η κάψα της μέρας είχε ψήσει και πάλι τα κορμιά. Έφταιγε μήπως  η υγρασία;  Εκείνη την ημέρα, οι άντρες της Santa Maria  είχαν νοιώσει περισσότερο από κάθε  άλλη φορά  τη γλίτσα του χρόνου να σταματάει   τις ώρες .  Ο Λόθκα άναψε ένα κερί  μέσα σε μια διάτρητη καρύδα.  Πήρε το λόγο.
-Καθίστε γύρω μου.
Στη μέση του κύκλου, διηγήθηκε την ιστορία ενός καπετάνιου που τρελάθηκε εξ αιτίας μιας άσπρης φάλαινας. Περιέγραψε τις καταιγίδες, τα ταξίδια  σε ωκεανούς επικίνδυνους, τις μάχες των ψαράδων με θαλάσσια τέρατα μεγάλα σα βουνά. Μιμήθηκε τη φωνή του γέρου ναυτικού που τον στοίχειωναν τα οράματά του. Όταν σταμάτησε, η νύχτα ήταν πολύ  προχωρημένη. Το κερί έριχνε  στο πρόσωπό του παιχνιδίσματα  αναλαμπών.
-Κάθε βράδυ, θα σας λέω μια ιστορία.

Οι άντρες παρέμειναν σιωπηλοί. Τα κύματα, αδιάφορα, κυλούσαν. Ο Ρώσος σηκώθηκε, έβαλε το χέρι στον ώμο του Ούγγρου και μουρμούρισε: «Ευχαριστώ». Και όλοι, καθώς σηκώνονταν, επανέλαβαν τη λέξη.

Το επόμενο βράδυ άκουσαν την ιστορία του Σινμπάντ, ενός νεαρού ναύτη, που περιδιάβαινε τις ζεστές θάλασσες και τα μυστηριώδη λιμάνια. Το επόμενο βράδυ, ο Λόθκα ξεκίνησε μιαν αφήγηση που πήρε πολλές μέρες μέχρι να ολοκληρωθεί:   τις περιπέτειες του Μάρκο,  βενετσιάνου έμπορα που είχε διασχίσει ερήμους και στέπες φθάνοντας μέχρι τη Κίνα.  Έπειτα, πήγε τους συντρόφους του στα μέρη του Χρυσού Λιμένα και τους  δήλωσε πως γνώριζε αρκετές ιστορίες  που θα τους έκαναν να εισπνεύσουν  την αύρα της  Ανατολής  για χίλιες και μία νύχτες.  Μια φορά, τράβηξε μέχρι το χάραμα την αφήγηση για κείνους τους διακόσιους  πενήντα πορτογάλους  ναυτικούς  που ακολούθησαν τον καπετάνιο τους στο  γύρο  της γης  και όταν ξαναγύρισαν στο λιμάνι είχαν απομείνει δεκαοχτώ, και ορφανοί από αρχηγό.   

Κάθε βράδυ το θαύμα επαναλαμβανόταν.  Με τη μαγεία των λέξεων, ο Λόθκα πρόβαλε στην οθόνη του νου το θέαμα άγνωστων τόπων, που τους διέσχιζαν ήρωες που αψηφούσαν τη μοίρα,  και όπου κατοικούσαν πλάσματα με μάτια έντονα βαμμένα ...  Ο Λόθκα,  ζονγκλέρ των λέξεων, έδινε τη ζωή, την ξανάπαιρνε, συγκέντρωνε στρατιές, τρύπωνε  σε κρεβατοκάμαρες, έστηνε παλάτια και πυρπολούσε πόλεις.

Οι άντρες άκουγαν αχόρταγα τις αφηγήσεις. Όταν ο Ούγγρος σταματούσε να μιλάει, έπαιρνε ώρα στο λογισμό μέχρι να ξαναγυρίσει πάλι στα χαλαρωμένα  σώματα πάνω στην άμμο.

Στο νησί, η ζωή άλλαξε. Τη νύχτα, οι αφηγήσεις του Λόθκα φιλτράρονταν μέσα από τα όνειρα των ναυαγών. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι ιστορίες συνέχιζαν το έργο τους, τροφοδοτούσαν τις συζητήσεις τους. Τα πρόσωπα των παραμυθιών κατοικούσαν στο μυαλό τους. Μερικές φορές, οι ναυτικοί περπατούσαν ομαδικά στη παραλία και σχολίαζαν ότι είχαν ακούσει αποβραδύς ή προσπαθούσαν να ξεδιαλύνουν  τη πλοκή. Οι αφηγήσεις του Λόθκα κατέληξαν να είναι τροφή το ίδιο απαραίτητη με τα αυγά των πουλιών,το γάλα του κοκοφοίνικα και το κρέας των καβουριών.
    
Ο Ούγγρος δεν ήταν πια στα μάτια τους ο φαντασμένος πολυμαθής  που είχε νοικιάσει τη καμπίνα της πιο ψηλής γέφυρας, ο καλομαθημένος αστός που ήταν ανίκανος να μοιραστεί τη καθημερινότητα  ενός ναύτη. Το γεγονός  πως η  φαντασία του  μπορούσε να γεννάει  καινούριους ήρωες κάθε βράδυ,  να στήνει καινούρια σκηνικά και να κατασκευάζει τόσο πολύπλοκα σενάρια,  γι’ αυτούς έμοιαζε με θαύμα. Ο Μαγιάρος είχε νικήσει την ανία!   Και ευγνώμονες  για αυτόν το θρίαμβο απέναντι στην ανυπαρξία, οι άνδρες άρχισαν να τον λατρεύουν. Μέσα στις καρδιές  των ναυαγών, τις στραπατσαρισμένες από τη μοναξιά, ο Λόθκα ανυψώθηκε στο επίπεδο ενός ημίθεου.

Ο Ούγγρος δεν ήταν παρά ένας κουκλοπαίχτης, ένας βάρδος που απάγγελε τη σάγκα, ένας αναμεταδότης ιστοριών. Τον πέρασαν για δημιουργό. Ήταν φτιαγμένος για αγρυπνίες, εκείνοι πίστεψαν πως είχε δεσμούς  με τα Ουράνια. Η θέση του ήταν στην άκρη της φωτιάς  στο σκαμνάκι του παραμυθά, εκείνοι τον τοποθέτησαν σε βάθρο.

Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η κάστα των μαγισσών, στα παλιά  χρόνια. Τα μέλη της φατρίας υποτάσσονταν στις  πιο έξαλλες φαντασιώσεις.

Ο Λόθκα, για την ακρίβεια, δεν είχε θελήσει να επωφεληθεί από την κατάσταση, δύσκολα όμως αρνείται  κανείς  τη καλοπέραση. Είδε κανείς προφήτη να αποκαλύπτει στους  πιστούς του πως δεν είναι παρά  ένας  μυθομανής;  Δεν ανέφερε ποτέ τα βιβλία στο σεντούκι του και αφέθηκε να λατρεύεται. Του απαγόρευσαν κάθε εργασία. Διαδοχικά, κάθε ημέρα, μπροστά στη σπηλιά του, οι ναυαγοί τού απόθεταν τα καλύτερα τρόφιμα, τού  έβαζαν φρέσκο νερό της βροχής. Φύλαγαν για κείνον τις  πιο ζουμερές  καρύδες.  Δέχτηκε μαχαίρια, πανιά, καρφιά, εργαλεία, ακόμα και ένα κουτί καπνό που είχε βρει ο Κινέζος ανέπαφο. Στριμώχνονταν ποιός θα ικανοποιούσε πρώτος τις επιθυμίες του, ήλπιζαν σε μια διαταγή τ ου. Όταν μια μέρα εξέφρασε την επιθυμία να δοκιμάσει πτερύγιο καρχαρία, έπεσαν  όλοι στο νερό,  με στιλέτα και αγκίστρια στο χέρι.
Τα γένια μεγάλωναν. Ένας χρόνος, έπειτα και δεύτερος  κύλησαν αργά κάτω απ’ τον ξεπλυμένο  από τη βροχή ουρανό. Κάθε βράδυ, κάτω από την ομπρέλα των κοκοφοινίκων, το κερί είχε τη θέση του  κεντρικού  αστέρα  στον αστερισμό των ναυαγών. Ο κύκλος σχηματιζόταν πολύ πριν  φτάσει ο Λόθκα και πάρει τη θέση του. Η αύρα του γκουρού διατηρούταν ακμαία.  Η αυτοκρατορία του πάνω στους συντρόφους του μήνα με τον μήνα στέριωνε περισσότερο. Οι ναύτες  ήταν μαγεμένοι που η δημιουργική πηγή δεν στέρευε.

Την τρίτη εποχή των βροχών, ο Λόθκα άρχισε να υποφέρει από αυπνίες. Τα διαβάσματά του υπό το φως του κεριού, η υπερένταση στην οποία τον κρατούσαν τα βιβλία, η ανησυχία  βλέποντας  να πλησιάζει η ημέρα που θα ξέμενε, σήκωναν στο μυαλό του άσχημες καταιγίδες.

Εκείνη τη νύχτα, ξαναδιάβαζε μέχρι την αυγή τα γερμανικά παραμύθια για ένα δαιμόνιο  που πίστευε πως ήταν γεννημένο  μουσικός. Σκόπευε να διηγηθεί ένα απ’ αυτά, την επομένη, στους άντρες του. Μάταια γύρεψε τον ύπνο και μόνο με το πρώτο χάραμα βυθίστηκε σ’ αυτόν, πάνω στο στρώμα του από πανιά παραγεμισμένα με ξερά φύκια.  Το μεσημέρι κοιμόταν ακόμα.

Στις δύο το απόγευμα, οι άντρες ανήσυχοι έστειλαν τον Κινέζο για αναγνώριση. Ο ναύτης πλησίασε τη σπηλιά του Λόθκα. Φώναξε απαλά. Κοίταξε ανάμεσα από το φράχτη, όμως η ξεραμένη περικοκλάδα δεν άφηνε τίποτα να φανεί. Σήκωσε προσεκτικά τα φοινικόφυλλα και πέρασε το κεφάλι  του. Η σπηλιά ήταν λουσμένη σ’ ένα χρυσό φως. Ο Ούγγρος ροχάλιζε ήρεμα. Ο Κινέζος δεν άντεξε το θέαμα. Με μια γατίσια κίνηση, ξανατράβηξε το φύλλο από φοινικονήματα και έτρεξε να βρει τους άλλους.

Δέκα λεπτά αργότερα, οι έξι ναυαγοί του Εσπεράνζα έκαναν έφοδο στο σπίτι του Ούγγρου. Ο Λόθκα αναπαυόταν, αποκοιμισμένος ανάμεσα στα βιβλία του. Κάποια κείτονταν πάνω στην άμμο, άλλα ήταν πεταμένα σε σωρό δίπλα στον τοίχο στο βάθος της σπηλιάς, άλλα επιμελώς στοιχισμένα. Το κασόνι ήταν ανοιχτό, ξέχειλο από  βιβλία. Ένας πάνινος  σάκος   περιείχε όλα εκείνα με τα οποία είχε ήδη τροφοδοτήσει τα νυχτέρια  κάτω από τις  φοινικιές.

Ο άνδρας που πίστευαν πως ήταν φωτισμένος από μια εσωτερική φλόγα, ο αφέντης   που έπιανε πουλιά στον αέρα και είχε την ικανότητα να κάνει τους ήρωές του να χορεύουν  πάνω στη σκηνή του κόσμου με τη μπαγκέτα της ευγλωττίας, αυτός ο θαυματοποιός  του οποίου την ευφυία είχαν λατρέψει σαν είδωλο δεν ήταν παρά ένας άξεστος βιβλιοφάγος  που αναμασούσε τις ιστορίες που είχε διαλέξει την προηγουμένη από τις συλλογές του.  Ένας απατεώνας που είχε σφετεριστεί τη θέση του στο ιερό βήμα. Οι ναύτες δεν χρειάστηκε καν να συνεννοηθούν.

Τον έπιασαν και τον έσυραν στο φως. Ο Λόθκα απάντησε με τις γροθιές του. Όμως το μέγεθός του δεν ήταν αρκετό  για να τον προστατέψει από έξι άντρες. Τον χτύπησαν, σωριάστηκε.
«Να τον κάψουμε!» είπε ο Μαλαισιανός.

Ο ήλιος τους χτυπούσε κατακέφαλα. Ήταν τρεις το απόγευμα, ο Ούγγρος κείτονταν πάνω στην άμμο. Αίμα κυλούσε από το αυτί του. Οι σούλες έκρωζαν στον ουρανό. Μια ατμόσφαιρα φωτιάς  βασίλευε,  προάγγελος  θανάτων.

Ο Έλληνας είχε την ιδέα του απόκρημνου βράχου.

Μετέφεραν το σώμα στη κορυφή της πλευράς. Ο Λόθκα συνήλθε στην άκρη του γκρεμού όπου τον είχαν ξαπλώσει.
-Σήκω όρθιος, είπε ο Κινέζος
Ο Ρώσος, με μια γροθιά, έστειλε τον Ούγγρο στο κενό.
Το σώμα του αναποδογύρισε αργά. Ταλαντεύτηκε, έγειρε και έπεσε. Έσκασε τριάντα μέτρα πιο κάτω πάνω στα ξασπρισμένα από το γκουανό(4) βράχια. Ο ήχος της αντάρας σκέπασε το θόρυβο της πρόσκρουσης.  
Οι άντρες στέκονταν ακίνητοι. Ο Ρώσος σκούπισε το μέτωπό του. Ο Κινέζος ‘’έσκαγε’’ τα δάχτυλά του. Ο Μαλαισιανός  χαμογελούσε, μεθυσμένος από τη ζέστη. Τότε  ο Ουκρανός διακινδύνευσε μια ερώτηση στον  διπλανό του.
-Εσύ; ξέρεις να διαβάζεις;

Κοιτάχτηκαν σαν ηλίθιοι.  Ο ένας μετά  τον άλλο, οι άντρες  κούνησαν το κεφάλι. Στον ουρανό, η κραυγή  ενός γλάρου. Κάτω, ένας γκρίζος κάβουρας τσιμπούσε τη σάρκα του πεθαμένου. Τα μεγάλα κύματα μαστίγωναν την άμμο.

Η ανία πατούσε και πάλι το πόδι της  στην ακρογιαλιά του νησιού.  

Παραπομπές
1. Λίμνη της Ουγγαρίας, ΝΔ της Βουδαπέστης (στμ)
2. Μία από τις δύο πολιτείες της Μαλαισίας, στη νήσο Βόρνεο (στμ)
3. Διατροπική Ζώνη Σύγκλισης ή Διατροπικό μέτωπο: η κινούμενη νεφώδης περιοχή που περιβάλλει τη γη στο ύψος του Ισημερινού (στμ)
4. Γκουανό ή γουανό, (από την ισπανική λέξη guano > huano = κοπριά) ονομάζεται διεθνώς το μείγμα αποσυντεθειμένων περιττωμάτων (κοπράνων και ούρων) και πτωμάτων από θαλασσοπούλια