Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, 14 ποιήματα - Μέρος Β'

του Χρίστου Κρεμνιώτη

Ισκαριώτης

Κανείς δεν έμαθε τι γύρευε η καρδιά σου
Κι ούτε για το νεκρό χαμόγελο σου
Ενώπιον των έμψυχων λέξεων
Που αφήναν από τον καρπό
Μόνο τον σπόρο.
Ποτέ θνητό.

Μόνον Εκείνος
Πορφύρωνε με την ντροπή το πρόσωπο σου
Ή, καταντούσε ωχρό το αμάρτημα σου,
Με τα βίαια κελεύσματα˙
Την ακαριαία εξορία.

Τι όνειρα στους κήπους και τους ελαιώνες,
Κεντήματα φωτός κι άγριων θάμνων και
Οσμή από τα στάχυα και τ’ αστέρια.

Με τον ουρανό, η γη,
Είναι γαλήνια στη σκιά…

Ερειπωμένο είναι, και κλαίς, το σπίτι.
Κοντά σου, οι φλόγες με τα Κλήματα
Κι όμως, νωπά και πράσινα ακόμη…

Δεν είμαι γω’ που μπορώ να σου δώσω την άφεση.
Το ψύχος,
Όντως υπάρχει μικρέ μου Ισκαριώτη
Και η νύχτα
Φορά για περιδέραιο μυριάδες κυπαρίσσια.

Στη γη μου

Ο ήλιος ξεσπά πρησμένος απ’ τον ύπνο
Και ουρλιάζουν τα δέντρα :
Με την περιπετειώδη μαρμαρυγή
Και την άγκυρα ξανά
Μέσα σου τραβηγμένη
Σαλπάρεις και οι πελαγίσιες εποχές
Γλυκά ξεβράζουν σε νεογέννητες ακτές.

Εγώ, από άλλη γη πικρός
Εδώ αγρυπνώ
Με τον οίκτο, ασταθή στο τραγούδι του,
Να με σπέρνει με αγάπη:
Θανάτου και ανθρώπων.

Βλαστούς καινούριους έχει το κακό
Μέσα μου, επάνω σε κλαδιά δικά σου
Που τα αέρινα χέρια μου
Αγγίζουνε σαν
Γυναίκες που η θλίψη έκλεισε στην εγκατάλειψη
Φυλάσσοντας τες απ’ το χρόνο που με γδέρνει.

Σε εσένα αφήνομαι:
Νάρθηκες των ναών
Γκρεμίζονται μες στην καρδιά μου.

Βήματα από ξυπόλυτους αγγέλους
στο σκοτάδι.

Σ’ ένα νέο φεγγάρι

Εν αρχή, ο Θεός, εποίησε τον ουρανό.
Και τη γη.
Κι ύστερα επι τοις ουρανοίς, έθεσε κάθε αστέρα.

Την δε εβδόμη, αναπαύθηκε.

Ο άνθρωπος, μετά από καιρούς
Πλασμένος καθ’ εικόνα (και τα όμοια)-
Μα, δίχως ανάπαυση-
Με τη λαϊκή του νοημοσύνη
Δίχως φόβο, στη γαλήνη τ’ ουρανού κάποιου Οκτώβρη
Έθεσε κι άλλα σώματα-
Σωμάτων καθ’ ομοίωση- να περιφέρονται.

Αμην.

Ευκάλυπτος

Δεν είναι η τρυφερότητα που με ωρίμασε.

Κι ήταν, το πλήρωμα της τυραννίας
Κάθε ημέρα που ζωντάνευε ο χρόνος
Απ’ την πνοή του στίφους της ρητίνης.

Μέσα μου, ικετεύει ένα δέντρο
Από μιαν όχθη νυσταγμένη:
Άνεμος φτερωτός που
Πικρές φυλλωσιές ξεσηκώνει.

Κι εσύ, θλιμμένη μου στοργή
Συντρέχεις:
Οσμή της παιδικότητας, που
Μια κατάκοπη περιέθαλψε ευτυχία-
Ήδη μολυσμένη-
Απ’ τον κρυφό μου πόθο
Να διηγούμαι στα νερά.

Νησί αυγερινό :
Καταμεσής βλαστίζει του φωτός˙
Κι χρυσαφένια αλεπού
στην πηγή
σκοτωμένη.

Ο άγγελος

Κοιμάται στα τριαντάφυλλα του αέρα.

Ιλαρότητα.

Δίπλα απ’ την προσμονή
Που νεφελώδη τη μορφή θυμίζει
Χεριών που σταυρωμένα
Το ξύπνημα του καρτερούν
Απ’ τη φωνή μου.

Χαμογελά και γύρη στάζοντας
Ανατέλλει απ’ τον ύπνο.

Τραγουδά,
Ο άγγελος λέω.
Πολιορκούμαι
Απ’ τα θολά ουράνια του πρωινού.

Μου ανήκει.
Ο άγγελος λέω.
Παγωμένος.

Γέννηση του τραγουδιού

Κρήνες γεμάτες με ανταύγειες του φωτός.

Τριγύρω
Φύλλα πορφυρίζανε
Στη φύση του ήλιου.

Κείτομαι.
Σε ποτάμια επάνω, που νησιά
Σαν είδωλα σκιάς των άστρων αναδύονται.

Και μέσα αφήνομαι
Στην αγκαλιά των ουρανών
Που θήλασαν όχι χαρά
Την αλλιώτικη ζωή μου.

Εγώ
Πεθαίνω για να σ’ έχω πάλι
Των χτικιασμένων των μελών μου εφηβεία.
Έστω
Από τις πλάνες του όνειρου
Θλιμμένη.

Μεταμόρφωση

Οι νεκροί, ωριμάζουν.
Η καρδιά μου μαζί τους.

Το χώμα, είναι το αίσθημα του οίκτου
Της γης
Για τη γη.

Σείεται στα γυαλιά της τεφροδόχου:
Φως
Δέντρων λιμναίων.

Θρυμματίζομαι
Στο ανάδεμα μεταμορφώσεων σκιερών:

Άγνωρου κάποιου,
αγιοσύνη.

Στενάζουν στοιχειά
Μες απ’ τους φυτεμένους σπόρους:
Άνοιξη η όψη μου για εκείνους.

Θύμισα από έρεβος γεννιέται.
Σε τόπους βυθών πηγαδιών.

Ηχώ
Κυμβάλων
Θαμμένων.

Ήμουν. Είμαι.
Δεν ξέρω.

Τα ρημαγμένα λείψανα σου.