Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας Μέρος Γ'

του Γιώργου Μπλάνα

Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΡΕΝΑΣ

«Βλέποντας ο κύριος ο θεός ότι έγιναν πολλές οι κακίες των ανθρώπων στη γη και καθένας σκέφτεται μέρα νύχτα το πονηρό, και θυμούμενος πως αυτός έπλασε τον άνθρωπο, σκέφτηκε και είπε: ‘Θα τον εξαφανίσω τον άνθρωπο, γιατί θύμωσα και μετάνιωσα που τους έφτιαξα. Όμως του Νώε του χάρισε τη ζωή. Τον έβαλε κι έφτιαξε μια ξύλινη κιβωτό, κι έβαλε μέσα από ζευγάρι ζώα όλων των ειδών, κι ύστερα άνοιξε τους κρουνούς τ’ ουρανού και το νερό πλημμύρισε τη γη και κάλυψε τα πάντα, ακόμα και τα ψηλά βουνά. Κι έσβησε κάθε ζωή».
Ούτε η μοναδική τρομοκρατική ενέργεια του θεού της χριστιανοσύνης ήταν ο κατακλυσμός ούτε αποκλειστικότητά του. Στην Παλαιά Διαθήκη, η τρομοκράτηση των ανθρώπων, προκειμένου ν’ αποδεχθούν την κυριαρχία του ενός και μοναδικού θεού είναι πάγια τακτική. Οι άγγελοι εξολοθρεύουν τους πληθυσμούς ολοκλήρων πόλεων, αφού πρώτα ο θεός σπείρει τον τρόμο με διάφορα «σημεία και τέρατα»: λοιμούς και καταποντισμούς. Ο τρόπος με τον οποίον ο Μωυσής εκβίασε την απελευθέρωση των συμπατριωτών του από του Αιγυπτίους έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της τρομοκρατίας. Δεν λείπουν ούτε η δολιοφθορά -καταστροφή σοδειάς- ούτε τα «βιολογικά όπλα» -μόλυνση του ποταμού- ούτε η σφαγή αθώων παιδιών -πάγια τακτική της σύγχρονης τρομοκρατίας- ούτε η συνωμοτική δικτύωση –σήμανση των «δικών μας» σπιτιών. Από μιαν άποψη, η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι παρά ένα εγχειρίδιο τρομοκρατίας. Από μιαν άλλη, είναι απλά ειλικρινής. Η πίστη, η δυνατή, απόλυτη, τυφλή πίστη, αποτελεί μια μορφή βίας. Κανείς δεν θα πίστευε σ’ έναν απόλυτα ισχυρό θεό αν δεν ένοιωθε στο πετσί του την ισχύ, τον τρόμο της ανωτερότητας δηλαδή. Ίσως να μην υπάρχει πιο τρομοκρατημένο πλάσμα από τον τρομοκράτη. Η εικόνα της ισχύος που παράγουν οι ενέργειές του διαθέτει κάτι από την φρίκη με την οποία ο πρωτόγονος άνθρωπος προσπαθούσε να εξορκίσει τον τρόμο του απέναντι σε μια πανίσχυρη φύση.
Όσο για την ελληνική μυθολογία... Αρκεί το παράδειγμα του κατακλυσμού - προφανώς πατρογονική μνήμη πραγματικών φυσικών καταστροφών- που δεν λείπει από την ειδωλολατρική παράδοση. Ο Δίας κατακλύζει τη γη με νερά επειδή θύμωσε με τους ανθρώπους, αλλά φροντίζει να σώσει τον Δευκαλίωνα. Άρα κατά νου είχε να επιβάλει με τρόμο τη βούλησή του -όπως ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης- και όχι να εξαφανίσει το ανθρώπινο γένος. Το νόημα της παραδειγματικής τιμωρίας του Προμηθέα από τον ηγέτη του αρχαιοελληνικού δωδεκάθεου, δίνεται διαυγέστατα στην αρχή του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου: «Πρέπει να δώσει λόγο στους θεούς, ώστε να μάθει τι σημαίνει εξουσία του Δία και ν’ αφήσει τη φιλανθρωπία». Ο Ήφαιστος, ο Ερμής, ο Άρης είναι κλασικοί εκτελεστές των τιμωριών που επιβάλει ο Δίας• πάντα για παραδειγματιστούν οι θνητοί. Στην περίπτωση του Προμηθέα μάλιστα, ο Ήφαιστος συνοδεύεται από το Κράτος και τη Βία. Καταπληκτικός συνδυασμός, είτε ανήκει στον Αισχύλο είτε αποτελούσε παλαιότερο εύρημα. Το Κράτος είναι η ισχύς, αλλά και η ηγεμονία. Χρειάζονται βία.
Οι φυλακίσεις, οι εξορίες, οι εκτελέσεις, τα βασανιστήρια ήταν πάντα ο τρόπος με τον οποίο το κράτος -που υποτίθεται πως υπάρχει για να συντονίζει και να προστατεύει τον μόχθο των μελών της κοινωνίας- επέβαλε τη βούληση των κρατούντων. Από δίπλα του, διάφοροι άλλοι παράγοντες εξουσίας: οι εκπαιδευτές των νέων, οι ιερείς και, φυσικά, οι οπαδοί, οι ρουφιάνοι, όσοι περιστασιακά ή συστηματικά βρίσκουν την ευκαιρία να βασανίσουν τους συνανθρώπους τους.
Η δημοκρατία υπήρξε η ύψιστη προσπάθεια εκχώρησης στους πολίτες του δικαιώματος να εκφράζουν τη βούλησή τους και να ενεργούν ελεύθερα, ώστε να μην χρειάζεται να καταφύγουν σε βίαια μέσα. Σύντομο το ιστορικό πείραμα και φυσικά όχι τόσο αθώο. Τα εγκώμια που βάζει ο Θουκυδίδης στο στόμα του Περικλή αφορούσαν μια χούφτα ανθρώπους, οι οποίοι θεωρούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά κατώτερα όντα και διατηρούσαν το δικαίωμα της ζωής και του θανάτου πάνω στους δούλους τους. Η εικόνα που έχουμε για την ελληνική αρχαιότητα, όταν προέρχεται από τα έργα τέχνης και λόγου είναι διαθλασμένη. Οι καλλιτέχνες χαρακτηρίζονταν πάντα από πρωτοποριακή, αντισυμβατική και βαθιά ανθρωπιστική σκέψη. Πίσω από τα λόγια και τα σχήματά τους έβραζε το καζάνι της κοινωνίας. Ο Σωκράτης σύρθηκε στο δικαστήριο και από εκεί στον θάνατο, για να μάθουν οι Αθηναίοι να μην αμφισβητούν τους θεσμούς. Κάθε φορά που έπρεπε να εξοντωθεί ένας πολιτικός αντίπαλος, γινόταν μια «αντικοινωνική» ενέργεια• και του την απέδιδαν. Τα παιδιά των καλών οικογενειών έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αναστατώνουν κάθε βράδυ τον ύπνο των Αθηναίων και να τους θυμίσουν πως η εξουσία ανήκει στους οικονομικά ισχυρούς. Κι όμως, η ελληνική δημοκρατία ήταν ιδανική, μπροστά στον τρόμο που κυριάρχησε στον κόσμο που διαμόρφωσαν οι Μακεδόνες κι αργότερα οι Ρωμαίοι. Η Αθήνα, όπως και οι άλλες πόλεις κράτη του ελληνικού χώρου είχαν περιορισμένους πόρους και πληθυσμό. Το μεγάλο θηρίο της κοινής γνώμης δεν έβρισκε χώρο ν’ αναπτυχθεί. Ο όχλος δεν αριθμούσε παρά, κατά περίπτωση, μερικές δεκάδες ανθρώπων. Εν πάση περιπτώσει, κάποτε θα συναντιόνταν στην αγορά και θα έλυναν τις διαφορές τους χωρίς ιδιαίτερα επεισόδια. Αντίθετα, η Αλεξάνδρεια και αργότερα η Ρώμη υπήρξαν οι πρώτες μεγάλες -με την σημερινή έννοια- πόλεις της ανθρώπινης ιστορίας. Πλήθη στοιβαγμένα ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, χωρίς τη δυνατότητα επιλογής για τη ζωή τους. Διαμόρφωναν ομάδες, προσπαθώντας να μειώσουν την κλίμακα της συμβίωσης. Τα ιδεολογήματα έβρισκαν εύφορο έδαφος σ’ αυτές τις κλειστές μικροκοινωνίες, που χιμούσαν η μία πάνω στην άλλη με κάθε ευκαιρία. Κατά κάποιον τρόπο, η ιστορία είχε επιστρέψει στο 1300 π.Χ., στην κατάσταση που πολέμησε ο μυθικός Θησέας. Πνευματικά και υλικά ενδεείς οι πολίτες δέχτηκαν πρόθυμα τις απόψεις του χριστιανισμού, σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι σ’ έναν μόνο πανάγαθο θεό και, μάλιστα, το μέλλον ανήκει στους «πτωχούς τω πνεύματι», τους αμόρφωτους, και όχι τους πλούσιους ειδωλολάτρες, που περιφέρονταν αναπτύσσοντας περίπλοκες φιλοσοφίες για το «Εν», το «απόλυτον», την «ουσίαν» κι ένα σωρό άλλα ακατανόητα. Το τέρας που πετάχτηκε μες απ’ τους βρώμικους δρόμους της Αλεξάνδρειας και της Ρώμης λεγόταν όχλος. Θα ήταν -για πρώτη φορά στην ιστορία- αυτό που έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε σαν μια αφαίρεση, η οποία δρα συγκεκριμένα. Κανείς δεν μπορεί να δείξει τη μάζα, τον όχλο, παρά μόνο την στιγμή που δρα˙ συνήθως εγκληματικά. Ύστερα πάλι χάνεται, διασπάται σε άπειρα μόρια που δεν έχουν κανένα από τα χαρακτηριστικά του αποτρόπαιου σώματος που συγκροτούσαν πριν λίγο. Ο όχλος δεν έχει βούληση, αλλά πράττει. Ποιος, τι, πού, πότε; Κανείς δεν ξέρει˙ εκτός από εκείνον που θ’ αναλάβει να μιλήσει για λογαριασμό του μαινόμενου πλήθους, λίγο αργότερα ή λίγο πριν από τη μαζική ενέργεια. Το λίγο αργότερα το γνώριζαν και οι Έλληνες, παρόλο που ο όχλος δεν ήταν παρά μια χούφτα πολίτες σχετικά αυτοελεγχόμενοι. Το λίγο πριν το μελέτησαν οι πρώτες αυθεντίες της κυβερνητικής: οι Ρωμαίοι συγκλητικοί και οι χριστιανοί επίσκοποι. Η ιστορία της πάλης ανάμεσα στον χριστιανισμό και τον ρωμαϊκό παγανισμό δεν είναι παρά μια σειρά τρομοκρατικών ενεργειών. Θα επικρατούσε εκείνος που θα τρόμαζε περισσότερο τους κατοίκους των πόλεων. Ο τρόμος οδηγούσε τα βήματα του καθένα εκεί που θα γίνονταν όλοι μαζί όχλος. Ιδού η αρένα, το καταπληκτικότερο και πλέον αποτρόπαιο δημιούργημα της ανθρώπινης ιστορίας, η συνεισφορά της Ρώμης στον παγκόσμιο πολιτισμό. Γιατί τόσοι άνθρωποι μαζεύονταν στα αμφιθέατρα -όχι μόνο στο Κολοσσαίο- προκειμένου να δουν ανθρώπους να σφάζονται μεταξύ τους ή θηρία να κομματιάζουν ανθρώπους (και αρκετές φορές το αντίθετο);
«Πήγα στους αγώνες, ελπίζοντας να βρω λίγο πνεύμα και χιούμορ», έγραφε ο Σενέκας στον Λουκίλιο, τον νεαρό παραλήπτη των περίφημων επιστολών του. «Απογοητεύτηκα οικτρά. Μια σφαγή ήταν. Πετούσαν ανθρώπους στα λιοντάρια και στις αρκούδες. Δεν είχαν καμιάν ελπίδα να επιβιώσουν. Ο χασάπης έπρεπε να σφάζει μέχρι που να τον σφάξουν. ‘Σκότωσέ τον! Χτύπα τον! Κάψ’ τον ζωντανό’ φώναζαν. ‘Τι φοβητσιάρης είναι αυτός; Γιατί δεν ορμάει; Γιατί επιτίθεται τόσο νωθρά; Γιατί δεν είναι πρόθυμος να πεθάνει; Με γέμισε θλίψη αυτό το θέαμα». Και δεν βρισκόταν παρά μόνο στα 50 με 60 μετά Χριστόν!
Εκατό χρόνια μετά, η πραγματικότητα θα σύντριβε τις φιλοσοφικές ευαισθησίες του Σενέκα, που είχε απλά στενοχωρηθεί από την κατάντια του αγωνίσματος της μονομαχίας. Η ζωή ήταν γυμνή πια και ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος πολύ σεμνότυφος για να την αντικρίσει κατάματα. Ο όχλος, το υλοποιημένο, ενσαρκωμένο συναίσθημα του τρόμου ξεχύθηκε στους δρόμους της Λυών, στη Νότια Γαλλία, κυνήγησε τους χριστιανούς, μπήκε στα σπίτια τους, προκάλεσε καταστροφές και -το σημαντικότερο- την επέμβαση της διοίκησης. Έγιναν αθρόες συλλήψεις. Οι κρατούμενοι βασανίστηκαν μπροστά στον όχλο. Τους έκοψαν τα χείλη, τις μύτες, τ’ αφτιά, τα χέρια και τα πόδια, τους κρέμασαν σε σταυρούς αρκετά χαμηλούς ώστε να τους φτάνουν τα πεινασμένα λιοντάρια, τους έβαλαν να καθίσουν σε πυρωμένα ανάκλιντρα μέχρι να λιώσουν οι σάρκες τους και ύστερα μάζεψαν τα απομεινάρια και τ’ άφησαν στο έλεος των σκυλιών. Ό,τι περίσσεψε από τα σκυλιά, το έκαψαν μόνον αφού η οσμή της αποσύνθεσης ήταν πια αβάσταχτη. Ήταν βέβαια προφανές πως η εξουσία έπρεπε να ανταποκριθεί στο αίτημα του ειδωλολατρικού όχλου. Κάθε πολιτικός που σέβεται την αθλιότητα που υπηρετεί αυτό θα έκανε. Θα έσπευδε να δικαιώσει τον λαό! Ούτως ή άλλως η αρένα είχε τη δική της ιστορία σαν ισχυρό πολιτικό όπλο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι μονομαχίες ήταν διάσημο θέαμα και έφερναν μεγάλη φήμη στον διοργανωτή, φήμη την οποία εξαγόραζε αργότερα με ψήφους. Όταν η Ρώμη έγινε αυτοκρατορία και δεν ετίθετο πια θέμα εκλογών, η πολιτική σημασία της αρένας αναμορφώθηκε. Ο αυτοκράτορας, που χρειαζόταν και χειριζόταν τον ικανοποιημένο όχλο, έγινε ο μόνος διοργανωτής. Η αρένα ήταν πια ένα εργαλείο της μονοκρατορίας. Συνήθως οι ιστορικοί θεωρούν αυτή τη νέα διάσταση της αρένας σαν υποκατάστατο της ψήφου. Υποτίθεται πως οι πολίτες μόνο στην αρένα έρχονταν κοντά με τον αυτοκράτορα, μοιράζονταν μαζί του τις ίδιες συγκινήσεις και είχαν το προνόμιο να επιβάλουν την άποψή τους, κραυγάζοντας ποιος πρέπει να πεθάνει και ποιος είναι ο νικητής. Πραγματικά, μια τέτοια διάσταση δικαιολογείται από το γεγονός πως ο αυτοκράτορας λειτουργούσε σαν εντολοδόχος των θεατών, διατάσσοντας τον θάνατο ή την στέψη του μονομάχου. Ωστόσο η εκδοχή αυτή ίσως να μην είναι παρά αποτέλεσμα του τρόμου που απωθούν οι ιστορικοί. Αυτό που ονομάζουμε Δυτικός Πολιτισμός δεν είναι γέννημα της Ελλάδας, αλλά της Ρώμης. Η Ελλάδα ήταν πάντα το ζητούμενο, το ιδανικό. Αν ο ιστορικός παραδεχθεί αυτό που διαδραματιζόταν πραγματικά στην αρένα, θα πρέπει να δεχθεί αυτόματα μιαν εκτρωματική διάσταση της Δύσης: τον τρόμο σαν υπαρκτικό ορίζοντα. Ή να αρνηθεί την ηθική διάσταση της ιστορικής αφήγησης εν γένει.
Τι συνέβαινε όμως πραγματικά στην αρένα; Είναι αμφίβολο αν υπήρξε ποτέ άνθρωπος που να το συνέλαβε τόσο καθαρά όσο ο χριστιανός επίσκοπος Ικονίου Αμφιλόχιος. Και είναι εξίσου αμφίβολο αν κατάλαβε ποτέ τι συνέλαβε. «Κάθονται εκεί, θεατές ασφαλείς, μακριά από τις αγωνίες της παράστασης», γράφει στο ποίημά του Στο Κολοσσαίο. «Όταν κάποιος ξεφεύγει από τα δόντια ενός θηρίου, βρυχώνται, σαν να έχασαν οι ίδιοι την τροφή μες απ’ το στόμα τους, όπως το ζώο. Απογοητεύονται. Ύστερα, στον επόμενο γύρο, όταν το θύμα συλληφθεί κι αφήσει τις τελευταίες κραυγές του στα δόντια του θηρίου, ζωντανεύουν ξαφνικά, στριμώχνονται να δουν το αίμα να τρέχει. Κοιτάζουν με πεινασμένα μάτια, δακρύζουν, ζητωκραυγάζουν πρόθημα το κτήνος... τρίζουν τα δόντια τους σαν κτήνη που σπαράζουν ανθρώπινη σάρκα». Δεν θυμήθηκε τον Αριστοτέλη ο επίσκοπος Ικονίου. Η ηθική του δεν τον άφησε να θυμηθεί τι έλεγε ο φιλόσοφος για την τραγωδία: «Με έλεος και φόβο καθαρίζει την ψυχή μας από τα πάθη». Με έλεος και φόβο. Η αρένα έδειχνε στον όχλο τι δεν έπαθε, από τι γλίτωσε, και τι θα μπορούσε να πάθει αν σταματούσε να είναι όχλος. Δεν υπήρξε ποτέ πιο τρομοκρατημένος άνθρωπος από εκείνον που καθόταν στην κερκίδα, ασφαλής μέσα στην κτηνωδία του, έτοιμος να κλάψει ωστόσο, έχοντας ξεχάσει τον εαυτό του στον όχλο, στην μόνη ελπίδα του να μείνει ζωντανός. Η Ρώμη δημιούργησε την πρώτη εικονική πραγματικότητα -μια πραγματικότητα στη θέση μιας άλλης πραγματικότητας και όχι κάτι πλασματικό στη θέση του πραγματικού, όπως διατείνονται οι σύγχρονοι ειδικοί- στην ανθρώπινη ιστορία: τον θάνατο στην αρένα. Το πραγματικό θύμα ήταν η ψυχή του θεατή. Οι άλλοι, κάτω, έδιναν τουλάχιστον τη μάχη του καθένας, τη μάχη της σάρκας ή του πνεύματός του. Ο θεατής έφευγε ακρωτηριασμένος, σέρνοντας τα απομεινάρια της ζωής του πίσω από ένα ομοίωμα ισχύος, που δεν ήταν παρά τρόμος.