Top menu

Πίο Μπαρόχα: Το ξωτικό [Πρώτη μετάφραση στα ελληνικά]

πιο_μπαρόχα

Mεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης

Ο Πίο Μπαρόχα υ Νέσι (Pío Baroja y Nessi) αποτελεί ένα από τα βασικά μέλη της Γενιάς του 1898, της ομάδας των διανοούμενων που πρωτοστάτησαν υπέρ της ηθικής και κοινωνικής ανασύνταξης της Ισπανίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Σαν Σεμπαστιάν το  1872 και πέθανε στη Μαδρίτη το 1956. Έγραψε περίπου 100 έργα, εκ των οποίων 66 μυθιστορήματα. Το ανεπιτήδευτο, λιτό, άκομψο, σκληρό πολλές φορές ύφος του βρήκε πολλούς μιμητές και άσκησε επιρροή σε συγγραφείς όπως ο Χέμινγουεϊ. Οι περισσότεροι από τους ήρωές του είναι μοναχικοί άνθρωποι που άλλοτε είναι ανίκανοι να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και άλλοτε αναζητούν την περιπέτεια.

Το διήγημα Το ξωτικό (El trasgo) αποτελεί μέρος του πρώτου βιβλίου που εξέδωσε, της συλλογής διηγημάτων Vidas Sombrias (Ζοφερές ζωές, 1900). Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά. Απηχεί προσωπικές εμπειρίες του Μπαρόχα από την εποχή που ήταν ασκούμενος γιατρός σε μια μικρή πόλη της Χώρας των Βάσκων. Το θέμα του, οι θρύλοι  και οι προκαταλήψεις της Ισπανίας, είναι ένα από τα αγαπημένα του συγγραφέα.

**

Η τραπεζαρία του πανδοχείου του Αριστόντο, όπου μαζευόμασταν μετά το δείπνο, ήταν για εκείνο το χωριό ότι είναι για μια πόλη μια λέσχη. Ήταν ένα μεγάλο, πολύ μακρύ δωμάτιο, που χωριζόταν από την κουζίνα με μια μεσοτοιχία· η πόρτα της δεν έκλεινε σχεδόν ποτέ, κι έτσι  μπορούσες να παραγγείλεις ανά πάσα στιγμή καφέ ή ποτό στη συμπαθέστατη Μαϊντόνι, τη γυναίκα του ιδιοκτήτη, ή τις δυο κόρες της, δύο κοπέλες η μία πιο όμορφη από την άλλη· η μία σοβαρή, αφηρημένη, μ’ αυτό το γλυκό βλέμμα που έχει κάποιος όταν αγναντεύει τον κάμπο· η άλλη ζωηρή και κακότροπη.

Οι τοίχοι αυτού του δωματίου, που ήταν ασβεστωμένοι, ήταν διακοσμημένοι απ’ άκρη σ’ άκρη με διάφορα τεύχη της Ταυρομαχίας, τοποθετημένα με τέλεια συμμετρία και στερεωμένα στον τοίχο με πινέζες που κάποτε ήταν χρυσαφένιες αλλά πλέον ήταν μαύρες και λιγδιάρικες.

Ήταν ολοφάνερο ότι ο Χοσέ Όνα, ο πανδοχέας, είχε βάλει το χεράκι του· ο χαρακτήρας του, τίμιος και ταυτόχρονα καλόκαρδος, και μειλίχιος, όπως υπονοεί και το επίθετό του (Όνα στα βασκικά σημαίνει «καλός»), διαφαινόταν στην τάξη, στη συμμετρία, στην καλοσύνη, αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη, από τα οποία είχε εμπνευστεί η διακόσμηση του δωματίου.

Από το ταβάνι της τραπεζαρίας, που το διέτρεχαν μακριά μαυρισμένα δοκάρια, κρέμονταν δύο λάμπες πετρελαίου απ’ αυτές που χρησιμοποιούν στην κουζίνα. Παρότι έβγαζαν λίγο περισσότερο καπνό παρά φως, φώτιζαν αρκετά καλά το τραπέζι στο κέντρο ‒το «στρογγυλό τραπέζι», να το πούμε έτσι‒ αλλά όχι τόσο καλά τα άλλα, μικρότερα τραπέζια που ήταν διασκορπισμένα στο δωμάτιο.

Πίναμε καφέ εκεί κάθε βράδυ· κάποιοι προτιμούσαν κρασί, και κουβεντιάζαμε λιγάκι: ο νεαρός γιατρός, ο δάσκαλος, ο εργάτης του χυτηρίου, ο Πάτσι ο ταχυδρόμος, ο αρχιφύλακας, και μερικοί άλλοι χαμηλότερου βαθμού και κοινωνικής θέσης.

Επειδή ήμασταν ενορίτες και επιπλέον εκλεκτά πρόσωπα, καθόμασταν στο κεντρικό τραπέζι.

Εκείνη η νύχτα ήταν η παραμονή ενός πανηγυριού, κι επομένως, Τρίτη. Υποθέτω ότι όλοι ξέρουν ότι τα πανηγύρια στην Αριγότια γίνονται κάθε πρώτη Τετάρτη του μήνα· διότι, στο κάτω κάτω της γραφής, η Αριγότια είναι ένα σημαντικό χωριό, με εξήντα-τόσους κατοίκους, χώρια οι γειτονικοί οικισμοί. Λόγω του πανηγυριού, υπήρχε στο πανδοχείο περισσότερος κόσμος απ’ ό,τι συνήθως.

Ο γιατρός και ο δάσκαλος έπαιζαν τη συνηθισμένη τους παρτίδα χαρτιά, όταν μπήκε η γυναίκα του ιδιοκτήτη, η παχύσαρκη και χαμογελαστή  Μαϊντόνι, και είπε:

«Γιατρέ μου, δεν μου λέτε: τι γίνονται οι θυγατέρες του Ασπιγιάγα, του σιδερά;»

«Πώς να τα πηγαίνουν; Άσχημα» απάντησε ο γιατρός ενοχλημένος. «Τους έχει στρίψει εντελώς. Η μικρότερη, πού είναι η προσωποποίηση της υστερίας, έπαθε προχθές κρίση. Οι δύο αδερφές της την είδαν να γελάει και να κλαίει χωρίς λόγο, κι άρχισαν να κάνουν κι αυτές το ίδιο. Κλαστική περίπτωση μεταδοτικής νευρασθένειας. Αυτό είναι όλο».

«Και δεν μου λέτε, γιατρέ μου» συνέχισε η γυναίκα του ιδιοκτήτη, «είναι αλήθεια ότι φώναξαν τη μαμή από την Ελισαμπίδε;»

«Έτσι νομίζω. Η μαμή, άλλη τρελή κι αυτή, τους είπε ότι στο σπίτι πρέπει να υπάρχει ένα τελώνιο, και υπέθεσαν ότι το τελώνιο είναι ένας μαύρος γάτος της γειτονιάς που εμφανιζόταν εκεί από καιρό σε καιρό. Άντε τώρα να προσφέρεις ιατρικές υπηρεσίες σ’ αυτές τις ηλίθιες!»

«Ε λοιπόν, αν ήσασταν στη Γαλικία, θα βλέπατε πράματα και θάματα» παρενέβη ο εργάτης του χυτηρίου. «Είχαμε μια υπηρέτρια στο Μονφόρτε που κάθε φορά που της καιγόταν το φαγητό ή έριχνε πολύ αλάτι στην κατσαρόλα, έλεγε ότι το είχε κάνει το ξωτικό. Κι όταν η γυναίκα μου την κατσάδιαζε για την απροσεξία, εκείνη έλεγε ότι άκουγε το ξωτικό να γελάει στη γωνία».

«Τουλάχιστον όμως» είπε ο γιατρός, «είναι γνωστό ότι εκεί τα ξωτικά δεν είναι τόσο άγρια όσο αυτά εδώ πέρα».

«Ω, μην το πιστεύετε! Υπάρχουν διαφόρων ειδών· έτσι τουλάχιστον μας έλεγε η υπηρέτρια που είχαμε στο Μοντφόρτε. Κάποια είναι καλά, φέρνουν στο σπίτι το σιτάρι και το καλαμπόκι που κλέβουν από τους σιτοβολώνες, φροντίζουν τα χωράφια και βουρτσίζουν ακόμα και τις μπότες των ανθρώπων· κάποια άλλα είναι κακά και ξεθάβουν τα λείψανα των παιδιών από τα νεκροταφεία, ενώ, τέλος, κάποια άλλα είναι μεγάλοι χωρατατζήδες: πίνουν τα μπουκάλια με το κρασί στο κελάρι, παίρνουν κομμάτια φαγητό από την κατσαρόλα και βάζουν στη θέση του πέτρες ή διασκεδάζουν κάνοντας φασαρία τη νύχτα, εμποδίζοντας τους ανθρώπους να κοιμηθούν, γαργαλώντας ή τσιμπώντας τους».

«Και είναι αλήθεια;» ρώτησε με αφέλεια ο ταχυδρόμος.

Βάλαμε όλοι τα γέλια ακούγοντας το αθώο καλαμπούρι του ταχυδρόμου.

«Κάποιοι λένε πως είναι» απάντησε ο εργάτης του χυτηρίου συνεχίζοντας το αστείο.

«Λένε για κάποιους ανθρώπους που έχουν δει ξωτικά» πρόσθεσε κάποιος.

«Ναι» αντέτεινε ο γιατρός με επαγγελματικό ύφος. «Σε αυτά τα ζητήματα συμβαίνει πάντα το ίδιο πράγμα. Ρωτάς κάποιον: “Το είδατε;” Και σου απαντάει: “Όχι εγώ, ο γιος της τάδε γριάς που έβοσκε κάπου τα πρόβατα, αυτός όντως το είδε”. Και το αποτέλεσμα είναι όλοι να επιβεβαιώνουν κάτι που δεν είδε κανείς».

«Ίσως να μην είναι ακριβώς έτσι, κύριε» μουρμούρισε μια ταπεινή φωνή πίσω μας.

Γυρίσαμε για να δούμε ποιος μίλησε. Ήταν ένας γυρολόγος που είχε φτάσει στο χωριό το απόγευμα και έτρωγε σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο δικό μας.

«Θέλετε να πείτε πως έχετε δει κάποιο απ’ αυτά τα ξωτικά;» ρώτησε ο ταχυδρόμος με περιέργεια.

«Ναι, κύριε».

«Και πώς συνέβη;» ρώτησε ο εργάτης του χυτηρίου κλείνοντας πονηρά το μάτι. «Πείτε μας, καλέ μου κύριε, πείτε μας την ιστορία, κι ελάτε να καθίσετε μαζί μας αν τελειώσατε το φαγητό σας. Σας κερνάμε καφέ και ποτό, σε αντάλλαγμα για την ιστορία, ασφαλώς». Κι ο υπάλληλος έκλεισε ξανά το μάτι.

«Θα σας πω» έκανε ο γυρολόγος καθώς καθόταν στο τραπέζι μας. «Περπατούσα ένα απόγευμα έξω από κάποιο χωριό και με είχε πιάσει το σκοτάδι· η νύχτα ήταν ψυχρή, ήρεμη, γαλήνια· δεν φυσούσε καθόλου. Το τοπίο ήταν εντυπωσιακό· ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα σ’ εκείνη την πλευρά της οροσειράς της Αστούριας, και, για να πω την αλήθεια, φοβόμουν. Ήμουν κουρασμένος από το περπάτημα γιατί κουβαλούσα στην πλάτη μου ένα μεγάλο καλάθι, αλλά δεν τολμούσα να σταματήσω. Η καρδιά μου μού έλεγε ότι στην περιοχή που βρισκόμουν δεν ήμουν ασφαλής.

»Ξαφνικά, χωρίς να καταλάβω ούτε από πού ξεφύτρωσε ούτε πώς, βλέπω δίπλα μου έναν σκελετωμένο, μονόχρωμο, μαυριδερό σκύλο, ο οποίος με πήρε στο κατόπι. Από πού θα μπορούσε να είχε έρθει αυτό το κακάσχημο ζώο; αναρωτήθηκα. Συνέχισα την πορεία μου, πήγαινα, πήγαινα, με τον σκύλο πίσω μου, στην αρχή εκείνος να γρυλίζει, μετά να ουρλιάζει, αν και σιγανά. Για να πω την αλήθεια, δεν μου αρέσουν τα ουρλιαχτά των σκύλων. Ο σύντροφός μου άρχισε να μου τη δίνει στα νεύρα, και για να απαλλαγώ απ’ αυτόν, σκέφτηκα να τον χτυπήσω με μια βέργα· μόλις όμως γύρισα με τη βέργα στο χέρι, μια ριπή αέρα μου γέμισε με χώμα τα μάτια και τυφλώθηκα εντελώς.

»Την ίδια στιγμή, ο σκύλος άρχισε να γελάει πίσω μου, και από τότε δεν μπορούσα να κάνω τίποτα σωστά· σκόνταψα, έπεσα κάτω, κατρακύλησα σε μια πλαγιά, και ο σκύλος να γελάει ασταμάτητα δίπλα μου. Άρχισα να προσεύχομαι παρακαλώντας να με γλυτώσει ο Άγιος Ραφαήλ, προστάτης όσων βρίσκονται σε δοκιμασία, και ο Άγιος Ραφαήλ με πήρε από εκείνη την περιοχή και με οδήγησε σ’ ένα χωριό.

»Μόλις έφτασα εκεί, ο σκύλος δεν με ακολουθούσε πια. Είχε μείνει πίσω και ούρλιαζε με λύσσα μπροστά σ’ ένα άσπρο σπίτι με κήπο. Διέσχισα το χωριό, ένα ορεινό χωριό με πολύ χαμηλές σκεπές και μαυρισμένα κεραμίδια. Υπήρχε μόνο ένας δρόμος. Όλα τα σπίτια ήταν κλειστά. Μόνο σε μία μεριά του δρόμου υπήρχε ένα παράπηγμα με φως. Ήταν σαν ένας μεγάλος προθάλαμος, με δοκάρια στο ταβάνι και ασβεστωμένους τοίχους. Στο εσωτερικό, ένας ρακένδυτος άντρας που φόραγε μπερέ μιλούσε με μια γριά· οι δυο τους ζεσταίνονταν σε μια παραστιά. Μπήκα μέσα και τους διηγήθηκα τι μου είχε συμβεί.

»”Κι ο σκύλος έμεινε πίσω ουρλιάζοντας;” ρώτησε ο άντρας με ενδιαφέρον.

»”Ναι, ουρλιάζοντας κοντά σ’ εκείνο το άσπρο σπίτι που υπάρχει στην αρχή του δρόμου”.

»”Ήταν το ξωτικό” μουρμούρισε η γριά, ”ήρθε να του αναγγείλει τον θάνατό του”.

»”Τινός; ” ρώτησα τρομαγμένος.

»”Του ιδιοκτήτη εκείνου του άσπρου σπιτιού. Εδώ και μισή ώρα είναι ο γιατρός εκεί μέσα. Θα επιστρέψει σύντομα”.

»Συνεχίσαμε να μιλάμε, και σε λίγο είδαμε τον γιατρό να έρχεται με το άλογο. Μπροστά του πήγαινε ένας υπηρέτης μ’ ένα φανάρι.

»”Ο άρρωστος, γιατρέ; ” ρώτησε η γριά βγαίνοντας στο κατώφλι του παραπήγματος.

»”Πέθανε” απάντησε ξερά μια φωνή.

»”Ορίστε!” είπε η γριά. ” Ήταν το ξωτικό”.

»Τότε πήρε ένα παλούκι και χάραξε στο έδαφος, γύρω της, μια φιγούρα όπως εκείνη που έχουν τα μαυριτανικά νομίσματα, ένα αστέρι με πέντε κορυφές, Ο γιος της έκανε το ίδιο, όπως κι εγώ.

»”Είναι για να ελευθερωθούμε από τα ξωτικά” πρόσθεσε η γριά.

»Και πράγματι, εκείνη τη νύχτα δεν μας ενόχλησαν, και κοιμηθήκαμε ήσυχα…»

Ο γυρολόγος σταμάτησε να μιλάει, και όλοι σηκωθήκαμε για να πάμε στα σπίτια μας.