Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Ναθάνιελ Χόθορν: Ο στοιχειωμένος νους

Μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας

Ο Ναθάνιελ Χόθορν (1804-1864) είναι ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της αμερικάνικης λογοτεχνίας, ο οποίος ανέδειξε με τη λεπτή και διεισδυτική γραφή του τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Η πρώτη του συγγραφική επιτυχία θα σημειωθεί το 1837 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων "Twice-Told Tales", η οποία όμως δεν είναι αρκετή για να συντηρηθεί και θα αναγκαστεί να δεχθεί μια θέση ως τελωνειακός υπάλληλος, αρχικά στη Βοστόνη και αργότερα στο Σάλεμ. Το 1850 εκδίδεται το "Άλικο γράμμα" το οποίο θα γνωρίσει θερμή υποδοχή και θα καταξιώσει το συγγραφέα. Θα ακολουθήσουν τα μυθιστορήματα: "The House of the Seven Gables" ("Το σπίτι με τα εφτά αετώματα"), 1851, "The Blitheday Romance", 1852. Toν Μάρτιο του 1853 θα διοριστεί πρόξενος των ΗΠΑ στο Λίβερπουλ, όπου θα ζήσει για τέσσερα χρόνια. Θα επιστρέψει στη Μασαχουσέτη το 1860, οπότε και θα εκδοθεί το μυθιστόρημά του "The Marble Fawn". Πέθανε στις 19 Μαΐου του 1864 στο Πλίμουθ του Νιου Χαμσάιρ.

**

Πόσο ξεχωριστή είναι η πρώτη στιγμή, όταν πετάγεσαι απ’ τον μεταμεσονύκτιο ύπνο, χωρίς καλά-καλά να έχεις αποκτήσει συνείδηση του εαυτού σου! Ανοίγοντας τα μάτια σου τόσο ξαφνικά, είναι λες κι αιφνιδιάζεις τους χαρακτήρες απ’ το όνειρο σου, που έχουν μαζευτεί γύρω απ’ το κρεβάτι που κοιμόσουν, και συλλαμβάνεις ολοκάθαρα τις μορφές τους για μία και μοναδική στιγμή προτού τις καταπιούν οι σκιές του δωματίου. Ή, αλλιώς, για να δώσουμε μια άλλου είδους περιγραφή, παραμένοντας στο σχήμα της μεταφοράς, είναι σαν να ξυπνάς μεμιάς στο βασίλειο των παραισθήσεων, η μετάβαση προς το οποίο έχει τον ύπνο ως διαβατήριο, και αντικρίζοντας τους φασματικούς κατοίκους και τα θαυμαστά τοπία του βασιλείου αυτού αντιλαμβάνεσαι το πόσο αλλόκοτα είναι – πράγμα που σε προσπερνάει όσο το όνειρο κυλάει ανενόχλητο. Ο αγέρας φέρνει με την πνοή του έναν μακρινό, αχνό ήχο απ’ το ρολόι μιας εκκλησίας. Αναρωτιέσαι, μισοσοβαρά, εάν ο άνεμος έκλεψε τον ήχο που φτάνει στ’ αυτιά σου από κάποιο ωχρό καμπαναριό που έστεκε στην περιφέρεια του προηγούμενου σου ονείρου ∙ κι ενώ το σκέφτεσαι, ένα ακόμη ρολόι σπάει με τον μεταλλικό ήχο των δεικτών του την ησυχία της πόλης που κοιμάται, και είναι τόσο δυνατός και χαρακτηριστικός ο ήχος, και τόσο μακρόσυρτο το βουητό στον αέρα της γειτονιάς, που είσαι σίγουρος ότι πρέπει να έρχεται από το κωδωνοστάσιο στην παρακάτω γωνία. Μετράς τα χτυπήματα – ένα – δύο –και παύουν πριν το τρία, μ’ έναν βροντερό αντίλαλο, λες και το τρίτο χτύπημα να έχει φυλακιστεί μέσα στην καμπάνα.

Εάν απ’ όλη τη νύχτα μπορούσες να διαλέξεις μια ώρα να ξυπνήσεις, αυτή θα ήταν η ώρα που θα διάλεγες. Από την στιγμή που έπεσες νηφάλιος στο κρεβάτι – κατά τις έντεκα – έως τώρα, έχεις ξεκουραστεί αρκετά, κι έχεις διώξει από πάνω σου το άχθος του χθεσινού φόρτου – ενώ την ίδια στιγμή, έως ότου ο ήλιος φτάσει από την μακρινή Κίνα για να λαμπρύνει το παράθυρο σου, έχεις μπροστά σου αρκετό χρόνο ν’ αφιερώσεις στην απόλαυση, χρόνο που κρατάει όσο μια καλοκαιρινή νύχτα. Μία ώρα θα την περάσεις με συλλογισμούς, με το μάτι του νου να’ χει μισοκλείσει από τη νύστα, δύο ώρες μέσα σε ευχάριστα όνειρα, κι άλλες δύο ώρες θα περάσουν στην πιο παράξενη απ’ όλες τις απολαύσεις, αυτή της λησμονιάς της χαράς, αλλά και των βασάνων. Η στιγμή της έγερσης ανήκει σε μια άλλη χρονική περίοδο, και μοιάζει τόσο απόμακρη, έτσι που να μην προσμένεις με τρόμο την στιγμή της εκτίναξης απ’ το ζεστό κρεβάτι στον παγωμένο αέρα. Το χθες έχει ήδη χαθεί στα σκοτάδια του παρελθόντος, και το αύριο δεν έχει ακόμη προβάλλει από το μέλλον. Έχεις ανακαλύψει έναν ενδιάμεσο χώρο, εκεί όπου δεν διεισδύουν οι δοσοληψίες της ζωής ∙ εκεί όπου η στιγμή δεν χάνεται, αλλά παραμένει, και μετατρέπεται σε πραγματικό παρόν ∙ ένα σημείο όπου ο Χρόνος, όταν πιστεύει ότι δεν τον βλέπει κανείς, κάθεται στην άκρη του δρόμου για να ξαποστάσει. Μακάρι να τον έπαιρνε ο ύπνος και ν’ άφηνε τους θνητούς να ζουν δίχως να γερνάνε!

Μέχρι στιγμής, έχεις μείνει απολύτως ακίνητος, γιατί ακόμη και η παραμικρή κίνηση θα διέλυε τα κομμάτια του ύπνου σου. Τώρα που έχεις ξυπνήσει για τα καλά, κοιτάς μέσα από την μισοτραβηγμένη κουρτίνα του παραθύρου και παρατηρείς το γυαλί που είναι στολισμένο με περίτεχνα σχέδια και μοτίβα που τα φτιάχνει ο παγετός, ενώ οι εικόνες που σχηματίζονται στις επιφάνειες των τζαμιών μοιάζουν με όνειρα που έχουν ακινητοποιηθεί από τον πάγο. Έχεις στη διάθεση σου αρκετή ώρα να στοχαστείς την ομοιότητα μέχρι να σημάνει το κάλεσμα για να κατέβεις να πάρεις το πρωινό σου. Βλέποντας μέσα από το καθαρό κομμάτι του τζαμιού, εκεί που δεν υψώνονται οι ασημένιες βουνοκορφές των παγωμένων τοπίων, το πιο ευδιάκριτο αντικείμενο είναι το κωδωνοστάσιο – με το λευκό του βέλος να σε κατευθύνει προς την χειμωνιάτικη λάμψη των αιθέρων. Μπορείς σχεδόν να διακρίνεις τους αριθμούς στο ρολόι που μόλις σήμανε την ώρα. Η εικόνα του παγερού ορίζοντα, με τις στέγες που έχουν καλυφθεί απ’ το χιόνι, την θέα του μακρινού, κατάλευκου και παγωμένου δρόμου, και του νερού που έχει πετρώσει και ακινητοποιηθεί στο βάθος, ίσως σου φέρνει ρίγος, παρ’ ότι είσαι κάτω από τέσσερις κουβέρτες κι ένα μάλλινο πάπλωμα. Κοίτα όμως το αστέρι που έχει απομείνει μοναχό να λάμπει στο στερέωμα! Οι ακτίνες του ξεχωρίζουν από όλα τ’ άλλα, και είναι αυτές που κάνουν τη σκιά απ’ το παντζούρι να πέφτει στο κρεβάτι, με ακτινοβολία βαθύτερης αποχρώσεως απ’ ότι το σεληνόφως – χωρίς όμως να περιγράφουν το σχήμα με την ίδια ακρίβεια.

Βυθίζεσαι στα σκεπάσματα και κουκουλώνεσαι με’ αυτά, τρέμοντας από ρίγη, όχι επειδή το σώμα νιώθει κρύο, αλλά από την ιδέα και μόνο της πολικής ατμόσφαιρας. Κάνει τόσο κρύο, που ακόμη και οι σκέψεις δεν τολμούν να ξεμυτίσουν απ’ τις κουβέρτες. Αναλογίζεσαι την πολυτέλεια του ν’ αναλώσεις τον βίο σου παραμένοντας εξ ολοκλήρου σ’ ένα κρεβάτι, σαν ένα στρείδι στο κέλυφος του, ικανοποιημένο με την νωθρή έκσταση της αδράνειας, που δεν αντιλαμβάνεται τίποτε μέσα στη νύστα του παρεκτός της απολαυστικής ζέστης, σαν αυτή που νιώθεις τώρα. Όμως η ιδέα αυτή έχει συνεπιβάτη στο ίδιο βαγόνι μια άλλη, φρικτή σκέψη: ο νους σου τώρα πάει στους νεκρούς, με τα παγωμένα τους σάβανα, καθώς κείτονται στα στενά κιβούρια, μέσα στον μελαγχολικό χειμώνα του τάφου, και δεν μπορείς να βγάλεις απ’ το νου σου την σκέψη ότι οι νεκροί δεν μαζεύονται, ούτε τρέμουν όταν το χιόνι καλύπτει τα χώματα που τους σκεπάζουν, ενώ ο τσουχτερός άνεμος ουρλιάζει καθώς πέφτει ορμητικός στις θύρες των μαυσωλείων τους. Η ζοφερή αυτή σκέψη θα συγκεντρώσει στο κατόπι της κι άλλες πολλές, κι εξίσου ζοφερές σκέψεις, που θα τυλίξουν με τα δίχτυα τους την αγρύπνια σου.

Κάθε καρδιά κρύβει στα βάθη της έναν τάφο κι ένα μπουντρούμι, μολονότι τα φώτα, η μουσική και το γλεντοκόπι από πάνω τους μπορούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι υπάρχουν εκεί – όπως μας κάνουν να λησμονούμε κάθε τι θαμμένο και φυλακισμένο που κρύβεται μέσα τους. Υπάρχουν όμως φορές, συνήθως κατά το μεσονύκτι, που οι σκοτεινοί αυτοί θάλαμοι ανοίγουν διάπλατα ∙ και ανοίγουν σε ώρες όπως κι αυτή, όταν ο νους κυριεύεται από παθητική ευαισθησία, και δεν έχει την ζωντάνια ν’ αντισταθεί ∙ όταν η φαντασία είναι ένα κάτοπτρο που ζωντανεύει κάθε λογής ιδέες, στερώντας μας τη δύναμη τόσο της επιλογής, όσο και του έλεγχου τους. Προσευχήσου τότε να έχουν πέσει σε λήθαργο οι θλίψεις σου, και να μην σπάσει τις αλυσίδες της κι απελευθερωθεί η αδελφότητα των τύψεων. Πολύ αργά! Ένα νεκρικό τρένο σκαρφαλώνει στο κρεβάτι σου ∙ το Πάθος και το Συναίσθημα αποκτούν σχήμα και σώμα, και κάθε τι νοερό μετατρέπεται σε αχνό φάντασμα μπροστά στα μάτια σου. Να η πιο πρώιμη σου Θλίψη, μια χλωμή, νεαρή μορφή στην κορυφή της νεκρικής πομπής, που τόσο μοιάζει με την πρώτη σου αγάπη, λες και είναι αδέλφια! – τόσο θλιμμένα όμορφη, με μια καθαγιασμένη γλύκα στα μελαγχολικά της χαρακτηριστικά, και πόση χάρη υπάρχει στον τρόπο που κινείται στο πένθιμο της φόρεμα. Την διαδέχεται ένας ίσκιος κατεστραμμένου έρωτα, με τα χρυσά της μαλλιά λερωμένα με χώμα, φορώντας λιωμένα ρούχα σε χρώματα που έχουν πια ξεθωριάσει, αποφεύγοντας τη ματιά σου σκύβοντας το κεφάλι, σαν να σκιάζεται το ενδεχόμενο μιας μομφής σου. Ήταν η αγαπητή σου Ελπίδα, αλλά ήταν απατηλή ∙ τώρα, το πιο ταιριαστό γι’ αυτήν όνομα είναι Απογοήτευση. Στο κατόπι της, όμως, ακολουθεί μια πιο αυστηρή μορφή, με ρυτιδιασμένο κούτελο και μάτια και χειρονομίες που δηλώνουν σιδηρά εξουσία. Δεν έχει όνομα, εκτός κι αν τον πούμε Όλεθρο, το έμβλημα της κακής επιρροής που διέπει την τύχη σου, έναν δαίμονα στον οποίο υποδουλώθηκες από κάποιο σφάλμα στα στερνά της ζωής, που σε δέσμευσε σε παντοτινή σκλαβιά, σε άμεση υπακοή κάθε προσταγής που θα σου δώσει. Κοίτα πώς λαξεύεται στο σκοτάδι το τερατώδες του περίγραμμα, το σκασμένο χείλος της περιφρόνησης, η κοροϊδία στο μάτι του, το δάκτυλο που υψώνεται και αγγίζει το πληγιασμένο κομμάτι της καρδιάς σου! Θυμάσαι κάποια πράξη τεράστιας ανοησίας, που δεν θα έπαυε να σε κάνει να φουντώνεις από ντροπή ακόμη κι αν ήσουν θαμμένος στο πιο μακρινό σπήλαιο της Γης; Αναγνώρισε τότε το Όνειδος σου.

Πέρνα λοιπόν, παρέλαση καταραμένων! Κι όμως, παρά τη μίζερη οχλαγωγία της, κάλλιο αυτή να κατατρέχει τον άγρυπνο, παρά να τον κυκλώνει η αγριότερη φυλή των δαιμόνων της ένοχης καρδιάς, που κρατεί την κόλαση της κλεισμένη στη σάρκα. Κι αν οι Τύψεις πάρουν την μορφή ενός τραυματισμένου φίλου; Κι αν το τέρας έρθει με γυναικεία περιβολή, με χλωμό κάλλος και με την αμαρτία και την ερήμωση για συντροφιά, και ξαπλώσει στο πλάι σου; Κι αν σταθεί στην άκρη του κρεβατιού, σαν να έχει σκαρφαλώσει απ’ τον τάφο, με το σάβανο λεκιασμένο από αίμα; Ο εφιάλτης της ψυχής αρκεί κι από μόνος του, δίχως τέτοιες ενοχές, δίχως αυτό τον βαρύ κι ασήκωτο καταποντισμό του πνεύματος, αυτόν τον παγερό ζόφο στην καρδιά, την ακαθόριστη φρίκη του νου να αναμιγνύεται με το σκότος του δωματίου.

Με μεγάλη προσπάθεια, αποτινάζεις το γλάρωμα και ανακάθεσαι στο κρεβάτι, κοιτάζοντας ταραγμένος τριγύρω, λες και τα τέρατα κρύβονται κάπου αλλού κι όχι μόνο μέσα στον στοιχειωμένο σου νου. Την ίδια στιγμή, τα κοιμισμένα αποκαΐδια στη θράκα βγάζουν μια λάμψη που σκορπάει το χλωμό της φως στο υπόλοιπο δωμάτιο και λαμποκοπά από τη χαραμάδα της πόρτας – χωρίς, όμως, να σπάει την σκοτεινιά. Η ματιά σου αναζητεί κάτι, οτιδήποτε, που να της θυμίζει τον κόσμο των ζωντανών. Με λαχτάρα καταγράφεις νοερά το τραπέζι πλάι στο τζάκι, το βιβλίο με τον κοκάλινο σελιδοδείκτη διπλωμένο στις σελίδες του, το ανοιγμένο γράμμα, το καπέλο και το πεσμένο γάντι. Η φλόγα σύντομα εξαφανίζεται, και μαζί της και το υπόλοιπο σκηνικό ∙ μολονότι η εικόνα του αποτυπώνεται για μια στιγμή στο μάτι του μυαλού σου καθώς το σκοτάδι καταπίνει τον πραγματικό κόσμο. Στο δωμάτιο τώρα κυριαρχεί η ίδια μαυρίλα όπως και προηγουμένως – η συννεφιά στα στήθια σου, ωστόσο, έχει τώρα αλλάξει. Καθώς το κεφάλι σου πέφτει ξανά πίσω στο μαξιλάρι, αναρωτιέσαι – μ’ έναν ψίθυρο, αν το κάνεις φωναχτά – πόσο ευχάριστο θα ήταν, εάν σ’ αυτές τις νυχτερινές μοναξιές άκουγες μια πιο ελαφριά αναπνοή ν’ ανεβοκατεβαίνει δίπλα σου, αν ένιωθες την ελαφριά πίεση ενός πιο τρυφερού στήθος, τον απαλό χτύπο μιας αγνότερης καρδιάς που με την ηρεμία της θα γαλήνευε τα βάσανα της δικής σου, σαν η αγαπητή κοιμωμένη να σ’ έβλεπε στα όνειρα της καθώς κοιμόταν στο πλάι σου.

Παρ’ ότι η ύπαρξη της υφίσταται μόνο για μια στιγμή, όσο και η σκέψη της στο μυαλό σου, σε κάνει να νιώθεις μια ανακούφιση. Βρίσκεσαι τώρα σ’ έναν καταπράσινο τόπο, στα σύνορα ύπνου και ξύπνιου, και οι σκέψεις σου ξεδιπλώνονται μπροστά σου σε εικόνες, ασύνδετες η μία με την άλλη, κι όλες τους να αφομοιώνονται από μια διεισδυτική τέρψη και ομορφιά. Σημαιοστολισμένα αγήματα, που περνούν λαμποκοπώντας στο φως του ήλιου, δίνουν τη θέση τους σε γέλια και φωνές παιδιών μπροστά από την πόρτα ενός σχολείου στον ίσκιο αιωνόβιων δέντρων, στη γωνία ενός επαρχιακού δρόμου. Στέκεσαι καταμεσής μιας καλοκαιρινής μπόρας και περιπλανιέσαι στις ηλιόλουστες συστάδες ενός φθινοπωρινού δάσους, και σηκώνεις τη ματιά σου στο φωτεινότερο ουράνιο τόξο, που υψώνεται πάνω από τα χιόνια στην Αμερικανική μεριά του Νιαγάρα. Οι σκέψεις σου παίζουν ευχάριστα με την λάμψη του τζακιού στο σπίτι ενός νιόπαντρου ζεύγους, και με την εικόνα πουλιών την άνοιξη, που φτερουγίζουν κελαηδώντας γύρω από την φωλιά που έχουν φτιάξει. Φέρνεις στο νου σου ένα πλοίο που πλέει στο φύσημα του αέρα, και τον ρυθμικό ήχο κοριτσιών που χορεύουν τον τελευταίο και πιο χαρούμενο χορό τους σε μια γιορτινή δεξίωση ∙ και μετά βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα πλήθος σ’ ένα κατάμεστο θέατρο, που χειροκροτεί ζητωκραυγάζοντας καθώς η κουρτίνα κλείνει έπειτα από μια κωμική πράξη ενός φανταστικού έργου.

Άθελα σου στην αρχή, αποκτάς έλεγχο του εαυτού σου και συνειδητοποιείς ότι έχεις μισοκοιμηθεί, στοχαζόμενος την αμφίβολη παραλληλία του ανθρώπινου βίου και της ώρας που μόλις πέρασε. Εισέρχεσαι και στα δύο από το άγνωστο, η πορεία είναι γεμάτη σκαμπανεβάσματα στα οποία δεν ασκείς παρά ελάχιστο έλεγχο, κι αφού τα διατρέξεις βρίσκεσαι καθοδόν για νέα μυστήρια. Τώρα φτάνει στ’ αυτιά σου το καμπάνισμα του μακρινού ρολογιού, που ο ήχος του ξεμακραίνει ολοένα και περισσότερο καθώς απομακρύνεσαι στ’ αγριοτόπια του ύπνου. Είναι η αναγγελία ενός προσωρινού θανάτου: το πνεύμα σου έχει αποχωρήσει και περιπλανιέται ελεύθερο από τα δεσμά της σάρκας, μέσα στα πλήθη του κόσμου των σκιών, αντικρίζοντας παράξενα θεάματα, χωρίς όμως να απορεί ή να φοβάται με αυτά που βλέπει. Ίσως τέτοια είναι και η ηρεμία της τελικής μετάβασης, τέτοια είναι η γαλήνη – σαν τα πάντα γύρω να είναι γνωστά και οικεία – που νιώθει η ψυχή καθώς εισέρχεται στον Αιώνιο της οίκο!