Top menu

Ο "Πολύφημος" του Αρμάντο Παλάθιο Βαλντές

bignews_valdes

Μεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης

Ο Αρμάντο Παλάθιο Βαλντές (Armando Palacio Valdés) γεννήθηκε στο Εντράλγο της επαρχίας της Αστούριας το 1853 και πέθανε στη Μαδρίτη το 1938. Αποτελεί μια εμβληματική φυσιογνωμία των ισπανικών γραμμάτων κι έναν από τους πιο γνήσιους εκπροσώπους του ισπανικού ρεαλισμού. Σύγχρονος του Γκαλντός και του Κλαρίν, κατέγραψε τα πάθη και τις ροπές της πιο ταραγμένης περιόδου της ιστορίας της πατρίδας του χρησιμοποιώντας έναν απαράμιλλο συνδυασμό χιούμορ, ειρωνείας και συναισθηματισμού. Το έργο του διαπνέεται από βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής και βρίθει αναλυτικών περιγραφών που ανάγουν το περιβάλλον σε κεντρικό πρωταγωνιστή.

Το διήγημα Πολύφημος (Polifemo), το οποίο μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, δημοσιεύτηκε το 1924 στο περιοδικό Lecturas. Είναι από τα πιο φημισμένα έργα του, μαζί με το μυθιστόρημα Η αδελφή Σαν Σουλπίσιο (Εκδόσεις Γνώση, 1990). Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ρεαλιστικής γραφής και της πρόθεσης του συγγραφέα να καταδείξει τις μεγάλες αντιθέσεις της καθημερινότητας στις οποίες για τον ίδιο βασίζεται και η ομορφιά της ζωής.

**

Ο συνταγματάρχης Τολεδάνο, γνωστός με το ψευδώνυμο Πολύφημος, ήταν ένας θηριώδης, γιγαντόσωμος, επιβλητικός άντρας με αυστηρό διασκελισμό, ντυμένος με μακριά ρεντιγκότα, καρό παντελόνι και ψηλό καπέλο με πολύ πλατύ και σηκωμένο μπορ· είχε τεράστια άσπρα μουστάκια, βροντερή φωνή και ατσάλινη καρδιά. Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα ήταν το αιμοβόρο βλέμμα που εκτόξευε από το ένα και μοναδικό του μάτι και το οποίο ενέπνεε τρόμο και δέος. Ο συνταγματάρχης ήταν μονόφθαλμος. Στον πόλεμο της Αφρικής είχε σκοτώσει πολλούς Μαυριτανούς και είχε αντλήσει μέγιστη ευχαρίστηση ξεριζώνοντας τα ακόμα παλλόμενα σπλάχνα τους. Τουλάχιστον αυτό πιστεύαμε τυφλά εμείς τα παιδιά που πηγαίναμε να παίξουμε μετά το σχολείο στο πάρκο Σαν Φρανθίσκο, στην εξόχως αρχοντική και ηρωική πόλη του Οβιέδο.
Όταν είχε καλό καιρό, από τις δώδεκα μέχρι τις δύο το μεσημέρι, ο αδυσώπητος πολεμιστής πήγαινε κι αυτός στο πάρκο για να περπατήσει. Διακρίναμε από πολύ μακριά, ανάμεσα στα δέντρα, την αγέρωχη φυσιογνωμία του που ενέπνεε τρόμο στις παιδικές μας καρδιές· όταν δεν τον βλέπαμε, ακούγαμε την στεντόρεια φωνή του που αντηχούσε ανάμεσα στις φυλλωσιές σαν ορμητικός χείμαρρος.
Ο  συνταγματάρχης ήταν και κουφός συνάμα, μιλούσε πάντα φωνάζοντας.
«Θα σας πω ένα μυστικό» έλεγε σε όποιον τύχαινε να τον συνοδεύει στον περίπατο. «Η ανιψιά μου η Χαθίντα δεν θέλει να παντρευτεί το παιδί του Ναβαρέτε».
Κι όλοι όσοι βρίσκονταν σε ακτίνα διακοσίων μέτρων μάθαιναν το μυστικό.
Συνήθως περπατούσε μόνος· όταν όμως πλησίαζε κάποιος φίλος του, το θεωρούσε καλό σημάδι. Ίσως αποδεχόταν με ευχαρίστηση την παρέα γιατί του δινόταν η ευκαιρία να κάνει επίδειξη των φωνητικών του δυνατοτήτων. Η αλήθεια είναι πως όταν είχε συνομιλητή, το πάρκο του Σαν Φρανθίσκο σειόταν. Έπαυε πλέον να είναι ένας δημόσιος χώρος περιπάτου, και υπεισερχόταν στην αποκλειστική επικράτεια του συνταγματάρχη. Το κελάηδημα των πουλιών, ο ψίθυρος του ανέμου, το γλυκό μουρμουρητό των πηγών, όλα σταματούσαν. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η επιβλητική, αυταρχική, βλοσυρή φωνή του μαχητή της Αφρικής. Σε τέτοιο βαθμό που νόμιζες πως ο ιερέας που τον συνόδευε (εκείνη την ώρα μόνο μερικοί ιερείς συνήθιζαν να περπατάνε στο πάρκο) ήταν εκεί μόνο και μόνο για να ξεκλειδώσει τη μία μετά την άλλη τις μυστικές πόρτες της φωνής του συνταγματάρχη. Πόσες και πόσες φορές, ακούγοντας εκείνες τις τρομερές, εκκωφαντικές κραυγές, βλέποντας τις οργισμένες του χειρονομίες και το φλογισμένο του μάτι, δεν σκεφτήκαμε ότι θα χιμούσε στον δύστυχο κληρικό που είχε την κακή ιδέα να πάει κοντά του!
Αυτός ο τρομακτικός άντρας είχε έναν ανιψιό οκτώ με δέκα ετών, δηλαδή στην ηλικία μας. Τον φουκαρά! Όποτε τον βλέπαμε στο πάρκο, ήταν αδύνατον να μην αισθανθούμε για εκείνον απέραντη συμπόνοια. Κάποτε είδα έναν θηριοδαμαστή να βάζει ένα πρόβατο στο κλουβί του λιονταριού. Το θέαμα μου προκάλεσε την ίδια εντύπωση όπως και όταν έβλεπα τον Γασπαρίτο Τολεδάνο να περπατάει με τον θείο του. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς μπορούσε εκείνο το κακόμοιρο παιδί να συνεχίζει να έχει όρεξη και να ζει σαν κανονικός άνθρωπος, πώς δεν πάθαινε κάτι η καρδιά του και δεν πέθαινε βασανισμένος από έναν αργό πυρετό. Όταν περνούσαν μερικές μέρες χωρίς να εμφανιστεί στο πάρκο, μας έζωνε η ίδια αμφιβολία. «Λες να τον έφαγε για κολατσιό;» Κι όταν τελικά τον βρίσκαμε σώο και αβλαβή κάπου, αισθανόμασταν ταυτόχρονα έκπληξη και ανακούφιση. Ήμασταν σίγουροι όμως ότι κάποτε θα γινόταν το θύμα ενός από τα αιμοβόρα καπρίτσια του Πολύφημου.
Εκτός απ’ αυτό το ανίψι, το τέρας είχε κι έναν σκύλο που πρέπει να βίωνε παρόμοια δυστυχία, αν και ούτε εκείνου τού φαινόταν. Ήταν ένας μεγάλος, λυτός, όμορφος, ρωμαλέος, μολοσσός με γαλαζωπό τρίχωμα που άκουγε στο όνομα Μουλέι, σίγουρα σε ανάμνηση κάποιου φουκαρά Μαυριτανού που είχε ξεπαστρέψει ο αφέντης του. Ο Μουλέι, όπως κι ο Γασπαρίτο, ζούσε υπό την εξουσία του Πολύφημου όπως στην αγκαλιά μιας οδαλίσκης. Χαριτωμένος, παιχνιδιάρης, φιλικός, ανίκανος για την οποιαδήποτε δολιότητα, ήταν, χωρίς καμία διάθεση να προσβάλλουμε κανέναν, ο λιγότερο φοβητσιάρης και ο πιο προσηνής σκύλος απ’ όσους έχω γνωρίσει στη ζωή μου.
Επομένως δεν είναι καθόλου περίεργο που όλα τα παιδιά είχαμε ξετρελαθεί μαζί του. Όταν ήταν εφικτό, όταν δεν υπήρχε κίνδυνος να το αντιληφθεί ο συνταγματάρχης, σκοτωνόμασταν για το ποιος θα είχε την τιμή να του δώσει ψωμί, μπισκότα, τυρί και άλλες λιχουδιές που μας έδιναν οι μαμάδες μας για κολατσιό. Ο Μουλέι τα δεχόταν όλα με ανυπόκριτη ευχαρίστηση, και μας εξέφραζε καθαρά τη συμπάθεια και την ευγνωμοσύνη του. Για να γίνει όμως αντιληπτό το πόσο ευγενικά και ανιδιοτελή ήταν τα αισθήματα αυτού του αξέχαστου σκυλιού, και για να του προσδώσω έναν χαρακτήρα ακατάλυτου υποδείγματος για σκύλους και ανθρώπους, θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν έδειχνε τη μεγαλύτερη συμπάθεια σε όποιον του χάριζε τα περισσότερα. Μερικές φορές έπαιζε μαζί μας ένα φτωχόπαιδο από το ορφανοτροφείο ονόματι Αντρές (στην επαρχία εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν κοινωνικές διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά), ο οποίος δεν μπορούσε να του δώσει τίποτα γιατί δεν είχε τίποτα. Καμία σημασία δεν είχε· ο Μουλέι έδειχνε προτίμηση σ’ εκείνον. Τα πιο ζωηρά κουνήματα της ουράς, τα πιο έντονα και θερμά χάδια ήταν αφιερωμένα σ’ αυτόν, εις βάρος των υπολοίπων. Πρώτης τάξης παράδειγμα για τους απανταχού βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας!
Άραγε μάντευε ο Μουλέι ότι εκείνο το ανήμπορο, εκείνο το μονίμως σιωπηλό και σκυθρωπό παιδί είχε μεγαλύτερη ανάγκη από ό,τι εμείς την αγάπη του; Δεν ξέρω, αλλά έτσι φαινόταν.
Ο Αντρεσίτο από τη μεριά του είχε φτάσει στο σημείο να αγαπήσει παράφορα αυτό το ζώο. Όταν παίζαμε εφτάπετρο ή πεντόβολα στο βορειότερο σημείο του πάρκου και εμφανιζόταν ξαφνικά ο Μουλέι, ήταν γνωστό αυτό που θα ακολουθούσε: ο σκύλος φώναζε κατά μέρος τον Αντρεσίτο και διασκέδαζε μαζί του επί πολλή ώρα, λες και ήθελε να του εμπιστευτεί κάποιο μυστικό. Η κολοσσιαία σιλουέτα του Πολύφημου διαγραφόταν ανάμεσα στα δέντρα.
Αυτές όμως οι φευγαλέες, αγωνιώδεις συναντήσεις ικανοποιούσαν ελάχιστα το ορφανό. Όπως κάποιος βαθιά ερωτευμένος, ανυπομονούσε να απολαύσει την παρέα του ινδάλματός του επί μακρόν και κατ’ ιδίαν.
Έτσι, ένα απόγευμα, με απίστευτο θάρρος και μπροστά στα μάτια μας, πήρε τον σκύλο μαζί του στο Άσυλο, όπως ονομάζεται το Ορφανοτροφείο του Οβιέδο, και γύρισε ούτε λίγο ούτε πολύ ύστερα από μία ώρα. Ακτινοβολούσε χαρά. Και ο Μουλέι έμοιαζε κατευχαριστημένος. Ευτυχώς, ο συνταγματάρχης δεν είχε βγει ακόμα για περίπατο ούτε αντιλήφθηκε την εξαφάνιση του σκύλου του.
Αυτές οι αποδράσεις επαναλήφθηκαν και τα επόμενα απογεύματα. Ο Αντρεσίτο και ο Μουλέι δένονταν με όλο και πιο στενούς δεσμούς φιλίας. Ο Αντρεσίτο ήταν έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τον Μουλέι. Και είμαι βέβαιος ότι αν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, κι ο τελευταίος το ίδιο θα έκανε.
Το ορφανό όμως ακόμα δεν ήταν ικανοποιημένο. Λαχταρούσε να πάρει τον Μουλέι στο Άσυλο για να κοιμηθούν μαζί. Επειδή ήταν βοηθός του μάγειρα, κοιμόταν σ’ έναν από τους διαδρόμους δίπλα στο δωμάτιό του, σ’ ένα ρημαγμένο στρώμα από φλούδες καλαμποκιού. Ένα απόγευμα πήρε τον σκύλο στο Ορφανοτροφείο και δεν γύρισε. Πόσο τη χάρηκε εκείνη τη νύχτα το φουκαριάρικο! Τα χάδια του Μουλέι ήταν τα μοναδικά που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Πρώτα οι δάσκαλοι και μετά ο μάγειρας, του είχαν μιλήσει πάντα με τον βούρδουλα στο χέρι. Κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι σαν δύο εραστές. Και το ξημέρωμα, το παιδί ένιωσε το τσούξιμο από μια ξυλιά που του είχε δώσει ο μάγειρας το προηγούμενο απόγευμα. Έβγαλε το πουκάμισο:
«Κοίτα, Μουλέι» είπε σιγανά δείχνοντάς του τη μελανιά.
Ο σκύλος, περισσότερο φιλεύσπλαχνος από τον άνθρωπο, έγλειψε τη μωλωπισμένη του σάρκα.
Αργότερα, όταν άνοιξαν τις πόρτες, τον άφησε ελεύθερο. Ο Μουλέι έτρεξε στο σπίτι του αφεντικού του· το απόγευμα όμως βρισκόταν πάλι στο πάρκο έτοιμος να ακολουθήσει τον Αντρεσίτο. Ξανακοιμήθηκαν μαζί εκείνη τη νύχτα, και την επόμενη, και τη μεθεπόμενη. Η ευτυχία όμως δεν διαρκεί πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Αντρεσίτο ήταν ένας ευτυχισμένος στο χείλος ενός γκρεμού.
Ένα απόγευμα, την ώρα που ήμασταν όλοι μαζεμένοι και παίζαμε ένα παιχνίδι, ακούσαμε πίσω μας δυο τρομερές κανονιές:
«Αλτ! Αλτ!»
Όλα τα κεφάλια έστριψαν σαν να είχαν απελευθερωθεί από ένα ελατήριο. Μπροστά μας ορθωνόταν η κυκλώπεια μορφή του συνταγματάρχη Τολεδάνο.
«Ποιος από εσάς είναι ο απατεωνάκος που απαγάγει κάθε βράδυ τον σκύλο μου; Για πείτε μου».
Νεκρική σιγή στην ομήγυρη. Είχαμε παραλύσει από τον τρόμο, είχαμε πετρώσει, σαν να ήμασταν από ξύλο.
Το σάλπισμα της τελικής κρίσης αντήχησε πάλι:
«Ποιος είναι ο απαγωγέας; Ποιος είναι ο ληστής; Ποιος είναι ο άθλιος;…»
Το φλεγόμενο μάτι του Πολύφημου μας καταβρόχθιζε τον έναν μετά τον άλλον. Ο Μούλει, που τον συνόδευε, μας κοιτούσε κι αυτός με τα δικά του πιστά, αθώα μάτια, κουνώντας ζωηρά την ουρά σε ένδειξη ανησυχίας.
Τότε ο Αντρασίτο, άσπρος σαν κερί, έκανε ένα βήμα μπροστά και είπε:
«Δεν φταίει κανείς απ’ αυτούς, κύριε. Εγώ ήμουν».
«Πώς;»
«Εγώ ήμουν» επανέλαβε το παιδί πιο δυνατά.
«Ώστε έτσι! Εσύ ήσουν!» είπε ο συνταγματάρχης χαμογελώντας βλοσυρά. «Και δεν ξέρεις σε ποιον ανήκει ο σκύλος;»
O Αντρεσίτο έμεινε βουβός.
«Δεν ξέρεις σε ποιον ανήκει;» ξαναρώτησε κραυγάζοντας.
«Ναι, κύριε».
«Τι;… Μίλα πιο δυνατά».
Κι έβαλε το χέρι στο αυτί για να ενισχύσει την ακοή του.
«Ναι, κύριε».
«Λοιπόν, σε ποιον ανήκει;»
«Στον κύριο Πολύφημο».
Έκλεισα τα μάτια. Νομίζω ότι και οι φίλοι μου έκαναν το ίδιο. Όταν τα ξανάνοιξα, πίστευα πως ο Αντρεσίτο είχε πια σβηστεί από τον χάρτη. Ευτυχώς, δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Ο συνταγματάρχης τον κοίταζε σταθερά, περισσότερο με περιέργεια παρά με οργή.
«Και γιατί τον παίρνεις;»
«Γιατί είναι φίλος μου και με αγαπάει» είπε το παιδί με αποφασιστική φωνή.
Ο συνταγματάρχης τον κοίταξε πάλι σταθερά.
«Καλώς» είπε τελικά. «Αλλά μην διανοηθείς να τον ξαναπάρεις. Αν το ξανακάνεις, θα σου βγάλω τα αυτιά».
Και τσούλησε με μεγαλοπρέπεια με τα τακούνια. Πριν όμως κάνει ένα βήμα, έφερε το χέρι στο γιλέκο, έβγαλε ένα κέρμα και είπε γυρνώντας κάνοντας μεταβολή:
«Πάρε, να αγοράσεις γλυκά. Μην διανοηθείς όμως να απαγάγεις ξανά τον σκύλο! Σε προειδοποιώ!»
Κι απομακρύνθηκε. Μετά από τέσσερα πέντε βήματα γύρισε το κεφάλι. Ο Αντρεσίτο είχε αφήσει το κέρμα να πέσει στο έδαφος και κλαψούριζε σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια. Ο συνταγματάρχης γύρισε πίσω γρήγορα.
«Κλαις; Μα γιατί; Μην κλαις, παιδί μου».
«Τον αγαπάω πολύ…, είναι ο μόνος που μ’ αγαπάει στον κόσμο» βόγκηξε ο Αντρές.
«Ποιανού είσαι;» ρώτησε ο συνταγματάρχης έκπληκτος.
«Μένω στο Άσυλο».
«Τι;» φώναξε ο Πολύφημος.
«Είμαι ορφανός».
Τότε είδαμε τον συνταγματάρχη να παραμορφώνεται. Όρμησε στο παιδί, τράβηξε τα χέρια του από το πρόσωπο, του σκούπισε τα μάτια με το μαντήλι του, το αγκάλιασε και το φίλησε, επαναλαμβάνοντας με υπερδιέγερση:
«Συγχώρα με, παιδί μου, συγχώρα με! Μη δίνεις σημασία σ’ όσα σου είπα… Δεν το ήξερα… Μπορείς να παίρνεις τον σκύλο όποτε θες… Έχε τον μαζί σου όση ώρα θες, σύμφωνοι;… Όση ώρα θες…»
Κι αφού τον ηρέμησε μ’ αυτά και με άλλα λόγια, που τα πρόφερε με μια φωνή κατά τη γνώμη μας αδιανόητη, συνέχισε τη βόλτα του γυρνώντας κάθε τόσο για να του φωνάξει:
«Μπορείς να τον παίρνεις όποτε θες, παιδί μου, σύμφωνοι…; Όποτε θες…. μ’ ακούς;»
Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά θα ορκιζόμουν ότι είδα ένα δάκρυ στο αιμοβόρο μάτι του Πολύφημου.