Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ συνομιλεί με τον Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ [δι' αντιπροσώπων]

Γράφει ο Κυριάκος Μαργαρίτης*

 

Εισαγωγικό

 

Δεν διατυπώνω τίποτα πρωτότυπο κάνοντας λόγο για μια θεολογική διάσταση στη σκέψη του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Η φιλοσοφία του Γερμανού συνιστά μια θεολογία χωρίς Θεό, ενώ ο ίδιος, στην περίφημη συνέντευξη, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δήλωνε ότι μόνο ένας θεός μπορεί να μας σώσει. Είναι, συνεπώς, ενδιαφέρουσα η προοπτική μιας συνομιλίας του με την ορθόδοξη παράδοση, κάτι που, εξάλλου, έχει διερευνηθεί από διανοητές όπως ο Χρήστος Γιανναράς.
    
Εν προκειμένω, προτίθεμαι να εξετάσω τις ανταποκρίσεις ανάμεσα στην προσπέλασή του Χάιντεγκερ για την αυθεντική ύπαρξη, και στην αντίστοιχη σκέψη του σημαντικότερου θεολόγου του 20ου αιώνα, του Ρώσου γέροντα Σωφρονίου Σαχάρωφ.
    
Χάριν οικονομίας (και παιδιάς) δεν θα αναφερθώ στα πρωτότυπα έργα (έχω κατά νου, κυρίως, τα Είναι και Χρόνος, και Οψόμεθα τον Θεόν Καθώς Εστί) αλλά στις μελέτες αυτών που αποκαλώ αντιπροσώπους, εννοώντας τον George Steiner, και τον πατέρα Νικόλαο Σαχάρωφ, και θα επικεντρωθώ σε δυο οντολογικές εξισώσεις που ακυρώνουν τη μεταφυσική.

 

Καρτέσιος ή η θεμελιώδης παρεξήγηση

 

Το περίφημο cogito, ergo sum αποτελεί, ως γνωστόν, το θεμέλιο της μεταφυσικής προσπέλασης της ύπαρξης, πάνω στην οποία οικοδομούνται οι θρησκευτικές, φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιλήψεις του δυτικού κόσμου. Όλα αυτά τα ρεύματα, οσοδήποτε αντικρουόμενα και αν φαίνονται, συμμετέχουν στον ίδιο φαύλο κύκλο της παρεξήγησης την οποία, εδώ, χρειάζεται να ονομάσουμε Ιδεαλισμό. Αυτός ο τελευταίος, εξ ορισμού, αποτελεί το αντίθετο της πραγματικής πραγματικότητας.
    
Τα κατά καιρούς ονόματά του δεν θα πρέπει να κρύβουν τον μεταφυσικό πυρήνα αυτής της συνθήκης. Είτε μιλάμε για ρεαλισμό, ορθολογισμό, διαφωτισμό, είτε για ρομαντισμό, και τα συναφή, δεν πρόκειται παρά για τον ίδιο μηχανισμό άρνησης της πραγματικότητας.
    
Να ζει κανείς ή να μην ζει: Ιδού το μόνο δίλημμα για τον άνθρωπο, και είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε ότι όλες οι ιδεαλιστικές αντιλήψεις απάντησαν: Να μην ζει.
    
Στάινερ: «Ο πλατωνικός-καρτεσιανός στοχασμός και η καρτεσιανή θεμελίωση της πραγματικότητας του κόσμου στον ανθρώπινο αναστοχασμό είναι προσπάθειες «να πηδήξουμε στην αντίπερα όχθη του κόσμου»  [...] για να φτάσουμε στην αυτεξούσια καθαρότητα των αέναων Ιδεών ή των μαθηματικών λειτουργιών και βεβαιοτήτων. Αλλά αυτό το επιχειρούμενο άλμα από και προς μιαν αφαίρεση είναι θεμελιωδώς λανθασμένο σε ό,τι αφορά τη γεγονικότητα του κόσμου, όπως τον συναντάμε, όπως ζούμε μέσα σ' αυτόν»(1).
    
Η καρτεσιανή εξίσωση μας δεσμεύει στην τυραννία της γραμματικής και του συντακτικού. Η γλώσσα (και, μαζί της, η ύπαρξη) διαστρέφεται στις υποτακτικές σχέσεις υποκειμένου-αντικειμένου, τη στιγμή που η ζωή, ως σχέση, αγωνιά να είναι ερωτική, για να μην είναι θάνατος.

 

Η μέριμνα ως υπαρξιακή εξέγερση

 

Διατελούμε σε συνθήκες οντολογικής πτώσης. Αυτό που μυθοποιείται ως απώλεια της Εδέμ, ή του Παραδείσου, δεν είναι παρά ένας κυρίαρχος χωρισμός. Χωρισμός ανθρώπου από τη φύση, λέξεων από τα πράγματα, και, βεβαίως, ανθρώπου από τον άνθρωπο, είδος οντολογικής σχιζοφρένειας.
    
Παρενθετικά, έχει ενδιαφέρον να αναλογιστούμε την ετυμολογία της λέξης αμαρτία, από το ρήμα μείρομαι, δηλαδή διαχωρίζω τον εαυτό μου, αρνούμαι τη σχέση, και προκρίνω τον αυτισμό του μεταφυσικού υποκειμένου που τρέφεται από τους αντικειμενοποιημένους Άλλους.
    
Ο Χάιντεγκερ, διερευνώντας τη δυνατότητα υπέρβασης της κατάπτωσης, επικαλείται τον όρο Sorge, τη Μέριμνα, τον τρόπο να υπάρχουμε αυθεντικά μέσα στον κόσμο.
    
Στάινερ: «Αλλά κυρίως, και κατά μία έννοια που μέλλει ακόμη να αναλυθεί, η μέριμνα είναι μια έγνοια, μια φροντίδα για, μια αναφορικότητα προς, η παρεύρεση και το μυστήριο του ίδιου του Είναι, του Είναι όπως αυτό μεταμορφώνει τα όντα»(2).
    
Χρειάζεται να πούμε ξεκάθαρα ότι η μέριμνα είναι ένας ρεαλισμός, ίσως ο μόνος που υπάρχει, και που επιτρέπει να είμαστε αυθεντικοί, δηλαδή ανθρώπινοι.
    
«Το να είσαι-μέσα-στον-κόσμο με οποιαδήποτε πραγματική, υπαρκτικά ενεργή μορφή, σημαίνει να νοιάζεσαι, να μεριμνάς [...]. Ξανά, η θεμελιώδης εξίσωση είναι αντι-καρτεσιανή: Μεριμνώ, άρα υπάρχω»(3).
    
Η χαϊντεγκεριανή εξίσωση εμπεριέχεται, και κορυφώνεται στην ορθοδοξία, υπό την έννοια ότι η μέριμνα, χωρίς οντολογική θεμελίωση άλλη από την ενεργή ύπαρξη, είναι ευάλωτη στις μεταφυσικές προσβολές ενός ουμανισμού, ο οποίος εκδηλώνεται ως ευτελής αλτρουισμός.  
    
Χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω.

 

Ο ρεαλισμός της αγάπης

 

Με τη μέριμνα βρισκόμαστε στον πυρήνα μιας σκέψης που θέλει την ύπαρξη να εκδηλώνεται (δηλαδή: να υπάρχει) μόνον ως συνύπαρξη, με την οντολογική έννοια της σχέσης προσώπων, δηλαδή της ερωτικής συνεύρεσης, και της αλληλοπεριχώρησης.
    
Είναι ο τρόπος με τον οποίο σχετίζονται τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, αλλά, προφανώς, δεν είναι εδώ ο χώρος για μια τέτοια συζήτηση. Αρκεί να αναλογιστούμε τη θεμελιώδη έννοια του Προσώπου στην ορθόδοξη αντίληψη.
    
Ο πατήρ Νικόλαος σημειώνει: «[...] για τον γέροντα Σωφρόνιο, η υπόσταση πραγματώνεται μόνο εν σχέσει με άλλες υποστάσεις. Να, λοιπόν, μία ακόμα αντινομία: μολονότι το πρόσωπο αποτελεί την αρχή του είναι, μολονότι είναι αύταρκες και αυτοτελές, ένα άλλο πρόσωπο είναι απαραίτητο προκειμένου τα χαρακτηριστικά αυτά να πραγματοποιηθούν. Η αντινομία αυτή συνοψίζεται με τον όρο «εξαρτημένη αυτοτέλεια» [...]. Την «ένταση» της αντινομίας της «εξαρτημένης αυτοτέλειας»  καταστέλλει ο αγαπητικός χαρακτήρας της σχέσης μεταξύ των υποστάσεων: η αγάπη αποτελεί την «αιτία» τόσο της παραμέτρου της εξάρτησης [...] όσο και του στοιχείου της αυτοτέλειας [...]»(4).
    
Στην αγάπη, συνεπώς, ανασαίνει η δυνατότητα να είμαστε αυτάρκεις όσο αρνούμαστε την αυτάρκεια για χάρη του ίδιου, και ανόμοιου άλλου, από τον οποίο είμαστε εξαρτημένοι μόνο και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι υπάρχουμε σε αυτόν εδώ τον κόσμο.
    
Μεριμνούμε, όχι από κάποια αλτρουιστική ιδιοτέλεια, ή μεταφυσική ηθικολογία, ή κοινωνική / θρησκευτική δεοντολογία.  
    
Μεριμνούμε επειδή η ύπαρξή μας, ως διηνεκής δυνατότητα, πραγματώνεται δυναμικά (in progress) μέσα σε αυτή την αγαπητική / ερωτική σχέση.
    
Πατήρ Νικόλαος: «Επομένως, το πρόσωπο, προκειμένου να πραγματωθεί, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου προσώπου. Η αγάπη προβάλλει ως το εσώτατο περιεχόμεμνο, η κατ' εξοχήν έκφραση της ουσίας του προσώπου. Θα μπορούσαμε, παραφράζοντας την καρτεσιανή διατύπωση, να συνοψίσουμε τα παραπάνω με το αξίωμα: amo, ergo sum»(5).
    
Εδώ δικαιώνεται, κατά τη γνώμη μου, η χαϊντεγκεριανή υποψία, επειδή, βεβαίως, έχει ξεπεραστεί – έχει, δηλαδή, μεταμορφωθεί στον αυθεντικό εαυτό της. Μπορούμε τώρα να πούμε ότι μεριμνούμε επειδή ασκούμαστε στην αγάπη, όχι ως κάτι που κάνουμε, αλλά ως κάτι, ή, μάλλον, ως το μόνο που μπορούμε να είμαστε, αν θέλουμε να είμαστε, όχι καλοί χριστιανοί, ή καθώς πρέπει πολίτες, και άλλες ευκολίες, αλλά: Ζωντανοί, δηλαδή ανθρώπινοι άνθρωποι.
    
Ένας τέτοιος ρεαλισμός αποκρίνεται στο δίλημμα, λέει: Να ζει, και ο Γιόρικ πεθαίνει στα γέλια, που σημαίνει ανασταίνεται.

Σημειώσεις
(1)George Steiner, Χάιντεγκερ, μτφρ. Ασημίνα Καραβαντά, “Πατάκης” 2009, σ. 151.
(2)Ό.π., σ. 166.
(3)Ό.π., σ. 167.
(4)π. Νικόλαος Σαχάρωφ, Αγαπώ άρα υπάρχω. Η θεολογική παρακαταθήκη του γέροντα Σωφρονίου, μτφρ. Χρήστος Μακρόπουλος, Εν πλώ 2007, σ. 106.
(5)Ό.π., σ. 107.

*Ο Κυριάκος Μαργαρίτης είναι συγγραφέας.