Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Ουίλλιαμ Μπλέηκ: Ποιητικά προσχέδια

Μεταφράζει ο Δημήτρης Ξυδερός

 

Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ γεννήθηκε στο Λονδίνο την 28η Νοεμβρίου 1757. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές παγκοσμίως και συνάμα ένας πρωτοπόρος ζωγράφος, χαράκτης, εικονογράφος. Ανακάλυψε μια καινοτόμο τεχνική εκτύπωση, την Πεφωτισμένη και κόσμησε ο ίδιος τα αριστουργηματικά του βιβλία. Προφητικός και μυστικιστής, ένας εκκεντρικός οραματιστής στην εποχή του λοιδορήθηκε και παραγκωνίστηκε ως παράφρων. Πνεύμα μεγαλοφυές, επαναστατικό και άναρχο, υπήρξε υπέρμαχος της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης. Απεβίωσε την 12η Αυγούστου 1827.

Τα Ποιητικά Προσχέδια (Poetical Sketches) του Ουίλλιαμ Μπλέηκ είναι η πρώτη του συλλογή. Ποίηση και πρόζα από το 1769 έως το 1777. Εκδόθηκε εκτός εμπορίου το 1783 και μοιράστηκε σε φίλους. Η πρώτη έκδοση έγινε το 1868 από τον Richard Herne Shepherd. Η  Ελισαβετιανή ποίηση, οι Εκκλησιαστικοί ύμνοι, το Αναγεννησιακό δράμα, ο John Milton, καθώς και η Γοτθική λογοτεχνία υπορρέουν στις συνθέσεις του. Είναι η πρωτόλεια ανάπτυξη της δικής του μυθολογίας, μέσα από την επαναστατική του διάθεση, ένας ιδιαίτερος προπομπός του ρομαντικού κινήματος. Όπως σημειώνει ο T.S. Eliot: «Τα πρώτα του ποιήματα δείχνουν αυτό που τα ποιήματα ενός ιδιοφυούς αγοριού οφείλουν να δείξουν, την τεράστια ισχύ της αφομοίωσης.»  

Στο χειμώνα

Ω ΧΕΙΜΩΝΑ! αμπάρωσε τις αδαμάντινες σου πύλες:
Δικός σου ο βορράς• εκεί έχεις χτίσει τη σκοτεινή
Βαθιά σου θεμελιωμένη κατοικία. Τις στέγες σου μη σείεις
Μήτε τους στυλοβάτες να λυγάς με το σιδερένιο σου άρμα.

Δεν μ’ αγροικά, μα πέρα απ’ το χαώδες βάθος
Βαριά ιππεύει• αδέσμευτες οι θύελλες του, περικαλυμμένες
Μ’ ατσάλι πλευρωτό• δεν αποτολμώ τους οφθαλμούς να υψώσω•
Διότι το σκήπτρο του έχει εγείρει στον κόσμο απάνω.

Ιδού! το φρικτό τώρα τέρας, με κρεμάμενο δέρμα
Στα ισχυρά του οστά, δρασκελίζει επάνω στους οιμώζοντες βράχους:
Τα ξεραίνει όλα στη σιωπή, και στο χέρι του
Τη γη ξεγυμνώνει, και την ασθενική τη ζωή καταψύχει.

Καθεδρεύει στους κρημνούς απάνω, ο ναυτικός
Μάταια κραυγάζει. Ταλαίπωρε μικρέ κακομοίρη! τόσο αντιμάχεσαι
Με θύελλες, ωσότου ο ουρανός χαμογελάσει, και το τέρας
οδηγηθεί στη σπηλιά του ωρυόμενο κάτω απ’ το όρος Χέκλα.

Στην άνοιξη

 
Ω ΕΣΥ με παχνισμένες κλειδαριές, που κάτω θωρείς
Μέσα απ’ τα διαυγή παράθυρα της πρωίας, στρέφεις
Τους αγγελικούς σου οφθαλμούς ‘πάνω στο δυτικό νησί μας,
Που σε χορωδία πλήρη τον ερχομό σου χαιρετίζει, Ω Άνοιξη!

Ο ένας στον άλλον οι λόφοι διηγούνται, και τ’ άκουσμα
Οι κοιλάδες αγροικούν• οι οφθαλμοί μας στρέφονται προσμένοντες
τα φωτεινά περίπτερα σου: εμπρός έξελθε,
Κι επίτρεψε στα ιερά σου πόδια τη χώρα μας να επισκεφθούν.

Στους ανατολικούς λόφους φανερώσου επάνω, και τους ανέμους μας επίτρεψε
Ν’ ασπαστούν τα ευωδιαστά σου ενδύματα• επίτρεψε μας να γευτούμε
Την πρωινή κι εσπερινή σου ανάσα• τα μαργαριτάρια σου σκόρπισε
Επάνω στην ερωτοχτυπημένη μας γη που για σε θρηνεί.

Ω πλάγιασε την με τ’ αγνά σου δάχτυλα• σκόρπισε
Απαλά φιλιά στο στήθος της• και απόθεσε
Τη χρυσή κορώνα επάνω στη μαραζωμένη κεφαλή,
Που οι σεμνές της πλεξούδες για ‘σένανε δεθήκαν!