Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Οράσιο Καστίγιο: Ο Έλληνας ποιητής της Αργεντινής

οράσιο-καστίγιο

Γράφει & μεταφράζει ο Χαράλαμπος Δήμου

Γεννημένος το 1934 στην Ενσενάδα, ο Οράσιο Καστίγιο (1936 – 2010), έζησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην όμορφη Λα Πλάτα της Αργεντινής. Έμαθε ελληνικά από έναν ορθόδοξο παπά της ελληνικής κοινότητας. Έγραψε ποίηση, μετέφρασε και μελέτησε Έλληνες ποιητές από τον Καλλίμαχο ως τον Σαχτούρη. Έλαβε βραβεία και διακρίσεις, αλλά ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα και «αθλητή τής μελέτης και διάδοσης των Ελλήνων ποιητών». Στα ποιήματά του βλέπουμε να ζει η Ελλάδα μέσα από τη μυθολογία, την ιστορία και τη σύγχρονη πραγματικότητά της, φιλτραρισμένη από το βλέμμα ενός αργεντινού ποιητή που δεν είχε κανένα άλλο κίνητρο πέρα από την «αγάπη και μόνον στην ελληνική ποίηση», όπως του έγραψε σε ιδιόχειρη επιστολή του ο Οδυσσέας Ελύτης.

επιστολή-Ελύτη

Λίγα λόγια για τον ποιητικό λόγο του Καστίγιο

Για τον Οράσιο Καστίγιο «η ποίηση μας θυμίζει ή καλύτερα μας καθιστά σαφές ότι για μια ελάχιστη στιγμή στο χρόνο είμαστε η συνείδηση του σύμπαντος και λόγω αυτής της συνείδησης το σύμπαν υπάρχει. Η ποίηση είναι αυτή η συνείδηση και χάρη σε αυτή μπορούμε να αποδεχτούμε την κολοσσιαία περιπέτεια της Δημιουργίας». Επίσης, έγραψε: «Ο δυτικός κόσμος έχει αναζητήσει το μυστήριο στο σκοτάδι ενώ οι Έλληνες το έχουν αναζητήσει στο φως. Εγώ ανατράφηκα στον σκοτεινό δυτικό κόσμο, γνωρίζοντας όμως τον Ελληνικό Κόσμο, ξεκινώντας από τη λαμπρή ελληνική γλώσσα έχω μπορέσει να ανοίξω μια χαραμάδα και να βιώσω την εμπειρία της διαφάνειας, η οποία κάνει ορατό κάθε τι ουσιαστικό… Για τους Έλληνες, το φως μετουσιωμένο σε ένα είδος «ηλιακής μεταφυσικής, είναι κάτι απόλυτο».  

Άλλοτε πάλι, αινιγματικός και υπαινιχτικός ο στίχος του οδηγεί πάντοτε τον αναγνώστη σε μια ζώνη μεταβατική μεταξύ πραγματικότητας και μεταφυσικής. Είναι αλήθεια ότι αναζητά να διερευνήσει τα σκοτεινά και τρομερά πεδία που ρέουν παράλληλα με τη ζωή ή και πέρα από τη ζωή, χρησιμοποιώντας μερικές φορές αρχετυπικά σύμβολα ή και τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, τον Χάροντα στον Άδη ή την Ευρυδίκη, αλλά η παρουσία ή η απουσία του φωτός που αναφέραμε είναι παρούσα:

Στο ποίημα «Για να απαγγελθεί στη Βάρκα του Χάροντα», τελειώνει:

κάθε φορά πιο γερά, κάθε φορά πιο γρήγορα, πιο πέρα από το
    φως.

Η μετάβαση, το ταξίδι από τη ζωή προς το θάνατο δεν είναι παρά η απομάκρυνση από το φως.

Η αναζήτηση του αρχετυπικού ρόλου του ποιητή τον οδηγεί στον «μονόφθαλμο βασιλιά», έναν μάγο που οραματίζεται το πεπρωμένο της φυλής, το συλλογικό δρόμο προς το μέλλον και τη σωτηρία της ομάδας μέσα από αρχέτυπα που θαρρείς ότι ρέουν μέσα στο αίμα και στα γονίδια του μάγου και ζητούν να απελευθερωθούν.

Μονόφθαλμος βασιλιάς

Αυτή η μύγα που γεννοβολάει τ’ αβγά της στο έλος
και πετάει από μάγουλο σε μάγουλο, από βλέφαρο σε βλέφαρο,
έχει φέρει την αρρώστια στα μάτια μας: δεν βλέπουμε πια
τα σύννεφα πάνω από τις στέγες του χωριού,
τη σκιά του ερωδιού που ανηφορίζει στο ρεύμα.
Μα το βράδυ, όταν κατεβαίνουμε στις όχθες του ποταμού
και ο μονόφθαλμος χρυσοστεφάνωτος επαναλαμβάνει την αφήγησή του,
ανακαλύπτουμε μέσα από το στόμα του σπουδαία σημεία στον
ουρανό,
αίμα του ματιού του που ονειρεύεται για τη φυλή.   

«Από τον ελληνικό κόσμο, λέει ο Οράσιο, έμαθα αυτό που λέει και ο Καζαντζάκης: ο καλλιτέχνης μπαίνει στο σκοτεινό και πυκνό δάσος της ζωής και μετατρέπει το δάσος σε δέντρο, το δέντρο σε στύλο κι αυτός ο στύλος μυρίζει πεύκο, κυπαρίσσι, ξύλο, ρετσίνα. Επίσης, έμαθα να χρησιμοποιώ στην ποίησή μου το μύθο, χρησιμοποιώντας κλασικούς μύθους ή φτιάχνοντας δικούς μου, προσωπικούς μύθους. Αντί να καταφεύγω στον ρεαλισμό ή στο συμβολισμό βρίσκω μια μυθική φιγούρα, μια μάσκα, μια αλληγορία, αν προτιμάτε».

Και εδώ θέλω να επισημάνω ένα από τα κεντρικά θέματα της ποίησης του Καστίγιο που δεν είναι άλλο από το Ταξίδι. Το Ταξίδι είναι ο αρχετυπικός μύθος, η μετάβαση προς το φανταστικό τόπο, η μετανάστευση, η μετάσταση. Ταξίδι στον Άδη, ταξίδι στον έρωτα και στο πνεύμα, ταξίδι μέσα στον κόσμο, ταξίδι μέσα από τις παγκόσμιες τραγωδίες της ανθρωπότητας, όπως στο ποίημα «Κοπάδι στο τρένο».

Κοπάδι σε τρένο

Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Με τα κεφάλια κρεμασμένα απ’ τους φεγγίτες κοιτούσαμε τον απέραντο [κάμπο.
Αίφνης, ένα μουκάνισμα μας έφερνε στη θύμηση την Ιφιγένεια
και γυρίζαμε για να σφίξουμε τα παιδιά μέσα στα στήθια μας.
Τι είναι εκείνο; Ο ήλιος. Τι είναι εκείνο; Ένα σύννεφο.
Είχαμε λησμονήσει το χρώμα της θάλασσας, τη μυρωδιά της βροχής.
Όσοι ήξεραν από αστέρια είχαν ξεχάσει τις ονομασίες τους,
γι’ αυτό τους δίναμε ονόματα των παιδιών μας για να προσανατολιστούμε  [στο γυρισμό.
Τι είναι εκείνο; Ένα δέντρο. Τι είναι εκείνο; Ένα ποτάμι.
Κι ένα γρηγοριανό μέλος υψωνόταν ολόγυρά μας,
μιλούσε για όσους προορίζονταν για τη θυσία.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Το γάλα είχε ξινίσει στα στήθια των μανάδων,
χτενίζαμε τα μαλλιά μας και γίνονταν στάχτη.
Τι είναι εκείνο; Ένα πουλί. Τι είναι εκείνο; Μια πέτρα.
Και χαμηλώνοντας το κεφάλι κρύβαμε την ντροπή μας,
βουβοί κόβαμε τα νύχια των νεκρών.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Τ’ απόβραδα πίναμε το κρασί των τυφλών,
ονειρευόμασταν ακόμα ένα δάσος από ορχιδέες.
Τι είναι εκείνο; Άμμος. Τι είναι εκείνο; Ομίχλη.
Κι η ζωή δραπέτευε σαν νυχτερίδα απ’ τις σκιές
και αποκοιμόμασταν με μια απρόσμενη γαλήνη στο βλέμμα.
Ύστερα τα μάτια μας έγιναν σαν τα μάτια των αγαλμάτων,
κοιτάξαμε τις παλάμες μας κι είχε εξαφανιστεί η γραμμή της ζωής,
κι από τη στοίβα υψώθηκε ιαμβικός ο ρόγχος
αλυχτώντας για σένα, για μένα, για όλους μας τους συντρόφους.
Έμειναν πίσω μόνο οι ετρουσκικές μας γραμμές,
κέρινα τραγούδια που ταξιδεύουν στον ήλιο,
και στο πλευρό μας πάντα εσύ, κόρο σπλαχνικό,
εσύ, ψυχή μου, δαμάλα, στεφανωμένη με βιολέτες και νάρδους.

Όσο για τη Γυναίκα, πάλι έχουμε την αρχετυπική αναφορά στο πρόσωπο της Ευρυδίκης ένα ποίημα μύησης μέσω της κατάβασης στα βάραθρα του Άδη, στην ανάγνωση της πραγματικότητας από την Άλλη – Σκοτεινή πλευρά (πάλι η απουσία και η αναζήτηση του ήλιου). Διαλέγει να μιλήσει για τον Έρωτα από τον πανέμορφο αρχετυπικό μύθο του Ορφέα και Ευρυδίκης.

Λέει η Ευρυδίκη

Με κυρίευσε η αγωνία κι έπειτα η ταραχή, όταν
έμαθα ότι θα ερχόσουν:
ο τρόμος να με δεις έτσι, με αυτό το σκιώδες μαντίλι,
τα δίχως λάμψη μαλλιά – τα μαλλιά που ο ήλιος δεν κουραζόταν να
χρυσίζει.
Τρόμος, επίσης, μήπως δεν είσαι ο ίδιος –εκείνος που
     διατηρούσε η μνήμη μου–    
αλλά, ταυτόχρονα, περιέργεια να ξαναδώ
    ένα ζωντανό πλάσμα.
Από καιρό κανένας δεν ερχόταν προς τα δω,
κανείς δεν έφερνε μια ψυχή ή ένα σκύλο,
κι όταν, επιτέλους, σ’ έσφιξα πάνω μου, περισσότερο κι από σένα
αγκάλιαζα τη ζωή.
Έπειτα, η ζεστασιά σου με συνέπτυξε, με αποξήρανε σαν
    αγγείο,
και περπάτησα στο σκοτεινό διάδρομο
κι άλλη φορά με εκείνη την εκκωφαντική μηχανή μέσα στο
    στήθος
κι ένα αναμμένο κάρβουνο στο μέσο των ποδιών.
Στηρίχτηκα στο μπράτσο σου, φανταζόμουν ήδη το φως,
τα δέντρα δίπλα από τα οποία περπατούσαμε,
εκείνο το γεμάτο καθρέπτες δωμάτιο
όπου επιπλέαμε σαν δύο πνιγμένοι.
Ώσπου έξαφνα η περπατησιά σου έγινε νευρική,
η σκέψη σου σκιάχτηκε σαν άλογο,
και πρόσεξα ότι προσπαθούσες ν’ αλαργέψεις από κοντά μου,
να λευτερωθείς απ’ την παγίδα της θνητής ύλης.
«Μη φεύγεις» σε εκλιπαρούσα «μη μ’ αφήνεις εδώ,
άσε με να δω και πάλι τα σύννεφα και τον ήλιο,
άσε με λυτή στον κόσμο σαν θρακική φοράδα».
Αλλά εσύ ήδη έτρεχες προς την έξοδο,
και για επτά μέρες και επτά νύχτες άκουγα πώς έκλαιγες,
πώς τραγουδούσες στην όχθη του τρομαχτικού ποταμού
το παλιό μας τραγούδι: «Το μακρινό, μόνο το πιο μακρινό
    διαρκεί».   

Οσο για την ελληνικότητα του Καστίγιο, ο ίδιος μου έλεγε: «Και αν με ρωτήσουν ποια είναι η εθνικότητά μου, απαντώ: Είμαι Έλληνας, η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου».

Και δε χρειάζεται να πάμε μακριά για να τη διακρίνουμε.

Διαβάζουμε τον ύμνο του για την Ελλάδα

ΥΜΝΟΣ

Σε γνωρίζω από την κόψη του φωτός την τρομερή,
από το θαλασσινό ανέμισμα του δωρικού χιτώνα,
σε γνωρίζω από το γλυπτό του μοσχοφόρου,
κι από το γέρσιμο της Νίκης που πάει να λύσει το σανδάλι της,
σε γνωρίζω από το φοίνικα της Δήλου κι από το όνομα της Ναυσικάς
από το ποτήρι που ο Έκτορας υψώνει για τη λευτεριά στη ραψωδία H της         
                                                                                                                         Ιλιάδας,
σε γνωρίζω από τα βιολετί μάτια και το μελί χαμόγελο,
σε γνωρίζω από το βασιλικό στη γλάστρα του μεσημεριού,
από τη λέξη θάλασσα, από τη γεύση της ελιάς,
από τα σανδάλια του Μελισσινού στην οδό Πανδρόσου,
σε γνωρίζω από τον Μανόλη Γλέζο που σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη
                                                       και κατέβασε τη σημαία με τη σβάστικα,
από τον Αμφίμαχο που πήγαινε στη μάχη χρυσοστόλιστος σαν κοπελίτσα,
από το ΌΧΙ που γέμισε δάφνες την Πίνδο,
από τον ξωμάχο που βρίσκει ένα μαρμάρινο κεφάλι και το βάζει στη  
                                                                           μασχάλη του σαν κολοκύθα,
σε γνωρίζω από τον καστανά και το σφουγγαρά,
από τον Κλεόμβροτο που έπεσε από τα τείχη της Αμβρακίας, μόλις  
                                                                                     διάβασε τον Φαίδωνα,
από την παρθένο που τραγούδησε σαν κουκουβάγια πάνω από τη στέγη,
από την οδό Λέπσιους 10 της Αλεξάνδρειας, όπου έζησε ο Καβάφης,
σε γνωρίζω από τη Γοργόνα που ρωτάει το ναυτικό: Ζει ο Βασιλιάς
                                                                                                    Αλέξανδρος;
από το φυτό εκείνο με τη μαύρη ρίζα και τα γαλακτόχροα άνθη που οι
                                                                                       θεοί αποκαλούν μώλυ,
από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο που έριξε κάτω το σκήπτρο και το στέμμα
                                                                     και πέθανε σαν απλός στρατιώτης,
από το φως των Μυκηνών, από το μάτι του φυλαχτού,
από την ταβέρνα του Κώστα, όπου υπήρξα ευτυχής,
από τις Σουλιώτισσες που ρίχτηκαν η μια μετά την άλλη
                                                                                  στον γκρεμό,
από το Ζ που είναι χαραγμένο στους τοίχους του Άδη.

   Ξαφνιάζεται κανείς από το βάθος των γνώσεών του για τον τόπο μας, όπως για το περίφημο μώλυ των θεών:

«από το φυτό εκείνο με τη μαύρη ρίζα και τα γαλακτόχροα άνθη που οι
                                                                                       θεοί αποκαλούν μώλυ,

που το βρήκε σε κάποιο στίχο της Ιλιάδας, την οποία είχε ξεζουμίσει. Mας ξαφνιάζει με το γλυπτό του μοσχοφόρου στο Μουσείο της Ακρόπολης, όπως και την εκπληκτική κίνηση στο άγαλμα της Νίκης στο ίδιο Μουσείο που πάει να λύσει τα σανδάλια της.

Μας ξαφνιάζει από τις γνώσεις του από τη Νεότερη Ιστορία μας, τις Σουλιώτισσες και τον Πόλεμο του Σαράντα και την Αντίσταση με την εμβληματική φιγούρα του M. Γλέζου αλλά και τους μύθους που έχουν στοιχειώσει το υποσυνείδητό μας, εκείνο της Γοργόνας, τη γεύση της χώρας μας, την ελιά, το κάστανο και την ταβέρνα.

Οράσιο Καστίγιο, Λουίς Σοουλέ, Χαράλαμπος Δήμου, Λα Πλάτα, 2006

Οράσιο Καστίγιο, Λουίς Σοουλέ, Χαράλαμπος Δήμου, Λα Πλάτα, 2006