Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Οι υπερρεαλιστικές επιρροές στην ποίηση της αγανάκτησης

photo © Στράτος Προύσαλης

photo © Στράτος Προύσαλης

Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης

Ο υπερρεαλισμός είναι η καλλιτεχνική τάση με τις βαθύτερες επιδράσεις στη λογοτεχνία (1), ένα ρεύμα του οποίου οι επιρροές είναι αισθητές -λιγότερο ή περισσότερο- στα περισσότερα λογοτεχνικά έργα. Καμία άλλη καλλιτεχνική τάση δεν επηρέασε την τέχνη τόσες δεκαετίες μετά την πρώτη της εμφάνιση.

Συνήθως βέβαια περιοριζόμαστε στους αρχικούς εκπροσώπους του ρεύματος (Μπρετόν, Εμπειρίκος και κυρίως Εγγονόπουλο -που δέχτηκε τη δριμύτερη επίθεση- και Σαχτούρη), προσπερνώντας τόσο τον νεοϋπερρεαλισμό στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 όσο και τα σουρεαλιστικά στοιχεία που παρατηρούνται στη σύγχρονή μας ποίηση.

Μα, ο σουρεαλισμός δεν είναι μορφή της ποίησης. Είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του. Και στην ανάγκη με υλικά σφυριά (2). Ήταν ένα επαναστατικό κίνημα που λειτούργησε απελευθερωτικά τόσο για τον ποιητή όσο και τη γλώσσα την ίδια ως δομικό της υλικό. Γκρέμισε στερεότυπα και παραδεδομένες αντιλήψεις εισάγοντας μια νέα προσέγγιση της αισθητικής και της ζωής.

Σήμερα πια λειτουργεί ως αντίδοτο στην απολυτότητα του σκληρού ρεαλισμού, αντιδρά στην κυριαρχία του ρασιοναλισμού μέσα από την συναισθηματική αποδόμηση της λογικής. Με την εικονοπλαστική και δημιουργική του γλώσσα ταξιδεύει τον αναγνώστη με οδηγό το συναίσθημα• εκθέτει τη λογική σε νέες προκλήσεις αξιοποιώντας τη συνειρμική διάσταση της γλώσσας χωρίς να περιφρονεί τα μέσα που της προσφέρει ο σουρεαλισμός με στόχο να εκφράσει την ενδόμυχη αλήθεια του ποιητή (3). Μέσα από τον "παραλογισμό" και την "εξωτερίκευση του μέσα" του αναδεικνύει την ουσία των συναισθημάτων και του ψυχισμού.

Στη μεταμοντέρνα ποίηση, και δη στην ποίηση της αγανάκτησης, ο σουρεαλιστικός στίχος μετατρέπεται σε ένα όπλο αντιτασσόμενο στη δεσποτεία του ορθού λόγου και την -προπαγανδιστική- εργαλειοποίησή του στη σύγχρονη κοινωνία, ενάντια στην αριθμοποίηση και τη συνθηματολογία.

Ενισχύει την ένταση της αγανάκτησης και της άρνησης των ποιητών να υποταχτούν στον φενάκη "λογοκρατία"• εκφράζει την οργή και την επιθετικότητα στα "πρέπει" και τους επιβαλλόμενους κανόνες• έρχεται σε σύγκρουση με το εύπεπτο κι έτοιμο υλικό που μεταφέρεται ως καταναλωτικό υλικό από κάθε είδους οθόνες.

Ο υπερρεαλιστικός παραλογισμός επιτρέπει να αναβλύσει η σαρκαστική διάθεση, άλλοτε μία μελαγχολική τάση κι άλλες φορές μία αλληγορική στάση. Το κλίμα της ευρύτερης κοινωνικής απογοήτευσης συνάδει απόλυτα με τον σουρεαλιστικό  παραλογισμό. Η ειρωνεία ως εκφραστική οδός μεταμορφώνεται στο ισχυρότερο όπλο του υπερρεαλισμού.

Ας μη λησμονούμε πως ο υπερρεαλισμός στόχευε -και στοχεύει- στη ριζική αμφισβήτηση των κυρίαρχων αισθητικών αντιλήψεων, των δομών, θεσμών, αξιών του αστικού κόσμου και στη συγκρότηση νέων μορφών κουλτούρας προάγοντας την αξία του Ανθρώπου. Ας μην παραβλέπουμε, εξάλλου, πως ο υπερρεαλισμός ήταν ένα κίνημα μέσα στη γενική δραστηριότητα της ανθρώπινης παρουσίας. Ο ευρύτερος στόχος του είναι ν' απελευθερώσει όλες τις παραμέτρους που στοιχειώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο, ν' αποκαταστήσει στο λειτουργικό τους ρόλο την ύλη που αδρανοποιείται κάτω από την συντριπτική πίεση της νοησιαρχίας.

Δίνει μία ορμή και βάθος στις κατακτήσεις της ποίησης θέτοντάς την κάθε φορά σε μία νέα κοίτη.  Αποκτά έτσι έναν χαρακτήρα αναρχικό που προκαλεί το γλωσσικό και νοηματικό μικροαστισμό και τις θέσεις περί ορθότητας του λόγου• αναδεικνύεται η αντιρασιοναλιστική προσέγγιση της ποιητικής ανοικείωσης ως μία δημιουργική γλωσσική προσέγγιση της κοινωνίας• συγκρούεται με την αριστοτελική λογοκρατία και αιτιοκρατία αναδύοντας ένα άρωμα νεορομαντισμού και επανάστασης.

Αντιμάχεται την επιβαλλόμενη "πολιτική ορθότητα" και την "αστική αβρότητα". Άλλωστε, η υπερρεαλιστική γλώσσα μέσα από τον "παραλογισμό" της μπορεί να εξεταστεί ως μία ειρωνική γλώσσα που παράγει τη συγ-κίνηση του αναγνώστη διά της έκπληξης, του σοκ που προκαλούν στην έλλογη συνήθειά του οι παράτολμοι συνδυασμοί και οι ελεύθεροι συνειρμοί (τους οποίους είναι ελεύθερος να εκλάβει κατά το δοκούν). Η ειρωνική γλώσσα του υπερρεαλισμού θα μπορούσε, μάλιστα, να θεωρηθεί εξίσου δραστική ως προς την κινητοποίηση της συγκίνησης του αναγνώστη και την άσκηση της "ποιητικής νοημοσύνης" (4).

Το μεταμοντέρνο, ως αναπόσπαστο μέρος της ποιητικής έκφρασης, συνδέεται με τα ιδιαίτερα κοινωνικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά που παρατηρούνται στη χώρα μας. Βέβαια τούτο το παρατηρήσαμε και σε παλαιότερες καλλιτεχνικές τάσεις, αλλά η μεταμοντέρνα ποίηση επηρεάστηκε σημαντικά από το σουρεαλισμό.

Ο υπερρεαλισμός του ΚΑ΄ αιώνα ωστόσο έχει ξεπεράσει το μεσοπολεμικό καλλιτεχνικό κίνημα• λειτουργεί πλέον ως ποιητική διάλεκτος. Ο θρυμματισμός του στίχου και η εικονοπλαστική εμμονή της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής αποτελούν σουρεαλιστικούς επιγόνους. Ωστόσο, καθώς η ποίηση είναι ένας γλωσσικός πειραματισμός με έμφαση στο συναίσθημα, ο σουρεαλισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος.

Υπερβαίνοντας το υπερρεαλιστικό αρχέτυπο αποδόμησης του νοήματος, το ανασυνθέτει μέσα από ριζοσπαστικές γλωσσικές συνθέσεις δίνοντας έμφαση στο ποιητικό σημείο που συνειρμικά προκαλεί την οπτική αναπαράσταση και αποκτά εικαστική διάσταση. Οι διατυπώσεις αποκτούν πια μία ανοίκεια δυϊκή υπόσταση -άλλοτε αλληγορική κι άλλες φορές ειρωνική- μέσα από την εξάρθρωση της λέξης από το οικείο γλωσσικό της περιβάλλον.

Άλλωστε στο μεταμοντέρνο σουρεαλισμό η αυτόματη γραφή αντικαταστάθηκε από μία λογική αλληλουχία του νοήματος που πατά σε συνειρμικές δομές και σε παράταιρους γλωσσικά συνδυασμούς αναδεικνύοντας και την απεικονιστική δύναμη του λόγου. Τα αντικείμενα δεν παραμορφώνονται, αλλά μόνο καταστρέφεται η ιδέα που έχει ο αναγνώστης/ακροατής για αυτά.

Στη σύγχρονη ποίηση η υπερρεαλιστική έκφραση λειτουργεί ως μια μεταγλώσσα που εκφράζει την εξέγερση του ασυνείδητου και του συναισθήματος κόντρα στη μηχανοποιημένη και λογικοκρατούμενη πραγματικότητα η οποία εξοστρακίζει το θυμικό ως παρία. Ο σουρεαλισμός μέσα από τη γλωσσική του διάσταση, ή την εικαστική του δύναμη και την δηκτική και αλληγορική ορμή του, προκαλεί το λογικό και θέτει σε πρωταγωνιστική θέση η συναισθηματική αιτιότητα και αφετηρία.

Αναδεικνύει όχι μόνο την οπτική απεικόνιση μιας λέξης ή την ηχητική της διάσταση, αλλά ταυτόχρονα τη διασπά μέχρι να βρει εκείνο το συναισθηματικό υπόβαθρο στα συνθετικά της μέρη -ή στα γράμματά της- που να εξυπηρετεί το δικό του μήνυμα, δίχως να απεμπολεί το αρχικό νόημα. Διαμαρτύρεται καλλιτεχνικά για τη συμβατική μονοκρατορία της χρήσης των λέξεων στην ποίηση με ένα μόνο σημαίνον και ένα συγκεκριμένο σημαινόμενο. Θέλει να φέρει στο φως από το χώρο του ασυνείδητου το γλωσσικό απωθημένο από το λογικό/συμβατικό με εισβολές και παύσεις αναδεικνύοντας ένα νέο σημαινόμενο και μία ρηξικέλευθη αλλαγή του σημαίνοντος.

Η συνειρμική διάσταση στην εκφραστική της αγανάκτησης διακρίνεται μέσα από μετωνυμίες και μεταφορές. Θέτει το ένα δίπλα στο άλλο σχήματα αντικειμένων ή λέξεις καταργώντας τη συνήθη τάξη ή συνδυάζοντάς τα απροσδόκητα, με αποτέλεσμα να ερεθίζει την περιέργεια και να αιφνιδιάζει τον απροετοίμαστο θεατή ή αναγνώστη. Αποκρύπτει το κεντρικό θέμα  φωτίζοντας λέξεις και πράγματα που δεν φαίνεται να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, ανατρέπει την τάξη στην ακολουθία των λέξεων και στις στερεότυπες ιδέες της απλής λογικής (5).

Δεν πρέπει, βέβαια, να παραβλέπουμε ότι σήμερα διακρίνεται μία γυμνότητα και μία αξιοπρόσεκτη διαύγεια συναισθημάτων παρά τη διασπορά νοήματος και την αμφισβήτηση της συνοχής του νοήματος. Οι εκφραστικές ακροβασίες και οι αινιγματικές μεταφορές σε συνδυασμό με ποιητικά σχήματα ( μεταφορά, αλληγορία, σύμβολα), και η λιτότητα εκφραστικών μέσων ενισχύουν αυτή την σαφήνεια του λόγου δίνοντας έμφαση στο αισθητικό κομμάτι της τέχνης, ακόμα κι αν το μήνυμα περιορίζεται σε κυτταρικό επίπεδο.

Υπάρχει όμως ταυτόχρονα και μία ισχυρή επιθυμία για απλότητα στην έκφραση και τον αγώνα για την κατάκτηση της λέξης που θα την ενσαρκώσει. Διακρίνεται ένας αντιρρητορισμός και μία αποσπασματικότητα, κατάργηση των σημείων της στίξης, με τολμηρή χρήση των λέξεων και έναν θαρραλέο θρυμματισμό του στίχου που καθορίζει το ρυθμό και την ένταση του συναισθήματος δίνοντάς του τελικά μία υφή συντριμμιών. Έτσι, επέρχεται μία αβίαστη εξωτερίκευση των συναισθημάτων μέσα από ένα πλήθος εικόνων που αντιστέκονται στην καθημερινό πεζότητα και κατακτούν μέσα από τη δυναμική των νοηματικών και συναισθηματικών αναπαραστάσεων.
 
Ο υπερρεαλισμός εξέφραζε τις καλλιτεχνικές επαναστατικές δυνάμεις που προέταξε το συναίσθημα• σε έναν κόσμο παράλογο με ανθούσα όσο ποτέ την τεχνολογία, ο σουρεαλισμός αντιτάχθηκε στο πρότυπο του ανθρωποκεντρισμού και της λογικής σκέψης (καρτεσιανό σύμπλεγμα). Αποκάλυψε πως η λογική δεν είναι αλάνθαστη.

Και σήμερα τούτη η καλλιτεχνική αντίληψη είναι επίκαιρη πόσο ποτέ. Για αυτό και στην ποίηση, την πλέον ανθρωποκεντρική τέχνη με τα τόσα απλά υλικά (τις λέξεις και τους ήχους), ο υπερρεαλισμός βρήκε γόνιμο έδαφος να ανθίσει χαρίζοντας παράλογους καρπούς που δηκνύασι τη λογική. Είναι το σαρκοβόρο τέρας που φοβάται ο ρασιοναλισμός.

Ο ρεαλισμός ράγισε κάτω από το βάρος των ανατροπών ολόκληρων κοινωνιών, μέσα από τη βίαιη εξουδετέρωση των ονείρων και της ψευδεπίγραφης ψυχικής ασφάλειας. Ο ορθολογισμός μετατράπηκε πια σε ένα σύμπλεγμα πολιτικής ρητορείας και προπαγανδιστικής συνθηματολογίας. Προσπέρασε τον Άνθρωπο και στράφηκε στη μαθηματική αποτύπωση μίας ιδεοληπτικής πραγματικότητας.

Στην πραγματικότητα όμως ο υπερρεαλισμός γεφυρώνει το κενό ανάμεσα στην ποίηση και την κοινωνία, το συναίσθημα και το βίωμα. Φέρνει τον ποιητή στην κοινωνία ως ενεργό μέλος της, αντί να τον κλείσει μέσα σε κάποιο ποιητικό φρούριο. Ο υπερρεαλισμός παράγει μια ποίηση κοινωνιοκεντρική διαφέροντας σημαντικά προς τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα των προηγούμενων λογοτεχνικών δεκαετιών. Εγκαταλείπει τον ατομιστικό υπαρξιακό προσανατολισμό και θέτει το άτομο ως μέρος της κοινωνίας, ως ένα κύτταρο του κοινωνικού  οργανισμού.

Την ίδια στιγμή ο μεταμοντέρνος υπερρεαλισμός αποδεικνύει ότι η τέχνη δεν υποτάσσεται σε σκοπιμότητες. Αντιστέκεται στους φράχτες της αποανθρωποποίησης που την έκλεισαν κάποτε κι επιστρέφει στη συλλογική συνείδηση ως δική της καλλιτεχνική έκφραση. Άλλωστε, δουλειά του ποιητή δεν είναι να τρέφει φρούδες ελπίδες, ανθρώπινες ή ουράνιες, κι ούτε ν' αφοπλίζει τα μυαλά... Αντίθετα δουλειά δικιά του είναι να ρίξει πρώτος αυτός απ' όλους το ανάθεμα, να 'ναι αυτός ο ιερόσυλος, πάντα, σε κάθε εποχή. Ο ποιητής πρέπει πρώτα απ' όλα να συνειδητοποιήσει τη φύση του και τη θέση του σ' αυτόν τον κόσμο» (6).

Σημειώσεις
1. βλ. τον μεταπολεμικό συμβολισμό και το μετασυμβολισμό, το νεοϋπερρεαλισμό και τον μεταϋπερρεαλισμό έως και σήμερα.
2. Αντρέ Μπρετόν, Το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού, 1924.
3. Ανδρέας Εμπειρίκος, Περί σουρεαλισμού 1935, εισαγ.-επιμ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Άγρα, Αθήνα 2009.
4. Αφροδίτη Αθανασοπούλου, Ο Υπερρεαλισμός από σημερινή σκοπιά, Δέντρο, τχ. 165-166 (φθινόπ. 2008).
5. Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 2003.
6. Μπενζαμέν Περέ. Η Ατιμία των Ποιητών (1945), στο Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Δεν άνθησαν ματαίως, Ανθολογία υπερρεαλισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1980.