Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

"Οι εργάτες του κρύου", του Ραμίρο Κιντάνα

Oι εργάτες του κρύου, μυθιστόρημα, Ραμίρο Κιντάνα, μτφρ. Ρομίνα Κηπουρίδου, εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2016

Όσοι προσκολλημένοι στα τυπικά γνωρίσματα ενός μυθιστορήματος, σχετικά με την έκταση, τους ήρωες, την πλοκή, την περιπέτεια, τη συνέχεια του λόγου κ.λπ. ας είναι έτοιμοι να αναθεωρήσουν τις αναγνωστικές τους συνήθειες. Ο Ραμίρο Κιντάνα γράφει μυθιστόρημα αλλά το γράφει αλλιώς. Ανατρέπει όλα τα δεδομένα αφήνοντας ελεύθερη τη σκέψη να οδηγήσει την πλοκή χωρίς να ενδιαφέρεται για τα χάσματα που δημιουργούνται με την ανατροπή της γραμμικής αφήγησης. Σαν να διαβάζεις μια ιστορία με εγκιβωτισμένες μέσα της πολλές, έτσι όπως συνειρμικά έρχονται στον νου του αφηγητή η μία μετά την άλλη. Θα έλεγε κανείς ότι χάνεται το παιχνίδι της αφήγησης με αυτόν τον τρόπο; Περιέργως αυτό δεν συμβαίνει. Οι εγκιβωτισμοί αυτοί όχι μόνον συμπληρώνουν τη βασική ιστορία εμπλουτίζοντας το αφηγηματικό τοπίο αλλά -και αυτό είναι ίσως το σπουδαιότερο- δημιουργούν μια πολυσήμαντη και πολυπρισματική εικόνα, που αντί να διασκορπίζει αντιθέτως δένει μεταξύ τους όλα τα κομμάτια σε ενιαία τοιχογραφία.

Λένε ότι:
Ήταν σαν η καταχνιά, ένα μπερδεμένο υφάδι από περκάλι, να είχε αναμετρηθεί μαζί τους και, σαν τα πρόβατα, απελευθερώνοντας από το στόμα και τις ρινικές κοιλότητες μια δέσμη πορφυρού ατμού, να εξαφανίστηκαν δίχως να αφήσουν τίποτα πίσω, μήτε ίχνος μήτε σκιά, από τούτη τη φυγή.
Με μια παλινδρομική κίνηση, άναψαν τότε τα φώτα του χωριού. Όλο αυτό, παρά την αναταραχή, εξαπλώθηκε χωρίς την παραμικρή ένδειξη υποχώρησης, αναγκάζοντάς τους να παραδοθούν στην αγρύπνια. Ήδη όμως, τα πρόβατα, εκτός από ένα –αλίμονο!– δεν βρίσκονταν πια εκεί.

Έτσι ξεκινά η ιστορία, με αυτά τα εξαφανισμένα μυστηριωδώς πρόβατα (πλην ενός!) να ξεσηκώνουν όλο το χωριό σε αναζήτησή τους. Τώρα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ίσως αυτή η εξαφάνιση ως θέμα καθόλου δεν συνιστά ελκυστική αφορμή για τη γραφή ενός μυθιστορήματος. Διευκρινίστηκε, όμως, παραπάνω ότι εδώ έχουμε την ανατροπή των δεδομένων και τετριμμένων, όχι μόνο στις τεχνικές αφήγησης και στο ύφος αλλά ακόμα και στο θέμα. Κι επειδή έγινε αναφορά στο ύφος, ας δούμε πώς από την αρχή της ιστορίας ο αφηγητής δεν αφήνει καμία αυταπάτη (από αυτές που πολύ αγαπά η μυθοπλασία) ότι όλο αυτό είναι επινοημένη αφήγηση, πίσω από την οποία ο συγγραφέας χαμογελά βλέποντας τον αναγνώστη να βυθίζεται στο ψέμα της λογοτεχνίας:

Ξαφνικά, οι άντρες διασκορπίστηκαν με σκοπό να χωριστούν σε δύο ομάδες που θα έφεραν εις πέρας είτε πεζή με τη συντροφιά ενός λυκόσκυλου είτε ιππεύοντας –την αποστολή. Αυτοί ωστόσο ήταν, μηδενός εξαιρουμένου, μυθιστορηματικά μαραμένοι, σαν σε κάποια άλλη ζωή, από την οποία δεν είχαν συνέλθει ακόμα και στην οποία, καθώς φαινόταν, δεν θα επέστρεφαν, να ήταν φορτωμένοι σαν εύρωστοι σαμουράι φορώντας πανοπλίες από σίδερο ή χαλκό• προς ενίσχυση αυτής της πλάνης, τα άλογα είχαν, ίσως ως εναπομένον σημάδι, σχιστά μάτια, αν βέβαια δεν ήταν εντελώς κλειστά, δίνοντας έτσι αυτή την αλλόκοτη εντύπωση στον παρατηρητή• η απροθυμία επίσης μπροστά σε οποιοδήποτε σωματικό ή λεκτικό ερέθισμα και στις ρυθμικές διαταγές τα καθιστούσαν μοναδικά, τουλάχιστον για εκείνη την περιοχή.

Σε μια διάθεση ειρωνικής αυτοαναφορικότητας ο αφηγητής μόλις χαρακτήρισε τους ήρωές του μυθιστορικά μαραμένους. Εξαιρετική φράση, από αυτές που γεμίζουν την αφήγηση του Κιντάνα. Με αφορμή αυτό αξίζει να γίνει λόγος ακριβώς για τη γλώσσα που χρησιμοποιείται εδώ και που από μόνη της θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη γραφή του πρωτοποριακή. Αν έχει δίκιο ο Wittgenstein λέγοντας το γνωστό: «Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου», τότε αυτός ο κόσμος που προβάλλεται μέσω των λέξεων του Κιντάνα θα πρέπει να είναι αχανής. Συνειρμικά και παρακολουθώντας την άναρχη αυτή αφήγηση έρχεται ο καταιγισμός των λεκτικών συμβόλων να δώσει  νόημα στον ξέφρενο ρυθμό των εναλλασσόμενων εικόνων. Έτσι, όλο αυτό και το ακούς και το βλέπεις. Το γεγονός ότι διαβάζουμε από μετάφραση τη γλώσσα αυτή με τους ευφάνταστους σχηματισμούς, αναπόφευκτα την αδικεί, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε με τη μεταφρασμένη λογοτεχνία. Η κάθε γλώσσα έχει τους δικούς της ρυθμούς, απαιτεί τις δικές της ανάσες, πολύ περισσότερο μια πλούσια εκδοχή της με ενσωματωμένη την ειρωνεία και το ιδιότυπο χιούμορ. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι η απόδοση στα ελληνικά από τη Ρομίνα Κηπουρίδου συνιστά ένα εγχείρημα δύσκολο αλλά ενδιαφέρον και, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, απολύτως λειτουργικό.

Οι δυνατότητες της διάνοιας του ανθρώπου είναι σε άρρηκτη σχέση με το επίπεδο της γλωσσικής του επάρκειας και δεινότητας, εξαρτώνται από το επίπεδο της γλώσσας που είναι σε θέση να μεταχειρίζεται. Γιατί ο άνθρωπος του οποίου οι γλωσσικές δυνατότητες είναι περιορισμένες δεν μπορεί ούτε να εκφράσει αυτό που σκέπτεται ούτε να σκεφθεί ολοκληρωμένα. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να συνθέσει μυθιστορηματική αφήγηση. Ο αργεντίνικης καταγωγής Ραμίρο Κιντάνα έχει να αναμετρηθεί με τους μεγάλους μάστορες της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Δεν αναδεικνύεται ίσος ή ανάλογος με αυτούς. Το ενδιαφέρον έγκειται ακριβώς στην ανάδειξή του ως διαφορετικού από αυτούς. Γιατί το να κατορθώσεις (σε μια τόσο νεαρή ηλικία) να διαφοροποιηθείς από όλους αυτούς  που προβάλλονται ως πρότυπα για τη νέα γραφή (με μια ίσως και τρομοκρατική επιβολή πάνω σε όποια καινοτομία) είναι μάλλον σημαντικότερο και για τη γραφή αλλά και για τον θρασύ καινοτόμο. «Οι γλώσσες», θα μας πει ο καθηγητής Χρίστος Τσολάκης, «είναι τα μπόγια των λαών». Πόσο μακριά θα φτάσεις με το γλωσσικό σου όργανο; Αυτό είναι το ζητούμενο. Αυτό είναι και το δέος.  

Με διάθεση για απομυθοποίηση της γραφής ο Κιντάνα παρεμβαίνει, όταν το θεωρεί απαραίτητο, για να σχολιάσει. Αυτοσχολιασμός θα ήταν μάλλον ένας σωστότερος όρος. Έχεις την αίσθηση διαβάζοντας ότι ο αφηγητής/συγγραφέας είναι δίπλα σου και σου διηγείται την ιστορία κάνοντας τις παρεμβάσεις του, σχολιάζοντας αυτό ακριβώς που κάνει αλλά και τον εαυτό του ως αφηγητή, ανοίγοντας διαρκώς νέες παρενθέσεις  στον λόγο του, όπως θα έκανε μιλώντας προφορικά. Παραδόξως όμως η ιστορία συνεχίζει την πορεία της, όπως ξαφνιασμένος και ο ίδιος μας τονίζει.

Η αλήθεια είναι ότι, ενώ οπισθοχωρούσαμε γυρνώντας τους την πλάτη, σε τούτη τη σκηνή τα γεγονότα πήραν μια τροπή πέρα από την καταστροφή. Αλίμονο! Πόσο αφελής υπήρξα να νομίσω ότι η ιστορία, πόσο λαίμαργος που, μετά το πλούσιο συμπόσιο και την  άμεση ανακούφιση της πείνας, πήγα για ύπνο, όχι μόνο συνέχισε την πορεία της, αλλά το έκανε καλπάζοντας.

Να μείνει ασχολίαστο το χιούμορ της γραφής του αδύνατον. Ξεφυτρώνει παντού, μέσα από συσχετισμό λέξεων, μέσα από εικόνες και φράσεις.

Με ύφος που έμοιαζε νεογέννητου, ένα τρεμάμενο πρόβατο, με μάτια γεμάτα ακόμα από νύχτα, έδειχνε τα μαβιά του ούλα και μια ασυνεχή σειρά από δόντια. Ο Πανταλεόν το πλησίασε λες και το πρόβατο, από τη μια στιγμή στην άλλη, –ακόμα και αν δεν μιλούσε– επρόκειτο να εξαλείψει τηλεπαθητικά κάθε αμφιβολία. «Τι συνέβη εκεί;» το ρώτησε τελικά μπροστά στους σαστισμένους και άφωνους συντρόφους του που δεν γνώριζαν αυτή του τη συνήθεια.
Μέσα σε όλα αυτά, κι ενώ ήταν δεδομένο ότι το πρόβατο δεν του έδωσε καμία απάντηση, εκείνος θεώρησε ότι την έλαβε και αναφέρθηκε σε μια αγέλη λύκων, ακριβώς στην ηλικία της ανάπτυξης, που έπειτα από μια νύχτα μάταιου κυνηγιού, –ματαιότητα η οποία οφειλόταν περισσότερο στην αφέλεια και την απειρία τους παρά στην επιδεξιότητα των ζώων του δάσους–, εισέβαλε (ή επιχείρησε να εισβάλει) στη στάνη με μόνο όπλο την αγνή γενναιότητα των λύκων. Μια θεωρία που δεν ήταν εύκολο να στηριχθεί, όχι επειδή προερχόταν εκ στόματος του Πανταλεόν, ενός άντρα που συνομιλούσε, καθώς φαινόταν, με τα πρόβατα, αλλά επειδή δεν υπήρχαν ίχνη αίματος, ούτε μέσα στη στάνη αλλά ούτε και στην πόρτα η οποία , αν και ετοιμόρροπη, δεν έφερε σημάδια εισβολής.
Δείχνοντάς του το φυσίγγι της σφαίρας που είχε περιμαζέψει, ο Ινταλέσιο, δίχως να αλλάξει τον τόνο της φωνής του, είπε αστειευόμενος: «Αυτή είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, κύριοι. Πείτε μου, πού οδεύουμε; Ακόμα και οι λύκοι έχουν όπλα».

Κρατώντας το νήμα της ανατρεπτικής αφήγησης ο συγγραφέας οδηγεί την ιστορία σε ένα πεδίο ονειρικό (κυριολεκτικά) με το θέα της αϋπνίας και της ύπνωσης να αποκαλύπτεται στο τέλος της ιστορίας ο καταλύτης του ιδιότυπου δράματος.

[…]ο Ύπνος, εξοργισμένος, τα έβαλε μαζί τους που τόλμησαν να τον ενοχλήσουν σε μια άτυχη στιγμή. Και τώρα, αλίμονο, τα πρόβατα σα να μην  είναι τίποτα περισσότερο από λάφυρα πολέμου, δίνουν ζωή σε μια συνεχόμενη και άγρια μάχη μεταξύ Ύπνου και Αϋπνίας.
[…]Ίσως κάποια νύχτα, όταν οι περισσότεροι θα τα έχουν ξεχάσει ή θα αποτελούν μια μακρινή ανάμνηση, τα πρόβατα, απελευθερώνοντας από το στόμα και τις ρινικές κοιλότητες μια δέσμη πορφυρού ατμού και ξεγελώντας την καταχνιά -ένα μπερδεμένο υφάδι από περκάλι-, να επιστρέψουν για να βοηθήσουν κάποιον που υποφέρει από αϋπνία.

Με τον παραπάνω τρόπο ο Κιντάνα κλείνει την αφήγησή του, όπως την άρχισε, διατηρώντας από τις παραδοσιακές τεχνικές της αφήγησης μόνον αυτή του σχήματος κύκλου, δίνοντας έτσι την αίσθηση της ολοκλήρωσης της ιστορίας και υπενθυμίζοντας ότι όλο αυτό το πολυσύνθετο που δημιούργησε κινείται κυκλικά καταγράφοντας εικόνες και παρουσίες που δρουν σε αλληλεξάρτηση λογοτεχνική αλλά (κυρίως) φυσική και αληθινή. Άλλωστε η λογοτεχνία -με όλη τη φαντασιακή επεξεργασία- μια αποτύπωση αληθινών εικόνων δεν είναι;

 Η εμπειρία της ανάγνωσης είναι μοναδική. Η θέση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αφορά αυτήν καθ’ εαυτήν την επαφή με τον γραπτό λόγο. Οι συστηματικοί αναγνώστες, ωστόσο, ανακαλύπτουν νέους δρόμους απόλαυσης, όταν συναντούν την καινοτομία, τη διαφορετική εκδοχή του λόγου, που επιχειρεί ένα ρήγμα στα ως τώρα δεδομένα. Ακριβώς για τη διάθεση κατάθεσης του διαφορετικού αξίζει το εγχείρημα. Διαβάζω στο οπισθόφυλλο:
Ο συγγραφέας αυτός δεν ενδιαφέρεται πόσο θα πουλήσουν τα βιβλία του• αφιερώνεται στη συγγραφή. (Roberto Bolano)

Ίσως σ’ αυτή την απαξίωση της εμπορικότητας (με την οποία ξεκινά ως αρχή) να κρύβεται ένα μεγάλο κομμάτι της αξίας του νεαρού συγγραφέα.

Διώνη Δημητριάδου