Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Ναταλία Κατσού: "Mόνο η τέχνη μπορεί να δώσει νόημα για να συνεχίσουμε"

Συνέντευξη στον Νέστορα Πουλάκο

*Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Άστυ για τη φωτογράφιση.

Συνομιλήσαμε με τη σκηνοθέτρια και συγγραφέα Ναταλία Κατσού με αφορμή το επικείμενο ανέβασμα στο θέατρο Αγγέλων Βήμα του έργου της "Βυθός", σε σκηνοθεσία της ιδίας, αλλά και της κυκλοφορίας του από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Μιλήστε μας για το τελευταίο σας θεατρικό έργο "Βυθός"; Τι σας παρακίνησε να γράψετε και να ασχοληθείτε με αυτή την ιστορία;
Λίγο πριν φύγω για Λονδίνο, για τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο θέατρο, είχα μια συζήτηση με μια φίλη που μου ανέφερε ότι τα ρούχα πασίγνωστης φίρμας υπερ-ευρείας κατανάλωσης ράβονται από “παιδάκια στα καράβια”. Στην αρχή η εικόνα μου ήταν απροσιόριστη και θέωρησα ότι ήταν κάποιο σχήμα λόγου ή υπερβολή διότι αρνούμουν να το φανταστώ. Από το 2011 ξεκίνησα μια έρευνα γύρω από το θέμα, η οποία πολύ γρήγορα πιστοποίησε αυτήν την τρομακτική πρακτική και οδήγησε και σε πολλά άλλα ερωτήματα γύρω από τις πολιτικές εργασίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα ζητήματα δικαιοδοσίας διεθνούς δικαίου. Οι σπουδές μου στη Νομική έχουν μάλλον αναπτύξει την ευαισθησία μου σε τέτοια στοιχειώδη ερωτήματα, όπου οι απαντήσεις είναι ετερόκλιτες και αμφίσημες και η πραγματικότητα πολλών ανθρώπων, ενίοτε και λαών ή κρατών, παρουσιάζεται σαν μια εύθραυστη παράλληλη σφαίρα που δε συναντιέται με τη δική μας- κι όμως συναντιέται, γιατί αυτά τα ρούχα τα φοράμε. Κοιτώντας το υλικό μου και τα ρεπορτάζ, η πρώτη απορία μου ήταν: τί γίνεται όταν κάποιο από αυτά τα παιδιά πεθάνει; Διότι σε τέτοιες συνθήκες, οποιοσδήποτε, πολλώ δε ένα παιδί,δουλεύοντας πάνω σε ένα καράβιο χωρίς προορισμό, θα εγκαταλείπει τη ζωή από εξάντληση. Τί γίνεται τότε; Πού καταλήγει; Αυτή η εικόνα, παιδικά κορμιά στον πάτο της θάλασσας με στοίχειωσε. Ειδικά αυτή η αδυναμία των οργανωμένων κι ανεπτυγμένων θεσμών ή οργάνων ή κρατών να αποκλείσουν την πιθανότητα τέτοιων σκληρών και αδιανόητων καταστάσεων με είχε απογοητεύσει ως φοιτήτρια ήδη, κι ο μόνος τρόπος συμμετοχής των πολιτών κάθε σημείου του κόσμου, είναι κατά τη γνώμη μου η δημιουργία, οι τέχνες και η παιδεία. Ταυτόχρονα, εκείνη την περίοδο, μεταπτυχιακή φοιτήτρια σε ένα Λονδίνο ανταγωνιστικό, πολύβουο, υπερ-ρεαλιστικό, με τα όνειρα και τους φόβους ίσα μοιρασμένα, υπήρχαν στιγμές που ένιωθα να με παρακολουθώ σα να είμαι μια άλλη. Η εσωστρεφής πλευρά μου αναζητούσε έναν δίδυμο εαυτό. Έτσι προέκυψε η ιδέα μιας γυναίκας που δεν είναι σίγουρη αν ζει τη δική της ζωή ή της δίδυμης αδερφής της. Κι αν δεν είναι η δική της, μπορεί να ξεφυγει από αυτό; Έτσι ξεκίνησε το έργο “Βυθός” σε μια πρώιμη μορφή, η οποία, σημειωτέον, ήταν στα αγγλικά. Δεν ήταν ηθελημένο, αλλά ήταν μια αυτόματη κίνηση, συνώνυμη με τον τρόπο που σκεφτόμουν. Πιστεύω πολύ ότι η γλώσσα στην οποία σκεφτόμαστε, επηρεάζει και τις σκέψεις μας, τη δομή και την ποιότητά τους. Αυτή η πρώτη μορφή μπήκε στο συρτάρι –φαινόμενο σπάνιο για μένα, διότι πάντα γράφω για συγκεκριμένο ανέβασμα. Όταν η Λεία Βιτάλη με προσκάλεσε στο 3ο Φεστιβάλ Σύγχρονου Ελληνικού Έργου στο Αγγέλων Βήμα, άρχισα να σκαλίζω το μυαλό και τις σημειώσεις μου και αποφάσισα να επεξεργαστώ και να ολοκληρώσω τον “Βυθό” που διαφέρει φυσικά πολύ πλέον από το αρχικό πλάνο. Επέλεξα να σκηνοθετήσω το έργο η ίδια διότι αφενός με αφορά στον απόλυτο βαθμό η γλώσσα μου και τα τελευταία χρόνια δεν είχα βρεθεί στη ροή μιας πρόβας σε ελληνικό ήχο και ρυθμό, αφετέρου διότι ήθελα πολύ να συνεργαστώ με κάποιους ανθρώπους στην Αθήνα αλλά και να γευτώ τη δοτικότητα και την αμεσότητα των ελλήνων ηθοποιών που θεωρώ ιδιαιτέρως εκφραστικούς και πολύ καλά σωματικά εκπαιδευμένους. Νιώθω πολύ τυχερή για τους  συνεργάτες που δημιουργούν αυτή την παράσταση. Σημαντικό στοιχείο  στην παράσταση είναι η μουσική που συνθέτει ο Θοδωρής Οικονόμου, ενώ ο σχεδιασμός του χώρου και των κοστουμιών από τη Μάιρα Βαζαίου, καθώς και οι φωτισμοί από τον Γιάννη Κατσαρή, δίνουν το κατάλληλο περιβάλλον αισθητικά και λειτουργικά για το ζωντάνεμα του κειμένου. Ανυπομονώ να προχωρήσουν οι πρόβες, διότι οι τέσσερις ηθοποιοί  Ιωάννης Αθανασόπουλος,  Ελισάβετ Γιαννακού, Αργύρης Γκαγκάνης και Ιλιάνα Παζαρζή, είναι πολύ ταλαντούχοι και αποτελούν πολύ δυνατό συνδυασμό.

Κάνετε θεατρική καριέρα στο Λονδίνο. Τι σας αποτρέπει να κάνετε και στην Ελλάδα;
Το να επιβιώνει κανείς σε μια ξένη χώρα, από όποιο background κι αν προέρχεται και με όποιους στόχους κι αν έχει, έμαθα πολύ νωρίς να το θαυμάζω. Σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, όλα πολλαπλασιάζονται: οι ευκαιρίες κι οι προσλαμβάνουσες αφενός,  οι προκλήσεις και τα εμπόδια αφετέρου. Η καριέρα είναι κάτι που έχει αναχθεί σε μονόδρομο και αυτοσκοπό,  συνήθως συνδεδεμένο με ένα ποσοστό δαφνοστέφανων φήμης, οπότε θα ήθελα να ανταλλάξω τον όρο με τη δημιουργία και την εξέλιξη. Μια μητρόπολη λειτουργεί ως διεθνές αεροδρόμιο: δεν υπάρχει συγκεκριμένο έδαφος, όλοι είναι ο καθένας ή ο οποιοσδήποτε και υπάρχει μια αίσθηση προσωρινότητας. Αυτό διευκολύνει και δυσκολύει ταυτόχρονα, διότι εξαναγκάζει σε έναν ρυθμό απάνθρωπο και αποτρέπει το ρίζωμα. Χρειάζεται πολύ εσωτερική συγκέντρωση και αρμονία, όπως οπουδήποτε αλλού, για να διατηρήσει κάποιος τον σκληρό πυρήνα των πεποιθήσεων και των ονείρων του. Δεν πήγα στο Λονδίνο για να κάνω καριέρα, πήγα για να δω και να μάθω, για να συναντήσω ανθρώπους και ιδέες από όλον τον κόσμο, και φυσικά, να βρω το δικό μου νησί όπου θα μπορέσω να ξεκαθαρίσω τί θέλω από την τέχνη μου και το επάγγελμά μου και να το χτίσω. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στον Άδειο Χώρο στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού το 2006 και γρήγορα είχα την τύχη να δουλέψω κοντά σε πολύ σημαντικούς δημιουργούς. Έμαθα πολλά και προετοιμάστηκα σε πολλά επίπεδα. Στο Λονδίνο είσαι αυτά που έχεις κάνει, οι πράξεις και τα επιτεύγματά σου, κι αυτό πρέπει να το αποδεικνύεις καθημερινά, ιδίως αν έχεις προφορά από αλλού κι αν μοιάζεις και λιγάκι με φοιτήτρια- κάτι που πιθανότατα συμβαίνει παντού. Χρειάζεται διαρκής δουλειά και συνέπεια, πίστη κι ένα minimum ακεραιότητας. Αυτά τα στοιχεία, μαζί με ένα σύνολο έργου και μια σημαντική εμπειρία, δεν θα έπρεπε να αποτρέπουν κανέναν από το να δουλεύει οπούδηποτε. Εκτιμώ πολύ την καλλιτεχνική σκηνή της Ελλάδας, κι ιδίως τώρα που οι συνθήκες έχουν εξαγριώσει τον κόσμο ακόμη περισσότερο, απαιτείται επιμονή και πίστη στις δυνάμεις του καθενός αλλά και του συνόλου και οργάνωση στόχων. Γι’αυτό κι επιλέγω να παρουσιάσω αυτήν την δουλειά, παρ’όλες τις δυσκολίες που κουβαλάει.

Ποιες διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στον τρόπο δουλειάς και προβολής των θεατρικών σκηνών των δύο χωρών;
Το Λονδίνο παρέχει αυτήν την πλατοφόρμα, όπου άγνωστος μεταξύ αγνώστων, τρέφεσαι με όλα όσα προσφέρονται, συναλλάσσεσαι σε ένα άλλο επίπεδο με διάφορες κουλτούρες ταυτόχρονα και διατηρείς ένα μηχανισμό διαρκούς προσαρμογής, δημιουργώντας ευκαιρίες στον εαυτό και στη δουλειά σου να λειτουργήσουν, κινητοποιώντας τα δυνατά σημεία και τις αδυναμίες σου. Αυτό το tabula rasa, η ακρίβεια κι η τυπικότητα που απαιτούνται στην παραμικρή συνεργασία, η στόχευση και οι διαρκείς δυσκολίες που πρέπει να ξεπερνάς καθημερινά με “αποτελεσματικότητα”, όπως αρέσει να χαρακτηρίζουν οι Βρετανοί, είναι τα δυνατά εργαλεία που έχει κανείς δουλεύοντας στο Λονδίνο. Είναι, εντός κι εκτός στερεοτύπων, τα αντιστρόφως ανάλογα στοιχεία που συχνά αποθαρρύνουν από μια συνεργασία στην Ελλάδα. Θα προτιμήσω να μη χρησιμοποιήσω το διαρκές επιχείρημα των οικονομικών και της αμοιβής ή των παροχών, δεδομένου ότι εδώ και καιρό στην Ελλάδα όλοι πλήττονται από ένα παράλογο λαοκόντειο κατασκεύασμα απ’το οποίο κανείς δε φαίνεται να μπορεί να απεμπλακεί. Αυτό όμως που παραμένει ανησυχητικό είναι ότι σε μεγάλο ποσοστό στην Ελλάδα θεωρείται –από παλιά- ότι στα δημιουργικά επαγγέλματα είναι «εντάξει» να μην έχει κανείς προσδοκίες και να υπο-αμοίβεται. Να αποφασίζει κανείς ότι αφιερώνεται, με σπουδές, εκπαίδευση και προσωπικό μόχθο, σε ένα χόμπι. Κι ένα ακόμη στοιχείο, που στις τέχνες δυστυχώς κοχλάζει, είναι η έλλειψη καθαρής ματιάς, η θολή αξιολόγηση. Υπάρχει μια ελληνική παρεξήγηση ότι αυτοί που γνωρίζεις, δεν γίνεται να έχουν μια αξία που δεν συνδέεται με σένα, ότι η εξέλιξή τους και αυτά που έχουν να προσφέρουν δεν εξαρτώνται από σένα και μια ηθελημένη αδιαφορία για το ότι αυτοί που δε γνωρίζεις ή δεν ανήκουν στο δικό σου club, παραμένουν σημαντικοί και αξιολογότατοι γιατί κανείς δε γεννήθηκε με το θρόνο του Καλλιτέχνη κολλημένο.

Σας έχει επηρεάσει η ελληνική κρίση στη δουλειά σας;
Η ελληνική κρίση δεν είναι κρίση, είναι κατάσταση, και το έχω τονίσει όσες φορές έχω κληθεί να μιλήσω γι’αυτό, τελευταία όλο και πιο συχνά. Αυτό το διάστημα, απολαμβάνω το προνόμιο να βρίσκομαι μεταξύ δύο τέτοιων εξωπραγματικών “κρίσεων”, την ελληνική κατάρρευση που συνεχίζει σε αργή κίνηση, και τη βρετανική φυγή από την Ε.Ε. που έχει ανοίξει ένα ρήγμα στο πιο σημαντικό κομμάτι που κάνει τη Βρετανία Μεγάλη: το ότι όλοι είμαστε από κάπου αλλού. Αυτός ο συνδυασμός δημιουργεί διάφορα ευτράπελα αλλά και κακόγουστες ευκολίες στο να θεωρείσαι ξεχασμένος ή βολεμένος στη γη κάποιας επαγγελίας από τους εδώ (Έλληνες) και να αντιμετωπίζεσαι ως προσωρινός ή κυνηγημένος από τους εκεί (Βρετανούς).

Έχετε όνειρα για το θέατρο; Ποια είναι;
Έχω πολλά όνειρα. Μόνο όνειρα. Με την έννοια ότι βλέπω μπροστά. Χρησιμοποιώ τον κυνισμό μου για να μπορώ να βλέπω ρεαλιστικά και να αναγνωρίζω τί συμβαίνει, να προετοιμάζομαι για το χειρότερο. Αλλά αυτό κρύβει μια αδυναμία: έχω μεγάλες επιθυμίες και πιστεύω βαθιά στη δύναμη της δημιουργίας και του θεάτρου. Το θέατρο είναι ο μόνος πλανήτης στον οποίο μπορούν να συμβιώσουν τόσες συνειδήσεις, είναι ο χώρος που ξεπερνάει την γλώσσα κι απελευθερώνει την επικοινωνία. Είναι ένας τόπος και χρόνος συνάντησης ιερός και αναγκαίος. Θα ήθελα να συνεχίσει ο πολιτισμικός διάλογος που συμβαίνει με τα ανά τον κόσμο φεστιβάλ, που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο στο θέατρο, στο χωρό, στην όπερα, στην ποίηση, και δεν δηλώνουν παρά την ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία, για επαφή και για όνειρα. Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω και να ανταλλάσσω κάτι άπιαστο κι απερίγραπτο που όμως μας χαράζει βαθιά, μέσα από τη δουλειά μου. Είναι για παράδειγμα, πολύ σοκαριστικό για μένα ότι λίγους μήνες αφού σκηνοθέτησα το μονόλογο του David Greig σχετικά με τη διαμάχη στο Ισραήλ για το Talihmane Theatre στην Κωνσταντινούπολη, ξεκίνησαν ταραχές στο Gezi Park, σηματοδοτώντας το κύλισμα μιας χιονοστοιβάδας που ακόμη τρέχει. Διανύουμε καιρούς απρόβλεπτους και συνταρακτικούς με την κυριολεκτική έννοια. Μόνο η δημιουργία κι η τέχνη μπορεί να αποτυπώσει το τι συμβαίνει αλλά και να δώσει ελπίδα και νόημα για να συνεχίσουμε.

Επόμενα συγγραφικά και θεατρικά πρότζεκτ;
Mε ενδιαφέρει να μπορέσω να συνεργαστώ με χώρους στην Αθήνα, πραγματοποιώντας παραστάσεις αντίστοιχες με αυτές που κάνω στο Λονδίνο με την ομάδα μου Operaview, όπου η σύγχρονη όπερα συναντά το τσίρκο, το video, τις μάσκες και τον χορό. Έχω ένα σχέδιο για μια όπερα με έναν πολύ αγαπημένο Έλληνα συνθέτη, ένα καινούριο θεατρικό - στο μυαλό μου ακόμη, μια παράσταση βασισμένη σε έναν ποιητικό μονόλογο με έναν χορό ηθοποιών, και μια εκκολαπτόμενη ποιητική σύνθεση. Επίσης, αυτό το διάστημα ολοκληρώνουμε την επεξεργασία του υλικού για ένα βιβλίο με θέμα το Μαρόκο που σχεδιάζουμε με τον Γιάννη Κατσάρη, συνδυάζοντας φωτογραφίες του και ποιήματά μου. Υπολογίζουμε να εκδοθεί μέχρι το τέλος του έτους στο Λονδίνο, κι ελπίζουμε κάποια στιγμή και στην Αθήνα.