Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Νίκος Κουρμουλής : "Αρρυθμίες"

Αρρυθμίες, Διηγήματα, Νίκος Κουρμουλής

Καθ’όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το σπίτι, πίστεψε πως είναι προετοιμασμένη για τη δοκιμασία. Ο πατέρας άνοιξε απρόθυμος. Η μητέρα της μασουλούσε άλλο ένα τσιγάρο. Κάθισε στην άβολη  καρέκλα από ξύλο καρυδιάς, στην άκρη του σαλονιού. Στην προεφηβεία η Μαρίνα, πίστευε πως είχε ψυχή. Αισθάνονταν ήδη σαν τιμωρημένη. Το air condition στη πλάτη της γουργούριζε έντονα, καθότι ο καύσωνας δεν χωρατεύει. Οι γονείς, ακροβολισμένοι στις δυο άκρες του καναπέ μπροστά της. Μαμά στα αριστερά φορώντας γυαλιά του διαβάσματος που της έπεφταν άκομψα στη μύτη και μπαμπάς συνοφρυωμένος στο δεξιά με τη πίπα στο στόμα έτοιμη για ανάφλεξη.

           Το πατρικό της στη Καλλιθέα κορεσμένο από μοναξιά. Ξύπναγε την ανάμνηση μιας εν μέρει αθωότητας και κυρίως την επιβολή απαράβατων κωδικών συμπεριφοράς. Οι γονείς της ποτέ δεν συμμορφώθηκαν με την απόφασή της να παίξει μουσική σε συγκρότημα.  Ενδόμυχα αρνιόντουσαν να αποδεχτούν πως η φιλόδοξη δικηγόρος, μετατράπηκε σε νυχτόβια τεντυμπόισα. Κάτι λιγότερο από στριπτιζού δηλαδή, που τους εκδικείται από κάποιο καπρίτσιο. Δεν ενέκριναν τη ζωή που έκανε.  Η Μαρίνα ίσως να το έκανε και επίτηδες. Ποτέ δεν παρακολούθησαν έστω και μια εμφάνισή της. Ο κρύος ιδρώτας που την έχει κατακλύσει τη τελευταία μισή ώρα, κάνει τα μπούτια της να κολλούν πάνω στη δροσερή επιφάνεια της καρέκλας.
          Προσποιούμενη συγκατάβαση μάχονταν να αλλάξει θέση, χωρίς να αποκαλυφθεί το κόκκινο εσώρουχό μπροστά στα μάτια του μπαμπά. Στο σχολείο οι βαθμοί της,  δεν ξεπερνούσαν το μέτριο. Οι γονείς χτύπαγαν το κεφάλι τους στο τοίχο για το πότε αυτό το πανέξυπνο και τσαχπίνικο κοριτσάκι τους, θα κάνει επιτέλους το μεγάλο άλμα προς τα μπρος. Η αυτοπεποίθηση της Μαρίνας είχε πέσει στο ναδίρ. Άρχισε να πίνει στη ζούλα. Μετά έπλενε το στόμα της με ένα διάλυμα μέντας. Η ευτυχία της κατά έναν αδιόρατο τρόπο είχε υφαρπαχθεί. Αργότερα έπινε όλο και πιο ανοιχτά. Έπεφτε στις εφήμερες αγκαλιές του κάθε τιποτένιου. Ουίσκι με πάγο για να ξεχάσει τα στραμπουλιγμένα χάδια, ουίσκι σκέτο για να εξαφανίσει το βόμβο από τα αντρικά αγκομαχητά.
             Σιωπή που τη κόβεις με μαχαίρι, έχει πέσει στο λίβινγκ-ρουμ. Διαβάζουν τις σκέψεις της, είναι σίγουρη. Η Μαρίνα παίρνει μια βαθιά ανάσα και ανακοινώνει προκαταβολικά τις τύψεις της για αυτό που θα τους πει. Χώρισε, το διαζύγιο έχει δρομολογηθεί και καλά θα κάνουν αν την αγαπούν να το αποδεχτούν. Επίσης να μην επιχειρήσουν να επικοινωνήσουν με τον πρώην ούτε κατά διάνοια, το απαγορεύει. Η μητέρα της ξύπνησε από τον λήθαργό και βάζει μια τσιρίδα, Τι έκανε λεει; Ο πατέρας ανάβει τη πίπα και ανακοινώνει με σοβαρό ύφος πως προχώρησε σε τέτοια απερίσκεπτη, ναι έτσι τη χαρακτήρισε, ενέργεια δίχως πρότερη ενημέρωση.
-Είναι τελεσίδικη απόφασή. Οφείλετε να τη σεβαστείτε.
Ο πατέρας της σκύβει μπροστά.
-Μαρίνα μου, είσαι μεγάλη πια, άσε τις τρέλες επιτέλους. Αρκετά υπομείναμε. Η μάνα σου και εγώ μοχθήσαμε για σένα. Σε βοηθήσαμε να σταθείς στα πόδια σου άπειρες φορές. Ήσουν ευτυχισμένη. Τι έγινε ξαφνικά, μας έλεγες ψέματα;
-Δεν ξέρετε τίποτα για μένα και με ένα σάλτο πετάγεται όρθια.
Ο πατέρας αλλάζει τρόπο προσέγγισης.
-Καλά ότι πεις κορίτσι μου, εμείς μαζί σου είμαστε.
 Ασυγκράτητη η Μαρίνα απευθύνεται και στους δυο:    
-Είσαστε δυο μαλάκες του κερατά. Πάντοτε με θέλατε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαι.
-Δεν σου επιτρέπω να μας συμπεριφέρεσαι κατά αυτό το τρόπο, λεει ο πατέρας πιέζοντας με τρεμάμενα χέρια τη πίπα του.
-Ποτέ σας δεν ενδιαφερθήκατε ουσιαστικά για μένα. Μόνο να εκπληρώνω τους στόχους σας ήμουν προορισμένη.
Η Μαρίνα έχει κοπεί στα δυο από τα νεύρα της. Ο πατέρας σηκώνεται και τη αγκαλιάζει από τον ώμο.
-Έλα ηρέμησε, έλα να συζητήσουμε ήρεμα. Εμάς δεν μας σκέφτεσαι;
Κάνοντας μια απότομη κίνηση η Μαρίνα ελευθερώνει το σώμα της.
-Μη με αγγίζεις. Αυτό ήθελες βέβαια να κάνεις από πάντα. Σας μισώ.

           Οι γονείς, τη κοιτούν αποσβολωμένοι. Η μητέρα της προσπαθεί να αρθρώσει τη φράση: αν αλλάξεις γνώμη... πριν προλάβει να τελειώσει τη πρόταση, χαμηλώνει το κεφάλι και παρατηρεί τα μοκασίνια της, δώρο της Μαρίνας. Η κόρη τους ωστόσο χτυπά τη πόρτα και κατεβαίνει σαν σίφουνας τα σκαλιά. Σκέφτεται πόσο τα σκάτωσε πάλι. Βγαίνει έξω στο βραδινό καμίνι. Τεντώνει τα πνευμόνια, για να επιτρέψει τη μεγαλύτερη δυνατή εισχώρηση αέρα. Τότε ένα μαύρο σεντόνι φασκιώνει το κεφάλι της, ή έτσι νομίζει. Μεσολαβούν μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ακινησίας.  Ανοιγοκλείνει δυο φορές τα μάτια της. Αυτό ήταν, δεν θυμάται τίποτα πια. Οι εντολές έσβησαν, το φως, που πήγε το φως. Τώρα δα λαμπύριζε.
                Είναι αδύνατο να αναγνωρίσει το σπίτι πίσω της. Ο δρόμος μπροστά, ζωγραφιστή μακέτα από ταινία. Η ίδια παρευρίσκεται ως θεατής εκεί. Τα πόδια της λιώνουν στην άσφαλτο. Επιθυμεί να δραπετεύσει από το συγκεκριμένο κομμάτι του δρόμου. Από αυτή τη συνοικία. Ο ορίζοντας των νοημάτων, σβήνεται με γομολάστιχα. Ένα παλιρροιακό κύμα τη πνίγει. Το σπίτι γέρνει επικίνδυνα. Ο χώρος όπου καταχώνιασε τη παιδική ηλικία, έχει πάρει παράξενες φόρμες. Όπως ανακατώνει κάποιος τα μαλλιά του με τζελ, δίνοντας τους απότομες κλήσεις. Περπατά μέχρι την άκρη του πεζοδρομίου. Πάνω ή κάτω; Αυτό δεν είναι δίλημμα, είναι οδηγός επιβίωσης. Περπατά άτσαλα προς τη νότια πλευρά του πεζοδρομίου. Προς στιγμή πείθεται ότι μπορεί και να της περάσει. Σαν τη πρωινή θολούρα, μετά από τόνους κραιπάλης. Τα αυτοκίνητα διέρχονται φουριόζικα το δρόμο. Λευκό φως από μπροστά, κόκκινο από πίσω. Κουκίδες, σημεία στίξης σε ένα τοπίο που φαίνεται ότι τις έχει ανάγκη, για να υπάρξει.
             Ένα λεωφορείο έρχεται άξαφνα και σταθμεύει δίπλα της. Δεν έχει πολύ κόσμο μέσα. Η πλαϊνή πόρτα ανοίγει διάπλατα, ξεφυσώντας λαχανιασμένα. Πρόσκληση; Με ένα μικρό πήδο, πιάνεται από το ατσάλινο κάγκελο και μπαίνει. Άδεια καθίσματα δεξιά και αριστερά. Ελάχιστος κόσμος. Ένας νεαρός μετανάστης στο βάθος, δοκιμάζει θορυβώδη ringtones στο κινητό του. Ένα ζευγάρι λίγο πιο μπροστά τιτιβίζει χασκογελώντας. Μια μεγάλη γυναίκα ντυμένη συντηρητικά, κρατά έναν χαρτοφύλακα σφιχτά στο κόρφο της. Μια παρέα τριών εφήβων με γυρισμένη πλάτη, φωνάζουν συνθήματα. Μάλλον είναι μεθυσμένοι. Με το που ισορροπεί στο κινούμενο δάπεδο, το ξεφύσημα ακούγεται ξανά και η πόρτα κλείνει. Τα μάτια των επιβατών, καρφώνονται πάνω της. Σύγκρυο τη χτύπησε κεραυνοβόλα. Τα πόδια της είναι σκανδαλωδώς εκτεθειμένα. Κάνει να τραβήξει τη φούστα προς τα κάτω. Αδύνατον. Με μια γρήγορη κίνηση κάθεται πίσω από τη πόρτα, μοιράζοντας στους «θεατές», χαμόγελα αμηχανίας και ντροπής. Το λεωφορείο ξεκινά. Δεν περνά πολύ ώρα, μέχρι η Μαρίνα να αποκοιμηθεί στη θέση της. Παράξενες εικόνες αντίκρισε. Μετά από λίγο άνοιξε τα μάτια, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει εάν πέρασαν πέντε λεπτά ή πέντε μέρες.

            Ο νεαρός που είχε σκύψει από πάνω της, φαίνεται μάλλον ανήσυχος. Μελαχρινός, έντονα ζυγωματικά, κοντά στα 27, γαλλική μύτη, κρίκος στο αυτί, τυποποιημένα όμορφο θα τον έλεγες, αλλά μέχρι εκεί. Η Μαρίνα κοιτά καλά, καλά το λινό σακάκι που τη σκεπάζει και προφανώς του ανήκει. Ο τύπος την παρατηρεί με κατανόηση. Ίσως  δώσει λύση στο παζλ. Να εξηγήσει πειστικά, τη φάρσα που παίχτηκε εις βάρος της. Τα μάτια της Μαρίνας έχουν διασταλεί. Ο άγνωστος σηκώνει τη κορυφή του σακακιού, μέχρι να καλυφθούν οι ώμους της. Κυρία, είστε εντάξει; Απευθύνεται ήρεμα.
-Μην ανησυχείτε, σας έβλεπα που κοιμόσασταν και σας σκέπασα. Δεν ήθελα να σας τρομάξω.
Η Μαρίνα χαμηλώνει τα βαριά της βλέφαρά, απαντώντας με ένα νυσταγμένο μμμμμμ.
-Ο οδηγός είμαι. Από ότι υπολογίζω έχουμε κάνει το Πειραιάς -Σύνταγμα, ίσαμε 7 φορές.
Ένα μειδίαμα εμφανίζεται στα χείλη του. Η Μαρίνα πιάνει το κεφάλι της και σκέφτεται πόσο γριά φαίνεται μπροστά του. Οι πληθυντικοί αυτό προδίδουν. Πονά από τα τραντάγματα της διαδρομής.
 -Εεε, τι θέλεις από μένα;
-Να, τέλειωσε η βάρδια μου και έλεγα να σας πάω σπίτι. Που μένετε;
-Τι εννοείς σπίτι μου;
Η Μαρίνα υψώνει τη φωνή της. Θα με πέρασε για άστεγη ή πόρνη σκέφτεται. Μπορεί και τα δυο μαζί. 
-Όχι, όχι αυτό είναι τεράστιο λάθος.
Κάνει σαν χαμένη. Ο άλλος συμφωνεί. 
-Εντάξει καταλαβαίνω, ήμουν αδιάκριτος. Όλοι έχουμε περάσει από τα δύσκολα λούκια. Ελάτε, σηκωθείτε να σε πάω όπου θέλετε.
Και προτείνει το χέρι του.
           Κατεβαίνοντας, είχε πιάσει το γλυκοχάραμα. Η ζέστη είχε καλμάρει ελαφρά. Το σακάκι, κρατά σε ικανοποιητική θερμοκρασία το σώμα της, που σαρώνεται από  ρίγη. Γυρίζοντας προς το μέρος του, η Μαρίνα τον ρωτά με απορία: Που είμαστε τώρα; Στη πλατεία Συντάγματος, απαντά ο άλλος, κατευναστικά. Η Μαρίνα παραμένει αμίλητη. Έχω το αμάξι λίγο πιο κάτω, πάμε προς τα εκεί, προτείνει ο οδηγός. Θέλει να ρωτήσει το όνομά του, αλλά φοβάται την απάντησή της στην αντίστοιχη ερώτηση. Παρόλα αυτά βρίσκει το κουράγιο και τον πιάνει από το μπράτσο.
-Θέλω να με πάς εκεί που κατοικούν τα αεροπλάνα.
Η Μαρίνα παρακολουθεί τις κόγχες των ματιών του να διαστέλλονται. Γυρίζει το κεφάλι της προς τον ουρανό. Στρέφει τον άξονά της σαν να τεντώνεται. Ο λήθαργος δεν λεει να φύγει. Αγκαθωτό σύρμα την κρατά δέσμια της ανυπαρξίας. Ο άντρας με ένα νεύμα, εκδηλώνει τη κατάφασή του.      

               Στο δρόμο για το αεροδρόμιο ο τύπος μιλά ασταμάτητα. Η Μαρίνα βλέπει να περνά από τα μάτια της η πόλη σαν τρέιλερ κινηματογραφικής ταινίας. Ο εγκέφαλός της, εξάτμιση χαλασμένη. Στο ύψος του Αμαρουσίου μπαίνουν σε ένα ταχυφαγείο. Τηλεοπτικές κραυγές ανακατεύονται με ηλεκτρονική μουσική. Οι υπάλληλοι του μαγαζιού κινούνται μηχανικά με βλέμμα άδειο. Οι παραγγελίες δίνονται μονολεκτικά. Η Μαρίνα αισθάνεται ότι πιέζεται αφόρητα. Τα μάτια του τύπου τη τρωνε ζωντανή. Το αμάξι είναι ξεκλείδωτο, αλλά μακριά. Προφασίζεται τουαλέτα,  και δραπετεύει από τη πίσω μεριά.
            Περπατά χωρίς να κοιτάξει πίσω. Αυτοκίνητα και φορτηγά περνούν βουίζοντας σύρριζα από τα πόδια της. Οι προορισμοί έχουν μπερδευτεί. Διευθύνσεις δεν υπάρχουν. Ιδρώνει, καταπίνει ξεραμένο σάλιο ασταμάτητα. Αυτές είναι ίσως οι μόνες λειτουργίες που αισθάνεται. Βγαίνει στους παραδρόμους της Αττικής Οδού. Μεγαλόσχημες πράσινες πινακίδες, ηγεμονεύουν τις ασφάλτινες αρτηρίες. Βρίσκει ένα περίπτερο. Τρωει ένα κουτί μπισκότα που της δίνει σαν από ελεημοσύνη ο ιδιοκτήτης. Οδοιπορεί κάτω από το πύρινο βλέμμα του ήλιου, στα στενά πεζοδρόμια της Αττικής Οδού. Περνά γέφυρες και χωράφια. Σαν φίδι που αδιάλειπτα ανανεώνει το  δέρμα του, φαντάζει η διπλή διακεκομμένη γραμμή στη μέση του επικλινούς οδοστρώματος.  Στο βάθος βλέπει αεροπλάνα να διαγράφουν καμπυλωτές τροχιές απογείωσης  και προσγείωσης.  Εκεί βρίσκεται ο προορισμός της. Οδηγεί τα βήματά της σαν υπνωτισμένη. Ο ηλεκτρονικός ήχος μιας χοροπηδηχτής μουσικής την πλευρίζει. Ένα τεράστιο μαύρο τζιπ την ακολουθεί με σβησμένη μηχανή. Όταν φτάνει στο ύψος της, ένας νεαρός όχι πάνω από 23 χρόνων, της κάνει νόημα να πλησιάσει στο παράθυρο. Τη ρωτά Πόσο χρεώνει για μια ώρα; Δεν καταλαβαίνει το περιεχόμενο της ερώτησης. Κουνά το κεφάλι της με απορία. Ο άλλος την προσκαλεί. Η Μαρίνα αρνείται. Τα μεταφορικά μέσα γίνονται αδιάκριτα, λεει από μέσα της.         
               Περιτριγυρίζει τον ευρύτερο χώρο του αεροδρομίου αργά το μεσημέρι. Αντικρίζει βιαστικούς ταξιδιώτες και ψηλά, ογκώδη κτίσματα. Λιμουζίνες και ταξί είναι στο σταμάτα, ξεκίνα μπροστά από το ξενοδοχείο με τις γυάλινες, φιμέ προσόψεις. «Σοφιτέλ». Παράξενο όνομα. Γυναικείο μάλλον. Πρέπει να ήταν σημαντικό πρόσωπο. Αλλιώς πως θα έμπαιναν στο κόπο να χτίσουν κάτι τόσο ακριβοθώρητο. Οι περαστικοί δεν χάνουν ευκαιρία να την περιεργαστούν, όσο τους επιτρέπει ο σύντομος χρόνος που έχουν στη διάθεσή τους. Ο ήχος από τις τουρμπίνες των αεροπλάνων την κάνουν να αναρωτηθεί. Πόσα είναι; Αρχίζει να μετρά νοερά. Απογείωση, προσγείωση. Χρώματα και μεγάλες επιγραφές. Κόσμος τρέχει με βαλίτσες παραμάσχαλα, φιλιέται στα πεταχτά. Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω και ξανά το ίδιο πάλι. Στο διάκενο της αυτόματης πόρτας η Μαρίνα έπαιζε με το θαύμα του φωτοκύτταρου. Μαζί με ένα τσούρμο γελαστούς τουρίστες, μπαίνει στο χώρο των αναχωρήσεων.

          Ένας ξανθός σεκιούριτι με σαλταρισμένο βλέμμα, την περιεργάζεται από κοντά. Αδιευκρίνιστων προθέσεων. Και αυτές οι ουλές που σκίζουν το πρόσωπο, τρομακτικές. Ουσιαστικά την έχει πάρει κατόπι. Προφανώς παρακολούθησε με την άνεσή του, τη παράσταση που έδωσε πριν από λίγο η Μαρίνα με παρτενέρ την ηλεκτρονική πόρτα. Ο Σταύρος πατάει στοπ στο ipod, αφήνοντας για λίγο τις τευτονικές κιθάρες των Ramstein. Προς στιγμή, κάνει ότι τον αγνοεί.   
           Διαπιστώνει τα χάλια της, καθώς προσπερνά το πρώτο μεγάλο καθρέφτη που συναντά. Τα μαλλιά της έχουν αγριέψει, η φούστα της μισοσκισμένη, τα λεπτοκαμωμένα κόκκινα πέδιλα, μέσα στη σκόνη. Ο πίνακας ανακοινώσεων ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του, αναγράφοντας προορισμούς και ονόματα πόλεων. Μια κοριτσίστικη φωνή, προστάζει από τα μεγάφωνα ονόματα να συναντηθούν κάπου. Ο χώρος μυρίζει έναν κήπο αρώματα. Μακιγιαρισμένες κοπέλες με πολύχρωμα φουλάρια κάθονται μονίμως χαμογελαστές πίσω από πάγκους. Εξυπηρετούν ότι κινείται. Η σαρωτική οσμή του καφέ, γαργαλά τα ρουθούνια. Κατευθύνεται προς μια από τις καφετέριες. Τίγκα στο κόσμο. Άλλοι αγωνιούν κοιτώντας το ρολόι τους, άλλοι πίνουν νηφάλιοι το ρόφημα περιστοιχισμένοι από παρέες και άλλοι διαβάζουν μονάχοι. Τα πόδια της τη σκοτώνουν από το πόνο, αλλά η Μαρίνα θέλει να ρουφήξει όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτό τον λουστραρισμένο προθάλαμο του φευγιού. Γέρνει το σώμα της πάνω στη δροσερή τζαμαρία. Από κάτω της εμφανίζεται ο στόλος των αεροσκαφών. Φτερά ατσάλινα με διακριτικά και ακρώνυμα, σε άλλες γλώσσες, ανώδυνες. Άξαφνα, βλέπει την αντανάκλαση του εαυτού της και της έρχονται δάκρια. Μαύροι κύκλοι βαραίνουν τα μάτια και τα τραβούν προς τα κάτω. Κι όμως μερικά ψήγματα λάμψης έστεκαν όρθια εντός της. Πάλλονταν, μόνο που δεν μπορούσε να εντοπίσει τη πηγή. Στο βάθος το σώμα ενός αεροπλάνου έτρεμε, οι τουρμπίνες ξερνούσαν φωτιά. Κοντοστάθηκε για λίγο και μετά όρμηξε ευθεία μπροστά. Η Μαρίνα έβγαλε μια μικρή κραυγή ικανοποίησης. Αποκαμωμένη, βρίσκει μια σειρά καθισμάτων. Πέφτει βαριά, στο πιο κοντινό.
               Ο σεκιουριτάς επανεμφανίζεται σαν φάντασμα. Πάνω που νόμισε ότι την είχε χάσει. Την περιεργάζεται και σε αυστηρό τόνο την διατάζει να πάει μαζί του.
-Σηκωθείτε παρακαλώ, έλεγχος.
Το παιδί θα έχει προβάρει αρκετές φορές αυτή τη φράση σκέφτηκε η Μαρίνα. Έκανα κάτι; Αποκρίνεται. Ο Σταύρος πλησιάζει ελαφρά προς το μέρος της. Η φωνή του μαλακώνει.
-Ελάτε, δεν θα είναι για πολύ, μερικές διατυπώσεις μόνο.
Η Μαρίνα τον κοιτά. Τούτος εδώ είναι από άλλο ανέκδοτο. Στο δρόμο για το ανακριτικό ο Σταύρος αισθάνεται τη ευφορία  που μεταδίδει η εξουσία. Μια περίπου υπερβατική προστασία, με ταυτόχρονη εισβολή στην ιδιωτική ζωή του άλλου. Μοιάζει με ερωτική πράξη. Μόνο που αυτά καλύτερα να τα κρατά για τον εαυτό του. Στο δωμάτιο ανάκρισης η Μαρίνα υπόκειται σε μια σειρά συνδυασμένων ερωτήσεων. Απαντά σιγανά και σταθερά. Ο Σταύρος παρακολουθεί την παράξενη ταξιδιώτισσα καθώς αναπνέει γρήγορα. Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες κάνουν τη καθημερινότητα να βγαίνει συναρπαστική στο τέλος της ημέρας. Η Μαρίνα μετά από λίγο σηκώνεται και κατευθύνεται προς την έξοδο. Ο Σταύρος τη προλαβαίνει. Ρίχνοντας ένα μειδίαμα όπως κάνουν οι σταρ του σινεμά, της προτείνει μαζί με τις συγνώμες του να πιουν κάτι. Η Μαρίνα δεν έχει περαιτέρω χρόνο για ανθρώπους. Ιδιαίτερα με τούτον. Ανατινάζει και τις τελευταίες γέφυρες με αυτούς. Απαντά με ένα αρνητικό νεύμα.         
  
             Η μέρα έχει προχωρήσει. Τελευταία φορά που γύρισε πίσω της, είδε το σεκιούριτι να βάζει ακουστικά στα αυτιά του. Κανείς δεν ακούει, ούτε βλέπει σκέφτηκε. Η κινητικότητα στον αεροδιάδρομο είχε αραιώσει. Οι πολυάριθμες σειρές από νέον φώτα, αυλακώνουν το στήθος του απομεσήμερου. Η αίθουσα έχει αδειάσει παντελώς. Η μόνη πηγή θορύβου έρχονταν από την ηλεκτρική σκούπα της καθαρίστριας, λίγα μέτρα πιο πέρα. Έφυγαν όλοι δίχως να την αποχαιρετίσουν σκέφτηκε. Τώρα αυτό πως της ήρθε; Λες και η Μαρίνα φύτρωσε σε μια εγκατελειμένη θερμοκοιτίδα. Στα χείλη της κρεμάστηκε μια υποψία μελωδίας, που τη ξέχασε αμέσως. Ιδανικά θα πιανόταν από το πορτοκαλί φτερό της Iberia που απογειώνεται εκείνη τη στιγμή.

           Προσπαθεί να αφουγκραστεί. Έστω έναν ψίθυρο. Τίποτα, ησυχία. Απογοητευμένη βγαίνει από την αίθουσα αναμονής και διασχίζει το διάδρομο, ψάχνοντας αγωνιωδώς την έξοδο. Στίφη ταξιδιωτών γεμίζουν εκ νέου κάθε σπιθαμή των αναχωρήσεων. Το διάλειμμα τέλειωσε. Στριμώχνεται ανάμεσα σε κόσμο που σαν να συνήλθε από χειμερία νάρκη. Το αεροδρόμιο ζωντανεύει ξανά, την ώρα  που η ίδια χρειάζεται ένα καταφύγιο για να συγκροτηθεί ξανά από την αρχή. Πως θα το κάνει αυτό δεν ξέρει. Επισπεύδει μια απάντηση. Της διαφεύγει συνεχώς το ερώτημα, αλλά δεν τη νοιάζει. Περνά μπροστά από ένα κατάστημα με είδη δώρων. Εξυπηρετικοί και καθαροί οι υπάλληλοι τη βομβαρδίζουν με ένα στριμωγμένο χαμόγελο. Τα πάντα μικρά και μεγάλα αστράφτουν εκεί μέσα. Θέλει να ανέβει στον ουρανό. Έξω από εδώ. Γυρίζει ασκόπως. Επεξεργάζεται την υφή των προϊόντων αγγίζοντας τα ελαφρά. Ένα παιδάκι τη κοιτά στα μάτια. Νέους τόπους αναζητεί. Ένα σπίτι καινούργιο τη περιμένει. Θα το βρει; δεν είναι σίγουρη.
           Σκοντάφτει πάνω του. Ένα μικρό πουφ ελλειψοειδούς σχήματος με τους Rolling Stones αποτυπωμένους σε όλη την επιφάνεια. Σπάνιο. Έρωτας ακαριαίος τη συνεπαίρνει. Το σηκώνει, το μετρά με το βλέμμα. Το αγκαλιάζει σφιχτά. Βγαίνοντας από το κατάστημα επιταχύνει το βάδισμα της. Πλησιάζει τυχαία ένα check-in. Ρωτά την υπάλληλο αν υπάρχουν κενές θέσεις. Μια πτήση για Βαρσοβία, φεύγει σε λίγο την ενημερώνει η υπάλληλος. Δεν γνωρίζει το παραμικρό για τη συγκεκριμένη τοποθεσία. Πληρώνει το εισιτήριο επί τόπου. Αποσκευές; Τη ρωτά αδιάφορα. Η Μαρίνα γνέφει αρνητικά. Κρατά το πουφ, το μοναδικό προσωπικό αντικείμενο. Στο σημείο ελέγχου, βλέπει τη φυσούνα που οδηγεί στο αεροσκάφος. Είναι ένα τούνελ που ανυπομονεί να διαβεί. Τι θα της φανερώσει, θα δείξει. Έχει χρόνο μπροστά να ιεραρχήσει τις σκέψεις της. Ο πυρακτωμένος αεροδιάδρομος στον ορίζοντα διαγράφεται σαν τεράστια, φεστιβαλική  σκηνή. Ενισχυτές, καλώδια, ένα μπάσο και αλκοόλ, θυμάται αμυδρά. Ξεκινά για την επιβίβαση. Καιρός για αναχώρηση, το στοιχείο της.
 

Η έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει μες στη σεζόν.


Ο Νίκος Κουρμουλής είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα "Ο Κόσμος του Επενδυτή" και κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα "Αυγή" και το περιοδικό "Βακχικόν".