Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Μ. Ε. Σαλτικόφ Σεντρίν: Αφήγημα για το πώς ένας μουζίκος έθρεψε δυο στρατηγούς

Μεταφράζει η Ελένη Κατσιώλη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο στρατηγοί, και επειδή ήταν και οι δύο ελαφρόμυαλοι τους έστειλα στα γρήγορα, με τρόπο μαγικό, σε ένα έρημο νησί.
Οι δύο στρατηγοί υπηρετούσαν όλη τους τη ζωή σε κάποιο γραφείο: εκεί γεννήθηκαν, εκεί γαλουχήθηκαν, εκεί γέρασαν και στο τέλος δεν καταλάβαιναν τίποτε. Δεν ήξεραν άλλες λέξεις εκτός από το: «Δεχτείτε τις διαβεβαιώσεις μου για τον πλήρη σεβασμό μου και την αφοσίωση».
Κατάργησαν το γραφείο που ήταν άχρηστο και τους άφησαν ελεύθερους. Μένανε στο Πίτερμπουργκ, στην οδό Ποντιτσέσκαγια,(1) σε διαφορετικά διαμερίσματα και έχοντας πάρει σύνταξη είχε ο καθένας τη δική του μαγείρισσα. Όμως εντελώς ξαφνικά βρέθηκαν σε ένα έρημο νησί και ξυπνώντας είδαν ότι ήταν κάτω από το ίδιο πάπλωμα. Φαίνεται ότι στην αρχή δεν το κατάλαβαν και άρχισαν συζητούν σαν μην τους συνέβαινε τίποτε.
-Περίεργο, εξοχότατε, το σημερινό μου όνειρο –είπε ο ένας στρατηγός- μου φάνηκε ότι ζούσα σ’ ένα ακατοίκητο νησί…
Το είπε αυτό και ξαφνικά πετάχτηκε! Πήδηξε και ο άλλος στρατηγός.
-Θεέ μου! Τι είναι αυτό! Που είμαστε! Ξεφώνισαν και οι δύο με μια φωνή που τους ήταν ξένη.
Και άρχισαν να πασπατεύουν ο ένας τον άλλον μήπως και ονειρεύονταν, αλλά αυτό που τους συνέβαινε ήταν πραγματικό. Και καθώς πίστευαν όλο και περισσότερο ότι δεν ήταν όνειρο, θέλησαν να σιγουρευτούν γι’ αυτό το θλιβερό γεγονός.
Μπροστά τους, από τη μια πλευρά απλωνόταν η θάλασσα και από την άλλη υπήρχε ένα μικρό κομμάτι γης που πίσω του εκτεινόταν και πάλι η απέραντη θάλασσα. Οι στρατηγοί, για πρώτη φορά από τότε που έκλεισε το γραφείο τους, άρχισαν να κλαίνε.
Παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον και είδαν ότι φορούσαν πιζάμες και ότι στο λαιμό τους ήταν κρεμασμένο ένα παράσημο.
-Να ’χαμε ένα καφεδάκι! –ξεστόμισε ο ένας στρατηγός, αλλά θυμήθηκε τι είχαν πάθει και για δεύτερη φορά έβαλε τα κλάματα.
-Μα τι θα κάνουμε; -συνέχισε κλαίγοντας- αν έκανα καμιά αναφορά θα έβγαινε κάποιο όφελος;
-Κοιτάξτε τι θα κάνουμε -του απάντησε ο άλλος στρατηγός, -εσείς θα πάτε, εξοχότατε, ανατολικά κι εγώ θα πάω δυτικά και το βράδυ θα συναντηθούμε στο ίδιο μέρος: ίσως να βρούμε κάτι.
 Άρχισαν να ψάχνουν που είναι η Ανατολή και που είναι η Δύση. Θυμήθηκαν που τους είχε πει μια φορά ο διευθυντής: «Αν θέλεις να βρεις την Ανατολή στάσου με τα μάτια στον Βορρά και τότε στο δεξί σου χέρι θα έχεις το ζητούμενο». Άρχισαν να ψάχνουν για τον Βορρά, στεκόντουσαν και έτσι και αλλιώς, δοκίμασαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά καθώς σε όλη τους τη ζωή δούλευαν σε γραφείο, δεν τα κατάφεραν.
-Να τι θα κάνουμε, εξοχότατε: εσείς θα πάτε δεξιά κι εγώ θα πάω αριστερά· θα είναι καλύτερα έτσι! –είπε ο ένας στρατηγός, που εκτός από το γραφείο είχε υπηρετήσει και ως δάσκαλος καλλιγραφίας σ’ ένα σχολείο για παιδιά στρατιωτικών, και ήτανε πιο έξυπνος.
Το είπαν κι έγινε. Πήγε ο ένας στρατηγός δεξιά και είδε να φυτρώνουν δέντρα, και απάνω τους υπήρχαν διάφορα φρούτα. Θέλησε να φτάσει ένα μήλο, κρεμόταν όμως τόσο ψηλά που έπρεπε να σκαρφαλώσει. Δοκίμασε ν’ ανέβει μα δεν τα κατάφερε, ίσα που έσκισε την πιζάμα του. Έφτασε σ’ ένα ρυάκι κι εκεί είδε ένα σωρό ψάρια να σφύζουν, σαν τα κλουβιά της Φοντάνκα.(2)
«Μπορεί αυτά τα ψάρια να είναι για την οδό Ποντιτσέσκαγια!» σκέφτηκε ο στρατηγός και αλλοιώθηκε το πρόσωπό του από τη λαχτάρα.
Πάει ο άλλος στρατηγός στο δάσος και εκεί σφυρίζουν πέρδικες, τιτιβίζουν αγριόγαλοι και τρέχουν λαγοί.
-Θεέ μου! ποπό φαΐ! ποπό φαΐ! –είπε ο στρατηγός που άρχισε να ζαλίζεται.
Δεν έκανε τίποτε, έπρεπε να γυρίσει στο συμφωνημένο σημείο με άδεια χέρια. Έφτασε, ενώ ο άλλος στρατηγός ήταν εκεί και τον περίμενε.
-Λοιπόν, αξιότιμε, βρήκατε κάτι;
-Ναι βρήκα ένα παλιό φύλλο από τα Νέα της Μόσχας(3) και τίποτε άλλο!
Έπεσαν στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσαν να κοιμηθούν με άδειο στομάχι. Ταράζονταν από τη σκέψη ότι κάποιος θα μπορούσε να παίρνει τη σύνταξή τους, και ονειρεύονταν καταμεσήμερα φρούτα, ψάρια, αγριοπέρδικες, αγριόγαλους και λαγούς.
-Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί, εξοχότατε, ότι η τροφή στην πρωταρχική της μορφή πετάει, κολυμπάει και μεγαλώνει στα δέντα; -είπε ο ένας στρατηγός.
-Βέβαια –απάντησε ο άλλος– το παραδέχομαι κι εγώ ότι μέχρι σήμερα νόμιζα πως τα ψωμάκια γεννιούνται όπως σερβίρονται το πρωί με τον καφέ!
-Επομένως, όποιος θέλει να φάει, ας πούμε, πέρδικα, τότε θα πρέπει πρώτα να την πιάσει, να τη σκοτώσει, να τη μαδήσει και να τη μαγειρέψει… Πώς να τα κάνεις όλα αυτά;
-Πώς να τα κάνεις; -επανέλαβε σαν ηχώ ο άλλος στρατηγός.
Σωπάσανε και προσπάθησαν να κοιμηθούν, η πείνα, όμως, επιθετική, τους έδιωχνε τον ύπνο. Αγριοπέρδικες, γαλοπούλες, γουρουνάκια περνούσαν μπροστά από τα μάτια τους, ζουμερά ή ξεροψημένα, με αγγουράκια, με πίκλες και άλλα σαλατικά.
-Μου φαίνεται ότι τώρα θα έτρωγα και τη μπότα μου! –είπε ο ένας στρατηγός.
-Καλά είναι και τα γάντια όταν είναι πολυφορεμένα! –είπε με αναστεναγμό ο άλλος.
Και ξαφνικά άρχισαν και οι δύο να κοιτάζονται: στα μάτια τους έλαμπε μια κακή φλόγα, χτυπούσαν τα δόντια τους, από το στήθος τους έβγαινε ένας βαθύς βρυχηθμός. Άρχισαν να πλησιάζουν αργά ο ένας τον άλλο και με ένα γρήγορο βλέμμα εξαγριώθηκαν. Πέταξαν τα κουρέλια, αντήχησε τρίξιμο και βογγητό· ο στρατηγός που ήτανε δάσκαλος καλλιγραφίας, δάγκωσε το παράσημο του συναδέλφου του και το κατάπιε αμέσως. Όμως στη θέα του αίματος που έτρεχε σαν να ήρθαν στα συγκαλά τους.
-Μα τη δύναμη του Σταυρού! –είπαν ταυτόχρονα, -θα φάμε ο ένας τον άλλον! Πώς φτάσαμε ως εδώ! Ποιος κακούργος μας έπαιξε αυτό το παιχνίδι!
-Εξοχότατε, πρέπει να διασκεδάσουμε με κάποια συζήτηση, αλλιώς εδώ θα γίνει φονικό! –μουρμούρισε ο ένας στρατηγός.
-Αρχίστε! –απάντησε ο άλλος.
-Σκεφτείτε, σαν παράδειγμα, γιατί ανατέλλει πρώτα ο ήλιος και μετά δύει, και δεν γίνετε το αντίθετο;
-Είσαστε παράξενος άνθρωπος, εξοχότατε: εσείς δεν σηκώνεστε πρώτα, μετά πηγαίνετε στην υπηρεσία σας όπου γράφετε και μετά πέφτετε να κοιμηθείτε;
-Όμως γιατί να μη δεχτούμε μια αντιμετάθεση: δεν πέφτω εγώ πρώτα να κοιμηθώ, δεν βλέπω διάφορα όνειρα και μετά σηκώνομαι;
-Χμ… ναι… Κι εγώ ομολογώ ότι όταν ήμουν στην υπηρεσία πάντα έτσι σκεφτόμουν: «Τώρα είναι το πρωί, μετά θα συνεχίσει η ημέρα, και μετά θα μου σερβίρουνε το δείπνο και θα φτάσει η ώρα για τον ύπνο!»
Αλλά η υπόμνηση του δείπνου βύθισε και τους δύο σε μελαγχολία και τερματίστηκε η συζήτηση στο ξεκίνημά της.
-Άκουσα από ένα γιατρό ότι αν ο άνθρωπος τρέφεται με τους χυμούς του μπορεί να ζήσει για πολύ –άρχισε πάλι ο ένας στρατηγός.
-Πώς γίνεται αυτό;
-Μα έτσι. Οι χυμοί σου θα παρήγαγαν άλλους χυμούς και αυτοί με τη σειρά τους θα παρήγαγαν άλλους, και πάει λέγοντας, και δεν θα σταματούσαν να παράγονται οι χυμοί ποτέ…
-Και στη συνέχεια;
-Στη συνέχεια θα έπρεπε να φας κάτι…
-Φτου!
Με λίγα λόγια, για όποιο πράγμα κι αν άρχιζαν συζήτηση οι στρατηγοί, πάντα οδηγούνταν στην ανάμνηση του φαγητού και αυτό τους άνοιγε ακόμα πιο πολύ την όρεξη. Αποφάσισαν να σταματήσουν τις συζητήσεις και έχοντας θυμηθεί το φύλο των Νέων της Μόσχας που είχαν βρει, άρχισαν να το διαβάζουν άπληστα…
-«Χθες, -διάβαζε με ταραγμένη φωνή ο ένας στρατηγός– ο διευθυντής του ταχυδρομείου της παλιάς πρωτεύουσας έδωσε επίσημο γεύμα. Σέρβιραν με εκπληκτική πολυτέλεια εκατό άτομα. Σαν όλα τα αγαθά του κόσμου να είχαν ραντεβού σ’ αυτή τη μεγάλη γιορτή. Υπήρχε “χρυσός οξύρυγχος του Σεξνά”,(4) φασιανοί του Καυκάσου και επιπλέον η σπάνια στον Βορρά τον Φεβρουάριο φράουλα…»
-Φτου, Κύριε! Μα καλά, εξοχότατε, δεν μπορείτε να βρείτε κάτι άλλο; -φώναξε με απελπισία ο άλλος στρατηγός και, αρπάζοντας από τον συνάδελφό του την εφημερίδα, διάβασε τα παρακάτω:
-«Από την Τούλα γράφουν: χθες, με την ευκαιρία της αλίευσης οξύρυγχου στον ποταμό Ούπε (τέτοιο περιστατικό δεν θυμούνται ούτε οι παλιοί κάτοικοι, αλλά όμως επιβεβαιώθηκε ότι είναι οξύρυγχος από τον δικαστικό κλητήρα Μπ.) έγινε στον τοπικό σύλλογο πανηγύρι. Έφεραν τον ήρωα της γιορτής μέσα σε έναν τεράστιο ξύλινο δίσκο, καλυμμένο με αγγουράκια και με ένα ματσάκι μαϊντανό στο στόμα. Ο εφημερεύων γιατρός Π. επέβλεπε προσεκτικά αν σερβιρίστηκαν όλοι οι καλεσμένοι. Η σάλτσα ήταν εντελώς διαφορετική και μάλιστα ήταν σχεδόν παράξενη…»
Με συγχωρείτε, εξοχότατε, κι εσείς, φαίνεται, ότι δεν είστε πάρα πολύ προσεκτικός στην επιλογή άρθρων! –τον διέκοψε  ο πρώτος στρατηγός και, αρπάζοντας με τη σειρά του την εφημερίδα, διάβασε:
-«Από τη Βιάτκα γράφουν: ένας από τους ντόπιους παλιούς κατοίκους εφηύρε έναν πρωτότυπο τρόπο για το μαγείρεμα της ψαρόσουπας: παίρνει μια λότα,(5) αφού προηγουμένως την έχει χαράξει ζωντανή. Όταν την ψήνει φουσκώνει από τον πόνο...»
Έσκυψαν τα κεφάλια οι στρατηγοί. Σε όλα, όσα έριχναν μια ματιά αναφέρονταν στο φαγητό. Η σκέψη του ενός εγκληματούσε εναντίον του άλλου, και καθώς δεν είχαν καταφέρει να απωθήσουν την ιδέα των μπιφτεκιών, η εγκληματική σκέψη εμφανιζόταν με βίαιο τρόπο.
Ξαφνικά, μια έμπνευση φώτισε τον στρατηγό που ήταν δάσκαλος της καλλιγραφίας…
-Και τι θα λέγατε, εξοχότατε,  -είπε χαρωπά- αν βρίσκαμε έναν μουζίκο;
-Δηλαδή, μα πώς… μουζίκο;
-Μα έναν απλό μουζίκο… από τους συνηθισμένους μουζίκους! Θα μας έδινε τώρα ψωμάκια, θα έπιανε και αγριόγαλους και ψάρια!
-Χμ… μουζίκο… αλλά πού θα βρούμε μουζίκο αφού δεν υπάρχει;
-Πώς δεν υπάρχει μουζίκος –μουζίκοι υπάρχουν παντού, φτάνει μόνο να ψάξεις να τον βρεις! Μάλλον κάπου θα κρύφτηκε για να τεμπελιάσει!
Αυτή η ιδέα ενεθάρρυνε τους στρατηγούς, που πετάχτηκαν πάνω αναμαλλιασμένοι και άρχισαν να ψάχνουν.
Περιπλανιόντουσαν για πολύ στο νησί χωρίς καμιά ελπίδα, όμως στο τέλος μια έντονη μυρωδιά ψίχας ψωμιού και δερμάτινου ασκιού τους οδήγησε στα ίχνη. Κάτω από ένα δέντρο, ανάσκελα, έχοντας για μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι τις γροθιές του, κοιμόταν ένας τεράστιος μουζίκος που με τον πιο αυθάδη τρόπο το είχε σκάσει από τη δουλειά. Η αγανάκτηση των στρατηγών δεν είχε όριο.
-Κοιμάσαι, ακαμάτη! –του ρίχτηκαν- δεν πήρες χαμπάρι ότι εδώ είναι δύο στρατηγοί που για δεύτερο εικοσιτετράωρο πεθαίνουν στην πείνα! Πήγαινε αμέσως να δουλέψεις!
Σηκώθηκε ο μουζίκος και είδε ότι ήταν δύο αυστηροί στρατηγοί. Πήγε να τους ξεφύγει, όμως αυτοί αν και ήταν μουδιασμένοι έπεσαν πάνω του.
Και τον συνέλαβαν.
Σκαρφάλωσε αμέσως σ’ ένα δέντρο και μάζεψε για τους στρατηγούς από καμιά δεκαριά ώριμα μήλα και για τον εαυτό του κράτησε ένα άγουρο. Στη συνέχεια έσκαψε στη γη και έβγαλε πατάτες. Ύστερα πήρε δυο κομματάκια ξύλο, έτριψε το ένα πάνω στο άλλο και κατάφερε να ανάψει φωτιά, μετά έφτιαξε με τα μαλλιά του μια παγίδα και έπιασε έναν αγριόγαλο. Στο τέλος δυνάμωσε τη φωτιά και έψησε αυτές τις τόσο διαφορετικές προμήθειες, έτσι που οι στρατηγοί κατέβασαν ακόμα μιαν ιδέα: «Να μη δώσουν μια μερίδα στο παράσιτο;»(6)
Παρατηρούσαν οι στρατηγοί αυτές τις μουζίκικες προσπάθειες και η καρδιά τους χτυπούσε χαρούμενα. Είχαν ξεχάσει ότι χθες παραλίγο να πεθάνουν από την πείνα και σκεφτόντουσαν: «Τι καλό πράγμα να είσαι στρατηγός, ποτέ δεν χάνεσαι!»
-Είσαστε ευχαριστημένοι κύριοι στρατηγοί; Τους ρώτησε μεταξύ άλλων ο ακαμάτης μουζίκος.
-Ευχαριστημένοι, αγαπητέ φίλε, βλέπουμε την επιμέλειά σου –του απάντησαν.
-Μου επιτρέπετε τώρα να ξεκουραστώ;
-Ξεκουράσου, φιλαράκι, μόνο στρίψε πρώτα ένα σκοινί.
Πήρε ο μουζίκος αμέσως άγρια κάνναβη, τη μούλιασε στο νερό, τη χτύπησε, τη μάλαξε και το βράδυ το σχοινί ήταν έτοιμο. Και οι στρατηγοί τον έδεσαν στο δέντρο μ’ αυτό για να μη το σκάσει, και πήγαν για ύπνο.
Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δύο, ο μουζίκος είχε εφεύρει ακόμα και τον τρόπο για να βράζει λίγη σούπα μέσα στη χούφτα του. Οι στρατηγοί μας ήταν χαρούμενοι, χαλαροί, ταϊσμένοι, άσπροι-άσπροι. Άρχισαν να συζητάνε ότι εδώ τα έχουν όλα έτοιμα και στο Πίτερμπουργκ εκτός των άλλων και οι συντάξεις τους τρέχουν.
-Και τι νομίζετε, εξοχότατε, υπήρχε πραγματικά ο πύργος της Βαβέλ ή ήταν ένας μύθος; -είπε ο ένας, ενώ έτρωγαν το πρωινό τους.
-Νομίζω, εξοχότατε, ότι ήταν πραγματικός, γιατί αν δεν ήταν, τότε για ποιον λόγο να υπάρχουν οι διάφορες γλώσσες πάνω στη γη!
-Επομένως υπήρξε και ο κατακλυσμός!
-Και ο κατακλυσμός υπήρξε, γιατί αν δεν είχε γίνει πώς θα μπορούσαν να υπάρχουν τα προκατακλυσμιαία θηρία; Και ακόμα περισσότερο που στα Νέα της Μόσχας γράφουν…
-Και δεν διαβάζουμε άλλο ένα φύλλο από τα Νέα της Μόσχας;
Θα βρουν το φύλο, θα καθίσουν στη σκιά, θα διαβάσουν από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο άρθρο, πώς έφαγαν στη Μόσχα, πώς έφαγαν στην Τούλα, πώς έφαγαν στην Πένζα, πώς έφαγαν στο Ριζάν, και κανείς δεν θα ζαλίζεται από την πείνα!

Ήταν για πολύ ήταν για λίγο, δεν ξέρω. Πάντως οι στρατηγοί βαρέθηκαν. Όλο και πιο συχνά θυμόντουσαν τις μαγείρισσες που είχαν εγκαταλείψει στο Πίτερμπουργκ και έκλαιγαν αθόρυβα.
-Τι να γίνεται τώρα στην Ποντιτσέσκαγια, εξοχότατε; -ρωτούσε ο ένας στρατηγός τον άλλο.
-Μην τα συζητάτε, εξοχότατε! Η καρδιά μου μαράζωσε! –απάντησε ο άλλος στρατηγός.
-Το σωστό σωστό, ούτε λόγος να γίνεται! Και όλοι ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να υπάρχουν γάτοι χωρίς γάτες! Και χωρίς τις στολές είναι κρίμα!
-Και είναι ακόμα πιο θλιβερό! Ιδιαιτέρως, αν δεις τι ράψιμο έχουν οι στολές στους ανώτερους βαθμούς: σου σαστίζει το μυαλό!
Και άρχισαν πάλι να ζορίζουν τον μουζίκο για να τους πάει στην Ποντιτσέσκαγια! Εντέλει αποδείχτηκε ότι αυτός την ήξερε, ότι φανταζόταν πως ήταν εκεί και έπινε μπυρόμελο που κυλούσε στα μουστάκια του, χωρίς να το γεύεται!
-Είμαστε από την Ποντιτσέσκαγια! -Καταχάρηκαν οι στρατηγοί.
-Κι εμένα με είδατε: έξω από το σπίτι κρέμεται ένας άνθρωπος, μέσα σε ένα κουτί με σχοινί, που χρωματίζει τον τοίχο ή περπατάει σαν τη μύγα στη σκεπή –μου μοιάζει ή μπορεί να είμαι κι εγώ! –απάντησε ο μουζίκος.
Και άρχισε να σπέρνει όσπρια για να τους ευχαριστήσει που τον λυπόνταν –αυτόν, το παράσιτο- και δεν σιχαίνονταν τους καρπούς της εργασίας του! Και μετά έφτιαξε ένα καράβι –όχι ακριβώς ένα καράβι αλλά ένα που θα μπορούσε να ταξιδέψει από τον ωκεανό μέχρι την Ποντιτσέσκαγια.
-Πρόσεχε, κανάγια, μπας και μας πνίξεις! –είπαν οι στρατηγοί, βλέποντας τη βάρκα να κουνιέται πάνω στα κύματα.
-Ηρεμήστε κύριοι στρατηγοί, δεν είναι η πρώτη φορά! –απάντησε ο μουζίκος και άρχισε να ετοιμάζεται για την αναχώρηση.
 Μάζεψε μαλακά φτερά κύκνου και τα σκόρπισε στον πάτο της βάρκας. Μετά ακούμπησε εκεί τους στρατηγούς και αφού έκανε τον σταυρό του ξεκίνησε. Τι τρόμο που πήραν οι στρατηγοί στη διάρκεια του ταξιδιού από την τρικυμία και από τους πολλούς ανέμους, πόσο θύμωσαν με τον μουζίκο για τον παρασιτισμό του –τόσο που δεν το χωράει ο νους. Όμως ο μουζίκος κωπηλατεί και ξανακωπηλατεί και τους τρέφει με ρέγγες.
Και να επιτέλους ο πατέρας Νέβας,  να το μεγάλο κανάλι Γιεκατερίνσκι, να η λεωφόρος Ποντιτσέσκαγια! Χάρηκαν οι μαγείρισσες βλέποντας πόσο καλοταϊσμένοι, άσπροι-άσπροι και χαρούμενοι ήταν οι στρατηγοί τους! Ήπιαν καφέ, έφαγαν ψωμάκια και φόρεσαν στολές. Πήγαν στο ταμείο και μάζεψαν μπόλικα λεφτά –τόσα που δεν το χωράει ο νους!
Όμως δεν ξέχασαν τον μουζίκο τους· του έστειλαν ένα σφηνάκι βότκα και μια ασημένια πεντάρα: ας χαρεί και ο μουζίκος!

Παραπομπές
1. Μεγάλος κεντρικός δρόμος του Πίτερμπουργκ.
2. Μεγάλο κανάλι του Πίτερμπουργκ που χύνεται στο δέλτα του Νέβα.
3. Μεγάλη εφημερίδα της Μόσχας.
4. Αριστερός παραπόταμος του Βόλγα και όλο μαζί πρώτος στίχος από του ποίημα του Ντερζάβιν Πρόσκληση σε γεύμα.
5. Ψάρι του γλυκού νερού.
6. Επίθετο που διατηρήθηκε και στη σοβιετική περίοδο, πολύ συχνά για τους αγρότες.