Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Μνήμη Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, μια αισθητική της απομόνωσης

του Δάνη Κουμασίδη

Μια αισθητική της απομόνωσης.
(ή αλλιώς ‘Προανάκριση για ένα σκοτωμένο κόσμο’)

Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

 

Ars Poetica –  ‘Ο Θάνατος του Μύρωνα’, 1960

Ήταν 6 Αυγούστου του 1996 –κανείς δε θα μάθει ποτέ την ακριβή ώρα του ‘θανάτου’ κάποιου που εξύμνησε το θάνατο όσο λίγοι… 3 μέρες μετά, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ένας από τους πιο αδικημένους ποιητές της ελληνικής γλώσσας βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του, σε ‘αρχόμενη αποσύνθεση’. Αδικημένος όχι επειδή πέθανε μόνος και ξεχασμένος. Κυρίως επειδή σχεδόν ποτέ δεν συγκαταλέγεται στους ‘κορυφαίους’, σε αυτό το ιδιόρρυθμο νήμα, σε αυτήν την τεχνικοποιημένη ιεραρχία ή στο index που έχει ο καθένας στο νου του. Εκτιμώ πως αυτό συμβαίνει με έναν παράδοξο τρόπο σχεδόν κατ’ επιλογήν του. Αυτή ακριβώς η στάση του επιτείνει την έξη μου να τον κατατάσσω στους 4-5 μεγαλύτερους που συνέθεσαν ποτέ (τουλάχιστον από αυτούς που έχω ‘συναντήσει’). Ο Ασλάνογλου υπήρξε σαφέστατα και με όλους τους τρόπους αποστασιοποιημένος, ολιγαρκής, σχεδόν λαθρόβιος. Κάποιος που πέρασε από τον Ντοστογιέφσκι, την αστική τάξη, τη γαλλική κουλτούρα, τα πανεπιστήμια και τελικά επέλεξε αυστηρά τη μοναχική τέχνη του λόγου. Η αποστασιοποίηση του –ποιητικά και ως στάση ζωής- μου δίνει την εντύπωση μιας μεγαλειώδους ιδιοσυγκρασίας και αξιοπρέπειας.
Ισχυρίζομαι ότι το σύμπαν του Ασλάνογλου συγκροτεί μια αισθητική της απομόνωσης. Πέραν της αποδεδειγμένης απομόνωσης ως επιλογή ζωής του εν λόγω ποιητή-  θα επιχειρήσουμε μια διερεύνηση ορισμένων διακείμενων αυτού του ισχυρισμού που φλερτάρουν με μια φιλοσοφική θεώρηση.  
Το κυρίαρχο στην ποίηση του Ασλάνογλου είναι η εικόνα. Η εικόνα ως παράσταση αποτελεί μορφή γνώσης. Ο ίδιος την ονομάζει τοπολατρία και τα ποιήματα του ποιήματα απουσίας, ενώ κάποια στιγμή ισχυρίζεται και μια απουσία του ερωτικού! Το αντικείμενο του έρωτος στον Ασλάνογλου παραμένει νεφελώδες, υπαινικτικό, ανεκπλήρωτο. Όταν το ανεκπλήρωτο παραμένει στην κατάσταση της επιθυμίας είναι βασανιστικό. Υπ’ αυτή την έννοια, ο ποιητής ανασυστήνει το ερωτικό μέσα από το φαντασιακό της απομόνωσης. Ο ίδιος σφύζει ενδεχομένως από την ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία αλλά έχει συμβιβαστεί με την απουσία του και τον συνεπαγόμενο πόνο. Το θαυμαστό στην περίπτωση αυτού του μυστηριώδους Θεσσαλονικιού είναι πως κατορθώνει σε πολλές περιπτώσεις να εικονοποιεί ή ακόμα και να τοπολατρεί, για να χρησιμοποιήσουμε τη δική του έκφραση, το συναίσθημα αβίαστα μέσω των λέξεων. Με τον ίδιο τρόπο που αναδεικνύει τον έρωτα και το πάθος ενώ ισχυρίζεται την απουσία τους. Άλλωστε και ο ίδιος αποτέλεσε κατά βάση μια απουσία, μια προσπάθεια να εικονοποιηθεί αυτή η απουσία μέσα από το Άλλο. Η εικόνα λοιπόν ως έρωτας. Ομολογώ πως πολλές φορές έχω αισθανθεί πως είδα μέσα από τα μάτια του την Περαία, την Επανομή ή το αεροδρόμιο Μίκρας…
Απόγνωση, μνήμη, πάθος, υπαινιγμός, στέρηση, ματαιότητα, αμετάδοτο, περιπλάνηση, προσμονή, θάνατος. Λέξεις-κλειδιά για πόρτες μονίμως σκουριασμένες. Οι στιγμές του Ασλάνογλου είναι ανεπανάληπτες. Προσωπικά έχω την εντύπωση ότι το βιωματικό της γραφής του υπερέχει ενός ενδιαφέροντος για τον καθεαυτό βίο του, τις πραγματολογικές λεπτομέρειες και πληροφορίες. Αυτό το άχρονο της εκφραστικότητας του ορίζει τελικά την τέχνη του ως ιδιαίτερη και ελκυστική. Το κρυπτικό και ομιχλώδες της γραφής… Η ασφυξία και το εφήμερο.
Ο Ασλάνογλου έχει αντιληφθεί ότι ο πόνος είναι συστατικό στοιχείο της ζωής. Διαπίστωση που ο ίδιος αναγνωρίζει σε ένα άλλο ποιητή από τον οποίο σαφώς επηρεάστηκε, τον Γιώργο Θέμελη. Είναι ίσως το μοναδικό σημείο όπου ο ποιητής προχωρά σε μια –ασυνείδητη- γενίκευση- ενώ το ίδιον του είναι η αφαίρεση. Η αφαιρετικότητα του φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε ο ίδιος να θεωρεί την ποίηση του συχνά αυτιστική, υπό την έννοια του μπερδέματος του πρώτου πρόσωπου με το δεύτερο. Εδώ θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μια εκτενή αναφορά διαφόρων ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων, θα προτιμήσουμε όμως την επισήμανση μιας παραλληλίας με την οξυδερκή παρατήρηση των Ντελέζ-Γκουαταρί στο Τι είναι Φιλοσοφία. Απέναντι στο ερώτημα σε τι ακριβώς έγκειται η θέση του άλλου, η εναρκτήρια θέση για τους δύο φιλοσόφους αναφέρει πως ο άλλος δεν είναι κανένας, ούτε υποκείμενο, ούτε αντικείμενο. Ο Ασλάνογλου κείται και συνάμα υπερίπταται των ποιημάτων του με αυτόν ακριβώς τον τρόπο: Σαν να ο ίδιος να μην είναι ούτε το υποκείμενο ούτε το αντικείμενό τους –παρά μόνο μια βασανιστική εμπλοκή μεταξύ των δύο. Από την άποψη αυτή, συγκροτείται μια μη συνεκτική αλυσίδα: ο κόσμος, στον οποίο ο ίδιος εγκαταβιώνει όντας πλήρως αποξενωμένος από αυτόν, οι εικόνες και η αυθόρμητη προσπάθεια του ίδιου να τις περιγράψει. Ουσιαστικά συναντά μια διάθλασή των εικόνων καταλήγοντας σε έναν θρήνο τους. Μια διαδικασία σισύφεια αλλά με τόσο γοητευτικά αποτελέσματα. Η απάντησή του σε αυτόν τον δύσκολο κόσμο είναι η εκλέπτυνση και ο, καλώς εννοούμενος, ελιτισμός.
Σε τεχνικό επίπεδο, η μη επιτηδευμένη άνεση με την οποία κινείται μεταξύ συμβολισμού και ρεαλισμού είναι εντυπωσιακή. Η αφήγηση του δεν είναι γραμμική, αλλά, όπως προαναφέραμε, είναι σαφώς αφαιρετική κι ενίοτε κινείται στα όρια της εκμηδενιστικής –λέξη που χρησιμοποιεί συχνά κι ο ίδιος. Σπανίως συναντάμε μια τέτοια συνάρτηση λιτότητας της γραφής και πυκνότητας στα νοήματα και στις εικόνες. Η νοσταλγία και η μνήμη περιπλέκονται: η νοσταλγία δεν είναι απαραίτητα θετικά φορτισμένη και η μνήμη αρνητική. Η μνήμη είναι πάνω απ’ όλα εύθραυστη και ποιητική – ποιητική εδώ με την τυπική σημασία της λέξης, αναδομητική. Στην ποίηση του είναι σχεδόν πάντα φθινόπωρο: ακόμα και στις ενότητες Ποιήματα για ένα καλοκαίρι και Ποιήματα της τελευταίας Άνοιξης. Δεν πρόκειται προφανώς για άσκηση ύφους, αλλά για μια ασυνείδητη διεργασία αυτογνωσίας του ίδιου του Ασλάνογλου. Η λυρικότητα είναι φύση του: η ποιητική του παραγωγή είναι μια σειρά συνεχόμενων πυροβολισμών υπαρξιακού περιεχομένου. Οι δρόμοι είναι μοναχικοί, μουσκεμένοι και αδιέξοδοι, τα σπίτια βουβά και σκονισμένα. Το αστικό τοπίο είναι εκφυλισμένο και βαρετό, και όμως παρ’ όλα αυτά γίνεται η αφορμή για μια ποίηση σαγηνευτική.
Η φόρτιση των λέξεων στον Ασλάνογλου συμβιώνει με τις εικόνες, όπως ακριβώς συμβιώνει η φθορά με το ερωτικό. Αυτή είναι ακριβώς κατ’ εμέ και η αιτία των –λεγόμενων- συνεχών μεταβολών και αντιμεταθέσεων που επέφερε στα ποιήματα του ως την τελική τους μορφή: μια μάχη, μια ρευστότητα και μια συνεχής διερώτηση. Σε αυτή τη διαδικασία, κάθε απώλεια είναι ένα βήμα πιο κοντά στην απομόνωση… Μια ελάσσονα εξιλέωση αποτελεί το υγρό στοιχείο: η συχνές – σχεδόν ανεπαίσθητες—αναφορές στη θάλασσα και στα πάρεργά της εμφανίζονται σαν το θετικό Άλλο. Ενδεχομένως να αποτελεί το μόνο μη θνησιγενές στοιχείο στην ποίηση του.
Ο αρνητισμός και η απομόνωση είναι οι σύμμαχοί του σε πολλές περιπτώσεις, όπως και η πίκρα, το αντίξοο και η απελπισία. Θα τη χαρακτήριζα μια αδιέξοδη προσμονή. Η συρρίκνωση αυτής της προσμονής είναι το αντίστροφο μιας φυγής που δεν συντελείται ποτέ… Ο αναχωρητισμός του είναι μια έκπτωση: την ίδια μοίρα – της έκπτωσης, της εξαφάνισης, του θανάτου ή του φανταστικού ακολουθούν και τα περισσότερα πρόσωπα, υπαρκτά ή μη, που εμφανίζονται στα ποιήματά του.  

   ‘Ευτυχώς απέτυχα’. Στο βίντεο που υπάρχει ανηρτημένο στο διαδίκτυο (http://www.nnet.gr/aslanoglou/aslanoglouindex.htm?aslanoglouPages/aslanogloumain.htm) ο Ασλάνογλου αναφέρει: «βλέποντας έναν ετερόκλιτο κόσμο, θα τον ήθελες τελείως ομοιόμορφο. Μόνο εσύ αισθάνεσαι αλλιώτικος, μοναδικός. Διακρίνεσαι, διαπρέπεις, θριαμβεύεις - μόνος σου…». Η απομόνωση είναι επιλογή. Το ομολογεί κι ο ίδιος: «Οι ποιητές παντού είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι ριζοσπάστες, αρνητές, υπενθυμίζουν την πλήξη που φέρουν όλοι όσοι έχουν αφεθεί στην καθημερινότητα...»
Ο Ασλάνογλου επιτυγχάνει τις μεταβάσεις από το σολιψισμό στο μεγαλείο του καθολικού με έναν τρόπο συναρπαστικό. Το ποίημα που παρέθεσα στην αρχή είναι χαρακτηριστικό δείγμα πολιτικών συνδηλώσεων μέσω μιας αισθητικής της δημιουργίας –αλλά και της απομόνωσης εφόσον πάντα εκκινεί από αυτήν. Η σύγκρουση εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου (του όλου με τη μονάδα θα το σχηματοποιούσα φιλοσοφικά) είναι κατά τον ίδιο η γενεσιουργός αιτία της ποίησης, με μέσο τον ιδιαίτερο ψυχισμό του υποκειμένου – εν προκειμένω του ποιητή. Ο ‘Δύσκολος Θάνατος’ αποτελεί μια εξαιρετική αμφί-μετωνυμία: Κατορθώνει μέσω ενός εκφραστικού σχήματος να αναδείξει τη ‘δυσκολία’ του θανάτου και της ζωής ως σφιχτά εναγκαλισμένων καταστάσεων. Οι περιδιαβάσεις του στον κόσμο, από τα εγγύτερα της Θεσσαλονίκης μέχρι τις αρχαίες συριακές πόλεις δεν είναι παρά απατηλές έξοδοι και στο βάθος επιβεβαιώσεις της μοναξιάς του. Ο Ασλάνογλου  μέσω της ιδιαίτερης απομόνωσης του, καταλήγει στη συγκρότησή μιας αισθητικής της απομόνωσης, μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας εικονοποιήσεων της. Πρόκειται για τη συγκρότηση μιας αισθητικής της απομόνωσης –αρκετά κοντά στις νιτσεϊκές ιδέες- καθώς ο ίδιος έχει ήδη βιώσει τη συντριβή του ερωτικού και του ανθρωπολογικού. Μοιάζει να προσπαθεί να συλλάβει τις παρηχήσεις του αφανισμού του. Η υποτονικοτητά του κλυδωνίζει τις βεβαιότητες, τις κοινοτυπίες. Αυτή η αισθητική της απομόνωσης συγκεφαλαιώνει την αμηχανία του απέναντι στον κόσμο, τα συμβάντα, τις εικόνες. Η γραφή και τα κίνητρά του  εξακολουθούν να εγείρουν ένα παλιό ερώτημα: υπήρξαν πολλοί ποιητές, φιλόσοφοι ή εικαστικοί που δεν φανερώθηκαν ποτέ; Και αν, πόσοι, σε ποιες εποχές και κυρίως τι είχαν να μας πουν;
Ο Ασλάνογλου, όπως κι ο Αναγνωστάκης, ήταν από τους λίγους ποιητές της Θεσσαλονίκης που τελικά την εγκατέλειψαν. Αυτή η πόλη σε διώχνει ακριβώς επειδή ξέρει πως πάντα θα επιστρέφεις… Η οριστική του έκδοση – ‘Ο Δύσκολος Θάνατος’ (Νεφέλη, 2007),  περιλαμβάνει τις 7 ποιητικές του ενότητες (λείπουν μόνο 23 ποιήματα από τις πρώτες εκδόσεις) και αποτελεί κάτι παραπάνω από έναν ακόμη τόμο στη βιβλιοθήκη μας. Είναι μια εμπράγματη υπόμνηση όλων αυτών που ήθελε να μας πει… Ο Γιώργος Βαϊκάλης έχει αντιληφθεί πλήρως το πνεύμα του: «Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου έφυγε όπως έζησε, μες την απομόνωση και τη μοναξιά. Τον βρήκαν νεκρό στο κρεβάτι του, σε κατάσταση αποσύνθεσης: ο θάνατός του ήταν -δίχως άλλο- υπόθεση του ενός»…
 
ΥστεροφημίαΕίπες, κάποτε αυτά τα ποιήματα θ' αγαπηθούν πολύ
θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι.
Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη
θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις.
Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν
ή θα ταφούν σε ανήλια σπουδαστήρια - κι είπες πάλι
ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει

Ο Ιορδάνης (Δάνης) Κουμασίδης είναι υπ. Διδάκτορας φιλοσοφίας σε θέματα πολιτικής φιλοσοφίας και αισθητικής στο Α.Π.Θ. Έχει εκδώσει το αφήγημα ‘Ερωτικό Παραλήρημα’ (Λογείον, 2010), την πραγματεία ‘Jean-Luc Godard – Ιloge De L’ Amour’ (υπό έκδοση), μεταφράσεις φιλοσοφικών έργων, πλήθος βιβλιοκρισιών όπως και άρθρων φιλοσοφικού, πολιτικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος.