Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Μιχάλης Κατσαρός, ο τελευταίος πρίγκηπας

του Απόστολου Θηβαίου

«Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος»
«Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θʼ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θʼ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.»

(«Κατά Σαδδουκαίων», Μιχάλης Κατσαρός, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.)

Κάποιος μου είπε να διαβάσω τους στίχους του. Κάποιος μου είπε να ακούσω τη φωνή του, τη φωνή ενός νεκρού που ζει πεισματικά πάντα πίσω από το θόρυβο της πόλης. Ο Μιχάλης Κατσαρός δεν ήταν παρά ένας πρίγκιπας. Μια ισχυρή κραυγή απέναντι στις προδοσίες της ιστορίας, εμπρός στην αδιαφορία ενός λαού που ξέχασε και έτσι πορεύεται στους καιρούς. Οι στίχοι του έσπασαν τα κρύσταλλα των ματιών, ακούστηκαν στην ανήσυχη πλατεία με τις σκισμένες ανακοινώσεις και τους αλλόκοτους ανθρώπους. Οι στίχοι του προφητικοί. Φώναξαν, προειδοποίησαν, στράφηκαν εναντίον όλων εκείνων των «φυλών» που κατά καιρούς ανέλαβαν την εξουσία, υψώνοντας κορώνες θρησκευτικές, άλλοτε πατριωτικές. Πάντα όμως άδειες λέξεις, σαν τα άδεια μάτια των ανθρώπων στις εφήμερες στάσεις των αστικών συγκοινωνιών. Ο Μιχάλης Κατσαρός στράφηκε με μήνη εναντίον όλων εκείνων που αδιαφορούν. Και κατάφερε, δίχως αμφιβολία να ταράξει τα ήρεμα βράδια τους, τα αρχαιολογικά πρωινά τους. Κατάφερε να αποκαλύψει τα ψεύδη των περίφημων, υψηλά ισταμένων, εκείνων που δεν έχουν τίποτα το ανθρώπινο, παρά μια δερμάτινη στολή.

«…Πίσω απὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.»

(«Θα σας περιμένω», «Κατά Σαδδουκαίων».)

Ο Μιχάλης Κατσαρός, με πρόσωπο αυλακωμένο, τσαλακωμένο από αγώνες και κακουχίες, τόλμησε να επιφορτιστεί με τον τίτλο του «στερνού μας προφήτη.» Το έπραξε δίχως φόβο και μίλησε με θυμό και ειρωνεία για τους αστούς, για τις χάρτινες ζωές τους, για τους «μάταιους θορύβους και τις επίσημες τυμπανοκρουσίες.»

Μην περιμένεις υψηλά νοήματα και λέξεις ποιητικές, σαν εκείνες που πεθαίνουν έπειτα από τα χειροκροτήματα στις σάπιες, λογοτεχνικές αίθουσες. Μην αναμένεις περίφημες δηλώσεις. Άνοιξε μόνο τα φλεγόμενα παράθυρα της συνείδησής σου, της όρθιας συνείδησης και χαμήλωσε το πρόσωπο στις αιμάτινες υποδείξεις του. Για το Μιχάλη Κατσαρό ο άνθρωπος συνιστά το δραπέτη, εκείνον που διστάζει ή απλά δεν καταφέρνει να ορθώσει το ανάστημά του στις εποχές και τα καλέσματα. Αυτός ο ίδιος άνθρωπος είναι όμως ταυτόχρονα και η πιο σπουδαία ελπίδα του ποιητή.

Ο Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998) γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε για πολλά χρόνια σε δύσκολες συνθήκες, ασκώντας διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Θεμέλιο" (1947), "Ποιητική Τέχνη", "Τα Νέα Ελληνικά", "Αθηναϊκά Γράμματα" και "Στόχος" (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό "Σύστημα", όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος "Το Μπαρμπερίνικο καράβι" στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Tον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα "Βγενιώ" στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μεσολόγγι". Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Μεσολόγγι", 1949, "Κατά Σαδδουκαίων", 1953, "Οροπέδιο", 1956, "Σύγγραμμα", 1975, "Πρόβα και ωδές", 1975, "Ενδύματα", 1977, "Αλφαβητάριο - ποιήματα Α-Ω", 1978, "Ονόματα", 1980, "3Μ+3Μ=6Μ", 1981, "4 μαζινό", 1982, "Μείον ωά", 1985, "Ο πατέρας του ποιητή", 1987, "Κορέκτ, φόβος του ποιητή", 1996, "Εννέα το επτά", 1997, τα δοκίμια "Πας-Λακίς Michelet", 1973, "Σύγχρονες μπροσούρες", 1977-78, "Αυτοκρατορική πραγματικότητα", 1995, "Το κράτος εργοδότης", 1996, και το μυθιστόρημα "Οι συλλέκται της Μονόχρα", 1980. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο και Α. Κουνάδη. Το "Κατά Σαδδουκαίων" παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο "Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ", στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τους ποιητές Μπρεχτ, Χο Τσι Μινχ και Παντίλα). Πέθανε στην Αθήνα.