Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Μιγέλ ντε Ουναμούνο [μτφρ.]: Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας / Η θεία Τούλα

 

Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας / Η θεία Τούλα, νουβέλες, Μιγέλ ντε Ουναμούνο, μτφρ. Τάσος Ψάρρης, Εκδόσεις Vakxikon.gr 2014

Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας

«Το πρόσωπο της αλήθειας είναι φρικτό. Ποιο είναι το καθήκον μας; Να κρύψουμε την αλήθεια από τον κόσμο. Έτσι είναι η ζωή. Χωρίς την εξαπάτηση, ο φουκαράς δεν θα είχε το κουράγιο και το σθένος να ζήσει. Αν ήξερε την αλήθεια, δεν θα μπορούσε, δεν θα ήθελε να ζήσει. Ο κόσμος έχει ανάγκη από μύθους, από ψευδαισθήσεις, έχει ανάγκη να εξαπατηθεί. Αυτό τον κρατάει στη ζωή… Μόλις έγραψα ένα βιβλίο πάνω σ’ αυτό το θέμα».

Ο Ουναμούνο σηκώθηκε, πήγε στη βιβλιοθήκη του, πήρε ένα βιβλίο και το έδωσε στον Νίκο Καζαντζάκη.

«Διαβάστε το. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος έχει χάσει την πίστη του αλλά συνεχίζει να προσπαθεί να μεταδώσει στους άλλους την πίστη που έχει χάσει. Γιατί ξέρει ότι χωρίς πίστη, χωρίς ελπίδα, ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει».

Αυτά τα λόγια του Ουναμούνο προς τον Καζαντζάκη, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης που έδωσε στον τελευταίο λίγο πριν πεθάνει, αποτελούν το κεντρικό μοτίβο του Αγίου Μανουήλ του Μάρτυρα, έργου που θεωρείται η πνευματική παρακαταθήκη του Ισπανού συγγραφέα. Πίστη στη ζωή κι όχι στη θρησκεία, ή έστω πίστη στη θρησκεία για χάρη της ζωής, πίστη στη χαρά της ζωής η οποία είναι απεξαρτημένη από τη μία και μοναδική πραγματικότητα, από την πραγματικότητα που στερεί την ελπίδα και σκοτώνει.

Στον Άγιο Μανουήλ οι –ισόβιες‒ φιλοσοφικές, θρησκευτικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του Ουναμούνο συγκεντρώνονται στην έννοια της αμφιβολίας. Αυτή η έννοια δεν είναι αφηρημένη, ούτε προσωπική: ο δον Μανουήλ, παρ’ ότι αποκομμένος από τον Θεό, βρίσκεται πολύ κοντά στον άνθρωπο, είναι ο άνθρωπος, αντιπροσωπεύει το απλό, μεμονωμένο ον, το ον με σάρκα και οστά, «το εγώ που αισθάνεται και υποφέρει»,  που ξέρει ότι είναι ατελές και θνητό, και που οφείλει να βρει παρηγοριά στη ζωή και συμφιλίωση με τον θάνατο. Η συνύπαρξη –και ο συναγωνισμός, θα έλεγε κανείς– ζωής και θανάτου αποτελούν το τεντωμένο σχοινί στο οποίο κινούμαστε και που όσο δεν συνειδητοποιούμε τις αντοχές του, κινδυνεύουμε να βυθιστούμε στην αιώνια τυραννία.

Στον Άγιο Μανουήλ, ο μύθος θριαμβεύει έναντι της αλήθειας. Η ζωή μιας ολόκληρης κοινότητας κυλάει γαλήνια χάρη σε μια ευεργετική, ζωογόνα ψευδαίσθηση. Ο δον Μανουήλ δεν ασπάζεται τη θρησκευτική πίστη, αλλά την ανάγκη να την κρατήσει ζωντανή στη συνείδηση των συνανθρώπων του. Ζωή χωρίς πίστη είναι ζωή μοναχική, επώδυνη και βασανιστική, μας λέει ο Ουναμούνο, παρ’ ότι η πίστη, κυρίως η θρησκευτική, είναι εν πολλοίς απατηλή. Θεοσέβαστα αιρετικός, ο Ουναμούνο θίγει τον ρόλο του μύθου στη χριστιανική –και όχι μόνο– θρησκεία, την επίδραση των προσωπικών μαρτυριών ανθρώπων που έζησαν ή που άκουσαν για άλλους ανθρώπους, και οι οποίοι, «ενσωματώνοντας τα δικά τους συναισθήματα στην αφήγηση» διαμορφώνουν συνειδήσεις και κάνουν τους άλλους ευτυχισμένους. «Πόσο αληθινή είναι η ζωή μας;», είναι το βασικό ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας. «Καθόλου», απαντάει με την υποβλητική φωνή του ο άγιος Μανουήλ, αν δεν τη ζούμε οι ίδιοι, αν τη θυσιάζουμε για το οποιοδήποτε αμφιλεγόμενο ιδανικό, έστω κι αν αυτό ονομάζεται Θεός.

[...]

Η θεία Τούλα

Η Θεία Τούλα αποτελεί τυπικό παράδειγμα nivola, του λογοτεχνικού μορφώματος που επινόησε ‒περισσότερο στα πλαίσια της γενικής τάσης του για διαφοροποίηση, παρά ως ένα νέο λογοτεχνικό είδος‒ ο Ουναμούνο. Θεωρείται σύνθετο και βαθύ έργο, και για αυτό η κριτική έχει σταθεί σχεδόν αμήχανη απέναντί του. Ο Ουναμούνο, όμως, δεν έγραφε βιβλία που διατράνωναν τις εννοιολογικές τους επισημάνσεις, αλλά που βοηθούσαν τον ίδιο να καταλάβει τον εαυτό του και τους άλλους, να ανοίξει τα μάτια του σε επικράτειες της ύπαρξης όπου «δεν φτάνει κανένα φως». Όπως λέει κι ο ίδιος, στον πρόλογο της Θείας Τούλας:

«Εδώ, σε τούτο το μυθιστόρημα, επιχείρησα να αναδιφήσω σε κάποια υπόγεια και μπουντρούμια της ψυχής, εκεί όπου στους περισσότερους θνητούς δεν αρέσει να κατεβαίνουν».

Πράγματι, σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ο Ουναμούνο αναδιφά στα μπουντρούμια της ανθρώπινης ψυχής, και κυρίως της γυναίκειας ψυχής, της μητρικής ψυχής, θίγοντας το ανθρωπολογικό φαινόμενο της γυναικαδελφογαμίας. Σύμφωνα με αυτό, ο σύζυγος έχει συζυγικά ή σεξουαλικά δικαιώματα επί της ανύπαντρης αδελφής της συζύγου του σε περίπτωση θανάτου της τελευταίας. Κινητήριος μοχλός αυτής της εξερεύνησης είναι ο ερωτισμός, τον οποίο ο Ουναμούνο χρησιμοποιεί για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, αν και συνήθως με συγκαλυμμένο τρόπο. Μέσω του ερωτισμού, ο συγγραφέας αναζητά το πώς και το γιατί μπορούν τα ανθρώπινα συναισθήματα να οδηγήσουν στην κατάργηση των νόμιμων υπαρξιακών οδών, ή, αν το δει κανείς από διαφορετική σκοπιά, στη διεύρυνσή τους. Τα όρια της ανθρώπινης φύσης μεγαλώνουν, τανύζονται, επεκτείνονται, οδηγώντας στη δημιουργική καταστροφή, στην καταστροφική δημιουργία (για να χρησιμοποιήσουμε ένα απ’ αυτά τα λεκτικά παιχνίδια που τόσο αρέσουν στον συγγραφέα), φαινομενικά λυτρώνοντας, αλλά ουσιαστικά καταδικάζοντας. Η τελική καταδίκη, κατά τον Ουναμούνο, μπορεί και να ισοδυναμεί με λύτρωση όταν συνοδεύεται από ψυχική και πνευματική κάθαρση. Μια κάθαρση που η θεία Τούλα αγωνίζεται να επιτύχει.

Σε μια κοινωνία όπου το προσδόκιμο ζωής είναι λιγότερο από 35 χρόνια, το χαμηλότερο της Ευρώπης, ο Ουναμούνο αποτίει φόρο τιμής στη μητρότητα, επιχειρώντας να τη συγκεράσει με κάτι διαμετρικά αντίθετο, την παρθενικότητα. Η θεία Τούλα είναι η άσπιλος δάμαλις που αποκτά «ένα κάρο παιδιά» χωρίς να κηλιδώσει τη μοναχική της κλίνη, χωρίς να προδώσει τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις, τις οποίες τηρεί με μια ιδιότυπη ευλάβεια που ξαφνιάζει ακόμα και τους εκπροσώπους τις εκκλησίας, στους οποίους απευθύνεται για εξομολόγηση. Γιατί, για την ίδια, η θρησκεία δεν είναι διαμπερής, αλλά στεγανή, δεσποτική, ταυτίζεται με τη θυσία. «Πιστεύω» σημαίνει «θυσιάζομαι» και «θυσιάζω», σημαίνει «συμμετέχω σε μια θυσιαστική πράξη στην οποία είμαι και θυσιαστής και θύμα». Κι αυτό είναι ξεκάθαρο στο κείμενο.

Το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 1902 και είχε προσωρινό τίτλο Η θεία. Σε μια επιστολή του προς έναν φίλο του στις 3 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο συγγραφέας εκφράζει την πρόθεσή του να γράψει «την ιστορία μιας κοπέλας που απορρίπτει προτάσεις γάμου και μένει γεροντοκόρη για να μεγαλώσει τα παιδιά της αδελφής της». Στην ίδια επιστολή, ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι το έργο βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Ο Ουναμούνο έκανε αρκετές αναθεωρήσεις μέχρι να καταλήξει στην τελική μορφή που παρουσιάζεται σ’ αυτή την έκδοση. Οι τελευταίες προσθήκες έγιναν το 1921, χρονιά κατά την οποία σε πολλές χώρες οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου.

[...]