Top menu

Μήνας Νέων Συγγραφέων στη Θεσσαλονίκη

To Περιοδικό Γραμμάτων & Τεχνών Vakxikon.gr παρουσιάζει τον "Μήνα Νέων Συγγραφέων στη Θεσσαλονίκη”, σε συνεργασία με την ομάδα Βακχικονίκη, και με συντονιστή τον Ιορδάνη Κουμασίδη. Οι λογοτεχνικές συναντήσεις θα πραγματοποιηθούν στο μπαρ Φλου, Νικηφόρου Φωκά 9, Λευκός Πύργος.

 



Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου, 19.30
Θα μιλήσουν οι Πάνος Μανάφης και Αναστασία Γκίτση. Συντονίζει η δημοσιογράφος Παυλίνα Εξαδακτύλου. Παρουσιάζονται:
Eυτυχία Παναγιώτου
σας δίνει το ελεύθερο
σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.
και πυροβολούν αλύπητα.
κανείς δεν με βρίσκει.

εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
-κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα-
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.

εγώ όμως ζω
-χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.

σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.

κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;

μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.

(από την ποιητική συλλογή Μαύρη Μωραλίνα, Εκδόσεις Κέδρος, 2010)

Η Ευτυχία Παναγιώτου έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές μέγας κηπουρός (Εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007) και Μαύρη Μωραλίνα (Εκδόσεις Κέδρος, 2010). Κι έχει μεταφράσει τα Ερωτικά ποιήματα της Ανν Σέξτον (Εκδόσεις Μελάνι, 2010).*

Βαγγέλης Μπέκας

Όχι, δεν βρέθηκα στο τμήμα γιατί έκλεψα. Ούτε φυσικά γιατί αφαίρεσα κάποιου τη ζωή. Μπορεί να γράφω ιστορίες που αφορούν εγκλήματα, αλλά στη ζωή, παρότι τολμηρός, είμαι ήρεμος και ίχνος εμπάθειας δεν έχω κανένα.

Όλα ξεκίνησαν ενώ έκανα την καθιερωμένη βόλτα μου στην Ερμού, παρατηρώντας τους περαστικούς φορτωμένους με ψώνια. Όχι, όχι, εγώ δεν ακολουθώ το παράδειγμά τους. Αφού το πορτοφόλι μου λιμοκτονεί. Δεν είναι θέμα οικονομικής κρίσης, αλλά επαγγέλματος.  Η γυναίκα μου αντιμετωπίζει με κατανόηση την οικονομική μου στενότητα. Εξάλλου, έχω εξασφαλίσει την ψυχαγωγία της. Γράφω περιστασιακά σε ένα περιοδικό για κινηματογράφο −χωρίς, βέβαια, να πληρώνομαι− οπότε μπορώ να της προσφέρω δωρεάν τις καλύτερες ταινίες στις δημοσιογραφικές προβολές.Και στις ποιητικές βραδιές περνάμε περίφημα. Ειδικά όταν οι απαγγελίες σταματήσουν και πλησιάσουμε επιτέλους στον μπουφέ.

Παρατηρώντας τα τεκταινόμενα στην Ερμού, αναθεμάτιζα τη μοίρα μου που δεν με έκανε ινδιάνο με φτερά στο κεφάλι ή δεν μου ’μαθε βιολί να κερδίζω τη συμπάθεια των περαστικών με τη δεξιοτεχνία μου. Που ούτε ένα πόδι δεν μου ’κοψε σε ναρκοπέδιο συνόρων, ώστε να γίνω ένας καθωσπρέπει ζητιάνος.
Απεναντίας με έκανε συγγραφέα. Και μάλιστα συγγραφέα ποιοτικών βιβλίων. Μπορεί να μη με πιστεύετε, βλέποντάς με σε αυτή την κατάσταση, αλλά έχω γράψει πέντε μυθιστορήματα. Μάλιστα, ένα από αυτά βραβεύτηκε από κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό.
Οι κριτικοί με έχουνε καλομάθει. Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει αρνητική κριτική για το έργο μου, πέρα από δυο τρεις εξαιρέσεις, που δεν τις έλεγες κριτικές μα λιβέλους. Παρ’ όλα αυτά ποτέ μου δεν κατάφερα να πουλήσω πάνω από 3.000 αντίτυπα. Βγάζοντας ένα βιβλίο το χρόνο, μου αναλογούν  γύρω στα 5.000 € που δεν φτάνουν ούτε για το νοίκι.
Δεν το κρύβω πως έχω προσπαθήσει να γράψω και ροζ λογοτεχνία, με ψευδώνυμο, αλλά το χειρόγραφό μου απορρίφθηκε. Κανείς δεν ξεγελιέται τόσο εύκολα. Πρέπει να το ’χεις στο αίμα σου.
Ήμουν, λοιπόν, απελπισμένος. Πρέπει να καταλάβετε, Α-Π-Ε-Λ-Π-Ι-Σ-Μ-Ε-Ν-Ο-Σ. Στην αρχή δεν μου πέρασε από το μυαλό, παρότι παρατηρούσα συχνά όλους αυτούς τους τύπους που έστεκαν στον πεζόδρομο ντυμένοι άγγελοι, Άραβες, νεράιδες ή πολεμιστές να ζητούν τον οβολό μας. Μονάχα όταν τους πλησίασα και διαπίστωσα ότι κάποιοι εξ αυτών δεν ήταν απλώς ξεπεσμένοι ηθοποιοί, μα μαυριδερότατοι μετανάστες που είχαν βάψει το πρόσωπό τους λευκό για να παραπλανήσουν ακόμη και τους πιο ακραίους εθνικόφρονες.
Σήκωσα το χέρι και χάιδεψα το πιγούνι μου. Γιατί να μην το έκανα κι εγώ; Ποιος θα με καταλάβαινε; Θα έβαφα το πρόσωπό μου, θα φόραγα κελεμπία και θα κρατούσα ένα λουλούδι στο χέρι για να δείχνω ρομαντικός.
Το επόμενο κιόλας πρωί έβαλα μπρος το σχέδιό μου. Τη φοβόμουν, βέβαια, την Ερμού, καθώς σύχναζαν αρκετοί γνωστοί. Ήταν, όμως, η πιο επικερδής πιάτσα που μπορούσα να φανταστώ. Πουθενά αλλού δεν είχα δει τόσα χαρούμενα πρόσωπα. Τις χρειάζεται τις γελαστές φάτσες η ζητιανιά.
Πρέπει να ήταν γύρω στις 10 το πρωί όταν κάθισα στο πόστο μου. Μαζί μου είχα ένα μισόλιτρο τσίπουρο, το οποίο είχα σχεδόν τελειώσει μέχρι να φτάσω.
Και νά σου τα σαλαμαλέκουμ. Και νά σου τα καραγκιοζιλίκια. Γύρω μου μαζεύτηκε κόσμος, κόσμος πολύς − αναθάρρησα. Το τενεκεδάκι μου γέμισε κέρματα. Αν συνέχιζα με αυτό το ρυθμό, σε λίγο θα ξεπερνούσα και την αμοιβή που είχα πάρει κάποτε από μια εφημερίδα για να γράψω ένα διήγημα με τίτλο «Επιστροφή στην κόλαση».
Σύντομα θα ζούσα την πραγματική κόλαση.
Δεν τον είχα προσέξει αμέσως, πρέπει να βρισκόταν αρκετή ώρα εκεί. Στεκόταν χαμογελαστός ανάμεσα στο πλήθος που με χάζευε, παρέα με τη μικρή του κόρη. Τι ύφος, τι στιλ! Αληθινός αριστοκράτης ─ο εκδότης μου.
Φορούσε ένα πανάκριβο παλτό (προσωπικά θα προτιμούσα ένα σαν εκείνο του Τζωρτζ Γκρημπ στο «Αναζητώντας τον κ. Γκρην») και καινούργια γυαλιά ηλίου, ενώ η κόρη του, με κάτι παρδαλά πιαστράκια στα μαλλιά, κρατούσε πλαστικές τσάντες των πιο ακριβών καταστημάτων του κέντρου.
Παρόλο που ήμουν βέβαιος ότι η λευκή βαφή έκρυβε την όψη μου, είχα σχεδόν παραλύσει. Ειδικά όταν η κόρη του πλησίασε και μου έριξε ένα 50λεπτο μέσα στο τενεκεδάκι, σχεδόν κατουρήθηκα πάνω μου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σε λίγο άκουσα τον εκδότη μου να λέει:
«Κοίτα να δεις μερικές συμπτώσεις!»
Γυρίζοντας προς τα κει, είδα τον πρόεδρο της επιτροπής κρατικών βραβείων συνοδευόμενο από τον μεγαλύτερο σταρ της λογοτεχνικής κριτικής, να τον πλησιάζουν.
Ο εκδότης μου τους μιλούσε πρόσχαρα κι εκείνοι έδειχναν ιδιαίτερα ευδιάθετοι. Ίσως να τους έλεγε για το τελευταίο μου βιβλίο, το πιο αδικημένο από όλα. Ναι, ακριβώς αυτό πρέπει να τους έλεγε. Άξιζε σίγουρα το κρατικό βραβείο. Το κρατικό βραβείο θα με έβγαζε από τη δύσκολη θέση.
Τότε, όμως, έφτασε το παρατεταμένο σφύριγμα και οι τρομαγμένες φωνές. «Police, Police!» ούρλιαξε κάποιος μαύρος ξερακιανός και σχεδόν αμέσως οι μετανάστες που βρίσκονταν δίπλα μου φόρτωσαν την πραμάτεια τους στον ώμο και το ’βαλαν στα πόδια. Άρπαξα τα κέρματα απ’ το τενεκεδάκι και τους ακολούθησα δίχως δεύτερη σκέψη, φορώντας την κατάλευκη κελεμπία μου που με δυσκόλευε.
Πέρασα τρέχοντας έξω από το Public, τον Ελευθερουδάκη, τον Ιανό, τον Παπασωτηρίου, την Πολιτεία, όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Γεμάτα βιβλιοφάγους, πωλητές, βιβλία και χρήμα που έρεε άφθονο. Τόσος πολύς κόσμος να ζει από το βιβλίο κι εγώ, που βγάζω με πόνο τον καρπό απ’ τη γη, να έχω πίσω μου έναν αστυνομικό να με κυνηγά λυσσαλέα.
Αποφάσισα να στρίψω προς τα Εξάρχεια. Δεξιά κι αριστερά στην πορεία μου εκδοτικοί οίκοι, βιβλιοκαφέ και τυπογραφεία, έσφυζαν από ζωή και δημιουργικό οργασμό, ενώ εγώ συνέχιζα να τρέχω για να σωθώ από τον υπερβάλλοντα ζήλο εκείνου του μπάτσου. Θα με είχε περάσει για μετανάστη, ο ηλίθιος.
Κάπου λοιπόν στη δαιδαλώδη βιομηχανία του βιβλίου των Αθηνών, η κελεμπία μου πιάστηκε σε μια γωνιά και σωριάστηκα στην άσφαλτο, ακριβώς έξω από την Πρωτοπορία.
Ήθελα να φωνάξω:
«Κάνετε λάθος, δεν είμαι μετανάστης, συγγραφέας είμαι, συγγραφέας!»
Τότε, όμως, πρόσεξα μέσα από την τζαμαρία του βιβλιοπωλείου την ταμία να τοποθετεί το τελευταίο μου βιβλίο σε μια πλαστική σακούλα και να χτυπά την απόδειξη στην ταμειακή μηχανή. Ντράπηκα. Ήταν κι όλα εκείνα τα βλέμματα των βιβλιόφιλων, που είχαν βγει έξω και με κοίταζαν.
Ευτυχώς, δεν με αναγνώρισαν. Παρ’ όλα αυτά προσπάθησαν να πείσουν τον λαχανιασμένο αστυνομικό να με αφήσει, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος και με έσυρε στο τμήμα σαν να ’μουν κανένας εγκληματίας.
Τρεις ώρες με είχανε να περιμένω έξω από το γραφείο του ανακριτή.
«Πάλι καλά που δεν με πέτυχε κανένας δημοσιογράφος», συλλογιζόμουν, μα λίγο αργότερα δυο αλλόκοτες εικόνες κεραυνοβόλησαν τη σκέψη μου.
Το βαμμένο πρόσωπό μου, πρωτοσέλιδο σε σκανδαλοθηρικό έντυπο.
Και η αυτοσχέδια τσέπη της κελεμπίας μου, γεμάτη χαρτονομίσματα.
(διαβάστηκε στην περφόρμανς Διήγημα Δρόμου, το 2010)

Ο Βαγγέλης Μπέκας έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το 13ο υπόγειο (Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, 2009) και Φετίχ (Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, 2011).

 


Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου, 20.00
Θα μιλήσουν οι Μαίρη Κλιγκάτση, Βασίλης Γκογκτζιλάς και Νίκος Μπελάνε. Παρουσιάζονται:

Στέργια Κάββαλου

Ακούμπησα στο νιπτήρα. Βούρτσισα τα δόντια μου με… Αντηλιακό; Απέκτησα γεύση  hawaian tropic κι ανάσα με δείκτη προστασίας 30.  Κάτι τέτοια κάνω κι απορώ, πρώτη εγώ και μετά οι άλλοι για την απύθμενη αφηρημάδα μου. Σήμερα παντρεύομαι και μην με ρωτήσεις γιατί. Είμαι από τις περιπτώσεις που γυρίζουν το «fuck» σε «what the fuck» in no time. Μόνο και μόνο για να κατηγορήσουν μετά τη ζημιάρα την τύχη μου.

Άλλαξα τα πολύχρωμα φτηνά σεντόνια σε λευκά μεταξωτά. Ένεκα της ημέρας. Σφουγγάρισα και το πάτωμα. Με βαριά καρδιά. Στην εκκλησία όμως θα πήγαινα ελαφρά τη καρδία. Θα έσφιγγα τα χέρια συγγενών και φίλων για τα συχαρίκια, σαν την τέλεια νύφη, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου να έχω χαλαρή τη γροθιά μου μην τυχόν και. Την στρέψω στον εαυτό μου.
Μούλιασα ώρα στη μπανιέρα, έψαξα αμίλητη όλες εκείνες τις απίθανες μπουρμπουλήθρες που κάνουν το μπάνιο σου αρχοντικό. Ούτε μία. Τα έβαλα με το αφρόλουτρο που βρήκε την ώρα να τελειώσει. Τα έβαλα και με τον εαυτό μου. Που δεν είχα εικόνα. Ούτε μία.
Ο γάμος ήταν προγραμματισμένος για τις 7 το απόγευμα. Οι δεκάδες μοιρασμένες προσκλήσεις το έλεγαν καθαρά. Μα εγώ δεν με έβλεπα. Να βάζω στεφάνι, να πίνω τον αγιασμένο οίνο, να προσπαθώ να ξεκολλήσω από τα δόντια μου το μέλι με το καρύδι. Δώδεκα το μεσημέρι κι εγώ που προέβλεπα τα μελλούμενα ταινίες slow motion, δεν είχα ούτε ένα preview.
Άπλωσα σε πρόσωπο και λαιμό την απολεπιστική κρέμα. Οι πράσινοι κόκκοι της, κόκκινοι στα μάτια μου. Η αχρωματοψία του άγχους, θα είναι. Με κοίταξα στον καθρέφτη, μου φάνηκα αθάνατη. Η καλλωπιστική γλυπτική είχε τραβήξει από πάνω μου κάθε αδύναμο χαρακτηριστικό αφήνοντας στη θέση της τα γενναία, μάτια.
Άπλωσα και τα μαλλιά μου στη σιδερώστρα. Καμία δεν άφηνα να με χτενίσει. Πάνω τους έβαλα το νυφικό. Μην μου καούν κιόλας. Κι όπως είχα ακουμπήσει το μάγουλό μου στα μαλακά και είχα τη ζέστη από το ατμοσίδερο ένιωσα μια οικεία δερμάτινη μυρωδιά. Από το κάθισμα του αυτοκινήτου μου.
Γέμισα πούδρα τα ζυγωματικά μου. Το νυφικό είχε αρκετά στρας, μη γυαλίζω κι ολόκληρη! Χτένισα τις βλεφαρίδες μου και τις έβαψα πράσινες. Secret tip τονισμένου βλέμματος γιατις πρασινομάτες. Πιπίλισα το μωρουδιακό δάχτυλο να φύγει το περιττό κραγιόν. Σκούπισα τα ίχνη της τερακότας γύρω από τον αντίχειρα και ήξερα πως αυτή την κίνηση δεν θα την επαναλάβω ποτέ.
Φόρεσα το νυφικό και μου πέρασε η σκέψη να το χρησιμοποιήσω στις επόμενες απόκριες. Σκέψη που έφυγε βιαστικά όσο ανόητα είχε έρθει. Τα καρναβάλια ούτε τα χώνεψα ούτε τα ντύθηκα ποτέ. Μου έκανε τέλεια, και εκεί που νόμιζα πως θα πήγαινε χαμένο, η σωστή εφαρμογή μού έδωσε την (καχ)υποψία μιας χρήσης πιο..μόνιμης και εναλλακτικής.
Έψαξα το μπουκέτο μου. Το είχα φουσκώσει μόνη μου. Μπαλόνια σε pocket size. Ασπροκόκκινες με πιο κόκκινο πλαστικό στήριγμα για κοτσάνι το οποίο και επέμενα να ισιώνω. Αξέχαστη θα τους έμενε η ανθοδέσμη μου. Κάνε να μην σκάσουν τα μπαλόνια! Τα ασημένια γοβάκια και φύγαμε. Η νυφική αργοπορία ήταν τόσο προβλέψιμη που ήθελα να φτάσω εγκαίρως για να την κάνω την έκπληξη.
Βγήκα έξω και η πιλοτή γλιστρούσε. Δεν είχα ακούσει τη βροχή. Σηκώθηκα στις μύτες, σήκωσα και την ουρά του νυφικού μου μη λασπωθεί, έφερα το μπουκέτο στο κεφάλι μη χαλάσει η κώμη και έβαλα μπρος. Μόνη μου ήθελα να φτάσω. Μόνη μου λυσσούσα όλα να τα κάνω από παιδί. Η μαμά μίλησε για ντροπής πράγματα να οδηγεί η γυναίκα τη μέρα που θα γίνει σύζυγος αλλά εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα με τις ντροπές, των άλλων.
Βγήκα και στη λεωφόρο και ακόμη δεν είχα εικόνα. Δέκα λεπτά μας χώριζαν από το μοιραίο. Επτά παρά τέταρτο. Μπροστά μου οι καλεσμένοι δεν πετούσαν ρύζια, δεν υμνούσαν τη νοστιμιά των κουφέτων, δεν μου εύχονταν καλούς απογόνους.
Για δες καιρό που διάλεξε να ατονήσει το χάρισμα, είπα φωναχτά. Και πάγωσε η καρδιά μου. Γιατί το ψιλόβροχο έγινε μπόρα και εγώ μέσα στα μακρινά κατακόρυφα νερά είδα τη μάνα. Το άκουγα το κλάμα της, το άκουσα σου λέω. Πάτησα γκάζι να φτάσω κοντά της. Με το απλωμένο μου χέρι να σκουπίσω τη λύπη της. Μαζί να πάμε στο γάμο, χαλάλι.
«Μην κλαις, μαμά μου». Η απάντηση ήρθε από τον αέρα. Που έδερνε τα κλαριά του δέντρου. Δεν υπήρχε μαμά. Το μόνο που είχα κρατήσει από τα μαθηματικά ήταν η ακρίβεια. Με αυτήν θα έπεφτα πάνω στο πεύκο. FUCK!
Ήταν αργά για λοξοδρομήσεις. WHAT THE FUCK… Ας μείνω μια φορά πιστή στην πορεία που. Ας τρέξω με φόρα στη μητρική αγκαλιά. Μούδιασε το μυαλό μου γλυκιά κούραση. Χαλάρωσα τα πόδια από τα πεντάλ, κουλουριάστηκα έμβρυο στο κάθισμα, έγειρα το κεφάλι στο μαλακό μαξιλάρι και έκλεισα τα μάτια.
Το ατύχημα στράβωσε τα κοτσάνια της αγάπης. Τα μπαλόνια έσκασαν. Το πρόσωπο και ο λαιμός μου γέμισαν αιμάτινους σβόλους και μικρά αστέρια. Το νυφικό δεν βγήκε ποτέ από πάνω μου. Γιατί τις απάντρευτες τις θάβουν με τα καλύτερά τους. Κι η μάνα μου, που μου έδωσε το τελευταίο φιλί, δεν σταμάτησε να λέει ότι μοσχοβολούσα καλοκαίρι.
(Μόνη σου, ενότητα: Φαμίλιαλ)
Η Στέργια Κάββαλου έχει εκδώσει τα παραμύθια Η κόκκινη πινέζα (Εκδόσεις Ιπτάμενο Κάστρο, 2010) και Μπλε Τριαντάφυλλο (Εκδόσεις Ιπτάμενο Κάστρο, 2011), το μυθιστόρημα Αλτσχάιμερ Trance (Εκδόσεις Τετράγωνο, 2010), κι έχει συνεργαστεί με τη Μαίρη Γεωργίου για τη συλλογή πεζών Αρνητικό 13 (Εκδόσεις Τετράγωνο, 2011). Ακόμη, έχει μεταφράσει Λαπίντ και Ρουσσώ για τις Εκδόσεις Πόλις και Ηριδανός.

*

Μαίρη Γεωργίου
Σε είδα στον ύπνο μου. Αξύριστος κι αγριεμένος με ρωτάς.
-    Γιατί φεύγεις; Πού πας;
-    Θα σπάσω, αν μείνω.
-    Θα σε κολλήσω εγώ. Εγώ ξέρω να σε κολλάω.
Είσαι η Σταχτοπούτα μου, μου ψιθυρίζεις. Όχι εκείνη η παραμυθένια. Η κλασική, η ντάμα. Τα παραμύθια δε σου ταιριάζουν. Εσύ είσαι της αληθινής version. Η μοντέρνα. Καις φορέματα, άμαξες, γυάλινα γοβάκια. Την νεραΪδονονά, ξορκίζεις. Όταν το ρολόι βαράει δώδεκα, δεν τρέχεις. Μην και δεν προλάβεις να γυρίσεις πίσω, ασφαλής. Πριν σε κάνουν τσακωτή η κακομοιριά και τα κουρέλια. Εσύ κάθεσαι εκεί που γουστάρεις. Ξυπόλητη και με μπαλώματα από στάχτες. Τα πόδια σου δεν είναι μαθημένα σε βήματα επιστροφής. Τα πέλματα παρκάρουν όπου αγαπάν. Όπου τρίζουν οι μνήμες, όπου μυρίζουν οι εικόνες. Όπου ο πόνος κι η χαρά το άθροισμα το δίνουν ένα. Έναν κρότο δυνατό. « Η αγχόνη με αγχώνει», λες είκοσι χρόνια τώρα. Μα από την άλλη δένεσαι. Κόμπος από μόνη σου γίνεσαι και δεν μπορείς. Πήγαινε τώρα. Κρύψε τους φόβους σου. Κι εγώ αυτό θα κάνω. Με κόκκινο κρασί θα κοινωνήσω. Το συνηθίζω. Εσύ με κάτι διάφανο και καθαρό.
Ξυπνάω από τα παραμιλητά του. Πειραγμένο όνειρο. Είναι κι αυτά τα νομοτελειακά τερτίπια. Οι κύκλοι λέει πάντα πρέπει να κλείνουν. Κάπως έτσι με πέταξαν από την πόλη της καρδιάς, στον τόπο της αρχής μου. Για να κλείσει ο ξοφλημένος ο κύκλος. Για την επιβεβαίωση των κανόνων.
Δεν κουνιέμαι. Κοιτάω το ταβάνι. Το κάνω οθόνη. Τόσες μέρες το ίδιο σενάριο. Παίζω με το control. Διαλέγω το μια αιωνιότητα και μια μέρα. Όλο το παρελθόν μου μετρημένο τόσο. Όσο, μια αιωνιότητα μέσα σε μία μέρα. Και τούμπαλιν. Αύριο θα υπάρξει; Κι αν υπάρξει πόσο θα κρατήσει;
Ρίχνω όλο το νερό του κόσμου πάνω μου. Αλλάζω σελίδα. Βαθιά ανάσα. Βαριά ανάσα. Δεν υπάρχει παρελθόν. Δεν υπήρξε ποτέ. Τιμωρία θα με βάλω να το γράψω σε όσες κόλλες αναφοράς βρω. Να με αναφέρω. Μέχρι να το μάθω. Στο τέλος θα το μάθω. Θα με μάθω.
Μπαίνω σε blue jean. Καπάκι σε μπλε fiesta. Το δρόμο με το ζόρι ανεβαίνει. Δεν τον αγαπά τον τόπο. Βογγά. Αλλού γουστάρει τις βόλτες του να κόβει. Μηχανή μπαίνει σε ρεύμα, αντίθετο. Ιπτάμενη. Σκάει στο παρμπρίζ. Τα φρεναρίσματα γλείφουν το δρόμο. Στην αγκαλιά μου σχεδόν ο οδηγός της. Κόκκαλο. Σημάδι το παίρνω. Κι ας είναι κι ο μπάτσος με το μέρος μου. Στον προορισμό δεν ήτανε ποτέ να φτάσω. Το μούτρο μου γίνεται τζάμι και σε βλέπω. Θολό, αλλά σε βλέπω μπροστά μου.
-    Γιατί φεύγεις; Πού πας;
-    Θα σπάσω, αν μείνω.
-    Θα σε κολλήσω εγώ. Και τότε όρθια θα χορέψεις παραγγελιά. Κι αν τολμήσει κανείς να το χαλάσει, φαλτσέτα θα βγάλω και θα θερίσω. Κι όταν σημάνει μεσάνυχτα, μη φύγεις. Σπίτι μη γυρίσεις. Δύσκολες οι αλλαγές και τα λόγια δε φτουράνε…
 
(…της Επιστροφής)
Η Μαίρη Γεωργίου έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Νηπενθές (Εκδόσεις Τετράγωνο, 2010) και έχει συνεργαστεί με τη Στέργια Κάββαλου για τη συλλογή πεζών Αρνητικό 13 (Εκδόσεις Τετράγωνο, 2011).

 



Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου, 20.00
Θα μιλήσουν οι Φωτεινή Καλλέ, Έλενα Γιαννουτάκη και Στέλλα Γεωργιάδου. Παρουσιάζονται:
Τζούλια Γκανάσου
«Όχι, η θέση δόθηκε σε άλλον.»
«Όχι, δεν μπορώ να σε δω απόψε.»
«Όχι, το άρθρο σας δεν θα δημοσιευτεί.»
«Όχι, δεν υπάρχει διαθέσιμη γυναίκα για την ηλικιωμένη που ζητήσατε.»
«Όχι, η αίτηση δανείου απορρίφθηκε.»
Για μια στιγμή, νομίζεις πως θα λιποθυμήσεις. Πιάνεσαι άγαρμπα από την πλάτη στο παγκάκι και σωριάζεσαι επάνω του.    Όταν συνέρχεσαι, δεν έχει αλλάξει τίποτε. Μια κοπέλα σε κοιτάζει αλλά δεν σε πλησιάζει. Παρατηρεί την κατάστασή σου χωρίς να αντιδρά. Το πρόσωπό της είναι ανέκφραστο. Στο μισοάδειο καφενείο, ένας θλιμμένος λαχειοπώλης προσπαθεί να ψαρέψει λίγα ευρώ. Ένας άντρας ρουφάει μια γουλιά καφέ φιλήδονα. Η μορφή του, έτσι λουσμένη από τον ήλιο, σε βοηθάει να ξεχαστείς. Η στάση του σώματος –χαλαρό σταυροπόδι και άκαμπτος κορμός- προδίδει φθαρμένη αλαζονεία. Ο τρόπος που ξεφυσάει τον καπνό, δεν έχει ωστόσο επιτήδευση. Τον πλησιάζεις και ζητάς ένα τσιγάρο. Το «ναι» ηχεί στα αφτιά σου ξένο, πάει καιρός, το δέχεσαι όμως τόσο αυθόρμητα, το έχεις ανάγκη. Απομακρύνεσαι και επιστρέφεις στο παγκάκι. Η νικοτίνη δρα ευεργετικά στα κύτταρά σου, τα νιώθεις να τονώνονται.
Πας στο μπαράκι για να πιείς. Με μια παρέα που δεν της δίνεις σημασία. Σε τίποτα δεν δίνεις σημασία τελευταία. Αυτό προσποιείσαι γιατί αν κοιτάξεις λίγο εντός, όλα θεριεύουν. Στο ενεχυροδανειστήριο, σε κορόιδεψαν: σου πήραν τα κοσμήματα της ηλικιωμένης, τις λίρες, τις αντίκες όσο όσο… Τι να κάνεις αφού δεκαπέντε αγγελίες για δουλειά ήτανε κάλπικες. Πίνεις και δεν ακούς τι λένε. Σκέφτεσαι μια ταινία που είδες πρόσφατα, όπου η πρωταγωνίστρια πήγαινε στην Αλάσκα για να βρει δουλειά. Κοτζάμ Η.Π.Α. στην Αλάσκα υπάρχει η ελπίδα… Στην Ελλάδα πού βρίσκεται η ελπίδα; Στον Έβρο ή στο Διδυμότειχο; Μειδιάς ειρωνικά. Πας στην τουαλέτα. Για κάποιο λόγο, ο μικρός στενός χώρος σου ταιριάζει. Κάθεσαι εκεί αρκετή ώρα. Καθώς πλένεις τα χέρια, ένας άντρας μπαίνει, τα μάτια διασταυρώνονται στιγμιαία στον καθρέφτη και στρίβει για να μπει στην τουαλέτα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, συνειδητοποιείς ότι είναι ο άντρας που σου έδωσε τσιγάρο τις προάλλες. Τον περιμένεις. Μόλις βγαίνει του δίνεις το χέρι και του υπενθυμίζεις την συνάντηση σας στο καφέ. Πάει να σου δώσει το χέρι αλλά το παίρνει πίσω συνειδητοποιώντας από πού έχει βγει και τι έχει κάνει. Γελάτε μαζί συγχρονισμένα. Αυτό το γέλιο μοιάζει να βγαίνει από βαθιά, σε ανακουφίζει. Μιλάτε περί ανέμων και υδάτων ενώ πλένει τα χέρια, απολογείσαι γιατί εκείνη τη μέρα δεν ήσουνα καλά, εκείνος δεν θυμάται, βγαίνετε έξω, δεν είναι θερμός ούτε ψυχρός, επιστρέφετε στις παρέες σας, κάτι έχει αναπτερωθεί μέσα σου, πιάνεις τον εαυτό σου να χαίρεται κι αυτό μοιάζει παράξενο, κερνάς αυτόν και τον φίλο του τα ποτά που πίνουν, πάει το κέρδος από το δαχτυλίδι της γιαγιάς, δεν έχεις τύψεις κάποια στιγμή πρέπει να νιώθεις ότι μπορείς να ζεις καλά, πως το αξίζεις. Πριν φύγουν, χαιρετούν, «Κυρία μου…», ένα χαρτί στα χέρια σου, ένας αριθμός κινητού τηλεφώνου, μοιάζει με «ναι», ηχεί στα αφτιά σου χαρμόσυνος οιωνός μες στο φθινόπωρο, μάτια ψυχρά, διαπεραστικά, σώμα στημένο προς τα πάνω, βάδισμα σίγουρο, τηλέφωνο από την ηλικιωμένη να πας πίσω, όχι δεν ήρθε η γειτόνισσα, φοβάται μόνη.
Το πρωί του στέλνεις μήνυμα. Μια απάντηση για Πέμπτη. Σε παρασύρει στην ελπίδα, ίσως γεννάει προσμονή, δεν είναι προσδοκία, έχεις αποκλείσει την περίπτωση αυτή. Έχεις συνέντευξη για θέση. Σε κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Σε ρώτησε ποιο ζώο σου αρέσει, ποιο χρώμα σου αρέσει, αν εστιάζεις στο μέλλον ή μήπως στο παρόν, αν εκλαμβάνεις την αποδοκιμασία σαν απόρριψη, αν παραθέτεις στον εαυτό σου δικαιολογίες για να αποφύγεις την ευθύνη, αν ζεις μόνη, αν είσαι διατεθειμένη να κάνεις θυσίες, αν είσαι κοινωνική, αν έχεις άλλες ασχολίες, αν αγαπάς τη φύση, αν επενδύεις σε προθεσμιακές ομολογίες σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου κι εσύ απαντάς όσο καλύτερα μπορείς, καταβάλλοντας τόσο τεράστια προσπάθεια που φεύγεις εξουθενωμένη με μια ελπίδα παραμάσχαλα -κάτι κέρδισες λοιπόν… Στη γωνία, μια γυναίκα φαίνεται χαμένη. Σε ρωτάει αν υπάρχει κάπου κοντά μια στάση λεωφορείου. Μοιάζει να κρέμεται απ’ χείλη σου, μοιάζει να μην αντέχει ν’ ακούσει άλλο «όχι», είναι πολλοί στην ίδια κατάσταση με εκείνη, αλλόφρονες που τρεκλίζουν και παραμιλούν απελπισμένα «όχι» κι «όχι», δεν θες να την απογοητεύσεις, της λες ότι η στάση είναι μακριά, της προτείνεις να την πας μέχρι εκεί, διστάζει, ξαναρωτάει αν υπάρχει στάση άλλη τρόλεϊ, μετρό, την πιάνεις αγκαζέ, της εξηγείς, σε κοιτάζει διψασμένη, βλέπεις την δίψα σου στα μάτια της, τρομάζεις, την αφήνεις κι αρχίζεις να τρέχεις κι όπως τρέχεις, παίρνεις τηλέφωνο όλους όσους ξέρεις και δεν ξέρεις...
Δεν απαντάει πλέον κανείς.
Η ηλικιωμένη βογκάει. Περιμένεις τον γιατρό. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Της χαϊδεύεις το χέρι και σκύβεις, φιλάς γλυκά τις ρίζες των μαλλιών. Τα μάτια της σε ευχαριστούν, σε ευγνωμονούν με έναν τρόπο. Το χέρι τρέμει μες στο χέρι σου. Το σώμα τρέμει. Στο πάτωμα, τρία άρλεκιν παλιά, φθαρμένα, φέρουν λεκέδες από ροφήματα, θυμίζουν. Στο κομοδίνο μια άδεια κανάτα με μια όψη σάτυρου σου γνέφει. Η ηλικιωμένη χαμογέλασε αμυδρά. Κάτι είδε. Το κουδούνι χτυπάει και τρέχεις να προλάβεις. Ήρθε! Μετά από την εξέταση, προκύπτει ότι πρέπει να κάνουμε κι άλλες εξετάσεις. Τη Δευτέρα. Μέχρι τότε κρεβάτι και υπομονή. Η ηλικιωμένη ζητάει το άρλεκιν. Ανάβεις την τηλεόραση. Βυθίζεται.
Η Πέμπτη έφτασε. Το μόνο «ναι» που άκουσες εδώ και καιρό, σε φέρνει κοντά στον άντρα που συνάντησες τυχαία. Έχεις συνηθίσει να κλείνονται όλοι στο «εγώ» τους, να γκρινιάζουν ότι τίποτα δεν κυλάει ομαλά σ’ αυτή τη χώρα, φταίνε πάντοτε οι άλλοι, ποτέ δεν φταις εσύ… Πίνει ουίσκι, πίνεις κόκκινο κρασί. Του λες μια ιστορία. Την ακούει με τα μάτια κατεβασμένα. Σπανίως τα σηκώνει, σε δυσκολεύει όλο αυτό αλλά βοηθάει για να τον παρατηρήσεις ανενόχλητη. Η μύτη του, γαμψή, εγγυάται αρρενωπότητα. Το ίδιο και τα χείλη. Αποτυπώνονται εύκολα στο νου, γίνονται σήμα. Κάποια κουβέντα μένει μισοτελειωμένη. Πάμε αλλού. Πίνει ουίσκι, πίνεις κόκκινο κρασί. Μιλάει για όσα αγαπάει. Επιτέλους, κάποιος θυμάται ακόμη όσα αγάπησε, μοιράζεται. Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Όταν κοιτάζει προς το μέρος σου, είναι δώρο. Μιλάει για τους συγγραφείς που αγαπάει. Σου κάνει εντύπωση που κάποιος ακόμη επιλέγει να διαβάζει. Σου προτείνει να συνεχίσετε στο σπίτι του. Η πρόταση αυτή έρχεται όμορφα στα αφτιά, σε περιβάλλει. Επιτέλους, προτείνει κάτι κάποιος άλλος. Δεν διστάζεις. Μπαλκόνι στενόμακρο, παλιό μωσαϊκό, δύο καρέκλες πλαστικές ανάμεσά τους ένα τραπέζι, πέρασες από το καθιστικό, βιβλιοθήκες παντού κι ένα γραφείο, μπορντό τοίχος. Πίνει λευκό κρασί, πίνεις κόκκινο. Δεν θυμάσαι για τι πράγμα μιλάτε. Το χέρι του απλώνεται στο μπράτσο σου. Σηκώνεστε όρθιοι. Φιλιέστε. Κάθεστε σε ένα λευκό καναπέ. Μένεις άπραγη, η αφή σου προξενεί αμηχανία, πάει καιρός, έχεις ξεχάσει. Ξάφνου απλώνεις το χέρι, τον αγγίζεις, τον χαϊδεύεις. Το σχολιάζει. Κατεβάζει το χέρι προς τα κάτω. Πάνω από τη φούστα. Κάτω από την φούστα. Μέσα από το εσώρουχο. Τον σταματάς. Ψελλίζεις. «Και να γαμηθούμε τι θα γίνει;» Πετάγεται πάνω. «Πού έχεις το αυτοκίνητο;» «Τι έπαθες;» «Το έχεις κάπου εδώ κοντά;» «Κανείς δεν χρησιμοποιεί πλέον αυτοκίνητο…»
Η ηλικιωμένη δεν ανταποκρίνεται. Δακρύζεις. Βρίσκεσαι στην αίθουσα αναμονής. Εδώ και καιρό βρίσκεσαι εκεί. Ρωτάς και κανείς δεν απαντάει. Ξαναρωτάς και σε περνάνε για τρελή. Μια θέση που επιθύμησες, καλύφθηκε. Μια φίλη που νοστάλγησες, ζορίζεται: δεν έχει να ξοδέψει και δεν περνάει πλέον καλά. Όσοι έχουν παιδιά, δεν εμφανίζονται: φοβούνται ότι θα τους ζηλέψουν έστω σ’ αυτή την εκδοχή ευημερίας. Η ηλικιωμένη σε κοιτάει με μάτια σχεδόν νοσταλγικά. Αναρωτιέσαι αν σε βλέπει. Αναρωτιέσαι εάν νιώθει. Σκύβεις λοιπόν και την φιλάς. Μια στιγμιαία ανταπόκριση στο πρόσωπο προδίδει ανησυχία. Σοκάρεσαι.
Χρειάζεσαι έναν άνθρωπο. Παίρνεις τηλέφωνο τον άντρα που συνάντησες τυχαία και σε ρωτάει «ποιος είναι;». Δεν σε θυμάται… Άλλη μια δόση αξιοπρέπειας εξανεμίζεται, ταυτόχρονα μια θλίψη διαπερνά όλο το σώμα σου, στέκεται άκομψα στα φρύδια. Βλέπεις, για πρώτη φορά μετά από μήνες, βλέπεις την αλήθεια, κατεβαίνει τα σκαλιά του πεζόδρομου, ξεντύνεται μπροστά σου αστραπιαία κι εσύ κλείνεις τα μάτια για να την αποφύγεις, κλείνεις τα μάτια και ακούς τη φωνή του να ρωτάει αν είσαι πιωμένη, φαντάστηκες λοιπόν μια μορφή επικοινωνίας, επιθύμησες σφοδρά κι αυτό σε παραπλάνησε, «Όχι, ένα ποτήρι κρασί έχω πιεί. Να έρθω από εκεί;» «Δουλεύω» «Να έρθω αργότερα για λίγο…» κι ακούς το ηρωικό «όχι», την επαναλαμβανόμενη εκδήλωση ανθρώπων που αρνούνται, που σκληραίνουν, που εκδικούνται, που ασχημαίνουν, που μιμούνται όσα παρατηρείς καιρό τώρα τριγύρω, αρνείσαι κι εσύ πεισματικά να αποδεχτείς αυτό το «όχι», να το βάλεις καλά μες στο μυαλό, να το μασήσεις και να το καταπιείς, να προχωρήσεις, να ξεκρεμαστείς από αυτό που φαντάστηκες, να ζήσεις… Κάθεσαι στα σκαλοπάτια, κοιτάζεις τριγύρω και κρέμεσαι από μια ελπίδα ενός καινούργιου «ναι», αναπάντεχου, ηρωικού που στα σπάργανα φοριέται τρυφερά την ώρα που η νυχτερινή υγρασία σε τυλίγει, κουρνιάζεις δίπλα σε ένα δέντρο και χαζεύεις τα γυμνά κλαδιά, ταυτίζεσαι μαζί τους, δεν υπάρχει άλλο να βγάλεις, ξερίζωσες ως τις τρίχες που διαθέτεις, ως τα νύχια σου παρέδωσες και νιώθεις κουρασμένη, μια γάτα πλησιάζει και κουρνιάζει στο πλευρό σου, νιώθεις ασφάλεια, την εμπιστεύεσαι τυφλά, έχεις ανάγκη να πιστέψεις, νιώθεις τα μουστάκια της στη μύτη σου απαλά και αποκοιμιέσαι… αύριο θα σηκωθείς ξανά.
(Αίθουσα Αναμονής)
Η Τζούλια Γκανάσου έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Σε μαύρα πλήκτρα (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2006) και Ομφάλιος λώρος (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2011).

*
Ειρήνη Σουργιαδάκη
Ήθελα να είμαι οτιδήποτε, αρκεί να μη μου θυμίζω εμένα. Στο τηλέφωνο άλλαζα τη φωνή μου, έμενα για νύχτες κρεμασμένη στο ακουστικό μέχρι να ξημερώσει. Δεν ερχόσουν πάντα. Για την ακρίβεια δεν ήρθες ποτέ, παρά μόνο εκείνο το ξημέρωμα στο όνειρο. Τότε που γκρεμίστηκε ο κόσμος, τότε που έγινε ο μεγάλος πόλεμος. Τα πόδια μου βάραιναν πολύ σαν ήταν να σε συναντήσω. Γι’ αυτό δεν ερχόμουν ούτε κι εγώ. Ήμουν πληγωμένη -τραυματίας πολέμου. Εκείνο το ξημέρωμα όμως με πήρες αγκαλιά και ακούμπησες τα χείλη σου στο λαιμό μου. Κοιμήθηκες εκεί για λίγες νύχτες ακόμα, μετά έπρεπε να κάνουμε τσεκ άουτ, πήρες τη βαλίτσα, το αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκες. Έμεινα κάτω απ’ τον ήλιο μέχρι να λιώσω, έγινα νερό και ταξίδεψα στ’ άδυτα της ασφάλτου. Δεν περίμενα να σε συναντήσω ξανά. Φοράω πάντα τα ίδια ρούχα που φορούσα όταν με γνώρισες. Φοβάμαι μη γίνει κανένα λάθος. Προσπαθώ μ’ αυτό το μαραφέτι εδώ και πόσο καιρό, γυρίζω τους δείκτες όλο και πιο πίσω, αλλά δε γίνεται τίποτα, οι μέρες ξεκινούν σα να μην προσπάθησα ποτέ, κι όμως τα μάτια μου δε βλέπουν πια το ίδιο καλά. Θα ήθελα να μη σε θέλω, θα ήθελα να μη θέλω τίποτα, να ζω ελεύθερη, χωρίς το ρολόι που με ξεκουφαίνει. Δε γίνεται αυτό. Αλλά καμιά φορά σε μισώ όπως το ρολόι. Μέχρι που σκέφτηκα να αφήσω το διαμέρισμά μου. Θα πάω να μείνω κάτω από ένα αυτοκίνητο ή μέσα σε μια λακκούβα του δρόμου. Ή ακόμα μέσα σε μια μικρή τρύπα στο ξύλινο πάτωμα του σαλονιού σου, μέσα στο αυτί σου ή κάτω από το νύχι σου. Δε θέλω να είμαι μαζί σου. Εκτός κι αν με θέλεις όπως σε θέλω κι εγώ, στην πραγματικότητα θέλω να με θέλεις όπως με θέλω εγώ σ’ αυτές τις μικρές κουκίδες του μηδέν. Δε θέλω να είμαι δίπλα σου, μόνο πάνω σου, ένας τόσος δα κόκκος σκόνη αόρατος. Προχτές βρήκα στο δρόμο ένα στυλό. Έγραψα παντού πάνω μου για σένα. Μετά περπάτησα πολύ, περίμενα κάποιος να με δει και σου τηλεφωνήσει. Δεν έγινε ποτέ αυτό. Γύρισα ξανά με ματωμένα πόδια, ελαφρύτερα τώρα, κοιμήθηκα, βρέθηκα για μια στιγμή στην κοιλιά μιας γυναίκας άγνωστης κι έπειτα πάλι στο απέραντο σεντόνι. Με τρομάζει αυτή η ζέστη, θέλω να μην υπάρχει ήλιος. Γίνεται; Πώς να γίνει, αφού τίποτα δεν κάνεις για να με κερδίσεις. Αρχίζω να μην είμαι εγώ, στο λέω. Επιτέλους. Κι εσύ ποιά θέλεις να είμαι; Ζήτα το, και θα γίνω αυτή. Ή αυτός. Ή αυτό. Το οτιδήποτε. Το κάτι. Ό,τι μου πεις θα γίνω. Ήδη τώρα που σου γράφω έχω γίνει ένα μικρό χαλίκι κολλημένο στο παπούτσι ενός γελοίου τύπου που με πηγαινοφέρνει στους δρόμους όλη νύχτα. Η μουσική με ξεκούφανε, αυτός με γδέρνει. Θέλει να δει τι έχω από μέσα. Από μέσα είμαι μόνο αίμα, ας του το πει κάποιος. Ούτε κόκαλα έχω, ούτε δέρμα. Είμαι μια πέτρα σκληρή, μια μικρή θρυμματισμένη πέτρα και μέσα μου κουβαλάω το αίμα απ’ τις χιλιάδες πληγές αυτού του κόσμου. Όλες δικές μου. Από σένα με χαμόγελο.
(Αίτηση χάριτος)
Η Ειρήνη Σουργιαδάκη έχει εκδώσει το διήγημα Το αγόρι με τα μαγικά δάχτυλα (Ελληνοεκδοτική, 2010).

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου, 20.00
Θα μιλήσουν οι Έλσα Κορνέτη και Νίκη Χαλκιαδάκη. Παρουσιάζονται:
Νικόλας ΕυαντινόςΚΟΡΥΒΑΤΩΝΤΑΣ

Εδώ και τώρα
πιστός συλλέκτης αροδαμών
δίχως στιγμή ν’ αγγελοσκιάζομαι
να κροταλίζω με τράγου ορμή
την μια κακοτυχιά στη άλλη,
το κλάμα να καλύψω
του νεογέννητου θαύματος
που κάποτε
θα συνεπάρει τον κόσμο.  
ΓΙΑ ΠΑΡ’ΤΟ ΑΛΛΙΩΣ

Ισορροπία στον αέρα
-μη σας ξεγελά- μπορεί και να είναι
στρώνω κρεβάτια, βουρτσίζω δόντια και χωρίστρα,
«κυρία να πω;» και αναφορά, γραβάτα και βιογραφικά
και δεξίωση με σόγια αιμοβόρα
και αμνός που λιμπίζεται το μέλλον οβελία.
Φτερό στον άνεμο πάλι είναι...
φτερό στον άνεμο…
δηλαδή…. καλά τέτοια αλάνα ο ουρανός
και να φοβάσαι μη χτυπήσεις;
ΑΠΕΙΛΗ

Ει, εσείς που βιάζεστε…
σπουργίτι στην τσέπη
που σας χρειάζεται…
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ


Στον Γιάννη Π.
Αγοράκι που κρατάς
το βιολάκι σου σε θήκη
και  περνάς  κουτσό  το δρόμο
μουσικές σφυρίζοντας
τους τροχούς εκνευρίζοντας
και εσύ κοριτσάκι
που ταΐζεις απ’ το ίδιο το ξυλάκι παγωτό
το αδέσποτο σκυλί
πότε εσύ, πότε αυτό
σταματώντας να είστε τα μάτια μου
ο κόσμος θα πάψει
να είναι εκείνος ο άνδρας
που ρισκάρει τη ζωή του
για να σώσει ένα ελάφι που πνίγεται.

ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

Τί μου τη δίνετε;
Δε γύρεψα τσατσάρα  για τα όνειρά μου.
Έτσι τα θέλω.
Μικροί Αβεσσαλώμ
με ξέπλεκα μαλλιά
στα κλωνιά της μέρας,
να ακούω τις κραυγές τους
να φτιάχνω μοιρολόγια.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Έφτιαξε ένα πιάνο
δίχως πλήκτρα και χορδές
για να κρύψει
μια μουσική αγέννητη.
Έπειτα ξανάβαλε
την προβιά του λύκου
και χάθηκε στο δάσος.
Πλέον μονάχα
μια μουσική ακούγεται:.
οι τυμβωρύχοι
πριονίζουν
ένα  κούφιο πιάνο
αιώνες  τώρα.
Ο ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΕΝΙΚΟ

                                                         Στον Ν.Κ
Έτσι αρχοντικά και πάντα
ποδαρικό να κάνω στο αλύχτισμα
με τη νύχτα για ζιβάγκο στο λαιμό
-καθότι ολόγυρά ανασαίνουνε
οι πάγοι της αλήθειας-
μπαρμπέρης του θανάτου
που κόντρα τον ξυρίζω
για να του κόβω χρόνια
πάντα στην πίσω αυλή  κρίνα να ξεριζώνω
ως μια τρίχα απ’ τα μαλλιά
να χάνει η Περσεφόνη,
σημάδι πως στον απάνω κόσμο
ζούνε ακόμα ακτήμονες,
με το δέρας των θαυμάτων να σκεπάζω
εκείνους που αποκοιμήθηκαν
στους κοιτώνες της γύμνιας,
και σήμα καρτεριού να δίνω τώρα
στην αγέλη που μου ανάβει το καντήλι
να γίνει το φυτίλι
γι α μια φλόγα
που δεν θα ζητάει τίποτε λιγότερο
από το να σβήσει
σαν αλύχτισμα που έκανε το χρέος του
ειδοποιώντας για το μέλλον.
(από ανέκδοτη συλλογή)

Ο Νικόλας Ευαντινός έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Μικρές Αγγελίες και Ειδήσεις (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008) και Ρουβίκωνας στα μέτρα μας (Εκδόσεις Μελάνι, 2011).


*

Λένα Καλλέργη

ΟΙΚΟΣΙΤΟ
Είναι κακό σκυλί η ελευθερία.
Απ’ όταν ήρθε, δεν κουνάει βήμα.
Φταίω. Την τάισα. Και τώρα
Δεν λέει να μάθει τρόπους.
Ούτε τη μπάλα πιάνει
Ούτε γαβγίζει τους εχθρούς.
Ο οίστρος της δεν ελέγχεται.
Ακολουθεί όποιον την χαϊδέψει, όμως
Βρίσκει το δρόμο πάντα για το σπίτι.
Και κάθε μέρα με δαγκώνει
Για να με πείσει
Ότι μακριά της θα πεθάνω.
Αυτή;
Ψόφο δεν έχει.

(από ανέκδοτη συλλογή)

Η Λένα Καλλέργη έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Κήποι στην Άμμο (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010), κι έχει συμμετάσχει στη συλλογή της ομάδας Από ποίηση (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010).