Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

"Λουτρό οξυτοκίνης", της Κατερίνας Κονιδάρη

photo © Στράτος Προύσαλης

Λουτρό οξυτοκίνης, διηγήματα, Κατερίνα Κονιδάρη, εκδόσεις Βακχικόν 2017

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

Το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμηθεί άσχημα, γιατί είχαμε φάει πολύ σε μια γιορτή και ήμουν ακόμα τόσο φουσκωμένος, είχα τόσα νεύρα, που δεν μπορούσα ούτε στην κοπέλα μου να μιλήσω. Ήπια μισή γουλιά καφέ, μπήκα στο αυτοκίνητο, ξέσφιξα τη ζώνη του παντελονιού, χαλάρωσα το κολάρο του πουκαμίσου και πήρα μια ανάσα που θα έπρεπε να με βγάλει όλη τη μέρα. Άνοιξα το παράθυρο και έβαλα ράδιο. Στο πρώτο φανάρι από το σπίτι μου, τον είδα να έρχεται κατά πανω μου με το ματσούκι του στα χέρια και ένα χαμόγελο οικειότητας, που κάποιος θα έλεγε παράταιρο, αλλά η αλήθεια ήταν ότι εδώ και μερικές εβδομάδες που είχε εμφανιστεί τον άφηνα να μου καθαρίζει τα τζάμια, λέγαμε και ένα καλημέρα, τι κάνεις. Ήταν ένας πιτσιρικάς γύρω στα δεκαεπτά με ένα καπέλο τζόκεϊ, ωραία φάτσα και ευγενικός, εκείνη τη μέρα όμως, θες από τα πολλά σπανακοπιτάκια, θες από τη ζέστη, θες «γιατί έτσι», μου παραφάνηκε σίγουρος, από πού και ως που δηλαδή και του είπα «άσε, δεν θέλω να τα κάνεις». Με κοίταξε με ύφος θιγμένο, αλλά γρήγορα πήρε τα πάνω του και έκανε να αρχίσει. Άναψε όμως το φανάρι και ξεκίνησα. Σαν πολύ αέρα έχεις πάρει μαλακισμένο, σκέφτηκα, καλός, καλός, αλλά το αυτοκίνητό μου θα το ακουμπάς όποτε θέλω εγώ, εγώ διαλέγω εκεί μέσα, με τις μέρες μου, τα κέφια μου, τη μουσική μου και το αρωματικό δεντράκι μου.
Ήταν λες και κατάλαβα ότι τόσο καιρό του είχα δώσει πολύ θάρρος και, ναι - αυτό που λένε, αυτό θα γινόταν - θα μου ανέβαινε στο κρεβάτι. Από το επόμενο πρωί ανέπτυξα μια μέθοδο για να τον αποφεύγω. Έτρεχα για να προλάβω το πράσινο ή πήγαινα τόσο αργά, ώστε να σταματάω αρκετά πίσω στην ουρά για να μην προλαβαίνει να έρθει. Αν τελικά, από λάθος υπολογισμό ή κακή τύχη, με έπιανε το φανάρι και ήμουν στο εύρος της απόστασης που διανύει κάθε φορά από το πρώτο μέχρι το έβδομο περίπου αυτοκίνητο, έκανα πως κοίταζα αλλού ή αν πλησίαζε πολύ άφηνα το αυτοκίνητο να τσουλήσει λίγο μπροστά. Αυτός όμως εκεί, με κοίταζε κάθε φορά, όπου και να ήμουν. Μέχρι που ένα πρωί, σκέφτηκα ότι όλο αυτό δεν άξιζε τον κόπο και άλλαξα δρόμο. Είδα από μακριά ότι και εκεί τα φανάρια είχαν τα προβλήματά τους και προετοιμάστηκα. Όταν ήρθε την πρώτη φορά στο τζαμί μου ένας μουσάτος με κελεμπία, έστρεψα το χέρι σταθερά προς το μέρος του χωρίς να τον κοιτάζω, ανέκφραστος και πεισμένος ότι έστελνα το μήνυμα με αποφασιστικότητα και ηρεμία. «Όχι», είπα.
Ο δρόμος του Κελεμπία όμως είχε περισσότερη κίνηση και όταν άργησα μια μέρα στη δουλειά, που πάλι είχα κακοκοιμηθεί, τα έβαλα με τον εαυτό μου ηλίθιος είσαι έλεγα έχεις αλλάξει δρόμο για το μαλακισμένο και αποφάσισα να ξανακάνω το παλιό μου δρομολόγιο. Ήδη από το πρώτο πρωινό που πέρασα τον βρήκα εκεί. «Κάτηκες» μου λέει αμέσως. Λογαριασμό θα σου δώσω, πήγα να πω, αλλά είπα «Άντε, καν’ το». Όσο καθάριζε με ρώτησε:
«Καμιά ντουλιά;»
«Όχι ρε, τι δουλειά να έχω».
Τζίφος. Αρχίσαμε πάλι καλημέρες και πενηντάλεπτο ή εικοσάλεπτο, ανάλογα τι είχα πρόχειρο. Μια φορά του έδωσα δεκάλεπτο, το κοίταξε και το έβαλε στην τσέπη του με ένα χαμόγελο που έκρυβε κάτι μεταξύ απογοήτευσης και απαξίωσης. Είχε αρχίσει να με εκνευρίζει και σκέφτηκα ότι τα κολλητιλίκια δεν θα έβγαιναν πάλι σε καλό. Έπρεπε να βρω μια μέση λύση, το ξανασκέφτηκα και πήρα την απόφαση -έστω κι αν έχανα δέκα λεπτά από τον χρόνο μου- να πηγαίνω τρεις μέρες από τον άλλο δρόμο με τον Κελεμπία, που είχε πιάσει η ήρεμη δύναμη και πλέον με αγνοούσε, ώστε να βλέπω πιο αραιά τον πιτσιρικά και να μειωθούν οι απαιτήσεις του για κουβέντες και λεφτά. Τις ημέρες που μπορεί να βιαζόμουν -το πολύ δύο όμως μέσα στην εβδομάδα- θα πήγαινα από αυτόν, για να κερδίζω χρόνο. Θα του έδινα πάντα ένα εικοσάλεπτο, άμα του άρεσε, ποτέ παραπάνω και δεν θα του πολυμιλούσα.
Ακολούθησα αυτές τις διαδρομές για κανένα μήνα και ήμουν σχετικά ευχαριστημένος, όταν μια Παρασκευή, που περνούσα από τον δρόμο του μικρού και φυσικά μου είχε κάνει το τζάμι, πετάγεται στο αμέσως επόμενο φανάρι, που ήταν πάντα ήσυχο και άδειο από όλους αυτούς, ένας καινούργιος. Με το κεφαλάκι γερμένο στη μια πλευρά σχεδόν μονολογούσε «Λίγκο, λίγκο, παρακαλώ» και ταυτόχρονα ύψωνε το κοντάρι. Χτύπησα τα χέρια μου στο τιμόνι και φώναξα «Φύγε ρε, φύγε, δεν βλέπεις ότι είναι καθαρό;»
Τέλος. Δεν ήθελα ούτε καλημέρες, ούτε καλησπέρες, ούτε λίγκο, ούτε πολύ. Ήθελα να πηγαίνω από όποιον δρόμο γούσταρα και ήθελα τα τζάμια μου βρόμικα. Και με όλους τους άλλους κάτι πήγαινε και ερχόταν, αλλά στη σκέψη ότι θα έπρεπε να βλέπω κάθε μέρα τον μικρό κάτι με έπιανε. Μα δεν μπορούσε εξ αρχής να καταλάβει ότι έτσι είναι οι πελάτες, ρε φιλαράκι, αλλάζουν γνώμη, τι να κάνουμε; Τη μία μπορεί να θέλουν το τζάμι τους καθαρό, την άλλη όχι, τι ύφος είναι αυτό; Όταν οι δικοί μου πελάτες, δηλαδή, στο κατάστημα αλλάζουν γνώμη, εγώ τι πρέπει να κάνω, να τους χώνω τα παπούτσια στο στόμα;  
Κάτι έπρεπε να γίνει. Κάτι έπρεπε να γίνει και για εμένα και για να μάθει κι αυτός τι είναι δουλειά, να σταματήσει να κάνει μια τον φίλο, μια τον θιγμένο. Δεν θα κατάφερνε τίποτα έτσι. Σκέφτηκα να του πω να βάλει μια τιμή και να την έχει κρεμασμένη σε μια ταμπέλα πανω του, είκοσι λεπτά ας πούμε ή και λιγότερο, ούτως ώστε να πουλάει σε συγκεκριμένη τιμή, να εκθέτει το προϊόν του και ο άλλος να αποφασίζει αν θέλει να το αγοράσει ή όχι. Χωρίς παρακάλια και υποχρεώσεις και να τσεκάρει τα λεφτά, με απληστία και δήθεν ευγνωμοσύνη, ο μαλάκας, λες και έχουμε να δίνουμε από εδώ και από εκεί σε όλους. Σαν τα μαγαζιά, αυτό έπρεπε να καταλάβει. Το Σαββατοκύριακο του έφτιαξα μια ταμπέλα σε ένα πλαστικοποιημένο Α4, άνοιξα δύο τρύπες με τον διακορευτή, πέρασα ένα σχοινάκι και την άφησα στο αυτοκίνητο για να του τη δώσω όταν θα τον ξαναέβλεπα. Η κοπελιά μου με είπε τρελό, ότι τη μισή σκέψη από όση έχω κάνει για τον μικρό να έκανα για εκείνη, θα ήταν ευτυχισμένη, ότι έχω κολλήσει με βλακείες, ότι δεν της δίνω σημασία που τόσες μέρες με ρωτάει που θα πάμε διακοπές και ότι αυτό κάνω πάντα, χωρίς να έχει καταλάβει κανείς γιατί, τα παίρνω και δεν αντέχω άνθρωπο, αλλά δεν θα άντεχε και εμένα άνθρωπος σε λίγο, να το ξέρω.  
Τη Δευτέρα που πέρασα δεν ήταν κανένας. Το ίδιο και την Τρίτη, Τετάρτη. Την Πέμπτη είδα τον «λίγκο λίγκο», από το δεύτερο φανάρι που είχα τσακωθεί. Είχε έρθει στο φανάρι του μικρού. Του λέω:
«O άλλος που είναι;» Δεν καταλάβαινε.
«The other».
 «Α, Αμπτουλχαλίφα».
«Ε;  Ναι, ναι, him».
 «Here, here» μου λέει ο άλλος.
Άναψε όμως το φανάρι και έφυγα. Το επόμενο πρωί ο Χαλίφα ήταν εκεί χωρίς τα σύνεργά του.
«Ντουλιά;»
«Ναι» του απάντησα και του έδωσα την ταμπέλα. Την κράτησε στα χέρια του μια στιγμή και με κοίταξε χωρίς να λέει τίποτα.
«Ωραίο δεν είναι;»  
«You, professional».
Ακούμπησε την ταμπέλα στο στήθος, την κατέβασε αμέσως και με κοίταξε πάλι με συνοφρυωμένη απορία. Τι δεν καταλάβαινε; Άναψε πάλι το φανάρι.
«Try» φώναξα.
Από εκείνη τη μέρα δεν τον ξαναείδα και ησύχασα. Με τους άλλους δεν με ένοιαζε, είχα πια αποκτήσει εμπειρία και τους κατάφερνα καλυτέρα. Ήταν κι αυτό κάτι.