Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Λιλλή Καλογήρου: Το φωτεινό πρόσωπο του κηπουρού

 

photo © Στράτος Προύσαλης

Δεν είχε κλείσει ακόμα την πρώτη νιότη της η Λουκρητία, όταν την αφιέρωσαν στο μοναστήρι του Κιάμο. Η θεία της την αφιέρωσε που έκανε και χρέη μητέρας, ύστερα από τον θάνατο της πραγματικής, στη μεγάλη πανούκλα. Την πήρε, τη φρόντισε περίπου σαν παιδί της. Διάκριση δεν έκανε ανάμεσα σ' αυτήν και τα δικά της παιδιά, ακόμα και λιγότερο φαγητό να είχε το πιάτο της. Ακόμα κι όταν την έβαζε να κάθεται έξω απ' το σαμάρι στο μουλάρι ή όταν μουλάρωνε, κάθε που η Λουκρητία τής αρνούνταν κάποια χάρη, να πάει, φερ' ειπείν, στη βρύση για νερό, να σκάψει και να ποτίσει τις τριανταφυλλιές της. Η Λουκρητία αναστέναζε, μα τι μπορούσε να κάνει; Έλεγε πως έτσι ήταν η ζωή. Κι έμαθε από μικρή πως για να 'χεις το ροδοπέταλο, έπρεπε να υποστείς και το αγκάθι.
    
Σοφά λόγια. Τα έλεγε και ο Τζουζέπε, ο πατριός της. Έμπαινε το βραδάκι στο σπίτι και της ζητούσε κι αυτός πράγματα, παρουσία όλων τους.
    
«Έλα να μου τρίψεις λίγο την πλάτη, Λουκρητιούλα...» έλεγε και της έκλεινε το μάτι. Και μετά το ξέχναγε μισόκλειστο να την κοιτάζει. Πείραζε μήπως; Όλοι το καταλάβαιναν πως ήταν ποτισμένος από το καπηλειό που ερχότανε. Και η Ντάλια το καταλάβαινε, η θεία της, μην κοιτάς που κουνούσε το κεφάλι. Όσο ποτιζόταν ο άντρας της, μαραινότανε αυτή, αλλά αυτό ήταν μια άλλη ιστορία.
    
Κι έτσι η Λουκρητία, μόλις έσκασε η πρώτη της ακμάδα, φούσκωσε το στήθος της σαν ψωμί στο φούρνο και έδεσε η μέση της, μάζεψε τα μπογαλάκια της και πάει. Στο σπίτι του θεού. Μπορεί έτσι να ήταν καλύτερα.
    
«Σίγουρα θα είναι καλύτερα, καλό μου», είπε η θεία της ξεπροβοδίζοντάς την και η Λουκρητία μάζεψε όλη την καλή της θέληση να την πιστέψει. Σαν θεία, δεν μπορεί, κάτι παραπάνω θα ήξερε για τον θεό.
    
Η Λουκρητία έκανε τον σταυρό της. Μέσα στο μοναστήρι έπεφτε σκοτάδι, μια ελαφριά πνοή χάιδευε τα καντήλια. Από τα ανοιγμένα παράθυρα έμπαινε η αύρα του δειλινού και τα αρώματα του κήπου που διαόλιζαν το πνεύμα. Η άνοιξη φούσκωνε τα βλαστάρια και δυνάμωνε τα δέντρα, ξεχείλιζε τα νερά και μάτωνε τα μούρα στο μονοπάτι, μάτωνε μαζί και τα χέρια που πήγαιναν να τα κόψουνε. Κακό γράμμα η άνοιξη σταλμένο, ποιος ξέρει σε ποια χέρια. Το ανοίγουν και πίνουν την ευωδιά του ίσαμε τον πάτο. Τα βράδια η Λουκρητία στριφογυρνούσε στο μαξιλάρι της.
    
Αλλά όνειρα δεν έβλεπε, να πεις. Γι' αυτήν τα όνειρα ήταν ένα άλογο χαμένο που κάλπαζε μέσα στο σκοτάδι. Ούτε που της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να το εξημερώσει. Έκανε τις λειτουργίες της τακτικά, τις κηπουρικές της εργασίες και κάμποσες φορές το μήνα, επισκεπτόταν το εξιλαστήριο, όπου της έριχναν κι έπειτα έριχνε μόνη της βουρδουλιές στην πλάτη και σε άλλα σημεία του κορμιού της, αν της έκανε κέφι. Διότι ήταν ακόμα μαθητευόμενη. Δεν ήξερε, αν της άρεζε αυτό, ήταν σαν να ρωτήσεις μια μαθήτρια, αν της αρέσει το σχολείο, θολά πράγματα θα σου πει, αμφιταλαντευόμενα. Θα περιμένει μάλλον να γίνει καθηγήτρια για να έχει πιο έγκυρη γνώμη. Έτσι και η Λουκρητία: περίμενε να μεγαλώσει λιγάκι ακόμα για να καταλάβει καλύτερα. Να έρθει η σειρά της να δείρει και τις άλλες.
    
Εκείνο το απόγευμα, δεν περίμενε να δείρει, δεν περίμενε τίποτα. Και σίγουρα όχι αυτό που θα αντίκριζε μπροστά της. Τα μάτια της θόλωσαν, η ζέστη έκανε ένα σάλτο με την ακρίδα και της έκατσε στην καλύπτρα. Την έδιωξε ζαλισμένη, η καλύπτρα γλίστρησε και τα ξανθά μαλλιά της ελευθερώθηκαν κι έπεσαν πιο χαμηλά από τη μέση της: ο κηπουρός την κοίταζε μαγεμένος. Το μάτι του από τον άσπρο της λαιμό, πήγε στα μάτια της που φέγγανε κι από κει -ήταν πλέον μονόδρομος- στην άκρη απ' τα μαλλιά της. Για όπου ακουμπούσανε, φυσικά. Η Λουκρητία έστριψε και του γύρισε την πλάτη. Ο κηπουρός καρφώθηκε ολόκληρος. Αν ήταν ζούζουνας, θα τον είχε για χάρη της καρφιτσωμένον στο πανί, αν ήταν τάμα στο εικονοστάσι, θα έμενε εκεί για πάντα εις τους αιώνας των αιώνων αφιερωμένος της. Δεν ήταν παρά ένα απλό αγόρι που η Λουκρητία έβρισκε του γούστου της απολύτως: κυματιστά ξανθά μαλλιά, λίγο χνουδάκι πάνω από το χείλι του και από κάτω ένα γενάκι μούρλια. Πρόσωπο αγγέλου. Κι εκεί που το πρόσωπο τελείωνε, άρχιζε ο λαιμός, το καρύδι του ανεβοκατέβαινε -ο νεαρός ξεροκατάπινε έτσι- και λίγο παρακάτω μέσα από το ανοιχτό πουκάμισο το στήθος του που χτυπούσε αλαφιασμένο με κάτι τρίχες θεϊκές βαθιά, βαθιά!
    
Η Λουκρητία τον κοιτούσε από τη στοά με τους κίονες, ενώ στον τοίχο τρεμόπαιζε ένα πορτοκαλί σαν κρόκος. Ο κηπουρός στεκότανε δίπλα στη φοντάνα. Ένα άρωμα της ήρθε τότε στο μυαλό και ήταν τόσο υπαρκτό, όσο και αυτός απέναντι και η Λουκρητία σκιάχτηκε, γιατί θυμήθηκε τ' αγκάθια. Κάποιο χελιδόνι ψαλίδισε πάνω από το κεφάλι της. Αυτός χαμογέλασε. Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε άλλο, την είδε να εξαφανίζεται στο βάθος του ναού. Έσκυψε ξανά στις τριανταφυλλιές του και όσο κι αν έπαιζε το μάτι του, αδύνατο να την ξαναδεί. Μέχρι που ο ήλιος βασίλεψε και έπεσε σκοτάδι.
    
Αυτό ήταν το δύσκολο για τη Λουκρητία. Όλη μέρα στο κέντημα ή στο κομποσκοίνι, ήταν εύκολο να τον αφήσει να γλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλά της. Αλλά τη νύχτα, τι να έκανε τη νύχτα; Η εικόνα του αυγάτιζε στο σκοτάδι και μοιραία έφερνε την αυγή. Και μετά ήρθε η άλλη νύχτα και η παράλλη. Το δύσκολο ήταν να μην της ξεγλιστρήσουν πια τα δάχτυλά της.
    
Όταν ξημέρωσε η τρίτη μέρα, το αποφάσισε: θα έκανε το βήμα να τον ξαναδεί μέσα από τη στοά. Μπορεί να μην ήταν βήμα αποφασιστικό, αλλά μόλις την αντίκρισε από μακριά εκείνος, το πρόσωπό του πήρε πάλι τέτοιο φως, που όλη η στοά άστραψε. Δεν ήταν ωστόσο αυτό που θάμπωσε τα μάτια της Λουκρητίας. Έτσι όπως δούλευε τώρα σκυμμένος στις τριανταφυλλιές, είχε βγάλει το πουκάμισό του και γυάλιζε ιδρωμένη στον ήλιο η ωραία πλάτη του. Τα μπράτσα κατέβαιναν γερά, το στήθος του αρμονισμένο ίσαμε την κοιλιά και τη μέση του. Κομψή παρατονία στη σύνθεση αυτή, μια γρατζουνιά στα πλευρά του επάνω, όχι σπουδαία, ούτε αμελητέα, μια γρατζουνιά, όσο χρειαζότανε. Η Λουκρητία κοίταξε ασυναίσθητα τα νύχια της, αλλά μετά σκέφτηκε τις τριανταφυλλιές και καθησύχασε. Το ανήσυχο ήταν αυτό που σκέφτηκε. Τι να 'βλεπε ο έρμος απ' αυτήνα, έτσι φασκιωμένη όπως ήτανε στο ράσο, ούτε μια λουρίδα χρώμα δεν είχε πάνω της, εκτός φυσικά από τα κατακόκκινα μάγουλά της! Κι όμως εκείνος την κοίταζε σαν να την είχε κιόλας ξεντύσει!
    
«Να τη βάλω εδώ;» Ακούστηκε μια ρινική φωνή και μέσα απ' τα κλαδιά δίπλα του σηκώθηκε η Πουλχερία. Κρατούσε στα χέρια της μια τριανταφυλλιά. Το μάτι της Λουκρητίας μαύρισε. Πώς είχε καταφέρει πάλι η Πουλχερία να μπει στη μέση, δεν την εξέπληττε. Ό,τι την εξέπληττε ήταν πώς είχε προλάβει κιόλας να κάνει εκείνο που η ίδια δεν τολμούσε ούτε καν να διανοηθεί: να φυτέψει μια τριανταφυλλιά μαζί του! Ήταν λοιπόν τόσο ριψοκίνδυνη πράξη;
    
«Η ηγουμένη με έβαλε, αγάπη μου», της εξηγούσε η Πουλχερία την ώρα του απόδειπνου, μπουκωμένη όπως ήταν, αλλά το επιχείρημα αυτό δεν ησύχασε τη Λουκρητία, κάθε άλλο.
    
«Επειδή τις τριανταφυλλιές τις ξέρω εγώ», μάσησε λόγια η Λουκρητία. Η μεγάλη Πουλχερία γύρισε και την κοίταξε:
    
«Ε, τράβα συ, αν θέλεις την επόμενη φορά...» Κι επειδή την είδε που άλλαξε χρώμα, συμπλήρωσε: «αλλά τις έχουμε φυτέψει πλέον».
    
Ό,τι της έκοψε το στομάχι, βγήκε αληθινό: ο ωραίος κηπουρός δεν ήρθε την επομένη. Η Λουκρητία τον περίμενε τουλάχιστον την μεθεπομένη, σηκώθηκε από νωρίς το πρωί να κάνει τη μικρή νηστεία της, μπας και της τον φέρει πίσω η Παναγία -μάταια. Εκεί που σκαρφιζόταν τρόπους να τον ψάξει, το 'φερε έτσι ο θεός, άστραψε, βρόντηξε, έπεσε δυνατή μπόρα και χαλάζι ανοιξιάτικο που πλημμύρισε το μοναστήρι νερό, πλημμυρίζοντας παραδόξως και την καρδιά της Λουκρητίας με χαρά και ελπίδα. Κι εκεί που ήταν όλοι συννεφιασμένοι μπροστά στον ουρανό και οι τριανταφυλλιές σε άθλια κατάσταση, της Λουκρητίας τα μάγουλα ήταν ρόδινα σαν ανθισμένα πέταλα! Ο ήλιος γύρισε ξανά και η μονή ήρθε στον τόπο της. Από τότε μπορεί να προέκυψε μια ομόηχη έκφραση, αλλά αυτά δεν είναι παρά υποθέσεις.
    
Η Λουκρητία με ένα τσαμπί αγκάθια στο χέρι ζούσε την πληρότητα. Όχι πως ήταν ανυποψίαστη και στα αγκάθια της καρδιάς κάθε που γυρνούσε τα μάτια του αυτός και την κοίταζε, αλλά ο χρόνος ήταν λίγος και να τον ξοδέψει άσκοπα η Λουκρητία δεν ήθελε. Αρκετά τον είχε ξοδέψει με αυτές τις κωλοτριανταφυλλιές. Κι όσο του έδινε τα κλωνάρια στο χέρι, φρόντιζε να ανεβάζει κι από λίγο το μανίκι της -τις νύχτες το ξήλωνε από μέσα για να διευκολύνεται- καταλήγοντας στο τέλος να το φτάσει όσο πιο ψηλά μπορούσε, για να τον βάλει να στοχεύσει ακόμα ψηλότερα.
    
«Πώς σε λένε;»
«Λουκρητία. Εσένα;»
«Αμάντο».
    
Και έτσι η Λουκρητία ανακάλυψε το όνομα που είχε η αγάπη.
    
Το φανταζόταν να του το ψιθυρίζει τις νύχτες πάνω από το ιδρωμένο του κορμί και η καρδιά της μάτωνε πιο πολύ κι από τα χέρια της ακόμα και έκανε σκέψεις κρυφές, αλλά όχι τόσο που ο Αμάντο τις κατάλαβε. Ένα δειλινό, όταν έφτανε πια η ώρα να σχολάσουν, την άρπαξε από τη μέση στους θάμνους μέσα και τη φίλησε στο στόμα. Τη φίλησε τόσο δυνατά που η Λουκρητία έμεινε άφωνη -τι θα μπορούσε άλλωστε ν' αρθρώσει- και μετά πήρε μαζί το φιλί του σαν δώρο στο κρεβάτι της. Το έβαλε πάνω στον ώμο της, ύστερα στο στήθος, στην κοιλιά της, μην τα πολυλογούμε, το κατέβαζε όλο και πιο χαμηλά μέχρι που ξημέρωσε και το φιλί δεν είχε καταλήξει ακόμα. Σαν να μην είχε βρει απάνεμο λιμάνι να αράξει, όχι για κείνη τη νύχτα, τουλάχιστον.
    
Θα το έβρισκε την επομένη. Ο Αμάντο την κρατούσε σφιχτά και το κορμί της ανατρίχιαζε, στον ουρανό το φεγγάρι άλλαζε στρώματα στα σύννεφα και κείνοι σε μια απόμερη γωνιά του κήπου ανακάλυπταν ο ένας τον άλλο χωρίς στρώμα. Ο Αμάντο περνούσε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της, ύστερα τα κατέβαζε χαμηλότερα, χάιδευε την άκρη από το στήθος της, έμπαινε και πείραζε τη ρόγα, με δυο λόγια ακολουθούσε την ίδια διαδρομή με το φιλί της φαντασίας της και η Λουκρητία ήταν πολύ ευτυχισμένη γι' αυτό. Ήταν κάπως σαν να κατέβαινε το παλάτι του θεού στη γη, μπορεί και το αντίστροφο.
    
«Το δέρμα σου, τα μάτια σου...» της έλεγε κι αυτή του ψιθύριζε «Αμάντο μίο».
    
Κι εκεί που την χάιδευε, άρχισε να τη φιλάει. Είχε μια γλυκιά μυρωδιά, πιο γλυκιά κι από τριανταφυλλιά ακόμα, περνούσε το χέρι του και τη φίλαγε. Έφτανε τώρα στην κοιλιά της, -σίγουρα ο ναός του θεού- και κατέβαινε, μέχρι που έβαλε τη γλώσσα του στο μουνάκι της μέσα. Η Λουκρητία τινάχτηκε σύγκορμη. Ο Αμάντο γύρισε, την κοίταξε, πίσω από τον ώμο της έβγαινε το φεγγάρι ολοστρόγγυλο και μπόρεσε μέσα στη λάμψη του να δει τα μάτια της. Ύστερα γύρισε πάλι το κεφάλι του να κοιτάξει το τριαντάφυλλο που είχε μπροστά του, το πιο ακριβό, το πιο καλό. Χάιδεψε τα χείλη του με τα χείλη του, τα έγλυψε, τα ρούφηξε. Η Λουκρητία είχε κλείσει τα μάτια της. Την ώρα που ο Αμάντο καταπιανόταν με την πιο λεπτή κηπουρική, έφερε στο μυαλό της το πρόσωπό του και η εικόνα εκείνη τόσο κοντά στον δικό της παλμό, της πήρε την ψυχή. Δεν ήταν δυνατό να έχει η ζωή τέτοια γλυκύτητα... Και έκανε να τον σταματήσει. Αλλά εκείνος είχε χωθεί στον κόλπο της βαθιά, σαν τον διψασμένο στην κρήνη. Η γλώσσα του πήγαινε παντού, αργή και βασανιστική, στακάτη και χτυπητή σε κάθε σημείο, όπου μπορούσε να χαρεί μια επικοινωνία, να κερδίσει μια συναλλαγή. Το κέρδος το δικό του το ήξερε: βάραινε στην αριστερή του τσέπη βαθιά όπως ένα πουγκί γεμάτο βενετσιάνικα τάλαρα.
    
Από τα κορίτσια που θέλεις να τους πάρεις την παρθενιά με τη γλώσσα, σκέφτηκε ο Αμάντο. Και σαν τον άπληστο που θέλει όλη τη σοδειά δική του, έπινε τους χυμούς της από κάθε γωνία του κορμιού της.
    
Αλλά και η Λουκρητία δεν ήτανε μακριά απ' αυτόν στην καλή όρεξη. Για την ακρίβεια, ήταν τόσο κοντά του, όσο το κορμί της, μπορεί και λίγο περισσότερο. Τα γόνατα της κόπηκαν και λύγισε κάτω κεραυνοβολημένη. Τινάχτηκε σ' έναν ατέλειωτο σπασμό που της έδωσε η επαναλαμβανόμενη γλώσσα του. Πήρε βαθιά ανάσα, τα αστέρια στον ουρανό χύθηκαν ανακατεμένα και τα μάτια της θόλωσαν.
    
«Έλα», του είπε λαχανιασμένα και τον σήκωσε όρθιο. Αλλά τη στιγμή που τριβόταν ολόκληρη πάνω του του, μια φωνή διαπέρασε τον αέρα της νύχτας. Δεν ανήκε σε κανέναν από τους δυο τους, δυστυχώς. Φώναζε το όνομά της με αναγνωρίσιμο τρόπο:
«Λουκρητία! Εσύ είσαι;»
    
Η ένρινη χροιά της δεν άφηνε αμφιβολίες για το ποια τη φώναζε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει  δυνατά.
    
Ο Αμάντο είχε την εξυπνάδα να μείνει ακίνητος στη θέση που ήτανε. Η Λουκρητία γύρισε το κεφάλι και προσπαθώντας να ακουστεί αδιάφορη, είπε:
«Ποιος άλλος ήθελες να είναι; Βγήκα να δέσω ένα μπόλιασμα που ξελύθηκε».
    
Κι επειδή το κεφάλι της Πουλχερίας έψαχνε γύρω να τη δει, η Λουκρητία συνέχισε το ίδιο αδιάφορα:
«Εδώ, σ' αυτό το κλαδί. Έλα να το πιάσεις, αν δεν πιστεύεις».
    
Δεν ήταν εκτός πραγματικότητας ό,τι έλεγε. Της είχε έρθει να το πει, από αυτό που κρατούσε στα χέρια της. Όσο το κρατούσε, τόσο και πιο σκληρό γινότανε και ο Αμάντο άρχισε ν' ανασαίνει μ' ευχαρίστηση. Στο τέλος, είχε γίνει ντούρο σαν ένα κομμάτι ξύλο. Η Λουκρητία ήταν βέβαιη πως, αν η Πουλχερία το κρατούσε στο χέρι της, κάλλιστα θα μπορούσε να το περάσει για κλαδί.

«Μια άλλη φορά, δεν έχω χρόνο τώρα», της φώναξε η Πουλχερία με σαφώς μειωμένο ενδιαφέρον. Συνέχισε:
«Κανόνισε όταν τελειώσεις, σε θέλει κάτι η ηγουμένη».
«Καλά, όταν τελειώσω θα 'ρθω», της πέταξε η Λουκρητία και δεν έλεγε ψέμματα.
    
Ό,τι ακολούθησε, είχε μια άλφα επιτάχυνση και μια βήτα καθυστέρηση. Αλλά με σωστή αντιστοιχία στον καθένα: η Λουκρητία είχε την επιτάχυνση και ο Αμάντο την καθυστέρηση -το αντίστροφο θα ήταν καταστροφικό και ο Αμάντο το ήξερε. Γι' αυτό δεν βιαζότανε, ακόμα κι όταν εκείνη τον παρακινούσε με τον τρόπο της. Αλλά μετά που την ξάπλωσε στα μαλακά χόρτα, σταμάτησε να τον παρακινεί. Ξαπλωμένος πάνω της, γλιστρούσε πάνω κάτω στη σχισμή της σαν πινέλο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τα δάχτυλά της έσφιγγαν την πλάτη του, κατέβαιναν στη στενή του μέση, έπιαναν τον σφιχτό κώλο, τον μηρό. Η Λουκρητία ήθελε να την ανοίξει και να μπει μέσα της, ένιωθε τον κόλπο της να χτυπάει από την ανάγκη, το κορμί της έτρεμε στα χέρια του μέσα. Μα ο εραστής της καθυστερούσε και δεν έμπαινε. Σφιγμένος στην αγκαλιά της, ψιθύριζε μέσα στα μαλλιά της λόγια που δεν θα μπορούσε ποτέ του να πει, ούτε εκείνη να ακούσει. Τέτοια λόγια της έλεγε. Κι εκείνη τον άκουγε. Μέχρι που δεν άντεξε άλλο να περιμένει:
«Έλα μέσα μου», του είπε ψιθυριστά.
    
Ήταν μια αίσθηση οριακή και ακαριαία τόσο, που η Λουκρητία είχε το αίσθημα μιας πτήσης. Κι όσο ο Αμάντο την έπιανε και την τραβούσε γερά, δίνοντας πίσω στο σώμα της την χαμένη βαρύτητα -το έσπρωχνε μαλακά και ύστερα το έπαιρνε πάλι ολόκληρο, μετρώντας το πόντο πόντο κάτω από το δικό του- τόσο εκείνη απελευθερωνότανε σε μια διάσταση αιθερική που πλησίαζε τ' άστρα πάνω της. Ο πούτσος του την κάρφωνε στη γη και τα μάτια της την οδηγούσαν ψηλά στο ανοιχτό στερέωμα. Ήταν κλειστά, ευτυχώς. Αλλιώς ο δρόμος θα ήταν μετρημένος.
«Δεν πονάς;» της μουρμούρισε κάποια στιγμή. Του έγνεψε «όχι» και του έλεγε την αλήθεια. Σήκωσε ακόμα περισσότερο τα πόδια της και τον έτριψε στην κοιλιά της πάνω. Ύστερα έσφιξε τα βλέφαρά της και άνοιξε το στόμα της. Φώναξε δυνατά τη στιγμή που η καμπάνα του μοναστηριού έδιωχνε μακριά τα πουλιά της νύχτας.

Ούτε μια σταγόνα αίμα δεν έσταξε στα πέταλα από τα τριαντάφυλλα. Ο Αμάντο ήταν ξαφνιασμένος γι' αυτό και την ίδια απορία είχε και η Λουκρητία. Μπορούσε να συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο; Αν και ήταν βέβαιη πως δεν είχε πάει με κανέναν ποτέ της, το ίδιο της το σώμα φαινόταν ειδοποιημένο τόσο, που προξενούσε ενδιαφέρον και στον πιο αδιάφορο -πολύ περισσότερο στον ενδιαφερόμενο. Μονάχα αυτή ήξερε τον πιθανό λόγο. Του τον ψιθύρισε στο αυτί σιγανά και παρόλο το σκοτάδι, τον κατάλαβε που κοκκίνισε. Ο Αμάντο έκανε τον σταυρό του.
«Αυτό ακριβώς!» είπε εκείνη και γέλασε.
«Και τώρα ακόμα;» τη ρώτησε ο Αμάντο. Η τόλμη της τον παραξένευε.
«Πάντα!» του απάντησε και τα λευκά της δόντια της ζωγράφισαν το χαμόγελό της. Ο Αμάντο κούνησε το κεφάλι του.
«Μωρέ μπράβο...» μουρμούρισε και την κοίταξε με θαυμασμό. Σε πόσα πράγματα μπορούσε τελικά να χρησιμέψει ένας ξύλινος, χοντρός σταυρός, δίπλα στο κρεβάτι της!
«Ιδιαίτερα εκείνος του πατέρα Πίου με τα ρουμπινάκια...» συνέχισε η Λουκρητία. Τον είχε πάντα μέσα της αυτόν τον σταυρό.
    
Ο Αμάντο στάθηκε σκεφτικός για την ιεροσυλία, αλλά μετά σκέφτηκε, ότι μπορεί αυτό να εννοούν όταν λένε «στους κόλπους του θεού». Στο κάτω κάτω, σα θεός ένιωθε κι αυτός στον κόλπο μέσα της Λουκρητίας.
    
Αφού λύθηκε το μυστήριο με την αναίμακτη παρθενία της, δεν έψαξε περισσότερα. Μονάχα κάθε απόγευμα που ερχόταν για τα τριαντάφυλλα την έψαχνε με τα μάτια στο μπαλκόνι. Η Λουκρητία είχε βρει έναν καινούργιο τρόπο να δείχνει κορμί, ακόμα και μέσα από το ράσο. Καθόταν στο μπαλκόνι της -ένα καλλιγραφημένο στρογγυλό μπαλκονάκι που χωρούσε μόνο αυτήν- και άνοιγε αδιάφορη τα πόδια της. Σήκωνε την άκρη από το ράσο, λίγο μόνο. Τα υπόλοιπα τα έκανε η φαντασία του Αμάντο. Δεν χρειαζόταν να κάνει και πολλά βέβαια, γιατί η Λουκρητία τον βοηθούσε και με το παραπάνω. Και την πιο άγονη φαντασία να είχε ο Αμάντο, το σύμβολο της γονιμότητάς της, την τροφοδοτούσε επαρκώς. Του το έδειχνε ολόγυμνο, εννοείται. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο Αμάντο παραμέριζε τις τριανταφυλλιές και το κοίταζε. Το εκτιμούσε σαν φυσική συνέχειά τους.
    
Κι όσο το κοίταζε, τόσο το πρόσωπό του έπαιρνε μια χάρη μοναδική, θα τολμούσε κανείς να την πει, «χάρη του θεού» που του έκανε τη χάρη. Μονάχα η Λουκρητία δεν το έλεγε τίποτα, τον κοίταζε κι αυτή αμίλητη και μέσα στα μάτια της ζωγραφιζότανε η ευτυχία.
«Πολύ φωτεινό πρόσωπο έχει αυτός ο κηπουρός», έκανε την παρατήρηση ακόμα και η ηγουμένη, ένα πρωί που γύρισε το κεφάλι της προς τον κήπο. Ευτυχώς που η Λουκρητία είχε προλάβει να κλείσει τα πόδια της. Αλλά ακόμα και με καλυμμένο τον ήλιο που τον φώτιζε, ο Αμάντο έλαμπε σαν αυτόφωτος πλανήτης. Ερχόταν πρωί και έφευγε βράδυ, οι καλόγριες είχαν βαρεθεί να τον βλέπουνε -εκτός από μία, εννοείται- και άρχισαν σιγά σιγά να τον θεωρούνε κομμάτι της οικογένειας του μοναστηριού, μπορεί και κομμάτι από το ντεκόρ του χώρου.
«Όμορφα που είναι...» έλεγε η Λουκρητία ρίχνοντας γύρω της λάγνες ματιές. Και μέσα στην πλημμύρα της χαράς και της ικανοποίησής της, ένα πράγμα μόνο δεν μπορούσε να καταλάβει: είχε φτάσει να ζει την ευτυχία της ζωής χωρίς πόνο! Μήπως ήταν αυτό κάτι κακό; Οι τριανταφυλλιές είχανε χάσει τα αγκάθια τους, τι ήταν εκείνο που τα 'βαζε με τη φυσική φορά των πραγμάτων;
«Μη φοβάσαι, αγάπη μου», της έλεγε ο Αμάντο, «δεν αποκλείεται να υπάρχει και το καλό, σκέτο».
    
Κι όταν ήρθε πια η ώρα να περάσει την τελική δοκιμασία της από το εξιλαστήριο στο Ιερό της μονής για το χρίσμα και έπεσε η ερώτηση «θα ήθελες, Λουκρητία, να ασπαστείς εφ' όρου ζωής το σχήμα του καλογερικού βίου;» εκείνη κούνησε το κεφάλι της και φώναξε δυνατά, «μα εννοείται, το ρωτάτε;» Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Τέτοια θέρμη φωνής και αγαλλίαση, πρώτη φορά ακούγανε. Όχι πως οι άλλες φωνές δεν ήταν ειλικρινείς, αλλά στη φωνή της Λουκρητίας η ευχαρίστηση ήταν τόσο απροκάλυπτη που παραμέριζε το καθήκον.
    
Ο Αμάντο έμεινε σ' όλη του τη ζωή κηπουρός της μονής, λέγεται μάλιστα πως κάποια στιγμή αργότερα, πέτυχε και μια ποικιλία ρόδου μοναδική: είχε το χρώμα της φωτιάς και κάτι στο άρωμά του θύμιζε τον σταυρό του πατρός Πίου. Κι από το κοτσάνι του δεν έβγαινε πια ούτε ένα αγκάθι!

 

Η Λιλλή Καλογήρου γεννήθηκε με τη βεβαιότητα ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από άντρες, γυναίκες και λοιπές ανεξιχνίαστες δυνάμεις που δεν θα μπορούσε ν' αφήσει απερίγραπτες. Από μικρή της άρεζε να μπερδεύει τις τουαλέτες αγοριών και κοριτσιών με άλλους, απώτερους σκοπούς. Όταν τέλειωσε το σχολείο, η κλίση της επιβραβεύτηκε και εξειδικεύτηκε στη μελέτη ανατομίας της ανθρώπινης φύσης, όπως και παρά-φύσης. Αλλά η περιέργειά της δεν ικανοποιήθηκε. Αγαπημένο χόμπι της, η παρατήρηση πουλιών (bird watching) και κρυφή της ασχολία, οι ξένες γλώσσες. Της αρέσει πιο πολύ η θεωρία από την πράξη, αλλά αν της αρέσεις, δεν αποκλείεται να σε καλέσει και για κανένα καφεδάκι.