Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Λεόν Μπλουά: Ιστορίες για παλιοχαρακτήρες

μπλουά-τσαντίλας

Ιστορίες για παλιοχαρακτήρες, διηγήματα, Λεόν Μπλουά, μτφρ. Αλέξανδρος Τσαντίλας, εκδόσεις Vakxikon.gr 2016

Το ζεστό

Στον Henry de Groux

Ο Ζακ έκρινε πως αυτό που έκανε ήταν απλά αναξιοπρεπές. Ένιωθε απαίσια που καθόταν εκεί, μέσα στα σκοτάδια, λες και ήταν κανένας ωτακουστής της κατώτατης στάθμης, ενώ η γυναίκα εκείνη, η παντελώς άγνωστη σε αυτόν γυναίκα, εξομολογούνταν.
Μα που να πάρει, έπρεπε να είχε φύγει αμέσως με το που την είδε να έρχεται παρέα με τον παπά και το πετραχείλι του, ή, τουλάχιστον, να έκανε κάποιον θόρυβο να τους ειδοποιήσει για την παρουσία κάποιου ξένου. Τώρα όμως ήταν ήδη πολύ αργά, κι ότι κι αν έκανε, η απαίσια αδιακρισία του δεν μπορούσε παρά να γίνει πολύ πιο χειρότερη.

Ψάχνοντας, μέσα στη βαρεμάρα του, για μια δροσερή γωνιά – όπως οι σαρανταποδαρούσες – στο τέλος της σκυλίσιας αυτής μέρας, είχε την ιδέα, που ξέφευγε κατά πολύ από τις συνηθισμένες του εμπνεύσεις, να μπει μέσα στην παλιά εκκλησία, να κάτσει σ’ εκείνη τη σκοτεινή κόχη, πίσω από το εξομολογητήριο, και να αφεθεί σε ρεμβασμούς, κοιτάζοντας τη μεγάλη ροζέτα να θαμπώνει, καθώς έσβηνε σταδιακά το φως του ήλιου.
Μερικά λεπτά αργότερα, χωρίς να ξέρει ούτε το πώς, ούτε το γιατί, είχε γίνει ακούσιος – πιο ακούσιος δεν θα μπορούσε να ήταν – μάρτυρας μιας εξομολόγησης.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά τα λόγια και σε γενικές γραμμές, στ’ αυτιά του δεν έφτανε παρά μοναχά ένα ακατάληπτο μουρμουρητό. Ο διάλογος, ωστόσο, φάνηκε προς το τέλος να αποκτά περισσότερη ζωντάνια.
Μερικές συλλαβές, εδώ κι εκεί, άρχισαν να γίνονται πιο διακριτές καθώς ξεπηδούσαν από τον θολό χείμαρρο του μετανοητικού λόγου, και ο νεαρός που, σαν από ειρωνεία της τύχης, κάθε άλλο παρά ουτιδανός ήταν, τώρα φοβόταν μήπως ακούσει κάποιες ομολογίες που, κατά τα φαινόμενα, δεν ήταν προορισμένες να φτάσουν στ’ αυτιά του.
Κι ο φόβος του αυτός έγινε ξαφνικά πραγματικότητα. Ένα βίαιος αναβρασμός φάνηκε να συντελείται. Η ασάλευτη θάλασσα άστραψε και μπουμπούνισε καθώς χωρίστηκε στα δύο, σαν από τα βάθη της αναδυόταν κάποιο τέρας, και ο ακροατής, τρέμοντας το αναπόφευκτο, άκουσε τις λέξεις αυτές να εκφέρονται σαν με παροξυσμό:
«Σας λέω, πάτερ μου, ότι έριξα δηλητήριο στο ζεστό του!»
Και μετά, τίποτα. Η γυναίκα, που το πρόσωπο της ήταν αθέατο για εκείνον, σηκώθηκε από το ευκτήριο και εξαφανίστηκε αθόρυβα στις σκιερές άκρες του ναού.
Ο ιερέας, από την άλλη, είχε μείνει στήλη άλατος ∙ πέρασαν αρκετά λεπτά προτού ανοίξει την πόρτα να φύγει, κι ο τρόπος που βάδιζε τον έκανε να μοιάζει με άνθρωπο που μόλις τον είχαν ξυλοκοπήσει με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο.
Ο ίδιος ο Ζακ δεν κουνήθηκε από εκεί που ήταν παρά μόνο αφού το κουδούνισμα των κλειδιών του καντηλανάφτη, και η προσταγή να βγει έξω όποιος είχε μείνει μέσα, αντήχησαν παρατεταμένα στους τοίχους του εσωνάρθηκα. Τόσο πολύ τον είχε καταβάλει η κουβέντα εκείνη, που ο ήχος της γέμιζε τις σκέψεις του σαν οχλοβοή.

[...]